Το ζήτημα της ελληνικής Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης / Υφαλοκρηπίδας έχει βρεθεί στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας τα τελευταία έτη, με αφορμή κατ’ αρχάς τις οριοθετήσεις της ΑΟΖ που πραγματοποίησε η Κύπρος με γειτονικά της κράτη και στη συνέχεια με την έναρξη των διαδικασιών εκ μέρους της Ελλάδας για έρευνες υδρογονανθράκων νοτίως της Κρήτης, ενώ πρόσφατα νοτίως της Κύπρου ξεκίνησαν οι πρώτες ερευνητικές γεωτρήσεις από διεθνείς εταιρείες και μαζί και η έντονη τουρκική αντίδραση. Έχοντας διαβάσει σχετικά κείμενα και άρθρα του ειδικού και μη τύπου, παρακολουθήσει διαδικτυακές παρουσιάσεις και συμμετάσχει σε διαδικτυακές συζητήσεις έχω διαμορφώσει την άποψη, αν και μη ειδικός, πως στο ζήτημα αυτό υπάρχουν γερές δόσεις άγνοιας και παραπληροφόρησης, προερχόμενες ακόμη και από θεωρούμενους «ειδήμονες». Έτσι, το παρακάτω κείμενο είναι μια προσπάθεια να παρουσιαστούν κάποιες σημαντικές πτυχές του θέματος που παραμένουν άγνωστες. Η συγγραφή του έγινε κατόπιν προτροπής του Βελισάριου, τον οποίον ευχαριστώ που μου δίνει το βήμα να παραθέσω τις απόψεις μου.
Εισαγωγή
Το ζήτημα της ελληνικής Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης/Υφαλοκρηπίδας παρουσιάζεται, κατά κύριο λόγο, ως μια μεγάλη ευκαιρία αύξησης της πολιτικής, οικονομικής και ενεργειακής ισχύος της Ελλάδας και φυσικά ως άλλος ένας τρόπος εύκολου και ανέξοδου προσπορισμού πακτωλών χρημάτων από την ελληνική πολιτεία τα οποία θα προέλθουν από την άντληση των υδρογονανθράκων της Ανατολικής Μεσογείου. Η πεποίθηση αυτή αποτυπώνεται στον ακόλουθο χάρτη και τις διάφορες παραλλαγές του, ο οποίος απεικονίζει την ΑΟΖ/Υφαλοκρηπίδα που θεωρείται ότι δικαιούται η Ελλάδα. Έχει πολλάκις αναφερθεί κατά καιρούς, τόσο στον Τύπο όσο και σε σχετικές παρουσιάσεις και ομιλίες, ότι τα όρια της ελληνικής ΑΟΖ/Υφαλοκρηπίδας στον ανωτέρω χάρτη έχουν κατασκευαστεί με βάση τη μέση γραμμή. Έχουν επίσης αναφερθεί οι θεωρούμενες ως αυθαίρετες θέσεις της Τουρκίας, βάσει των οποίων το Καστελόριζο δεν πρέπει να διαθέτει ΑΟΖ, ότι τα ελληνικά νησιά επίσης δεν δικαιούνται ΑΟΖ ή δικαιούνται μόνο μειωμένης γιατί το Αιγαίο αποτελεί ειδική περίπτωση κ.λπ. Λαμβάνεται επίσης ως δεδομένο ότι οι ελληνικές θέσεις είναι σύμφωνες με το διεθνές δίκαιο ενώ οι τουρκικές το παραβιάζουν, με συνέπεια να διακινούνται σενάρια αναφορικά με την προδοτική/ενδοτική/δουλική στάση των εκάστοτε εγχώριων κυβερνήσεων οι οποίες δεν ανακηρύσσουν την ΑΟΖ γιατί φοβούνται την Τουρκία ή δε θέλουν να δυσαρεστήσουν τρίτες χώρες που έχουν τα δικά τους συμφέροντα.
Οι απόψεις αυτές, ωστόσο, οι οποίες έχουν καλλιεργηθεί επί μακρόν στην ελληνική κοινή γνώμη, τίθενται τουλάχιστον εν αμφιβόλω λαμβάνοντας υπόψη δύο καίρια στοιχεία: α) τις ίδιες τις ισχύουσες διατάξεις του Διεθνούς Δικαίου και ειδικά αυτές που αφορούν την ΑΟΖ/Υφαλοκρηπίδα και β) τις αποφάσεις των Διεθνών Δικαστηρίων αναφορικά με την οριοθέτηση των ζωνών αυτών. Η εξέταση των σχετικών νομικών διατάξεων και της συναφούς νομολογίας μπορεί να δώσει απαντήσεις σε μια σειρά από κρίσιμα ερωτήματα:
Ποια η σχετική νομοθεσία για την ΑΟΖ/Υφαλοκρηπίδα σε διεθνές και εθνικό επίπεδο;
Το Δίκαιο της Θάλασσας: ισχύουσα νομοθεσία και νομολογία
Η πρώτη χρονολογικά ρύθμιση που αφορούσε τις θαλάσσιες ζώνες του πλανήτη ήταν η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για την Υφαλοκρηπίδα, η οποία υπογράφηκε στη Γενεύη στις 29 Απριλίου 1958 και η οποία κυρώθηκε από την Ελλάδα με το Νομοθετικό Διάταγμα 1182 (ΦΕΚ 111/Α/1958) «Περί κυρώσεως της υπογραφείσης εν Γενεύη την 29ην Απριλίου 1958 υπό την αιγίδα του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών Συμβάσεως περί της υφαλοκρηπίδος». Η Σύμβαση αυτή εισήγαγε ρυθμίσεις αποκλειστικά για την Υφαλοκρηπίδα και υπογράφηκε από πληθώρα κρατών, της Τουρκίας μη συμπεριλαμβανομένης. Η Σύμβαση αυτή αντικαταστάθηκε από την ισχύουσα σήμερα Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (United Nations Convention on the Law of the Sea – UNCLOS, εφεξής αναφερόμενη απλώς ως Σύμβαση εντός του κειμένου) η οποία υπεγράφη το 1982 στο Μοντέγκο Μπέυ της Τζαμάικα και τέθηκε σε ισχύ το 1994, έχοντας κυρωθεί έως το τέλος του 2018 από 167 χώρες. Στην Ελλάδα αυτό έγινε με το Νόμο 2321/1995 (ΦΕΚ 136/Α/1995) «Κύρωση της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας και της Συμφωνίας που αφορά στην εφαρμογή του Μέρους ΧΙ της Σύμβασης». Οι ρυθμίσεις για την ΑΟΖ, η οποία ως έννοια εισήχθη για πρώτη φορά με τη Σύμβαση αυτήν, περιλαμβάνονται στο Μέρος V (στο κείμενο του νόμου 2321/1995 αναφέρεται λανθασμένα ως Τμήμα), άρθρα 55 έως 75, και αυτές για την υφαλοκρηπίδα στο Μέρος VI, άρθρα 76 έως 85. Όπως και στην περίπτωση της Σύμβασης του 1958, η Τουρκία δεν έχει επικυρώσει ούτε τη Σύμβαση του 1982.
Επιπλέον όμως της Σύμβασης αυτής καθ’ εαυτής, καθοριστικής σημασίας είναι η εξέταση των αποφάσεων οριοθέτησης ΑΟΖ/Υφαλοκρηπίδας των διεθνών δικαστηρίων, καθώς σε αυτές ερμηνεύονται διατάξεις που βρίσκουν εφαρμογή στην περίπτωση της Ελλάδας. Οι αποφάσεις αυτές έχουν εκδοθεί είτε (στην πλειοψηφία τους) από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης (International Court of Justice – ICJ) με έδρα την ομώνυμη πόλη, είτε από το Διεθνές Δικαστήριο για το Δίκαιο της Θάλασσας (International Tribunal for the Law of the Sea – ITLOS) με έδρα το Αμβούργο, είτε από διαιτητικά δικαστήρια που συστήθηκαν κατά περίπτωση κατόπιν συμφωνίας των αντιδικούντων κρατών. Ειδικά για τα ζητήματα του Δικαίου της Θάλασσας η Ελλάδα έχει αποδεχτεί την αρμοδιότητα του ITLOS, σύμφωνα με σχετική δήλωση που κατέθεσε μετά την επικύρωση της Σύμβασης. Από τη θέσπιση της αρχικής Σύμβασης του 1958 μέχρι σήμερα έχουν εκδοθεί δεκάδες αποφάσεις για την οριοθέτηση θαλάσσιων ζωνών από διεθνή δικαστήρια, με αποτέλεσμα να υφίσταται εκτεταμένη νομολογία αναφορικά με την ερμηνεία των επιμέρους διατάξεων, τόσο της αρχικής Σύμβασης όσο και αυτής του 1982.
ΑΟΖ, Υφαλοκρηπίδα και δικαιώματα του παράκτιου κράτους και λοιπών κρατών
- Η Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη, όπως προκύπτει από το άρθρο 56 της Σύμβασης, αποτελείται από το θαλάσσιο βυθό, το υπέδαφός του και την υπερκείμενη στήλη υδάτων, το δε εύρος της μπορεί να φτάνει έως 200 ναυτικά μίλια από τις ακτές. Εντός της ΑΟΖ το παράκτιο κράτος έχει α) κυριαρχικά δικαιώματα σχετικά με τους φυσικούς πόρους (ζωντανούς ή μη) και την οικονομική εκμετάλλευση μέσω παραγωγής ενέργειας και β) δικαιοδοσία για την εγκατάσταση τεχνητών νήσων και κατασκευών, την επιστημονική έρευνα και την προστασία του περιβάλλοντος.
- Η Υφαλοκρηπίδα, σύμφωνα με το άρθρο 76 της Σύμβασης, αποτελείται από το θαλάσσιο βυθό και το υπέδαφός του. Το εύρος της μπορεί να φτάνει, υπό προϋποθέσεις, έως 350 ναυτικά μίλια από τις ακτές. Εντός της υφαλοκρηπίδας το παράκτιο κράτος έχει κυριαρχικά δικαιώματα αναφορικά με την εξερεύνηση και την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων αυτής τα οποία είναι αποκλειστικά, δηλαδή, εάν το παράκτιο κράτος δεν εκμεταλλεύεται τους υφιστάμενους φυσικούς πόρους, κανένα άλλο κράτος δεν μπορεί να το πράξει χωρίς τη συγκατάθεσή του. Τα δικαιώματα αυτά δεν εξαρτώνται από οποιαδήποτε διακήρυξη αλλά υπάρχουν αυτοδικαίως και εξ υπαρχής (ipso facto et ab initio).
Όπως προκύπτει από τα ανωτέρω, η ΑΟΖ αποτελεί ουσιαστικά «εμπλουτισμό» του καθεστώτος της Υφαλοκρηπίδας με την προσθήκη της υδάτινης στήλης άνωθεν του θαλάσσιου πυθμένα. Ωστόσο, όπως έχει υπογραμμίσει το ICJ στην παρ. 33 της απόφασης για την οριοθέτηση της Υφαλοκρηπίδας μεταξύ Λιβύης – Μάλτας, η έννοια της ΑΟΖ δεν έχει «απορροφήσει» αυτήν της Υφαλοκρηπίδας, όπως έχει λανθασμένα αναφερθεί πολλάκις στη σχετική αρθρογραφία, αλλά οι δύο νομικές έννοιες παραμένουν διακριτές:
33. (…) Όπως η Σύμβαση του 1982 δηλώνει, οι δύο θεσμοί -υφαλοκρηπίδα και αποκλειστική οικονομική ζώνη – συνδέονται μαζί στο σύγχρονο δίκαιο. Δεδομένου ότι τα δικαιώματα που κατέχει ένα Κράτος επί της υφαλοκρηπίδας του θα κατέχονταν επίσης από αυτό επί του βυθού και του υπεδάφους της όποιας αποκλειστικής οικονομικής ζώνης θα μπορούσε να ανακηρύξει, μια από τις συναφείς περιστάσεις που θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας του Κράτους είναι η νομικά επιτρεπόμενη έκταση της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης που ανήκει στο Κράτος αυτό. Αυτό δε σημαίνει ότι η έννοια της υφαλοκρηπίδας έχει απορροφηθεί από αυτήν της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης – σημαίνει ωστόσο ότι μεγαλύτερη σημασία πρέπει να αποδοθεί σε στοιχεία, όπως η απόσταση από την ακτή, που είναι κοινά και για τις δύο έννοιες.
Η διάκριση μεταξύ των δύο αυτών εννοιών ενισχύεται, πέρα από το διαφορετικό μέγιστο εύρος κάθε ζώνης (200 έναντι 350 ν.μ.), από τη σημαντική διαφοροποίηση αναφορικά με το καθεστώς θέσπισής τους: η ΑΟΖ απαιτείται να ανακηρυχθεί από το παράκτιο κράτος, ενώ για την Υφαλοκρηπίδα δεν απαιτείται καμία σχετική διαδικασία, όπως επισήμανε το ICJ το 1969 στην παράγραφο 19 της Απόφασης για την οριοθέτηση της Βόρειας Θάλασσας μεταξύ Γερμανίας, Δανίας και Ολλανδίας:
19. Περισσότερο σημαντικό είναι το γεγονός ότι το δόγμα των εύλογων και δίκαιων μεριδίων (ενν. της υφαλοκρηπίδας) φαίνεται να είναι εξολοκλήρου σε αντίθεση με αυτό που το Δικαστήριο θεωρεί αναμφίβολα ότι είναι ο πιο θεμελιώδης από όλους τους κανόνες δικαίου που σχετίζονται με την υφαλοκρηπίδα, κατοχυρωμένων με το άρθρο 2 της Σύμβασης της Γενεύης του 1958, αν και ανεξάρτητο από αυτήν – όπως ότι τα δικαιώματα του παράκτιου Κράτους αναφορικά με την περιοχή της υφαλοκρηπίδας η οποία συνιστά μια φυσική προέκταση της χερσαίας επικράτειάς του εντός και κάτωθεν της θάλασσας υπάρχουν αυτοδικαίως (ipso facto) και εξ υπαρχής (ab initio) εξαιτίας της κυριαρχίας του επί της ξηράς, και σαν επέκταση αυτής αναφορικά με την εξάσκηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων για τους σκοπούς της εξερεύνησης του θαλάσσιου βυθού και της εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων του. Εν συντομία, υπάρχει εδώ ένα αυθύπαρκτο δικαίωμα. Προκειμένου να το εξασκήσει, καμία ειδική νομική διαδικασία δεν απαιτείται να πραγματοποιηθεί, ούτε πρέπει να ασκηθούν κάποιες ειδικές νομικές πράξεις. Η ύπαρξή του (ενν. του δικαιώματος) μπορεί να διακηρυχθεί (και πολλά κράτη το έχουν πράξει) αλλά δε χρειάζεται να συσταθεί. Επιπλέον, το δικαίωμα αυτό δεν εξαρτάται από το εάν έχει ασκηθεί. Χρησιμοποιώντας την ορολογία της Σύμβασης της Γενεύης, είναι ‘αποκλειστικό’ με την έννοια ότι εάν το παράκτιο Κράτος δεν επιλέγει να εξερευνήσει ή να εκμεταλλευτεί τις περιοχές της υφαλοκρηπίδας που του ανήκουν, αυτό είναι δικό του θέμα, αλλά κανείς άλλος δεν μπορεί να το πράξει χωρίς τη ρητή συναίνεσή του.
Επισημαίνεται ότι, δεδομένου πως το εύρος της ΑΟΖ/Υφαλοκρηπίδας μετράται από τις ακτές, εάν ένα κράτος έχει χωρικά ύδατα 6 ναυτικών μιλίων και αποκτήσει ΑΟΖ έως τα 200 ν.μ., η ζώνη αυτή θα έχει προφανώς εύρος 194 ν.μ. Σημειώνεται επίσης πως, βάσει του άρθρου 58 της Σύμβασης, εντός της ΑΟΖ όλα τα Κράτη έχουν δικαίωμα ελεύθερης ναυσιπλοΐας, υπέρπτησης (επομένως και αεροναυτικών ασκήσεων), τοποθέτησης υποβρυχίων αγωγών, καλωδίων και συναφών ενεργειών, εφόσον βεβαίως δε βλάπτουν τα δικαιώματα του παράκτιου κράτους όπως αυτά περιγράφονται στα σχετικά άρθρα, δεν προκαλούν βλάβη σε υποδομές, στο περιβάλλον κλπ., ενώ αντίστοιχη πρόβλεψη για υποβρύχια καλώδια και αγωγούς υπάρχει και για την Υφαλοκρηπίδα (άρθρο 79). Επομένως εντός των θαλασσίων αυτών ζωνών δεν ασκείται κυριαρχία από το παράκτιο κράτος, όπως γίνεται στα χωρικά του ύδατα, οπότε είναι λανθασμένη η χρήση του όρου «θαλάσσια σύνορα» στις σχετικές έντυπες και διαδικτυακές αναφορές.
Οριοθέτηση ΑΟΖ/Υφαλοκρηπίδας και μέση γραμμή
Η θέσπιση της ΑΟΖ από το παράκτιο κράτος είναι το πρώτο βήμα προκειμένου αυτή να αποκτήσει πλήρη υπόσταση, βήμα που, όπως αναφέρθηκε, δεν είναι απαραίτητο στην περίπτωση της Υφαλοκρηπίδας. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις ωστόσο απαιτείται η οριοθέτηση των ζωνών αυτών. Είναι πρόδηλο πως όταν οι ακτές των παράκτιων κρατών απέχουν περισσότερο από 400 ή 700 ν.μ., για την ΑΟΖ ή Υφαλοκρηπίδα αντίστοιχα, η διαδικασία οριοθέτησης είναι απλή. Τα δεδομένα όμως αλλάζουν όταν οι αποστάσεις αυτές μειώνονται, με αποτέλεσμα να προκύπτουν επικαλυπτόμενες εκτάσεις οι οποίες διεκδικούνται από δύο ή περισσότερα παράκτια κράτη. Οι ακτές αυτές μπορεί να είναι είτε έναντι (opposite) είτε προσκείμενες (adjacent). Η περίπτωση αυτή αποτελεί τον κανόνα στην περιοχή της Μεσογείου, όπου τα όρια ΑΟΖ και Υφαλοκρηπίδας αναπόφευκτα θα συμπίπτουν. Στην περίπτωση αυτή για την οριοθέτηση της ΑΟΖ ακολουθείται η διαδικασία του άρθρου 74 το οποίο αναφέρει:
Άρθρο 74: Οριοθέτηση της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης μεταξύ Κρατών με έναντι ή προσκείμενες ακτές
Η οριοθέτηση της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης μεταξύ Κρατών με έναντι ή προσκείμενες ακτές πραγματοποιείται κατόπιν συμφωνίας με βάση το Διεθνές Δίκαιο όπως ορίζεται στο άρθρο 38 του Καταστατικού του Διεθνούς Δικαστηρίου, με σκοπό την επίτευξη δίκαιης λύσης.
Αν δεν επιτευχθεί συμφωνία μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα, τα ενδιαφερόμενα Κράτη προσφεύγουν στις διαδικασίες που προβλέπονται στο Μέρος XV.
Η ίδια διαδικασία ισχύει για την Υφαλοκρηπίδα, στο σχεδόν ταυτόσημο άρθρο 83 της Σύμβασης (το Μέρος XV της οποίας τιτλοφορείται «Επίλυση Διαφορών»).
Τα ανωτέρω σημαίνουν ότι για την οριοθέτηση ΑΟΖ/Υφαλοκρηπίδας απαιτείται η συμφωνία μεταξύ των αντιδικούντων κρατών. Εφόσον δεν υπάρξει συμφωνία σε εύλογο χρονικό διάστημα τα κράτη πρέπει να καταφύγουν σε Διεθνή Διαιτησία για τον καθορισμό των ορίων των θαλάσσιων ζωνών τους. Έτσι, προκύπτει καταρχήν το συμπέρασμα ότι οι ελληνοτουρκικές συνομιλίες για το θέμα αυτό προβλέπονται σαφώς από το ισχύον δίκαιο. Επιπλέον καταδεικνύεται πως, εφόσον δεν υπάρξει τελικά διακρατική συμφωνία, μόνο τα Διεθνή Δικαστήρια είναι αρμόδια για την ερμηνεία του Διεθνούς Δικαίου και άρα για τη χάραξη της οριοθετικής γραμμής, συνεπώς όλες οι δηλώσεις, διακηρύξεις, δημοσιεύσεις χαρτών κλπ. από τα ενδιαφερόμενα ή τρίτα κράτη και διεθνείς οργανισμούς δεν έχουν καμία νομική ισχύ. Αλλά η μεγαλύτερη έκπληξη για κάποιον που έχει διαβάσει πλείστα όσα κείμενα στον Τύπο και το Διαδίκτυο αλλά όχι και την ίδια τη Σύμβαση, είναι πως στα άρθρα 74 και 83, αλλά και γενικά σε όλα τα άρθρα που αναφέρονται στην ΑΟΖ/Υφαλοκρηπίδα, δεν υπάρχει καμία αναφορά στην περίφημη «μέση γραμμή» ως μέθοδο οριοθέτησης. Κατά συνέπεια, χάρτες όπως αυτός στην αρχή του κειμένου, που βασίζονται στη μέση γραμμή για τη χάραξη των ορίων των ελληνικών θαλάσσιων ζωνών «βάσει του Διεθνούς Δικαίου», είναι ασύμβατοι με τις προβλέψεις του ίδιου αυτού Δικαίου. Είναι ενδεικτικό εξάλλου ότι τα άρθρα 74 και 83 συνήθως λάμπουν διά της απουσίας τους από τη σχετική δημόσια συζήτηση.
Αξίζει εδώ να διευκρινιστεί πως η εφαρμογή της μέσης γραμμής βάσει της Σύμβασης περιορίζεται στον καθορισμό των χωρικών υδάτων. Συγκεκριμένα, στο άρθρο 15 αναφέρεται:
Άρθρο 15: Οριοθέτηση της χωρικής θάλασσας μεταξύ Κρατών με έναντι κείμενες ή προσκείμενες ακτές
Στην περίπτωση που οι ακτές δύο Κρατών κείνται έναντι αλλήλων ή συνορεύουν, κανένα από τα δύο Κράτη δε δικαιούται, ελλείψει αντιθέτου συμφωνίας μεταξύ τους, να εκτείνει την χωρική του θάλασσα πέραν της μέσης γραμμής της οποίας όλα τα σημεία βρίσκονται σε ίση απόσταση από τα εγγύτερα σημεία των γραμμών βάσεως από τις οποίες μετράται το εύρος της χωρικής θάλασσας καθενός από τα δύο Κράτη. Η παραπάνω διάταξη δεν εφαρμόζεται όμως όπου λόγω ιστορικού τίτλου ή άλλων ειδικών περιστάσεων παρίσταται ανάγκη να οριοθετηθούν οι χωρικές θάλασσες των δύο Κρατών κατά διαφορετικό τρόπο. Στην πραγματικότητα η μέση γραμμή είναι υποπερίπτωση της «γραμμής ισαπόστασης». Γραμμές ισαπόστασης είναι οι γραμμές των οποίων κάθε σημείο ισαπέχει από το πλησιέστερο σημείο της ακτής κάθε κράτους. Όταν οι ακτές αυτές βρίσκονται έναντι η μια με την άλλη (ενίοτε χρησιμοποιούνται και οι όροι «αντικρινές» ή «αντικείμενες») τότε η γραμμή ισαπόστασης βρίσκεται στη «μέση» μεταξύ των ακτών αυτών, εξ ου και η ονομασία μέση γραμμή. Υπάρχουν όμως και γραμμές ισαπόστασης που δεν είναι μέσες, καθώς δεν είναι όλες οι ακτές αντικρινές αλλά μπορεί να είναι και προσκείμενες ή παρακείμενες, όπως φαίνεται στην παρακάτω εικόνα.
Οι ελληνικές ακτές απεικονίζονται με μπλε χρώμα, οι τουρκικές με κόκκινο και οι γραμμές ισαπόστασης (οι οποίες είναι βεβαίως ενδεικτικές) με κίτρινο. Οι ακτές των δύο χωρών εκατέρωθεν του χερσαίου συνόρου του Έβρου είναι προσκείμενες και βάσει αυτών έχει σχεδιαστεί η γραμμή ισαπόστασης Α. Η νοτιοανατολική ακτή της Σαμοθράκης και η βόρεια ακτή της Ίμβρου είναι αντικρινές (ή αντικείμενες), συνεπώς στην περίπτωση αυτή η γραμμή ισαπόστασης Β μπορεί να χαρακτηριστεί και ως μέση γραμμή. Η νότια ακτή της Ίμβρου και η ανατολική ακτή της Λήμνου είναι παρακείμενες, καθώς «προβάλλονται» στην ίδια θαλάσσια έκταση χωρίς να είναι αντικρινές, οπότε προκύπτει η γραμμή ισαπόστασης Γ.
(Σε διάφορα κείμενα οι όροι «προσκείμενες» και «παρακείμενες» ακτές χρησιμοποιούνται κάποιες φορές εναλλακτικά προκειμένου να αποδώσουν τον αγγλικό όρο «adjacent». Για λόγους απλότητας θα χρησιμοποιείται στο εξής μόνον ο όρος «παρακείμενες», εκτός εάν γίνεται αυτούσια μεταφορά τμημάτων άλλων κειμένων).
Αξίζει επίσης να αναφερθεί ότι η μέση γραμμή προβλεπόταν σαφώς ως διαδικασία οριοθέτησης της Υφαλοκρηπίδας στην προγενέστερη Σύμβαση του 1958, όπως αναφερόταν στο άρθρο 6 αυτής:
Άρθρο 6
Εις ην περίπτωσιν η αυτή υφαλοκρηπίς παράκειται εις τα εδάφη δύο ή περισσοτέρων Κρατών των οποίων αι ακταί ευρίσκονται έναντι αλλήλων, τα όρια της υφαλοκρηπίδος μεταξύ των Κρατών τούτων καθορίζονται διά συμφωνίας μεταξύ των εν λόγω Κρατών. Εν ελλείψει συμφωνίας, και εφ’ όσον ειδικαί περιστάσεις δεν δικαιολογούσι διάφορον καθορισμόν των ορίων, ταύτας καθορίζονται υπό της μέσης γραμμής παν σημείον της οποίας ευρίσκεται εις ίσην απόστασιν από των εγγυτέρων σημείων των γραμμών βάσεως εφ’ ων μετρείται το πλάτος της αιγιαλίτιδος ζώνης εκάστου των Κρατών τούτων.
Εις ην περίπτωσιν η αυτή υφαλοκρηπίς παράκειται εις τα εδάφη δύο ομόρων Κρατών, τα όρια της υφαλοκρηπίδος καθορίζονται διά συμφωνίας μεταξύ των Κρατών τούτων. Εν ελλείψει συμφωνίας, και εφ’ όσον ειδικαί περιστάσεις δεν δικαιολογούσι διάφορον καθορισμόν των ορίων, ο καθορισμός ούτος διενεργείται διά της εφαρμογής της αρχής της ίσης αποστάσεως των εγγυτέρων σημείων των γραμμών βάσεως εφ’ ων μετρείται το πλάτους της αιγιαλίτιδος ζώνης εκάστου των Κρατών αυτών.
Επομένως η ισχύουσα σήμερα Σύμβαση του 1982 καθιερώνει δυσμενέστερη για τα ελληνικά συμφέροντα μέθοδο οριοθέτησης της Υφαλοκρηπίδας σε σχέση με αυτήν που προβλεπόταν στην καταργηθείσα Σύμβαση του 1958.
Όπως προκύπτει από τα ανωτέρω, η ανακήρυξη της ΑΟΖ εκ μέρους της Ελλάδας, ενέργεια προφανώς μονομερής, δεν έχει ουσιαστικό αντίκρισμα δεδομένου ότι απαιτείται και οριοθέτηση, η οποία είτε θα έχει τη σύμφωνη γνώμη των γειτονικών παράκτιων κρατών, είτε θα προκύψει από κοινή προσφυγή όλων των ενδιαφερομένων χωρών σε διεθνή διαιτησία.
Για την Υφαλοκρηπίδα δεν απαιτείται οποιαδήποτε νομική ενέργεια, εξακολουθεί πάντως να υφίσταται η ανάγκη οριοθέτησής της. Η απαίτηση αυτή ωστόσο μπορεί εν μέρει να παρακαμφθεί εφόσον το παράκτιο κράτος θεωρεί, βασισμένο σε συναφείς αποφάσεις των Διεθνών Δικαστηρίων, πως υπάρχουν τμήματα της Υφαλοκρηπίδας του τα οποία δε διεκδικούνται από άλλο κράτος ή πως αυτά είναι σχεδόν σίγουρο πως θα του αποδοθούν σε περίπτωση προσφυγής σε διεθνή διαιτησία. Αυτό είναι το σκεπτικό πίσω από τη χάραξη θαλάσσιων οικοπέδων στις περιοχές νοτίως της Κρήτης, όπως θα φανεί και στη συνέχεια.
Οριοθέτηση επικαλυπτόμενων θαλάσσιων ζωνών
Αναφέρθηκε ήδη ότι η Σύμβαση καθορίζει πως, εφόσον δεν υπάρξει συμφωνία μεταξύ των αντιδικούντων κρατών όσον αφορά επικαλυπτόμενες θαλάσσιες εκτάσεις, η οριοθέτηση γίνεται από Διεθνές Δικαστήριο. Επειδή στα σχετικά άρθρα 74 και 83 για ΑΟΖ και Υφαλοκρηπίδα αντίστοιχα δεν καθορίζεται κάποια μεθοδολογία οριοθέτησης, έχει επισημανθεί επανειλημμένα σε σχετικές αποφάσεις διαιτητικών οργάνων πως επαφίεται στο εκάστοτε δικαστήριο να προσδιορίσει μια διαδικασία με σκοπό να φτάσει σε δίκαιη λύση (equitable solution). Έχει επίσης τονιστεί πολλές φορές ότι κάθε περίπτωση οριοθέτησης είναι μοναδική. Ωστόσο τα Διεθνή Δικαστήρια έχουν προσπαθήσει, κατά την εκδίκαση των υποθέσεων, να αποκρυσταλλώσουν μια διαδικασία η οποία θα μπορούσε να έχει εφαρμογή σε περισσότερες από μια υποθέσεις εφόσον σε αυτές υπάρχουν κοινά σημεία. Έχει διακηρυχθεί π.χ. ότι η μέση γραμμή μπορεί να οδηγήσει σε δίκαιο αποτέλεσμα στις περισσότερες περιπτώσεις όπου υπάρχουν κράτη με αποκλειστικά αντικρινές ακτές, εφόσον δεν υπάρχουν ενδιάμεσα των ακτών αυτών άλλα νησιωτικά εδάφη. Η Ελλάδα λοιπόν θεωρεί πως σε περίπτωση οριοθέτησης της ΑΟΖ/Υφαλοκρηπίδας της νοτίως της Κρήτης με Αίγυπτο και Λιβύη, είτε μέσω διακρατικής συμφωνίας είτε μέσω προσφυγής από κοινού σε διαιτησία, η μέθοδος που θα εφαρμοστεί για την κατασκευή του ορίου θα είναι αυτή της μέσης γραμμής, έστω και με μικρές προσαρμογές λόγω π.χ. της Γαύδου, καθώς οι νότιες κρητικές ακτές και οι αντίστοιχες λιβυκές και αιγυπτιακές είναι κατά κανόνα αντικρινές. Με βάση αυτήν την εκτίμηση έχουν χαραχθεί τα όρια των οικοπέδων και προωθείται η σχετική διαδικασία για την άντληση υδρογονανθράκων στην περιοχή. Εξάλλου, το ίδιο ακριβώς σκεπτικό (αποκλειστικά αντικρινές ακτές χωρίς παρεμβολή νησιωτικών εδαφών και οριοθέτηση με βάση την αρχή της μέσης γραμμής) έγινε αποδεκτό από όλες τις πλευρές στις διακρατικές συμφωνίες οριοθέτησης της Κυπριακής ΑΟΖ με την Αίγυπτο, το Ισραήλ και το Λίβανο.
Το ενδιαφέρον των διαιτητικών οργάνων για εύρεση μιας μεθόδου οριοθέτησης που να μπορεί να εφαρμοστεί σε πληθώρα περιπτώσεων οδήγησε, με την εξέλιξη της ερμηνείας των διατάξεων της Σύμβασης, στην ακόλουθη διαδικασία η οποία, χωρίς να είναι υποχρεωτική, έχει τύχει εφαρμογής από τα Διεθνή Δικαστήρια σε αρκετές περιπτώσεις και περιλαμβάνει τρία στάδια:
Στάδιο 1ο: Σχεδιάζεται μια προσωρινή γραμμή οριοθέτησης. Ο σχεδιασμός της γίνεται επιλέγοντας σημεία των ακτών των αντιδικούντων κρατών, τα λεγόμενα «σημεία βάσης», και χαράσσοντας, συνήθως αλλά όχι υποχρεωτικά, με βάση τα σημεία αυτά, μια γραμμή ισαπόστασης. Καίριας σημασίας εδώ είναι η επιλογή των ακτών από τις οποίες θα προέλθουν τα σημεία τα οποία θα χρησιμοποιηθούν για τη σχεδίαση της γραμμής αυτής. Επομένως στην ελληνική περίπτωση θα είναι κρίσιμο το εάν θα επιλεγούν σημεία στις ακτές όλων των ελληνικών νησιών του Αιγαίου ή εάν π.χ. τα ανατολικά ελληνικά νησιά εξαιρεθούν από τη διαδικασία αυτή, με αποτέλεσμα η προσωρινή γραμμή οριοθέτησης να μετατοπιστεί προς τα δυτικά, αυξάνοντας την έκταση των θαλάσσιων ζωνών που θα αποδίδονται, στο αρχικό αυτό στάδιο, στην Τουρκία.
Στάδιο 2ο: Εξετάζεται εάν υπάρχουν οι λεγόμενες «συναφείς περιστάσεις» που να δικαιολογούν μετατόπιση της προσωρινής γραμμής οριοθέτησης υπέρ του ενός ή του άλλου κράτους. Τέτοιες περιστάσεις μπορεί να είναι π.χ. η παρουσία ενός μεμονωμένου νησιού ή ενός συμπλέγματος νησιών πλησίον της ακτής του ενός ή του άλλου κράτους.
Στάδιο 3ο: Εξετάζεται η ύπαρξη δυσαναλογικότητας μεταξύ του λόγου των μηκών των συναφών ακτών των κρατών προς το λόγο των εμβαδών των αποδιδόμενων θαλάσσιων εκτάσεων σε κάθε κράτος. Συναφείς ακτές είναι αυτές οι οποίες «προβάλλονται» σε θαλάσσιες εκτάσεις οι οποίες διεκδικούνται από περισσότερα του ενός κράτη. Επισημαίνεται πως δεν υπάρχει συγκεκριμένη μαθηματική σχέση η οποία να καθορίζει πως υπάρχει δυσαναλογικότητα, αλλά το εκάστοτε Δικαστήριο κρίνει σύμφωνα με τα δεδομένα της κάθε περίπτωσης.
Πρέπει να επισημανθεί εδώ πως, κατά το 1ο Στάδιο της διαδικασίας, τα Διεθνή Δικαστήρια δεν περιορίζονται στα σημεία βάσης των ακτών που υποβάλλονται από τα αντιδικούντα κράτη αλλά μπορούν να επιλέγουν (τα Δικαστήρια) και σημεία τα οποία κατά την κρίση τους είναι κατάλληλα για τη χάραξη της προσωρινής οριοθετικής γραμμής. Στην απόφαση του ITLOS για την οριοθέτηση μεταξύ Μπαγκλαντές – Μυανμάρ η παρ. 264 αναφέρει:
264. Το Δικαστήριο παρατηρεί ότι, ενώ τα παράκτια Κράτη δικαιούνται να καθορίσουν σημεία βάσης για τους σκοπούς της οριοθέτησης, το Δικαστήριο δεν υποχρεούται, όταν καλείται να οριοθετήσει το θαλάσσιο όριο μεταξύ των μερών σε μια διαφωνία, να αποδεχθεί τα σημεία βάσης που υποδεικνύονται από κάθε ένα ή και από τα δύο μέρη. Το Δικαστήριο μπορεί να υιοθετήσει δικά του σημεία βάσης, βασισμένα στα γεωγραφικά δεδομένα της υπόθεσης.
Επομένως, σε περίπτωση ελληνοτουρκικής προσφυγής σε Διεθνές Δικαστήριο, δεν πρόκειται απλώς να υιοθετηθούν τα σημεία βάσης που θα προτείνει η Ελλάδα και να απορριφθούν τα αντίστοιχα που θα προτείνει η Τουρκία ή το αντίστροφο, αλλά ενδεχομένως κάποια από αμφότερα να απορριφθούν και το Δικαστήριο να υιοθετήσει και νέα, ανάλογα με τη γεωγραφική πραγματικότητα.
Αναφορικά με τις απόψεις που διακινούνται στη δημόσια συζήτηση για την οριοθέτηση της ελληνικής ΑΟΖ/Υφαλοκρηπίδας, από τα άρθρα 74 και 83 προκύπτει, όπως προαναφέρθηκε, πως η μέση γραμμή ως μέθοδος οριοθέτησης δεν αναφέρεται πουθενά και συνεπώς η χρήση της για τη χάραξη των ορίων των θαλάσσιων ζωνών είναι αυθαίρετη. Παράλληλα όμως διατυπώνεται και η άποψη πως η οριοθέτηση τελικά θα βασιστεί, έστω κατά το 1ο στάδιο της περιγραφείσας διαδικασίας, στη μέση γραμμή, ή γενικότερα στη γραμμή ισαπόστασης, η οποία κατόπιν θα υποστεί περιορισμένες προσαρμογές οι οποίες δε θα θίξουν το συνολικά ευνοϊκό για την Ελλάδα αποτέλεσμα. Η θέση αυτή είναι επίσης αυθαίρετη. Χαρακτηριστικά, το ICJ στην παρ. 43 της απόφασης οριοθέτησης μεταξύ Λιβύης και Μάλτας του 1985 ανέφερε:
43. Το Δικαστήριο δεν μπορεί να δεχτεί ότι, ακόμα και ως προκαταρκτικό και προσωρινό βήμα για τη σχεδίαση μιας οριοθετικής γραμμής, η μέθοδος της ισαπόστασης είναι αυτή που πρέπει να χρησιμοποιηθεί (η έμφαση στο «πρέπει» δίνεται στο πρωτότυπο κείμενο), ή ότι το Δικαστήριο ‘απαιτείται, ως πρώτο βήμα, να εξετάσει τις επιπτώσεις μιας οριοθέτησης με εφαρμογή της μεθόδου της ισαπόστασης’. (…) Το ότι ένα παράκτιο Κράτος μπορεί να δικαιούται δικαιώματα επί της υφαλοκρηπίδας λόγω της απόστασης από την ακτή, και ανεξαρτήτως των φυσικών χαρακτηριστικών του παρεμβαλλόμενου θαλάσσιου πυθμένα και υπεδάφους, δε συνεπάγεται ότι η ισαπόσταση είναι η μόνη κατάλληλη μέθοδος οριοθέτησης, ακόμη και μεταξύ αντικρινών ή μερικώς αντικρινών ακτών, ούτε καν το μόνο επιτρεπόμενο σημείο εκκίνησης. Η εφαρμογή των δίκαιων αρχών στις συγκεκριμένες συναφείς περιστάσεις μπορεί ακόμη και να απαιτήσει την υιοθέτηση μιας άλλης μεθόδου, ή συνδυασμού μεθόδων, οριοθέτησης, ακόμη και από την αρχή.
Επισημαίνεται επίσης κατ’ επανάληψη το «λάθος» που έκανε η Τουρκία οριοθετώντας θαλάσσιες ζώνες στη Μαύρη Θάλασσα με τις άλλες χώρες της περιοχής χρησιμοποιώντας τη μέθοδο της μέσης γραμμής, πρακτική που θεωρείται πως τη «δεσμεύει» ως προς την εφαρμογή της μεθόδου αυτής και στην ελληνοτουρκική αντιπαράθεση. Φυσικά, δεν πρόκειται για κανένα λάθος αλλά για κίνηση που έγινε αφού μελετήθηκε η σχετική νομολογία, όπως αυτή εκφράστηκε στην υπόθεση οριοθέτησης μεταξύ Γροιλανδίας (Δανία) και νήσου Γιαν Μάγιεν (Νορβηγία). Κατά την επιχειρηματολογία της η Δανία επικαλέστηκε υφιστάμενες συμφωνίες του 1980 και 1981 μεταξύ Νορβηγίας και Ισλανδίας, σύμφωνα με τις οποίες η Νορβηγία αποδέχθηκε πως η ισλανδική θαλάσσια «οικονομική ζώνη» θα εκτείνεται έως τα 200 ν.μ. ανάμεσα στην Ισλανδία και τη νήσο Γιαν Μάγιεν, αποδεχόμενη έτσι για τις ισλανδικές ακτές πλήρη επήρεια και για αυτές της νήσου μειωμένη. Έτσι, η Δανία επισήμανε πως το Γιαν Μάγιεν θα πρέπει να τύχει ανάλογης μεταχείρισης και έναντι της Γροιλανδίας. Το ICJ ωστόσο κατά την έκδοση της απόφασης το 1993 σημείωσε:
86. (…) Επικαλούμενη κατά της Νορβηγίας τις Συμφωνίες του 1980 και 1981, η Δανία επιζητεί να λάβει, με νομικά μέσα, ισότητα όσον αφορά τη μεταχείριση με την Ισλανδία. Είναι κατανοητό ότι η Δανία θα επιζητούσε τέτοια ισότητα μεταχείρισης. Αλλά αναφορικά με τις σχέσεις που διέπονται από συνθήκες, αφορά πάντα στα εμπλεκόμενα μέρη να αποφασίσουν, με συμφωνία, υπό ποιους όρους μπορούν οι αμοιβαίες σχέσεις τους να εξισορροπηθούν. Στην ιδιαίτερη περίπτωση της θαλάσσιας οριοθέτησης, το διεθνές δίκαιο δεν υπαγορεύει, με σκοπό την επίτευξη δίκαιης λύσης, την οριοθέτηση μιας μοναδικής μεθόδου για την οριοθέτηση των θαλάσσιων περιοχών σε όλες τις πλευρές ενός νησιού, ή για το σύνολο του θαλάσσιου μετώπου ενός συγκεκριμένου Κράτους, αλλά μάλλον, εάν κρίνεται επιθυμητό, ποικίλες μεθόδους οριοθέτησης για τα διάφορα τμήματα της ακτής. Η συμπεριφορά των μερών επομένως σε διάφορες περιπτώσεις δε θα έχει επιρροή σε μια τέτοια οριοθέτηση. (…) Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο καταλήγει πως η συμπεριφορά των Κρατών δε συνιστά στοιχείο που μπορεί να επηρεάσει τη διαδικασία της οριοθέτησης στην παρούσα υπόθεση.
Επιπρόσθετα, διατυπώνεται η άποψη πως η οριοθέτηση στην περιοχή του Ανατολικού Αιγαίου, μεταξύ των ελληνικών νησιών και της τουρκικής μικρασιατικής ακτής, αφορά αποκλειστικά αντικρινές ακτές οπότε μπορεί να ακολουθηθεί μια διαδικασία αντίστοιχη με αυτήν που έγινε για την Κυπριακή ΑΟΖ. Αυτό όμως δεν ισχύει, καθώς η γεωγραφική πραγματικότητα υποδεικνύει πως οι αντικρινές ακτές στο Ανατολικό Αιγαίο είναι λίγο – πολύ συγκεκριμένες περιλαμβάνοντας κυρίως:
α) τη βορειοανατολική ακτή της Σαμοθράκης με την τουρκική ακτή νοτίως των εκβολών του Έβρου,
β) τη νοτιοανατολική ακτή της Σαμοθράκης με τη βορειοδυτική ακτή της Ίμβρου,
γ) την ανατολική ακτή της Λήμνου με την απέναντι τουρκική ακτή,
δ) τη βόρεια, ανατολική και νοτιοανατολική ακτή της Λέσβου με τις απέναντι τουρκικές ακτές,
ε) την ανατολική ακτή της Χίου με τις απέναντι τουρκικές ακτές,
στ) τη βόρεια, ανατολική και νοτιοανατολική ακτή της Σάμου με τις απέναντι τουρκικές ακτές,
ζ) τη βορειοανατολική και νοτιοανατολική ακτή της Κω με τις απέναντι τουρκικές ακτές,
η) τμήμα της βόρειας ακτής της Ρόδου με τις απέναντι τουρκικές ακτές,
θ) τη βόρεια και βορειοανατολική ακτή του Καστελόριζου με τις απέναντι τουρκικές ακτές.
Στις περισσότερες από τις περιπτώσεις αυτές οι αποστάσεις είναι μικρότερες των 24 ή και 12 ν.μ., οπότε προκύπτει ζήτημα οριοθέτησης των χωρικών υδάτων, το οποίο βεβαίως διευθετείται με τη μέθοδο της μέσης γραμμής εκτός εάν υπάρχει ιστορικός τίτλος ή ειδικές περιστάσεις, όπως αναφέρεται στο άρθρο 15 της Σύμβασης.
Στις υπόλοιπες περιοχές του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου οι ελληνικές ακτές που «παράγουν» διεκδικούμενες θαλάσσιες εκτάσεις δεν είναι αντικρινές με τις τουρκικές αλλά παρακείμενες σε αυτές. Για την περίπτωση αυτή, ήδη από το 1969 και την απόφαση οριοθέτησης της Βόρειας Θάλασσας μεταξύ Δανίας, Γερμανίας και Ολλανδίας, το ICJ διακήρυξε:
58. Εάν από την άλλη πλευρά, σε αντίθεση με τη θέση που εκφράστηκε στην προηγούμενη παράγραφο, ήταν σωστό να ειπωθεί πως δεν υπάρχει ουσιώδης διαφορά στην οριοθέτηση περιοχών υφαλοκρηπίδας ανάμεσα σε αντικρινά (opposite) Κράτη και στην οριοθέτηση ανάμεσα σε παρακείμενα (adjacent) Κράτη, τότε τα αποτελέσματα επί της αρχής θα έπρεπε να είναι τα ίδια ή τουλάχιστον συγκρίσιμα. Ωστόσο στην πράξη, ενώ η μέση γραμμή διαχωρίζει εξ ίσου ανάμεσα σε δύο αντικρινές χώρες τις περιοχές που θεωρούνται ότι είναι η φυσική προέκταση της επικράτειας της καθεμιάς από τις χώρες αυτές, μια παράπλευρη γραμμή ισαπόστασης συχνά αποδίδει σε ένα από τα Κράτη αμφισβητούμενες περιοχές που είναι φυσική προέκταση της επικράτειας του άλλου.
Στο ανατολικό Αιγαίο μια τέτοια περίπτωση, αλλά προφανώς όχι η μοναδική, είναι η νοτιοανατολική ακτή της Χίου και η νότια ακτή της χερσονήσου της Ερυθραίας, ενώ στην ανατολική Μεσόγειο αντίστοιχη περίπτωση είναι η ανατολική – νοτιοανατολική ακτή της Ρόδου και η τουρκική ακτή που εκτείνεται δυτικότερα του συμπλέγματος του Καστελόριζου, όπως απεικονίζεται απλουστευμένα στις παρακάτω εικόνες. Με μπλε και κόκκινη γραμμή συμβολίζονται οι – παράπλευρες και όχι αντικρινές μεταξύ τους – ελληνικές και τουρκικές ακτές αντίστοιχα, με μπλε και κόκκινη διακεκομμένη γραμμή τα όρια των προβολών των ακτών των δύο χωρών επί των θαλάσσιων εκτάσεων και με κίτρινη διαγράμμιση οι επικαλυπτόμενες ζώνες που «παράγουν» οι εν λόγω ακτές. Σε αυτές τις περιπτώσεις και όλες τις υπόλοιπες αντίστοιχες, όπου ελληνικές και τουρκικές ακτές είναι παράπλευρες, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως δεδομένο ότι μια γραμμή ισαπόστασης θα αποτελέσει όντως την αφετηρία κατά την ελληνοτουρκική διαδικασία οριοθέτησης, όπως προκύπτει και από προαναφερθέν σχόλιο του ICJ στην απόφαση οριοθέτησης μεταξύ Λιβύης – Μάλτας: «… Η εφαρμογή των δίκαιων αρχών στις συγκεκριμένες συναφείς περιστάσεις μπορεί ακόμη και να απαιτήσει την υιοθέτηση μιας άλλης μεθόδου, ή συνδυασμού μεθόδων, οριοθέτησης, ακόμη και από την αρχή…». Συνεπώς, η απεικόνιση των ορίων της ελληνικής ΑΟΖ/Υφαλοκρηπίδας βάσει της γραμμής ισαπόστασης αποκλειστικά, για το Ανατολικό Αιγαίο, είναι ασύμβατη με τη διεθνή νομολογία – αποτελεί, ουσιαστικά, το μέγιστο όριο των ελληνικών διεκδικήσεων, οι οποίες όμως είναι τουλάχιστον αμφίβολο πως θα εκπληρωθούν εξ ολοκλήρου.
Οριοθέτηση γύρω από το Καστελόριζο
Το Καστελόριζο και οι θαλάσσιες ζώνες πέριξ αυτού αποτελούν το πλέον προβεβλημένο επιμέρους ζήτημα της ελληνοτουρκικής διαφοράς για την οριοθέτηση ΑΟΖ και Υφαλοκρηπίδας καθώς η παρουσία του φαίνεται να αυξάνει κατά πολύ τις εκτάσεις που θεωρείται πως δικαιούται η Ελλάδα αλλά και να ενώνει αυτές με τις αντίστοιχες κυπριακές. Η Τουρκία υποστηρίζει πως το νησί δε δικαιούται θαλάσσιες ζώνες λόγω του πολύ μικρού μήκους των ακτών του και του γεγονότος πως βρίσκεται πολύ μακριά από ελληνικές ακτές και μπροστά από τις τουρκικές, αποκόπτοντας αυτές από τις εκτάσεις ΑΟΖ/Υφαλοκρηπίδας που δικαιούνται. Αντίθετα η Ελλάδα θεωρεί πως το Καστελόριζο δικαιούται σαφώς θαλάσσιες ζώνες με βάση το άρθρο 121 της Σύμβασης, το οποίο αναφέρει:
Άρθρο 121: Καθεστώς των νήσων
Νήσος είναι μια φυσικά διαμορφωμένη περιοχή ξηράς που περιβρέχεται από ύδατα και βρίσκεται πάνω από την επιφάνεια των υδάτων κατά τη μέγιστη πλημμυρίδα.
Εκτός όπως προβλέπεται στην παράγραφο 3, η χωρική θάλασσα, η συνορεύουσα ζώνη, η αποκλειστική οικονομική ζώνη και η υφαλοκρηπίδα μιας νήσου καθορίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας σύμβασης που εφαρμόζονται στις άλλες ηπειρωτικές περιοχές.
Οι βράχοι οι οποίοι δεν μπορούν να συντηρήσουν ανθρώπινη διαβίωση ή δική τους οικονομική ζωή, δεν θα έχουν αποκλειστική οικονομική ζώνη ή υφαλοκρηπίδα.
Η ανάγνωση του άρθρου μπορεί να οδηγήσει καταρχήν στο συμπέρασμα πως, δεδομένου ότι το Καστελόριζο είναι νησί το οποίο συντηρεί ανθρώπινη διαβίωση και έχει δική του οικονομική ζωή, δικαιούται οπωσδήποτε ΑΟΖ/Υφαλοκρηπίδα. Ωστόσο, όπως έχει αποδειχθεί βάσει της νομολογίας των Διεθνών Δικαστηρίων, η ύπαρξη νήσων μικρού μεγέθους, αναλόγως της θέσης τους και του μήκους των ακτών τους σε σχέση με ακτές ξένων κρατών, μπορεί να μη ληφθεί καθόλου υπόψη κατά την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών ή να τους αποδοθούν εκτάσεις ΑΟΖ/Υφαλοκρηπίδας πολύ μικρότερες από ότι θα δικαιούνταν με βάση τη μέθοδο της γραμμής ισαπόστασης/μέσης γραμμής.
Μια τέτοια περίπτωση αποτελούν τα βρετανικά Νησιά της Μάγχης (Channel Islands), η επίδραση των οποίων εξετάστηκε από το ICJ κατά την οριοθέτηση μεταξύ Ηνωμένου Βασιλείου και Γαλλίας το 1977. Η παράγραφος 199 της απόφασης οριοθέτησης αναφέρει:
199. (…) Η παρουσία των Νησιών της Μάγχης πλησίον της Γαλλικής ακτής, εάν αφεθεί να διαφοροποιήσει την πορεία της μέσης γραμμής διαμέσου της Μάγχης, δημιουργεί μια ριζική παραμόρφωση του ορίου παράγοντας ανισότητα. Η περίπτωση είναι αρκετά διαφορετική από εκείνη μικρών νησιών στη σωστή πλευρά ή πλησίον της μέσης γραμμής, και είναι επίσης αρκετά διαφορετική από την περίπτωση όπου αριθμός νησιών απλώνεται το ένα μετά το άλλο σε μεγάλη απόσταση από την ηπειρωτική χώρα. Τα νομικά προηγούμενα των ημι-θυλάκων, που προκύπτουν από αυτές τις υποθέσεις, τα οποία επικαλείται το Ηνωμένο Βασίλειο, δε φαίνεται, συνεπώς, στο Δικαστήριο ότι έχουν σχέση. Τα Νησιά της Μάγχης δεν είναι απλώς «στη λάθος πλευρά» της μέσης γραμμής που βρίσκεται στο μέσο της Μάγχης αλλά είναι τελείως αποκομμένα γεωγραφικά από το Ηνωμένο Βασίλειο.
Η κατάληξη ήταν το ICJ να μη λάβει υπόψη τα νησιά της Μάγχης κατά τον καθορισμό των ορίων της υφαλοκρηπίδας μεταξύ Ηνωμένου Βασιλείου και Γαλλίας και να τους αποδώσει απλώς μια ζώνη υφαλοκρηπίδας εύρους 12 ν.μ. στα βόρεια και δυτικά τους (νότια και νοτιοδυτικά προέκυπτε ζήτημα καθορισμού του ορίου των χωρικών υδάτων μεταξύ των νησιών και της γαλλικής ακτής το οποίο ήταν εκτός αρμοδιότητας του Δικαστηρίου στη συγκεκριμένη υπόθεση), όπως φαίνεται στην ακόλουθη εικόνα. Διακρίνεται με έντονο μαύρο χρώμα η οριοθετική γραμμή μεταξύ των υφαλοκρηπίδων των δύο χωρών και νότια αυτής ο θύλακας υφαλοκρηπίδας των νησιών της Μάγχης που σχηματίζεται από τα σημεία Χ-Χ1-Χ2-Χ3-Χ4-Υ.
Ακόμη πιο χαρακτηριστική ήταν η απόφαση του ICJ για τη θαλάσσια οριοθέτηση στη Μαύρη Θάλασσα μεταξύ Ρουμανίας και Ουκρανίας το 2009 και ειδικά το τμήμα της που αφορά στο ουκρανικό Νησί των Φιδιών (Serpents’ Island). Το Δικαστήριο, εφαρμόζοντας τη διαδικασία τριών σταδίων που περιγράφηκε προηγουμένως, έκρινε από το πρώτο στάδιο πως το Νησί των Φιδιών δεν έπρεπε να ληφθεί υπόψη όσον αφορά την επιλογή σημείων βάσης μέσω των οποίων θα σχεδιαζόταν η προσωρινή γραμμή οριοθέτησης. Συγκεκριμένα, στην παράγραφο 149 της απόφασης του ICJ αναφέρεται:
149. Το Νησί των Φιδιών απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή για τον καθορισμό της προσωρινής γραμμής ισαπόστασης. Αναφορικά με την επιλογή σημείων βάσης, το Δικαστήριο παρατηρεί ότι έχουν υπάρξει περιπτώσεις όπου νησιά έχουν θεωρηθεί ως τμήμα της ακτής ενός κράτους, ειδικά όταν η ακτή αυτή σχηματίζεται από μια συστάδα νησιών παρυφής. (…) Ωστόσο, το Νησί των Φιδιών, ευρισκόμενο μόνο του και περίπου 20 ναυτικά μίλια μακριά από την ηπειρωτική χώρα, δεν είναι ένα από μια συστάδα νησιών που αποτελούν την «ακτή» της Ουκρανίας.
Το να θεωρηθεί το Νησί των Φιδιών ως συναφές τμήμα της ακτής θα ισοδυναμούσε με τη μεταμόσχευση ενός εξωγενούς στοιχείου στην ακτογραμμή της Ουκρανίας﮲ η συνέπεια θα ήταν μια δικαστική αναδιαμόρφωση της γεωγραφίας, την οποία ούτε το Δίκαιο ούτε η πρακτική της θαλάσσιας οριοθέτησης επιτρέπουν. Το Δικαστήριο είναι συνεπώς της άποψης ότι το Νησί των Φιδιών δεν μπορεί να θεωρηθεί ως παράγοντας που διαμορφώνει την ουκρανική ακτογραμμή. Για το λόγο αυτό, το Δικαστήριο θεωρεί ανάρμοστο να επιλέξει σημεία βάσης στο Νησί των Φιδιών για την κατασκευή μιας προσωρινής γραμμής ισαπόστασης μεταξύ των ακτών της Ρουμανίας και της Ουκρανίας. (…) Έτσι απορρίφθηκε η αξίωση της Ουκρανίας (απεικονίζεται με μπλε γραμμή στην ακόλουθη εικόνα) να επιλεγούν σημεία βάσης στο Νησί των Φιδιών και συνεπώς να του αποδοθεί τελικά οποιαδήποτε επήρεια στην οριοθέτηση.
Κατά το δεύτερο στάδιο της διαδικασίας τριών σταδίων το Δικαστήριο, εξετάζοντας κατά πόσον η ύπαρξη του Νησιού των Φιδιών αποτελεί συναφή περίσταση για τη μετατόπιση της προσωρινής γραμμής οριοθέτησης υπέρ της Ουκρανίας, επισήμανε ότι:
185. (…) Όπως έχει αποδείξει η νομολογία, το Δικαστήριο μπορεί κατά περίπτωση να αποφασίσει να μη λάβει υπόψη του πολύ μικρά νησιά ή να αποφασίσει να μην τους αποδώσει το πλήρες δυνητικό δικαίωμά τους σε θαλάσσιες ζώνες, εάν αυτή η προσέγγιση έχει δυσανάλογη επιρροή στην οριοθετική γραμμή υπό εξέταση. (…)
Και εν τέλει το Δικαστήριο αποφάσισε να μη ληφθεί υπόψη το Νησί των Φιδιών ως συναφής περίσταση για τη μετατόπιση της προσωρινής γραμμής ισαπόστασης, όπως φαίνεται στην ακόλουθη εικόνα με την τελική οριοθετική γραμμή.
Παρόμοιο σκεπτικό ακολουθήθηκε στην απόφαση του ITLOS για την οριοθέτηση μεταξύ Μπανγκλαντές – Μυανμάρ το 2012, όσον αφορά στην επίδραση του Νησιού του Αγίου Μαρτίνου (St. Martin’s Island) που ανήκει στο Μπανγκλαντές και βρίσκεται μπροστά από την ηπειρωτική ακτή της Μυανμάρ (εντός του κόκκινου κύκλου στην παρακάτω εικόνα).
Σχετικά με την επιλογή ή όχι σημείων βάσης επί του νησιού αυτού για την κατασκευή της προσωρινής γραμμής οριοθέτησης το Δικαστήριο σημείωσε:
265. Αναφορικά με το ερώτημα κατά πόσον το νησί του Αγίου Μαρτίνου θα μπορούσε να επιλεγεί ως πηγή ενός σημείου βάσης, το Δικαστήριο είναι της άποψης ότι, επειδή βρίσκεται ακριβώς μπροστά από την ηπειρωτική ακτή και στην πλευρά της Μυανμάρ εμπρός από το τερματικό συνοριακό σημείο των δύο κρατών στον ποταμό Νάαφ, η επιλογή ενός σημείου βάσης στο νησί του Αγίου Μαρτίνου θα είχε ως αποτέλεσμα μια γραμμή που εμποδίζει την προβολή προς τη θάλασσα από την ακτή της Μυανμάρ. Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, αυτό θα οδηγούσε σε μια αδικαιολόγητη διαστρέβλωση της οριοθετικής γραμμής, και θα συνέβαλε σε «μια δικαστική επανασχεδίαση της γεωγραφίας» (…). Για το λόγο αυτό, το Δικαστήριο εξαιρεί το νησί του Αγίου Μαρτίνου ως πηγή οποιουδήποτε σημείου βάσης.
Στη συνέχεια εξετάστηκε εάν η παρουσία του Νησιού του Αγίου Μαρτίνου συνιστούσε συναφή περίσταση για τη μετατόπιση της προσωρινής γραμμής οριοθέτησης υπέρ του Μπανγκλαντές, και το ITLOS έκρινε αρνητικά, βάσει του ακόλουθου σκεπτικού:
318. Το Νησί του Αγίου Μαρτίνου είναι ένα σημαντικό χαρακτηριστικό το οποίο θα μπορούσε να θεωρηθεί ως συναφής περίσταση στην παρούσα υπόθεση. Ωστόσο, εξαιτίας της θέσης του, η απόδοση επήρειας στο Νησί του Αγίου Μαρτίνου κατά την οριοθέτηση της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης και της Υφαλοκρηπίδας θα είχε ως αποτέλεσμα μια γραμμή η οποία θα εμπόδιζε την προβολή προς τη θάλασσα της ακτής της Μυανμάρ με τρόπο που θα προκαλούσε μια αδικαιολόγητη παραμόρφωση της οριοθετικής γραμμής. Η παραμορφωτική επίδραση ενός νησιού σε μια γραμμή ισαπόστασης μπορεί να αυξηθεί σημαντικά καθώς η γραμμή εκτείνεται πέραν των 12 ν.μ. από την ακτή. Έτσι η οριοθετική γραμμή διαμορφώθηκε από το Δικαστήριο όπως απεικονίζεται στην Εικόνα 9 με το Νησί του Αγίου Μαρτίνου να αποκτά μόνο χωρικά ύδατα, εξ ου και η καμπύλη που διαμορφώνεται από τα σημεία 1, 8 και 9.
Οι ανωτέρω αποφάσεις δημιουργούν σαφές αρνητικό προηγούμενο για την Ελλάδα αναφορικά με το Καστελόριζο. Το Νησί των Φιδιών απέχει σχεδόν εξίσου από τη φίλια ουκρανική ακτή και από την ξένη ρουμανική, ενώ το Νησί του Αγίου Μαρτίνου βρίσκεται πλησίον φίλιας ακτής και της ΑΟΖ/Υφαλοκρηπίδας αυτής. Το Καστελόριζο είναι σε ακόμη πιο δυσμενή θέση, καθώς απέχει ελάχιστα από τις πολύ μεγαλύτερου μήκους τουρκικές ακτές και ταυτόχρονα βρίσκεται σε μεγάλη απόσταση από τις αντίστοιχες φίλιες. Εφόσον η Ελλάδα ζητήσει από Διεθνές Δικαστήριο να του αποδοθεί ΑΟΖ/Υφαλοκρηπίδα, η Τουρκία θα ισχυριστεί πως έτσι θα εμποδίζεται η προβολή προς τη θάλασσα των νότιων ακτών της, κατά την ορολογία του ITLOS αναφορικά με το Νησί του Αγίου Μαρτίνου. Καθώς κάθε περίπτωση είναι μοναδική για τα Διεθνή Δικαστήρια δεν μπορεί να αποκλειστεί τελεσίδικα καμία δυνητική έκβαση, αλλά η απόδοση ΑΟΖ/Υφαλοκρηπίδας στο Καστελόριζο, έστω και περιορισμένης έκτασης, είναι μη συμβατή με το σκεπτικό αποφάσεων όπως αυτές που παρατέθηκαν προηγουμένως και θα πρέπει μάλλον να θεωρείται απίθανη.
Στην εγχώρια διαδικτυακή συζήτηση διατυπώνεται συχνά το επιχείρημα πως το Καστελόριζο δικαιούται ΑΟΖ/Υφαλοκρηπίδα γιατί είναι κατοικημένο από αιώνες, με πληθυσμό που έχει παράδοση στην αλιεία και εξαρτάται από αυτήν κλπ. Παρόμοια επιχειρήματα έχουν διατυπωθεί και στην υπόθεση οριοθέτησης μεταξύ Γροιλανδίας (Δανία) και νήσου Γιαν Μάγιεν (Νορβηγία). Η Δανία επικαλέστηκε ως επιχείρημα υπέρ της απόδοσης μεγαλύτερης έκτασης θαλάσσιων ζωνών στη Γροιλανδία πως ο πληθυσμός της τελευταίας ανέρχεται σε δεκάδες χιλιάδες ενώ του νορβηγικού νησιού σε λίγες δεκάδες επιστημονικού και τεχνικού προσωπικού. Επισήμανε επίσης την οικονομική εξάρτηση του γροιλανδικού πληθυσμού από την αλιεία και τις συναφείς δραστηριότητες αλλά και τον «πολιτισμικό παράγοντα» (cultural factor) που αφορά στη σχέση των κατοίκων με την ξηρά και την παρακείμενη θαλάσσια έκταση. Το ICJ απέρριψε την άποψη πως τα προηγούμενα αποτελούν συναφείς περιστάσεις για τη μετατόπιση της προσωρινής γραμμής οριοθέτησης υπέρ της Γροιλανδίας, επισημαίνοντας (παρ. 80):
80. (…) Το Δικαστήριο θα παρατηρούσε ότι η απόδοση θαλάσσιων περιοχών στην επικράτεια ενός Κράτους, η οποία, εκ φύσεως, προορίζεται να είναι μόνιμη, είναι μια νομική διαδικασία που βασίζεται αποκλειστικά στην κατοχή, από την εν λόγω επικράτεια, μιας ακτογραμμής. (…)
Πάντως, ως επιχείρημα υπέρ της απόδοσης ΑΟΖ/Υφαλοκρηπίδας στο Καστελόριζο η Ελλάδα θα μπορούσε να επικαλεστεί το σκεπτικό της απόφασης οριοθέτησης μεταξύ των νήσων Νέας Γης (Καναδάς) και Σαιντ Πιερ και Μικελόν (Γαλλία) το 1992. Το ειδικό Δικαστήριο που συστάθηκε για την περίπτωση απέδωσε, πέραν μιας ζώνης ΑΟΖ/Υφαλοκρηπίδας 12 έως 24 ν.μ. βόρεια και δυτικά των δύο γαλλικών νησιών, και μια αντίστοιχη ζώνη μήκους 188 ν.μ. προς το νότο, όπως φαίνεται στην ακόλουθη εικόνα.
Ωστόσο, ο προσδιορισμός από το Δικαστήριο του πλάτους της ζώνης που αποδόθηκε στα γαλλικά νησιά βασίστηκε στην προς το νότο, εύρους 10,5 ναυτικών μιλίων περίπου. Στην περίπτωση του Καστελόριζου το πλάτος μιας αντίστοιχης ζώνης θα ήταν πολύ βραχύτερο, περίπου 2,6 ν.μ., με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μια ΑΟΖ η αξιοποίηση της οποίας, λόγω περιορισμένου εύρους, θα είναι δυσχερής για αλιευτικούς ή εξορυκτικούς σκοπούς, καθιστώντας μη λειτουργική μια λύση όπως η ανωτέρω και συνεπώς μάλλον δύσκολο να υιοθετηθεί από τα Διεθνή Δικαστήρια.
Παρεμπιπτόντως, η μελέτη των ανωτέρω αποφάσεων και η κατανόηση του σκεπτικού τους ήταν αυτή ακριβώς που οδήγησε την ελληνική πλευρά να υποδείξει στην Κύπρο να οριοθετήσει την ΑΟΖ της με την Αίγυπτο χωρίς να λάβει υπόψη την ύπαρξη του Καστελόριζου, αλλά και την Κύπρο να αποδεχθεί την υπόδειξη αυτή. Το αποτέλεσμα είναι η συμφωνία οριοθέτησης των δύο κρατών να καθίσταται απρόσβλητη από νομικές καταγγελίες τρίτων χωρών, διαμορφώνοντας έτσι ένα ξεκάθαρο πλαίσιο για τη δραστηριοποίηση στην περιοχή των εταιρειών εξόρυξης υδρογονανθράκων. Καταληκτικά, η ισχύουσα νομολογία δείχνει ότι η πλέον πιθανή κατάληξη είναι να μην αποδοθεί ΑΟΖ/Υφαλοκρηπίδα στο Καστελόριζο, παρά μόνο χωρικά ύδατα, τα οποία βεβαίως δικαιούται κάθε νησί, νησίδα και βράχος του νησιωτικού συμπλέγματος.
Οριοθέτηση στην Ανατολική Μεσόγειο
Στην περίπτωση που το αρμόδιο Διεθνές Δικαστήριο δεν επιλέξει σημεία βάσης στο Καστελόριζο, όπως είναι και το πιθανότερο, οι ελληνικές ακτές που θα «παράγουν» δικαιώματα σε θαλάσσιες ζώνες στην Ανατολική Μεσόγειο θα είναι οι ανατολικές – νοτιοανατολικές ακτές της Ρόδου, της Καρπάθου, της Κάσου και της Κρήτης. Οι τουρκικές ακτές που προβάλλονται στις ίδιες θαλάσσιες περιοχές έχουν γενικά νότιο προσανατολισμό, με αποτέλεσμα οι ακτές των δύο χωρών να μην είναι αντικρινές αλλά παρακείμενες. Στην περίπτωση που η προσωρινή γραμμή που θα σχεδιαστεί είναι μια γραμμή ισαπόστασης είναι σχεδόν σίγουρο πως η Τουρκία, επικαλούμενη πως έτσι αποκόπτεται από θαλάσσιες περιοχές που είναι φυσική προέκταση των νότιων ακτών της, θα ζητήσει να αγνοηθούν πλήρως τα ελληνικά νησιά της περιοχής ή τουλάχιστον να μετατοπιστεί η γραμμή αυτή δυτικότερα. Το αποτέλεσμα θα είναι, κατά πάσα πιθανότητα, η γραμμή αυτή να μετατοπιστεί προς τα δυτικά αυξάνοντας τις θαλάσσιες ζώνες που θα αποδοθούν, πάντα κατά το στάδιο αυτό, στην Τουρκία. Η μέθοδος με την οποία θα γίνει αυτό και το αποτέλεσμα που θα επιφέρει δεν μπορούν να προκαθοριστούν με βεβαιότητα.
Σε προηγούμενες αποφάσεις τα Διεθνή Δικαστήρια εφάρμοσαν διάφορες μεθόδους σε παρόμοιες περιπτώσεις, όπως η προαναφερθείσα οριοθέτηση μεταξύ των νησιωτικών ακτών του Καναδά και των γαλλικών νησιών Σαιντ Πιερ και Μικελόν όπου η ΑΟΖ/Υφαλοκρηπίδα που αποδόθηκε στα δύο νησιά κατασκευάστηκε με βάση την προβολή των ακτών τους προς το νότο, ή η οριοθέτηση μεταξύ Ηνωμένου Βασιλείου – Γαλλίας (1977) όσον αφορά ειδικά τα νησιά Σίλλυ, αποκαλούμενη και «μέθοδος της διχοτόμου γωνίας». Στην τελευταία περίπτωση, όπως φαίνεται στην ακόλουθη εικόνα (με τα νησιά εντός του κόκκινου κύκλου), το Δικαστήριο χάραξε δύο γραμμές, την πρώτη εξ αυτών χωρίς να λάβει υπόψη του την ύπαρξη των Σίλλυ (απεικονίζεται με παύλα – τελεία – παύλα) και τη δεύτερη αποδίδοντάς τους πλήρη επήρεια (απεικονίζεται με παύλα – τελεία – τελεία –παύλα). Στη συνέχεια χάραξε την τελική οριοθετική γραμμή μεταξύ των σημείων Μ και Ν, η οποία διχοτομεί τη γωνία που δημιουργούν οι δύο προηγούμενες, αποδίδοντας έτσι στα νησιά Σίλλυ το ήμισυ της μέγιστης επήρειας που θα μπορούσαν να έχουν.
Παρόμοια προσέγγιση εφαρμόστηκε από το ICJ πολύ πρόσφατα, το Φεβρουάριο του 2018, στην οριοθέτηση ανάμεσα σε Κόστα Ρίκα και Νικαράγουα στον Ειρηνικό Ωκεανό. Κατά την εξέταση των συναφών περιστάσεων για τη μετατόπιση ή μη της προσωρινής γραμμής οριοθέτησης αναδύθηκε το ζήτημα της επίδρασης της χερσονήσου της Αγίας Ελένης λόγω της θέσης της και του σχήματός της. Αφού το ICJ επεσήμανε ότι τα σημεία βάσης επί της χερσονήσου αυτής επηρεάζουν το σχήμα της οριοθετικής γραμμής σε απόσταση έως 120 ν.μ. από τις ακτές των δύο κρατών, υπογράμμισε:
193. (…) «Το Δικαστήριο θεωρεί ότι τέτοια σημεία βάσης έχουν δυσανάλογη επιρροή στην κατεύθυνση της προσωρινής γραμμής ισαπόστασης. Το Δικαστήριο επίσης θεωρεί ότι, πέραν της χωρικής θάλασσας, η επιρροή της Χερσονήσου της Αγίας Ελένης επί της προσωρινής γραμμής ισαπόστασης συνεπάγεται μια μείζονα αποκοπή των προβολών των ακτογραμμών της Νικαράγουα. Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, αυτό το φαινόμενο αποκοπής είναι άδικο.
Για την αποκατάσταση αυτού του «άδικου» (inequitable) φαινομένου αποκοπής των προβολών των ακτογραμμών της Νικαράγουα από τις θαλάσσιες εκτάσεις, πραγματοποιήθηκε η μετατόπιση της προσωρινής γραμμής οριοθέτησης με παρόμοια μέθοδο με αυτήν που έγινε για τα νησιά της Μάγχης. Με τον τρόπο αυτό αποδόθηκε στη χερσόνησο της Αγίας Ελένης το ήμισυ της μέγιστης επίδρασης που αυτή θα μπορούσε να έχει επί της γραμμής αυτής, ή διαφορετικά, μοιράστηκε εξίσου μεταξύ των δύο χωρών το διαφιλονικούμενο τμήμα θαλάσσιας έκτασης που προέκυψε μετά την κατασκευή δύο οριοθετικών γραμμών βάσει μηδενικής και πλήρους επήρειας της χερσονήσου αντίστοιχα, όπως φαίνεται στην επόμενη εικόνα.
Στην περίπτωση της Ανατολικής Μεσογείου, εφόσον υιοθετηθεί μια παρόμοια προσέγγιση, το αποτέλεσμα θα προσομοιάζει με αυτό της ακόλουθης εικόνας.
Η κόκκινη γραμμή είναι η γραμμή με μηδενική επήρεια των ακτών των ελληνικών νησιών (δηλαδή η μαξιμαλιστική τουρκική θέση), η μπλε γραμμή είναι η μέγιστη επήρεια των ελληνικών νησιών (ήτοι η μαξιμαλιστική ελληνική θέση βάσει της γραμμής ισαπόστασης) και η κίτρινη γραμμή είναι η διχοτόμος της γωνίας που δημιουργούν οι δύο πρώτες, με την έκταση δυτικά αυτής να αποδίδεται στην Ελλάδα και ανατολικά αυτής στην Τουρκία. Σε περίπτωση που η οριοθέτηση γίνει με βάση την προβολή των τουρκικών ακτών προς νότο, όπως στην οριοθέτηση των νησιών Σαιντ Πιερ και Μικελόν, η αντίστοιχη οριοθετική γραμμή (με γκρι χρώμα) θα διέρχεται από το ανατολικότερο σημείο της ακτογραμμής της Ρόδου. Παρεμπιπτόντως, σε αμφότερες τις περιπτώσεις είναι φανερό πως η τουρκική ΑΟΖ/υφαλοκρηπίδα θα βρίσκεται σε επαφή με την αντίστοιχη αιγυπτιακή. Δεν μπορεί να αποκλειστεί επίσης η εφαρμογή παραλλαγών των ανωτέρω μεθόδων, όπως π.χ. η τριχοτόμηση της δημιουργούμενης γωνίας και η απόδοση του ενός τρίτου και των δύο τρίτων της διεκδικούμενης έκτασης σε Ελλάδα και Τουρκία ή αντιστρόφως, ή και να προκριθεί μια διαδικασία οριοθέτησης διαφορετική από τις ανωτέρω. Βεβαίως, οποιαδήποτε λύση και εάν επιλεγεί, θα υπόκειται και στον έλεγχο αναφορικά με την ύπαρξη δυσαναλογικότητας μεταξύ του λόγου του μήκους των συναφών ακτών των δύο χωρών και του λόγου των αποδιδόμενων εκτάσεων.
Οριοθέτηση στο Αιγαίο
Η θέση της Τουρκίας αναφορικά με την οριοθέτηση στο χώρο του Αιγαίου είναι όμοια με αυτή για την Ανατολική Μεσόγειο: θεωρεί καταρχήν πως τα ανατολικά ευρισκόμενα ελληνικά νησιά φράσσουν την προβολή της Μικρασιατικής ακτής προς τη θάλασσα, με αποτέλεσμα να μην πρέπει να τους αποδοθεί ΑΟΖ/υφαλοκρηπίδα παρά μόνο χωρικά ύδατα. Η ελληνική θέση είναι πως τα νησιά έχουν πλήρη δικαιώματα σε θαλάσσιες ζώνες τα οποία πρέπει να καθοριστούν με τη μέθοδο της μέσης γραμμής/γραμμής ισαπόστασης. Όπως αναφέρθηκε και σε προηγούμενη ενότητα, σε περίπτωση προσφυγής των δύο χωρών σε διαιτησία κρίσιμης σημασίας είναι εάν θα επιλεγούν σημεία βάσης για την κατασκευή της προσωρινής γραμμής οριοθέτησης στα ανατολικά νησιά του Αιγαίου. Είναι γεγονός πως, βάσει της γεωγραφικής πραγματικότητας, η προβολή προς τη θάλασσα των τουρκικών ακτών όντως φράσσεται από τα ελληνικά νησιά, με αποτέλεσμα να είναι λίαν πιθανό πως αυτά θα αγνοηθούν όσον αφορά την επιλογή σημείων βάσης για την κατασκευή της προσωρινής γραμμής οριοθέτησης από το αρμόδιο Διεθνές Δικαστήριο, κυρίως λόγω της μεγάλης απόστασής τους από τις ελληνικές ηπειρωτικές ακτές και, σε κάποιες περιπτώσεις, της αντίστοιχης πολύ μικρής από τις αντίστοιχες τουρκικές. Ο λόγος γίνεται βεβαίως για τα νησιά της Σαμοθράκης, της Λήμνου, του Αγίου Ευστρατίου, της Λέσβου, της Χίου, των Ψαρών, της Σάμου, της Ικαρίας και των Δωδεκανήσων.
Είναι όμως επίσης γεγονός πως η περίπτωση των ελληνικών νησιών του Ανατολικού Αιγαίου διαφέρει ριζικά από αυτήν του Καστελόριζου: τα ελληνικά νησιά δεν είναι απομονωμένα αλλά διεσπαρμένα σε όλο το μήκος του Αιγαίου απέναντι από τη Μικρασιατική ακτή, ενώ σε σχέση με αυτήν, λόγω του μεγέθους τους, δεν υστερούν δραματικά ως προς το μήκος των ακτών τους. Συνεπώς δε φαίνεται πιθανό ότι θα «περικυκλωθούν» από τουρκική ΑΟΖ/Υφαλοκρηπίδα, αλλά μάλλον θα απαιτηθεί διαφορετική αντιμετώπιση στην περίπτωσή τους, π.χ. η απόδοση σε αυτά θαλάσσιων ζωνών αποκλειστικά προς δυσμάς, εφαρμόζοντας μια διαδικασία παρόμοια με την περίπτωση των νησιών Σαιντ Πιερ και Μικελόν.
Η Τουρκία βέβαια δεν περιορίζεται στα ανατολικότερα ελληνικά νησιά αλλά ισχυρίζεται πως πρέπει να αγνοηθούν γενικά όλα τα νησιά του Αιγαίου και η οριοθετική γραμμή να σχεδιαστεί χρησιμοποιώντας σημεία βάσης αποκλειστικά στις ηπειρωτικές ακτές των δύο χωρών. Ο λόγος είναι ότι η Ελλάδα κατέχει αριθμό νησιών ή νησιωτικών συμπλεγμάτων σε περιορισμένη απόσταση από την ηπειρωτική ακτή της, γεγονός που μπορεί να της προσδώσει πλεονέκτημα κατά τη χάραξη της προσωρινής γραμμής οριοθέτησης, όπως αποδεικνύεται από την αντιμετώπιση που χρήζουν από τη νομολογία τα νησιά που βρίσκονται πλησίον φίλιας ακτής – τα λεγόμενα «νησιά παρυφής» (frindge islands).
Μια τέτοια περίπτωση αφορά την οριοθέτηση από ένα Διαιτητικό Δικαστήριο των θαλάσσιων ζωνών μεταξύ Ερυθραίας και Υεμένης το 1996. Το Δικαστήριο, εξετάζοντας την επιλογή σημείων βάσης στην ακτή της Υεμένης τα οποία θα χρησιμοποιούνταν για τη χάραξη της προσωρινής γραμμής οριοθέτησης, αποφάσισε καταρχήν να λάβει υπόψη του την ύπαρξη του σχετικά μεγάλου και κατοικημένου νησιού του Καμαράν ως τμήματος της ακτής της Υεμένης, η θέση του οποίου φαίνεται στην ακόλουθη εικόνα.
Στη συνέχεια το Δικαστήριο προβληματίστηκε για τα μικρότερα νησιά βορειότερα του Καμαράν, για να καταλήξει:
151.Το ερώτημα παραμένει αναφορικά με τα νησιά βόρεια του Καμαράν. Η σχετικά μεγάλη νησίδα Τικφάς, και τα μικρότερα νησιά Καταμά και Ουκμπάν δυτικότερα, όλα φαίνεται να αποτελούν μέρος ενός σύνθετου συστήματος νησιών, νησίδων και υφάλων που φρουρούν αυτό το τμήμα της ακτής. Αυτό είναι όντως, κατά την άποψη του Δικαστηρίου, ένα «σύστημα παρυφής» του είδους που εξετάζεται στο άρθρο 7 της Σύμβασης, παρόλο που η Υεμένη δε φαίνεται να το έχει χαρακτηρίσει ως τέτοιο. (…) Είναι ωστόσο η θέση του Δικαστηρίου ότι είναι ορθό να χρησιμοποιηθούν ως σημεία βάσης της μέσης γραμμής όχι μόνο το Καμαράν και τα νησιά-δορυφόροι του που εμφανίζονται στο Χάρτη 12.1 της Υεμένης, αλλά επίσης και οι νησίδες στα βορειοδυτικά ονόματι Ουκμπάν και Καταμά.
Βάσει λοιπόν του ανωτέρω δεδικασμένου είναι πολύ πιθανό πως τελικά θα επιλεγούν σημεία βάσης για τη χάραξη της προσωρινής γραμμής οριοθέτησης όχι μόνο επί της ελληνικής ηπειρωτικής ακτής αλλά και επί μεμονωμένων ελληνικών νησιών ή νησιωτικών συμπλεγμάτων στο Αιγαίο, ειδικά εφόσον αυτά βρίσκονται σε περιορισμένη απόσταση από αυτήν. Τέτοιες περιπτώσεις θα μπορούσαν να είναι η Θάσος, οι Σποράδες, η Σκύρος και οι Κυκλάδες, ενώ για την Τουρκία κάτι ανάλογο θα ίσχυε για την Ίμβρο και την Τένεδο. Εφόσον επιλεγεί αυτή η μέθοδος η προσωρινή γραμμή (με κίτρινο χρώμα) θα έχει μια μορφή παρόμοια με αυτήν που φαίνεται στην ακόλουθη εικόνα. Η προσωρινή γραμμή οριοθέτησης θα ήταν ουσιαστικά μια γραμμή ισαπόστασης η οποία θα σχεδιαζόταν με σημεία βάσης στις ελληνικές ακτές της Θράκης, τη Θάσο, το ανατολικό άκρο της χερσονήσου του Αγίου Όρους, το ανατολικότερο νησί των Σποράδων, τη Σκύρο, το ανατολικότερο άκρο της Εύβοιας και τα ανατολικότερα νησιά των Κυκλάδων.
Αντίστοιχα, τα κυριότερα σημεία βάσης στις τουρκικές ακτές θα ήταν στην Ανατολική Θράκη, την Ίμβρο, το εξέχον ακρωτήριο βόρεια της Λέσβου, τη χερσόνησο της Ερυθραίας και τα ακρωτήρια απέναντι από τα Δωδεκάνησα. Εάν η αντιμετώπιση των ανατολικότερων νησιών του Αιγαίου είναι παρόμοια με αυτή των νησιών Σαιντ Πιερ και Μικελόν, η προβολή των τουρκικών ακτών θα περιορίζεται στις εκτάσεις μεταξύ των νησιών αυτών, τα οποία έτσι δε θα περιβληθούν από τουρκική ΑΟΖ/Υφαλοκρηπίδα αλλά οι θαλάσσιες ζώνες δυτικά αυτών (με μπλε διαγράμμιση στην προηγούμενη εικόνα) θα αποδοθούν στην Ελλάδα. Νοτίως της γραμμής Σάμου–Ικαρίας η θέση και ο αριθμός των Δωδεκανησιακών νησιών φαίνεται να αποκλείει την πιθανότητα να αποδοθεί στην Τουρκία ΑΟΖ/Υφαλοκρηπίδα στα δυτικά τους, λόγω και της παρουσίας του συμπλέγματος των Κυκλάδων. Θα ακολουθήσει βεβαίως η εξέταση συναφών περιστάσεων για τη μετατόπιση της γραμμής ανατολικότερα ή δυτικότερα και σε τρίτο στάδιο η δοκιμή δυσαναλογικότητας μεταξύ του λόγου των μηκών των συναφών ακτών Ελλάδας και Τουρκίας και του λόγου των αποδιδόμενων θαλάσσιων εκτάσεων σε κάθε χώρα. Επισημαίνεται πως στην παραπάνω εικόνα δεν έχουν αποδοθεί τα χωρικά ύδατα των δύο χωρών, τα οποία θα μεταβάλλουν το όριο της οριοθετικής γραμμής σε απόσταση 6 ή και 12 ν.μ. από τις ακτές των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου.
Οριοθέτηση και χωρικά ύδατα: Να επεκτείνει κανείς ή να μην επεκτείνει;
Η δυνατότητα της επέκτασης των χωρικών υδάτων από τα 6 έως στα 12 ναυτικά μίλια αποτελεί νόμιμο δικαίωμα της Ελλάδας το οποίο μπορεί να ασκηθεί χωρίς καμία προϋπόθεση, όπως αναφέρεται στο άρθρο 3 της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας. Το γεγονός ωστόσο ότι δεν ασκείται και ακόμη περισσότερο ότι έχει ενταχθεί στην ελληνοτουρκική διαπραγμάτευση για τον καθορισμό των θαλάσσιων ζωνών έχει επισύρει πολλές αρνητικές αντιδράσεις. Λαμβάνοντας ως υπόθεση εργασίας ότι μια ελληνοτουρκική συμφωνία, βασισμένη στο σκεπτικό των Διεθνών Δικαστηρίων όπως αυτό αναφέρθηκε προηγουμένως, θα έχει ως αποτέλεσμα μια οριοθετική γραμμή παρόμοια με αυτήν της εικόνας 15, είναι ενδιαφέρον να καταδειχθεί τι θα ισχύει σε περίπτωση που η συμφωνία αυτή γίνει με το εύρος των χωρικών υδάτων των δύο χωρών στα 6 ή στα 12 ν.μ. Οι δύο εκδοχές παρουσιάζονται κατά προσέγγιση στους ακόλουθους χάρτες.
Στο χάρτη Α τα χωρικά ύδατα των δύο χωρών έχουν εύρος 6 ν.μ. ενώ στο χάρτη Β εύρος 12 ν.μ. Τα ελληνικά χωρικά ύδατα συμβολίζονται με μπλε χρώμα, τα τουρκικά με κόκκινο και η γραμμή με κίτρινο χρώμα είναι το όριο των θαλάσσιων ζωνών, με τις εκτάσεις λευκού χρώματος δυτικά αυτού να αποτελούν την ελληνική ΑΟΖ/Υφαλοκρηπίδα και ανατολικά αυτού την αντίστοιχη τουρκική.
Είναι προφανής η συνέπεια της επέκτασης των χωρικών υδάτων της Ελλάδας στο Ανατολικό Αιγαίο: καθώς, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, το δικαίωμα σε χωρικά ύδατα ενός κράτους υπερισχύει του δικαιώματος σε ΑΟΖ/Υφαλοκρηπίδα ενός άλλου κράτους, μεγάλες περιοχές που στο χάρτη Α ανήκουν στις τουρκικές θαλάσσιες ζώνες θα ενταχθούν στα χωρικά ύδατα των ελληνικών νησιών μετά την επέκταση αυτών, όπως φαίνεται στο χάρτη Β. Πιο απλά, η επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων θα μειώσει κατά πολύ την έκταση που θα απομένει για να αποδοθεί στην τουρκική ΑΟΖ/Υφαλοκρηπίδα. Προκύπτει συνεπώς το ερώτημα, για ποιο λόγο η Ελλάδα ενέταξε στη διαπραγμάτευση για τις θαλάσσιες ζώνες ένα δικαίωμα που της αποδίδει μόνο πλεονεκτήματα. Η απάντηση είναι ότι, σε αντίθεση με το Αιγαίο, η υφιστάμενη νομολογία αποδίδει σαφές προβάδισμα στις τουρκικές θέσεις όσον αφορά στην οριοθέτηση πέριξ του Καστελόριζου και στην Ανατολική Μεσόγειο, όπως αναλύθηκε στις σχετικές ενότητες του παρόντος κειμένου.
Επομένως η Ελλάδα φαίνεται να εξετάζει την «ανταλλαγή» της περιορισμένης ή και καθόλου επέκτασης των χωρικών της υδάτων, τουλάχιστον στο Ανατολικό Αιγαίο, με ευνοϊκότερη για τις ελληνικές θέσεις συμφωνία για την ΑΟΖ/Υφαλοκρηπίδα σε άλλα σημεία του Αιγαίου ή στην Ανατολική Μεσόγειο. Τα συμπεράσματα αυτά προκύπτουν από έγγραφο της Δ1 Διευθύνσεως του Υπουργείου Εξωτερικών με τίτλο «Απεικόνιση των ορίων της ελληνικής υφαλοκρηπίδας στην Ανατολική Μεσόγειο», αποσπάσματα του οποίου δημοσιεύθηκαν σε άρθρο των Σ. Λυγερού και Δ. Κωνσταντακόπουλου το Νοέμβριο του 2010 στην εφημερίδα «Κόσμος του Επενδυτή». Στο έγγραφο αυτό αναφέρεται μεταξύ άλλων: «Στο πλαίσιο της οριοθέτησης των θαλάσσιων ζωνών με την Τουρκία, δεν είναι σκόπιμο να γίνεται διάκριση μεταξύ της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου και της υφαλοκρηπίδας της Ανατολικής Μεσογείου, όπως επιδιώκεται από την τουρκική πλευρά… Τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας επί της υφαλοκρηπίδας της Ανατολικής Μεσογείου θα πρέπει να ενταχθούν στη συνολική διαπραγμάτευση (ή δικαστική επίλυση της διαφοράς) με την Τουρκία. Ενδεχόμενη δε αποσπασματική εξέταση της υφαλοκρηπίδας του Καστελόριζου δεν θα είναι προς όφελος της Χώρας… Σε μια τέτοια περίπτωση, είναι σχεδόν βέβαιη η αναγνώριση ‘μειωμένης επήρειας’ στο Καστελόριζο, ενώ θα έχει χαθεί το διαπραγματευτικό χαρτί των χωρικών υδάτων, αλλά και το ενδεχόμενο ‘συμψηφισμού’ με τις διεκδικήσεις μας στο Αιγαίο».
Έτσι γίνεται κατανοητός και ο λόγος που η Τουρκία επιδιώκει ξεχωριστή διαπραγμάτευση για το Καστελόριζο και την Ανατολική Μεσόγειο: θεωρώντας ότι στην περιοχή αυτή θα της αποδοθεί η μεγάλη πλειοψηφία των διαφιλονικούμενων θαλάσσιων εκτάσεων, εκτιμά πως το γεγονός αυτό η Ελλάδα θα επιχειρήσει να το αντισταθμίσει ζητώντας περισσότερες εκτάσεις στο Αιγαίο, ενώ σε περίπτωση διεθνούς διαιτησίας είναι πιθανό, ειδικά μετά από τη δοκιμή δυσαναλογικότητας κατά το τρίτο στάδιο της διαδικασίας οριοθέτησης, το αρμόδιο Διεθνές Δικαστήριο να αποφασίσει επίσης την απόδοση στη χώρα μας μεγαλύτερης έκτασης ΑΟΖ/Υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο. Όπως προκύπτει από το ανωτέρω έγγραφο η ελληνική πλευρά δεν αποδέχεται τη θέση αυτή, ενώ στο θέμα της επέκτασης των χωρικών υδάτων κρίνει ότι μπορεί να το χρησιμοποιήσει ως «διαπραγματευτικό χαρτί» για την εξασφάλιση ανταλλαγμάτων, όπως έχει κάθε δικαίωμα να κάνει προκειμένου να επιτύχει την καλύτερη δυνατή συμφωνία για τα εθνικά συμφέροντα.
Ελληνοτουρκική οριοθέτηση: Διακρατική συμφωνία, διεθνής διαιτησία ή μη λύση
Οι τρεις δυνατές εκδοχές, μεσοπρόθεσμα, αναφορικά με την οριοθέτηση της ΑΟΖ/Υφαλοκρηπίδας Ελλάδας – Τουρκίας είναι
α) η επίτευξη συμφωνίας μεταξύ των δύο χωρών,
β) η προσφυγή από κοινού σε Διεθνές Δικαστήριο
γ) η διατήρηση της υπάρχουσας κατάστασης, δηλαδή η μη οριοθέτησης θαλάσσιων ζωνών. Αναλυτικότερα:
α) Η επίτευξη διακρατικής συμφωνίας για την οριοθέτηση ΑΟΖ/Υφαλοκρηπίδας φαίνεται προς στιγμήν η λιγότερο πιθανή εξέλιξη. Θα πρόκειται για εντυπωσιακή στροφή στην εξωτερική πολιτική των δύο χωρών και σε αντίθεση με το επικρατούν κλίμα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, ενώ θα πρέπει να εξηγηθεί στην εγχώρια κοινή γνώμη η οπισθοχώρηση από θέσεις οι οποίες, αν και ουσιαστικά μαξιμαλιστικές, προωθούνταν επί μακρόν στο εσωτερικό τους ως «δίκαιες», «σωστές» ή «νόμιμες». Επίσης, η επίτευξη του όποιου συμβιβασμού ίσως κρινόταν πως θα θεωρηθεί ως υποχωρητικότητα ή αδυναμία από την άλλη πλευρά ή τρίτα κράτη.
β) Η προσφυγή των δύο χωρών σε Διεθνή Διαιτησία, περισσότερο πιθανό σενάριο, θα έχει ως αποτέλεσμα την οριοθέτηση της ΑΟΖ/Υφαλοκρηπίδας από το αρμόδιο Διεθνές Δικαστήριο. Στις προηγούμενες ενότητες του κειμένου έχει γίνει αναφορά στο σκεπτικό των Δικαστηρίων και την ισχύουσα νομολογία για τις περιοχές του Καστελόριζου, της Ανατολικής Μεσογείου και του Αιγαίου. Είναι δεδομένο ότι κάθε υπόθεση είναι μοναδική, επομένως δεν μπορεί να προεξοφληθεί κανένα αποτέλεσμα, το σίγουρο όμως είναι πως οι πιθανότητες να οριοθετηθεί η ΑΟΖ/Υφαλοκρηπίδα με βάση τη μέση γραμμή, κάτι που θεωρείται βέβαιο από την κοινή γνώμη, είναι ελάχιστες όσον αφορά στο ζήτημα του Καστελόριζου και σημαντικά μειωμένες για την Ανατολική Μεσόγειο και τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου. Βεβαίως η συντριπτική πλειοψηφία των περιοχών στο σύνολο του Αιγαίου θα αποδιδόταν στην ελληνική ΑΟΖ/Υφαλοκρηπίδα. Είναι επίσης μάλλον σίγουρο πως τόσο η Ελλάδα όσο και η Τουρκία θα έσπευδαν να δηλώσουν κατά την από κοινού προσφυγή τους στο Δικαστήριο ως εύρος των χωρικών υδάτων τους τα 12 ν.μ. προσπαθώντας να διασφαλίσουν εξαρχής το μέγιστο των δικαιωμάτων τους επί των διεκδικούμενων περιοχών.
γ) Η παράταση της ισχύουσας κατάστασης με τη μη οριοθέτηση ΑΟΖ/Υφαλοκρηπίδας στο ορατό μέλλον μοιάζει να είναι η επικρατέστερη εκδοχή. Πέρα από την αποφυγή του πολιτικού κόστους από τις αντιδράσεις της κοινής γνώμης και στις δύο χώρες, η Τουρκία ειδικά θα ήθελε να αποφύγει οποιουδήποτε είδους συμφωνία που αντιτίθεται στο καθεστώς διαρκούς «γκριζαρίσματος», ασάφειας και συνδιεκδικήσεων που προσπαθεί να επιβάλλει στις ελληνοτουρκικές σχέσεις προκειμένου να μεγιστοποιήσει τις απαιτήσεις της. Είναι φανερό πως οι Τούρκοι επενδύουν στο σενάριο της αξιοποίησης των ενεργειακών κοιτασμάτων της Ανατολικής Μεσογείου όχι μέσω οριοθέτησης αλλά κατά κύριο λόγο με τη χρήση της στρατιωτικής και διπλωματικής ισχύος της χώρας τους. Αξίζει επίσης να σημειωθεί πως η οριοθέτηση της ΑΟΖ θα επιτρέπει στον αλιευτικό στόλο της κάθε χώρας να δραστηριοποιείται μόνον εντός αυτής, ενώ σήμερα τα ελληνικά και τουρκικά αλιευτικά μπορούν νομίμως να δραστηριοποιούνται έως και 6 ν.μ. από τις ακτές των δύο χωρών (αλλά και τις ακτές όσων κρατών της Ανατολικής Μεσογείου δεν έχουν ανακηρύξει και οριοθετήσει την ΑΟΖ τους). Δεν είναι εξάλλου τυχαία η μέχρι στιγμής απροθυμία της Ιταλίας να «αναβαθμίσει» το ισχύον όριο της Υφαλοκρηπίδας της με την Ελλάδα σε όριο και της ΑΟΖ. Προβλήματα ενδεχομένως να προκύψουν και από την ύπαρξη τουρκικής ΑΟΖ/Υφαλοκρηπίδας κάτωθεν του ελληνικού FIR.
Τέλος, η οριοθέτηση θαλάσσιων ζωνών, είτε με διακρατική συμφωνία είτε με απόφαση Διεθνούς Δικαστηρίου, ειδικά εφόσον επαληθευτούν οι εκτιμήσεις για την περιοχή του Καστελόριζου και της Ανατολικής Μεσογείου βάσει της ισχύουσας νομολογίας, θα έχει ως αποτέλεσμα η Ελλάδα και Τουρκία να ασκήσουν αμέσως τα κυριαρχικά τους δικαιώματα επί των πολύ ελπιδοφόρων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων της περιοχής τα οποία θα κατανεμηθούν σε αμφότερες. Και εάν η Ελλάδα αποτελεί ένα κράτος με προβλέψιμη έως υποτακτική συμπεριφορά, πλήρως ενταγμένο στις αμυντικές και διπλωματικές δομές του Δυτικού κόσμου, η απόκτηση και εκμετάλλευση τεράστιων κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου από τη μη ελεγχόμενη, απρόβλεπτη, ταραχοποιό Τουρκία μάλλον θα προξενούσε ανησυχία σε όλους τους μεγάλους παίκτες της περιοχής (ΗΠΑ, ΕΕ, Ρωσία, Ισραήλ, αραβικές χώρες με πλούσια κοιτάσματα υδρογονανθράκων).
Επίλογος
Οι διατάξεις του Διεθνούς Δικαίου και οι συναφείς αποφάσεις των Διεθνών Δικαστηρίων για τις οριοθετήσεις θαλάσσιων ζωνών αποδεικνύουν πως η πραγματικότητα είναι διαφορετική σε σχέση με όσα ακούει εδώ και χρόνια για το θέμα αυτό η κοινή γνώμη στην Ελλάδα, κυρίως όσον αφορά στο κρίσιμο ζήτημα των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου και του Καστελόριζου. Η διεθνής νομολογία, αν και μπορεί να οδηγήσει σε σχετικά ασφαλείς εκτιμήσεις για πτυχές της οριοθέτησης μέσω της νομικής οδού, έχει φροντίσει να ξεκαθαρίσει πως κάθε περίπτωση είναι μοναδική, συνεπώς αυτό που μπορεί να υποστηριχθεί, έστω και με μια δόση υπερβολής, είναι ότι το μόνο δεδομένο είναι πως τίποτα δεν είναι δεδομένο. Πάντως, από τεχνικής και νομικής άποψης η διαδικασία οριοθέτησης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας θα είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα. Η ύπαρξη παρακείμενων και αντικρινών ηπειρωτικών και νησιωτικών ακτών, ο μεγάλος αριθμός νησιών ποικίλου μεγέθους και θέσης, η ύπαρξη νησιών παρυφής και μεμονωμένων νήσων κοντά σε φίλια ή ξένη ακτή, είναι όλοι παράγοντες που θα αυξήσουν σημαντικά το βαθμό δυσκολίας για την εύρεση δίκαιης λύσης σε περίπτωση δικαστικής επίλυσης. Εφόσον επιλεγεί ο δρόμος αυτός η κοινή γνώμη θα πρέπει να είναι προετοιμασμένη για μακροχρόνια διαδικασία η οποία είναι πιθανό να καταλήξει σε αποτέλεσμα που θα απέχει από αυτό που σήμερα θεωρείται δίκαιο ή έστω επιθυμητό. Εν τέλει, το ζήτημα της οριοθέτησης της ελληνοτουρκικής ΑΟΖ/Υφαλοκρηπίδας αποτελεί ένα ακόμη πεδίο όπου θα κριθεί, μεταξύ άλλων, το επίπεδο ενημέρωσης αλλά και ωριμότητας της ελληνικής κοινωνίας όσον αφορά καίριας σημασίας ζητήματα που ενδέχεται να επηρεάσουν καθοριστικά την πορεία της χώρας το πρώτο μισό του 21ου αιώνα.
Τον πρόσφατα εκλιπόντα δημοσιογράφο Βαγγέλη Παγώτση, εκδότη και διευθυντή του περιοδικού «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΜΥΝΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ» και συγγραφέα πολλών άρθρων και μονογραφιών για ναυτικά θέματα, τον γνώρισα αποκλειστικά και μόνο μέσω των κειμένων του. Ωστόσο, τα άρθρα του σχετικά με το θέμα της ΑΟΖ σε αριθμό τευχών της ΕΑ&Τ και κυρίως η εμβληματική μονογραφία του με τίτλο «ΑΟΖ και ΥΦΑΛΟΚΡΗΠΙΔΑ – ΜΥΘΟΣ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ» συνέβαλαν καθοριστικά στο να διαμορφώσω την άποψή μου για το ζήτημα αυτό, να συνειδητοποιήσω τη σημασία της έρευνας για πράγματα που άλλοι θεωρούν θέσφατα αλλά και να κατανοήσω πόσο προβληματική είναι η παρεχόμενη ενημέρωση και πληροφόρηση. Πάνω από όλα, συνέβαλλαν ώστε να απαλλαγώ από το μύθο και να αντικρίσω την πραγματικότητα. Για το λόγο αυτό αφιερώνω στην μνήμη του το παρόν κείμενο, ανταποκρινόμενος στην προτροπή του στο τέλος της ανωτέρω μονογραφίας όσον αφορά στην απαίτηση ωριμότητας κατά την αντιμετώπιση τέτοιων κρίσιμων εθνικών θεμάτων: «Η ευθύνη δεν βαραίνει μόνον τους πολιτικούς αλλά και τους πολίτες».
Πηγές
Μονογραφία ΑΟΖ ΚΑΙ ΥΦΑΛΟΚΡΗΠΙΔΑ – ΜΥΘΟΣ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ, εκδόσεις ΔΥΡΟΣ, 2011
Άρθρα σε διάφορα τεύχη του περιοδικού ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΜΥΝΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ
Άρθρα και σχόλια στο ιστολόγιο http://www.infognomonpolitics.blogspot.com
Άρθρα και σχόλια στο ιστολόγιο http://www.enkripto.blogspot.com
Άρθρα και σχόλια στο ιστολόγιο http://www.e-amyna.com
Άρθρα και σχόλια στο ιστολόγιο https://belisarius21.wordpress.com
http://www.icj-cij.org, ιστοσελίδα του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης
http://www.itlos.org, ιστοσελίδα του Διεθνούς Δικαστηρίου για το Δίκαιο της Θάλασσας
http://www.pca.cpa.org, ιστοσελίδα του Μόνιμου Διαιτητικού Δικαστηρίου
http://www.voria.gr (πηγή της Εικόνας 1)
http://www.en.wikipedia.org (πηγή της Εικόνας 10)
http://www.slpress.gr (πηγή της Εικόνας 16)
http://www.google.com/maps
https://belisarius21.wordpress.com/2019/02/02/
ΚΟΥΡΗΤΗΣ: ΕΙΝΑΙ ΑΝΑΜΦΙΣΒΗΤΗΤΑ ΠΟΛΥΤΙΜΟ ΤΟ ΠΑΡΑΠΑΝΩ ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΚΡΙΒΩΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΛΟΓΟ ΠΟΥ ΕΠΙΚΑΛΕΙΤΑΙ ΚΑΙ Ο ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟΣ ΤΟΥ. "να κατανοήσω πόσο προβληματική είναι η παρεχόμενη ενημέρωση και πληροφόρηση. Πάνω από όλα, συνέβαλλαν ώστε να απαλλαγώ από το μύθο και να αντικρίσω την πραγματικότητα".
ΦΟΒΑΜΑΙ ΟΜΩΣ ΠΩΣ ΔΕΝ ΑΝΤΙΚΡΥΖΕΙ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ, ΑΝ ΚΑΙ ΠΛΗΣΙΑΖΕΙ ΠΟΛΥ.
ΕΞΗΓΟΥΜΑΙ.
ΕΙΝΑΙ ΟΝΤΩΣ ΕΤΣΙ ΠΟΥ ΤΑ ΠΕΡΙΓΡΑΦΕΙ ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ ΟΝΤΩΣ ΑΥΤΗ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΕΝΝΟΙΩΝ "ΑΝΤΙΚΡΥΝΕΣ", "ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΕΣ", "ΠΡΟΣΚΕΙΜΕΝΕΣ", ΠΟΥ ΠΕΡΙΓΡΑΦΟΥΝ ΑΚΤΕΣ ΓΙΑ ΟΡΙΟΘΕΤΗΣΗ.
ΑΥΤΑ ΜΑΣ ΗΤΑΝ ΓΝΩΣΤΑ ΚΑΙ ΤΑ ΕΙΧΑΜΕ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΤΕΙ ΟΤΑΝ ΩΣ ΟΜΑΔΑ ΑΠΟΦΑΣΙΖΑΜΕ ΝΑ ΒΓΟΥΜΕ ΔΗΜΟΣΙΑ ΚΑΙ ΗΔΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΜΑΣ ΑΝΑΡΤΗΣΗ. https://isxys.blogspot.com/2010/07/blog-post_30.html
ΣΕ ΑΥΤΗΝ ΕΙΣΗΓΟΥΜΑΣΤΑΝ ΜΙΑ ΑΝΥΠΑΡΚΤΗ ΤΟΤΕ ΕΝΝΟΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑ, ΑΥΤΗΝ ΤΟΥ "ΠΑΡΑΚΤΙΟΥ ΑΡΧΙΠΕΛΑΓΟΥΣ", ΠΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΠΟΨΗ ΜΑΣ ΤΟΤΕ, ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΕΠΙΜΟΝΗ ΕΙΣΗΧΘΗ ΣΤΟ ΑΡΧΙΚΟ ΜΑΣ ΚΕΙΜΕΝΟ.
"Με την αναγνώριση του Αιγαίου ως Παρακτίου Αρχιπελάγους το κάθε νησί δεν αποτελεί μια αυθύπαρκτη οντότητα, αλλά συνδέεται αρρήκτως με το διπλανό του, δημιουργώντας μια ενίαια αρχιπελαγική κυριαρχική αλυσίδα, εντός της οποίας η σημερινή διελκυστίνδα με την Τουρκία για το δικαίωμα επέκτασης των χωρικών μας υδάτων στα 12 ν.μ. ή για το δικαίωμα των νησιών να παράγουν την υφαλοκρηπίδα τους δε θα είχε απολύτως καμία σημασία ή αιτία ύπαρξης"
ΑΥΤΗ Η ΕΝΝΟΙΑ ΕΞΑΣΦΑΛΙΖΕΙ ΠΩΣ ΣΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΟΡΙΟΘΕΤΗΣΕΙΣ (ΠΛΗΝ ΤΗΣ ΝΗΣΟΥ ΜΕΓΙΣΤΗΣ) ΘΑ ΕΧΟΥΜΕ ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ ΜΟΝΟΝ ΜΕ "ΑΝΤΙΚΡΥΝΕΣ" ΑΚΤΕΣ, ΕΠΙ ΤΩΝ ΟΠΟΙΩΝ Η ΜΟΝΗ ΜΕΘΟΔΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΗ ΤΗΣ ΜΕΣΗΣ ΓΡΑΜΜΗΣ. ΤΟ "ΠΑΡΑΚΤΙΟ ΑΡΧΙΠΕΛΑΓΟΣ" ΕΞΑΣΦΑΛΙΖΕΙ ΠΩΣ ΟΙ ΑΚΤΕΣ ΒΑΣΗΣ ΕΠΙ ΤΩΝ ΟΠΟΙΩΝ ΘΑ ΟΡΙΟΘΕΤΗΘΕΙ Η ΟΠΟΙΑ ΑΟΖ ΘΑ ΛΑΒΟΥΝ ΥΠΟΨΙΝ ΤΟΥΣ (ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΩΣ) ΤΗΝ ΓΡΑΜΜΗ ΤΟΥ ΑΡΧΙΠΕΛΑΓΟΥΣ ΚΑΙ ΟΧΙ ΤΙΣ ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΕΣ ΑΚΤΕΣ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΠΟΥ ΑΥΤΟ ΑΝΗΚΕΙ. ΕΠΙΠΛΕΟΝ, ΤΟ ΣΥΝΟΛΙΚΟ ΜΗΚΟΣ ΤΗΣ ΑΡΧΙΠΕΛΑΓΙΚΗΣ ΓΡΑΜΜΗΣ, ΣΥΝΑΘΡΟΙΖΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΓΡΑΜΜΗ ΤΩΝ ΑΚΤΩΝ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΤΟ "ΠΑΡΑΚΤΙΟ ΑΡΧΙΠΕΛΑΓΟΣ", ΕΑΝ ΚΑΠΟΙΟΙ ΕΠΙΜΕΙΝΟΥΝ ΝΑ ΛΑΒΟΥΝ ΚΑΤΑ ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΤΗΣ ΕΝΟΙΑΣ ΤΟΥ "ΠΑΡΑΚΤΙΟΥ ΑΡΧΙΠΕΛΑΓΟΥΣ" ΩΣ ΒΑΣΗ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΤΙΣ ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΕΣ ΑΚΤΕΣ.
ΕΙΔΙΚΑ ΤΟ ΑΙΓΑΙΟ ΠΕΛΑΓΟΣ (ΙΣΩΣ ΚΑΙ ΤΟ ΙΟΝΙΟ) ΕΧΟΥΝ ΟΛΑ ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΓΙΑ ΤΕΤΟΙΑ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ. ΕΞΑΙΤΙΑΣ ΑΥΤΩΝ ΤΩΝ ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑΤΩΝ ΤΟΥ, ΦΤΑΣΑΜΕ ΕΜΕΙΣ ΝΑ ΛΕΜΕ ΠΩΣ Η ΟΠΟΙΑ ΔΙΑΜΑΧΗ ΓΙΑ ΑΟΖ ΚΑΙ 12 Ν.Μ ΕΙΝΑΙ ΑΝΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΠΩΣ Η ΜΟΝΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΕΠΙΔΙΩΞΗ ΚΑΙ ΕΥΘΥΝΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ ΘΑ ΗΤΑΝ Η ΠΡΟΩΘΗΣΗ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ ΩΣ "ΠΑΡΑΚΤΙΟ ΑΡΧΙΠΕΛΑΓΟΣ".
ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΕΓΙΣΤΗ (ΚΑΣΤΕΛΟΡΙΖΟ) ΤΩΡΑ...
ΕΙΝΑΙ ΟΠΩΣ ΤΑ ΓΡΑΦΕΙ Ο ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟΣ, ΑΛΛΑ ΠΑΛΙ ΠΑΡΑΛΕΙΠΕΙ ΝΑ ΜΑΣ ΠΕΙ ΠΩΣ ΔΕΝ ΝΟΕΙΤΑΙ ΠΕΡΙΚΛΕΙΣΤΗ ΝΗΣΟΣ ΕΝΤΟΣ ΑΟΖ ΞΕΝΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΚΑΙ ΠΩΣ ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ ΕΑΝ ΑΥΤΟ ΕΤΣΙ ΕΠΙΔΙΚΑΣΤΕΙ, ΠΑΛΙ ΠΡΟΒΛΕΠΕΤΑΙ ΔΙΟΔΟΣ ΠΡΟΣΒΑΣΗΣ ΚΑΙ ΑΠΡΟΣΚΟΠΤΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ , ΕΝΝΟΕΙΤΑΙ ΜΕ ΖΩΝΗ 12.ΝΜ ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΝΗΣΟ, ΟΠΟΥ ΑΥΤΟ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΦΑΡΜΟΣΘΕΙ. ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΜΕΓΙΣΤΗΣ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΦΑΡΜΟΣΘΕΙ ΣΕ ΤΡΕΙΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΕΙΣ, ΠΛΗΝ ΒΟΡΕΙΩΣ, ΟΠΟΥ ΕΚΕΙ ΘΑ ΙΣΧΥΣΕΙ Η ΜΕΣΗ ΓΡΑΜΜΗ. ΣΕ ΜΙΑ ΑΠΟ ΑΥΤΕΣ ΤΙΣ ΤΡΕΙΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΕΙΣ, ΜΑΛΛΟΝ ΔΥΤΙΚΑ, Η ΝΗΣΟΣ ΘΑ ΕΧΕΙ ΕΝΑΝ ΔΙΑΔΡΟΜΟ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΟΛΟΙΠΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΟΖ ή ΚΑΙ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑ, ΠΛΑΤΟΥΣ ΠΟΥ ΘΑ ΟΡΙΣΤΕΙ, ΑΛΛΑ ΣΕ ΚΑΜΜΙΑ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΔΕΝ ΝΟΜΙΖΩ ΠΩΣ ΜΠΟΡΕΙ ΑΥΤΟ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΩ ΑΠΟ 6ΝΜ. (ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΝΟΜΙΖΩ). ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΔΥΣΜΕΝΕΣ ΣΕΝΑΡΙΟ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΥ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ Η ΕΛΛΑΔΑ ΝΑ ΕΧΕΙ ΕΞΑΣΚΗΣΕΙ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΤΗΣ, ΕΠΕΚΤΑΣΗΣ ΣΤΑ 12Ν.Μ, ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΑ Η ΕΠΙΔΙΚΑΣΗ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΛΑΒΕΙ ΩΣ ΔΕΔΟΜΕΝΗ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ Η ΜΕΓΙΣΤΗ ΝΑ ΛΑΒΕΙ ΜΟΝΟΝ 6.ΝΜ ΜΕ ΔΙΟΔΟ ΜΟΝΟΝ 3ΝΜ.
ΤΟ ΓΡΑΦΩ ΔΙΟΤΙ ΔΕΝ ΓΝΩΡΙΖΑ ΠΩΣ ..."η Ελλάδα φαίνεται να εξετάζει την «ανταλλαγή» της περιορισμένης ή και καθόλου επέκτασης των χωρικών της υδάτων, τουλάχιστον στο Ανατολικό Αιγαίο, με ευνοϊκότερη για τις ελληνικές θέσεις συμφωνία για την ΑΟΖ/Υφαλοκρηπίδα σε άλλα σημεία του Αιγαίου ή στην Ανατολική Μεσόγειο". ΕΑΝ ΑΥΤΟ ΕΧΟΥΝ ΣΚΟΠΟ ΝΑ ΚΑΝΟΥΝ (ή ΗΔΗ ΚΑΝΟΥΝ) ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΕΘΝΙΚΟ ΕΓΚΛΗΜΑ. ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΑΠΟΨΗ.
ΠΕΡΙ "ΠΑΡΑΚΤΙΟΥ ΑΡΧΙΠΕΛΑΓΟΥΣ" ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: https://isxys.blogspot.com/2010/09/blog-post_03.html
Εισαγωγή
Το ζήτημα της ελληνικής Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης/Υφαλοκρηπίδας παρουσιάζεται, κατά κύριο λόγο, ως μια μεγάλη ευκαιρία αύξησης της πολιτικής, οικονομικής και ενεργειακής ισχύος της Ελλάδας και φυσικά ως άλλος ένας τρόπος εύκολου και ανέξοδου προσπορισμού πακτωλών χρημάτων από την ελληνική πολιτεία τα οποία θα προέλθουν από την άντληση των υδρογονανθράκων της Ανατολικής Μεσογείου. Η πεποίθηση αυτή αποτυπώνεται στον ακόλουθο χάρτη και τις διάφορες παραλλαγές του, ο οποίος απεικονίζει την ΑΟΖ/Υφαλοκρηπίδα που θεωρείται ότι δικαιούται η Ελλάδα. Έχει πολλάκις αναφερθεί κατά καιρούς, τόσο στον Τύπο όσο και σε σχετικές παρουσιάσεις και ομιλίες, ότι τα όρια της ελληνικής ΑΟΖ/Υφαλοκρηπίδας στον ανωτέρω χάρτη έχουν κατασκευαστεί με βάση τη μέση γραμμή. Έχουν επίσης αναφερθεί οι θεωρούμενες ως αυθαίρετες θέσεις της Τουρκίας, βάσει των οποίων το Καστελόριζο δεν πρέπει να διαθέτει ΑΟΖ, ότι τα ελληνικά νησιά επίσης δεν δικαιούνται ΑΟΖ ή δικαιούνται μόνο μειωμένης γιατί το Αιγαίο αποτελεί ειδική περίπτωση κ.λπ. Λαμβάνεται επίσης ως δεδομένο ότι οι ελληνικές θέσεις είναι σύμφωνες με το διεθνές δίκαιο ενώ οι τουρκικές το παραβιάζουν, με συνέπεια να διακινούνται σενάρια αναφορικά με την προδοτική/ενδοτική/δουλική στάση των εκάστοτε εγχώριων κυβερνήσεων οι οποίες δεν ανακηρύσσουν την ΑΟΖ γιατί φοβούνται την Τουρκία ή δε θέλουν να δυσαρεστήσουν τρίτες χώρες που έχουν τα δικά τους συμφέροντα.
Οι απόψεις αυτές, ωστόσο, οι οποίες έχουν καλλιεργηθεί επί μακρόν στην ελληνική κοινή γνώμη, τίθενται τουλάχιστον εν αμφιβόλω λαμβάνοντας υπόψη δύο καίρια στοιχεία: α) τις ίδιες τις ισχύουσες διατάξεις του Διεθνούς Δικαίου και ειδικά αυτές που αφορούν την ΑΟΖ/Υφαλοκρηπίδα και β) τις αποφάσεις των Διεθνών Δικαστηρίων αναφορικά με την οριοθέτηση των ζωνών αυτών. Η εξέταση των σχετικών νομικών διατάξεων και της συναφούς νομολογίας μπορεί να δώσει απαντήσεις σε μια σειρά από κρίσιμα ερωτήματα:
Ποια η σχετική νομοθεσία για την ΑΟΖ/Υφαλοκρηπίδα σε διεθνές και εθνικό επίπεδο;
- Τι ακριβώς είναι η ΑΟΖ/Υφαλοκρηπίδα; Τι δικαιώματα κατέχει ένα κράτος εντός των θαλάσσιων αυτών ζωνών;
- Τι προβλέπει το Διεθνές Δίκαιο για την οριοθέτηση της ΑΟΖ/Υφαλοκρηπίδας; Τι είναι η μέση γραμμή και πώς εφαρμόζεται στην οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών;
- Με ποια διαδικασία γίνεται η οριοθέτηση εάν τμήματα ΑΟΖ/Υφαλοκρηπίδας διεκδικούνται από περισσότερα του ενός κράτη, όπως συμβαίνει στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο;
- Τι ισχύει αναφορικά με την ΑΟΖ/Υφαλοκρηπίδα του Καστελόριζου και την οριοθέτηση στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου;
- Τι ισχύει αναφορικά με την ΑΟΖ/Υφαλοκρηπίδα στο Αιγαίο και ειδικά όσον αφορά στα ανατολικότερα ελληνικά νησιά;
- Τι πρέπει να αναμένεται ότι θα συμβεί σε περίπτωση οριοθέτησης από Διεθνές Δικαστήριο; Υπάρχουν δεδικασμένα που ευνοούν ή αποδυναμώνουν τις ελληνικές θέσεις;
- Πώς επηρεάζει η επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια την οριοθέτηση ΑΟΖ/Υφαλοκρηπίδας; Γιατί η Ελλάδα διαπραγματεύεται αυτό το δικαίωμά της με την Τουρκία;
Το Δίκαιο της Θάλασσας: ισχύουσα νομοθεσία και νομολογία
Η πρώτη χρονολογικά ρύθμιση που αφορούσε τις θαλάσσιες ζώνες του πλανήτη ήταν η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για την Υφαλοκρηπίδα, η οποία υπογράφηκε στη Γενεύη στις 29 Απριλίου 1958 και η οποία κυρώθηκε από την Ελλάδα με το Νομοθετικό Διάταγμα 1182 (ΦΕΚ 111/Α/1958) «Περί κυρώσεως της υπογραφείσης εν Γενεύη την 29ην Απριλίου 1958 υπό την αιγίδα του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών Συμβάσεως περί της υφαλοκρηπίδος». Η Σύμβαση αυτή εισήγαγε ρυθμίσεις αποκλειστικά για την Υφαλοκρηπίδα και υπογράφηκε από πληθώρα κρατών, της Τουρκίας μη συμπεριλαμβανομένης. Η Σύμβαση αυτή αντικαταστάθηκε από την ισχύουσα σήμερα Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (United Nations Convention on the Law of the Sea – UNCLOS, εφεξής αναφερόμενη απλώς ως Σύμβαση εντός του κειμένου) η οποία υπεγράφη το 1982 στο Μοντέγκο Μπέυ της Τζαμάικα και τέθηκε σε ισχύ το 1994, έχοντας κυρωθεί έως το τέλος του 2018 από 167 χώρες. Στην Ελλάδα αυτό έγινε με το Νόμο 2321/1995 (ΦΕΚ 136/Α/1995) «Κύρωση της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας και της Συμφωνίας που αφορά στην εφαρμογή του Μέρους ΧΙ της Σύμβασης». Οι ρυθμίσεις για την ΑΟΖ, η οποία ως έννοια εισήχθη για πρώτη φορά με τη Σύμβαση αυτήν, περιλαμβάνονται στο Μέρος V (στο κείμενο του νόμου 2321/1995 αναφέρεται λανθασμένα ως Τμήμα), άρθρα 55 έως 75, και αυτές για την υφαλοκρηπίδα στο Μέρος VI, άρθρα 76 έως 85. Όπως και στην περίπτωση της Σύμβασης του 1958, η Τουρκία δεν έχει επικυρώσει ούτε τη Σύμβαση του 1982.
Επιπλέον όμως της Σύμβασης αυτής καθ’ εαυτής, καθοριστικής σημασίας είναι η εξέταση των αποφάσεων οριοθέτησης ΑΟΖ/Υφαλοκρηπίδας των διεθνών δικαστηρίων, καθώς σε αυτές ερμηνεύονται διατάξεις που βρίσκουν εφαρμογή στην περίπτωση της Ελλάδας. Οι αποφάσεις αυτές έχουν εκδοθεί είτε (στην πλειοψηφία τους) από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης (International Court of Justice – ICJ) με έδρα την ομώνυμη πόλη, είτε από το Διεθνές Δικαστήριο για το Δίκαιο της Θάλασσας (International Tribunal for the Law of the Sea – ITLOS) με έδρα το Αμβούργο, είτε από διαιτητικά δικαστήρια που συστήθηκαν κατά περίπτωση κατόπιν συμφωνίας των αντιδικούντων κρατών. Ειδικά για τα ζητήματα του Δικαίου της Θάλασσας η Ελλάδα έχει αποδεχτεί την αρμοδιότητα του ITLOS, σύμφωνα με σχετική δήλωση που κατέθεσε μετά την επικύρωση της Σύμβασης. Από τη θέσπιση της αρχικής Σύμβασης του 1958 μέχρι σήμερα έχουν εκδοθεί δεκάδες αποφάσεις για την οριοθέτηση θαλάσσιων ζωνών από διεθνή δικαστήρια, με αποτέλεσμα να υφίσταται εκτεταμένη νομολογία αναφορικά με την ερμηνεία των επιμέρους διατάξεων, τόσο της αρχικής Σύμβασης όσο και αυτής του 1982.
ΑΟΖ, Υφαλοκρηπίδα και δικαιώματα του παράκτιου κράτους και λοιπών κρατών
- Η Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη, όπως προκύπτει από το άρθρο 56 της Σύμβασης, αποτελείται από το θαλάσσιο βυθό, το υπέδαφός του και την υπερκείμενη στήλη υδάτων, το δε εύρος της μπορεί να φτάνει έως 200 ναυτικά μίλια από τις ακτές. Εντός της ΑΟΖ το παράκτιο κράτος έχει α) κυριαρχικά δικαιώματα σχετικά με τους φυσικούς πόρους (ζωντανούς ή μη) και την οικονομική εκμετάλλευση μέσω παραγωγής ενέργειας και β) δικαιοδοσία για την εγκατάσταση τεχνητών νήσων και κατασκευών, την επιστημονική έρευνα και την προστασία του περιβάλλοντος.
- Η Υφαλοκρηπίδα, σύμφωνα με το άρθρο 76 της Σύμβασης, αποτελείται από το θαλάσσιο βυθό και το υπέδαφός του. Το εύρος της μπορεί να φτάνει, υπό προϋποθέσεις, έως 350 ναυτικά μίλια από τις ακτές. Εντός της υφαλοκρηπίδας το παράκτιο κράτος έχει κυριαρχικά δικαιώματα αναφορικά με την εξερεύνηση και την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων αυτής τα οποία είναι αποκλειστικά, δηλαδή, εάν το παράκτιο κράτος δεν εκμεταλλεύεται τους υφιστάμενους φυσικούς πόρους, κανένα άλλο κράτος δεν μπορεί να το πράξει χωρίς τη συγκατάθεσή του. Τα δικαιώματα αυτά δεν εξαρτώνται από οποιαδήποτε διακήρυξη αλλά υπάρχουν αυτοδικαίως και εξ υπαρχής (ipso facto et ab initio).
Όπως προκύπτει από τα ανωτέρω, η ΑΟΖ αποτελεί ουσιαστικά «εμπλουτισμό» του καθεστώτος της Υφαλοκρηπίδας με την προσθήκη της υδάτινης στήλης άνωθεν του θαλάσσιου πυθμένα. Ωστόσο, όπως έχει υπογραμμίσει το ICJ στην παρ. 33 της απόφασης για την οριοθέτηση της Υφαλοκρηπίδας μεταξύ Λιβύης – Μάλτας, η έννοια της ΑΟΖ δεν έχει «απορροφήσει» αυτήν της Υφαλοκρηπίδας, όπως έχει λανθασμένα αναφερθεί πολλάκις στη σχετική αρθρογραφία, αλλά οι δύο νομικές έννοιες παραμένουν διακριτές:
33. (…) Όπως η Σύμβαση του 1982 δηλώνει, οι δύο θεσμοί -υφαλοκρηπίδα και αποκλειστική οικονομική ζώνη – συνδέονται μαζί στο σύγχρονο δίκαιο. Δεδομένου ότι τα δικαιώματα που κατέχει ένα Κράτος επί της υφαλοκρηπίδας του θα κατέχονταν επίσης από αυτό επί του βυθού και του υπεδάφους της όποιας αποκλειστικής οικονομικής ζώνης θα μπορούσε να ανακηρύξει, μια από τις συναφείς περιστάσεις που θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας του Κράτους είναι η νομικά επιτρεπόμενη έκταση της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης που ανήκει στο Κράτος αυτό. Αυτό δε σημαίνει ότι η έννοια της υφαλοκρηπίδας έχει απορροφηθεί από αυτήν της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης – σημαίνει ωστόσο ότι μεγαλύτερη σημασία πρέπει να αποδοθεί σε στοιχεία, όπως η απόσταση από την ακτή, που είναι κοινά και για τις δύο έννοιες.
Η διάκριση μεταξύ των δύο αυτών εννοιών ενισχύεται, πέρα από το διαφορετικό μέγιστο εύρος κάθε ζώνης (200 έναντι 350 ν.μ.), από τη σημαντική διαφοροποίηση αναφορικά με το καθεστώς θέσπισής τους: η ΑΟΖ απαιτείται να ανακηρυχθεί από το παράκτιο κράτος, ενώ για την Υφαλοκρηπίδα δεν απαιτείται καμία σχετική διαδικασία, όπως επισήμανε το ICJ το 1969 στην παράγραφο 19 της Απόφασης για την οριοθέτηση της Βόρειας Θάλασσας μεταξύ Γερμανίας, Δανίας και Ολλανδίας:
19. Περισσότερο σημαντικό είναι το γεγονός ότι το δόγμα των εύλογων και δίκαιων μεριδίων (ενν. της υφαλοκρηπίδας) φαίνεται να είναι εξολοκλήρου σε αντίθεση με αυτό που το Δικαστήριο θεωρεί αναμφίβολα ότι είναι ο πιο θεμελιώδης από όλους τους κανόνες δικαίου που σχετίζονται με την υφαλοκρηπίδα, κατοχυρωμένων με το άρθρο 2 της Σύμβασης της Γενεύης του 1958, αν και ανεξάρτητο από αυτήν – όπως ότι τα δικαιώματα του παράκτιου Κράτους αναφορικά με την περιοχή της υφαλοκρηπίδας η οποία συνιστά μια φυσική προέκταση της χερσαίας επικράτειάς του εντός και κάτωθεν της θάλασσας υπάρχουν αυτοδικαίως (ipso facto) και εξ υπαρχής (ab initio) εξαιτίας της κυριαρχίας του επί της ξηράς, και σαν επέκταση αυτής αναφορικά με την εξάσκηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων για τους σκοπούς της εξερεύνησης του θαλάσσιου βυθού και της εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων του. Εν συντομία, υπάρχει εδώ ένα αυθύπαρκτο δικαίωμα. Προκειμένου να το εξασκήσει, καμία ειδική νομική διαδικασία δεν απαιτείται να πραγματοποιηθεί, ούτε πρέπει να ασκηθούν κάποιες ειδικές νομικές πράξεις. Η ύπαρξή του (ενν. του δικαιώματος) μπορεί να διακηρυχθεί (και πολλά κράτη το έχουν πράξει) αλλά δε χρειάζεται να συσταθεί. Επιπλέον, το δικαίωμα αυτό δεν εξαρτάται από το εάν έχει ασκηθεί. Χρησιμοποιώντας την ορολογία της Σύμβασης της Γενεύης, είναι ‘αποκλειστικό’ με την έννοια ότι εάν το παράκτιο Κράτος δεν επιλέγει να εξερευνήσει ή να εκμεταλλευτεί τις περιοχές της υφαλοκρηπίδας που του ανήκουν, αυτό είναι δικό του θέμα, αλλά κανείς άλλος δεν μπορεί να το πράξει χωρίς τη ρητή συναίνεσή του.
Επισημαίνεται ότι, δεδομένου πως το εύρος της ΑΟΖ/Υφαλοκρηπίδας μετράται από τις ακτές, εάν ένα κράτος έχει χωρικά ύδατα 6 ναυτικών μιλίων και αποκτήσει ΑΟΖ έως τα 200 ν.μ., η ζώνη αυτή θα έχει προφανώς εύρος 194 ν.μ. Σημειώνεται επίσης πως, βάσει του άρθρου 58 της Σύμβασης, εντός της ΑΟΖ όλα τα Κράτη έχουν δικαίωμα ελεύθερης ναυσιπλοΐας, υπέρπτησης (επομένως και αεροναυτικών ασκήσεων), τοποθέτησης υποβρυχίων αγωγών, καλωδίων και συναφών ενεργειών, εφόσον βεβαίως δε βλάπτουν τα δικαιώματα του παράκτιου κράτους όπως αυτά περιγράφονται στα σχετικά άρθρα, δεν προκαλούν βλάβη σε υποδομές, στο περιβάλλον κλπ., ενώ αντίστοιχη πρόβλεψη για υποβρύχια καλώδια και αγωγούς υπάρχει και για την Υφαλοκρηπίδα (άρθρο 79). Επομένως εντός των θαλασσίων αυτών ζωνών δεν ασκείται κυριαρχία από το παράκτιο κράτος, όπως γίνεται στα χωρικά του ύδατα, οπότε είναι λανθασμένη η χρήση του όρου «θαλάσσια σύνορα» στις σχετικές έντυπες και διαδικτυακές αναφορές.
Οριοθέτηση ΑΟΖ/Υφαλοκρηπίδας και μέση γραμμή
Η θέσπιση της ΑΟΖ από το παράκτιο κράτος είναι το πρώτο βήμα προκειμένου αυτή να αποκτήσει πλήρη υπόσταση, βήμα που, όπως αναφέρθηκε, δεν είναι απαραίτητο στην περίπτωση της Υφαλοκρηπίδας. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις ωστόσο απαιτείται η οριοθέτηση των ζωνών αυτών. Είναι πρόδηλο πως όταν οι ακτές των παράκτιων κρατών απέχουν περισσότερο από 400 ή 700 ν.μ., για την ΑΟΖ ή Υφαλοκρηπίδα αντίστοιχα, η διαδικασία οριοθέτησης είναι απλή. Τα δεδομένα όμως αλλάζουν όταν οι αποστάσεις αυτές μειώνονται, με αποτέλεσμα να προκύπτουν επικαλυπτόμενες εκτάσεις οι οποίες διεκδικούνται από δύο ή περισσότερα παράκτια κράτη. Οι ακτές αυτές μπορεί να είναι είτε έναντι (opposite) είτε προσκείμενες (adjacent). Η περίπτωση αυτή αποτελεί τον κανόνα στην περιοχή της Μεσογείου, όπου τα όρια ΑΟΖ και Υφαλοκρηπίδας αναπόφευκτα θα συμπίπτουν. Στην περίπτωση αυτή για την οριοθέτηση της ΑΟΖ ακολουθείται η διαδικασία του άρθρου 74 το οποίο αναφέρει:
Άρθρο 74: Οριοθέτηση της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης μεταξύ Κρατών με έναντι ή προσκείμενες ακτές
Η οριοθέτηση της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης μεταξύ Κρατών με έναντι ή προσκείμενες ακτές πραγματοποιείται κατόπιν συμφωνίας με βάση το Διεθνές Δίκαιο όπως ορίζεται στο άρθρο 38 του Καταστατικού του Διεθνούς Δικαστηρίου, με σκοπό την επίτευξη δίκαιης λύσης.
Αν δεν επιτευχθεί συμφωνία μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα, τα ενδιαφερόμενα Κράτη προσφεύγουν στις διαδικασίες που προβλέπονται στο Μέρος XV.
Η ίδια διαδικασία ισχύει για την Υφαλοκρηπίδα, στο σχεδόν ταυτόσημο άρθρο 83 της Σύμβασης (το Μέρος XV της οποίας τιτλοφορείται «Επίλυση Διαφορών»).
Τα ανωτέρω σημαίνουν ότι για την οριοθέτηση ΑΟΖ/Υφαλοκρηπίδας απαιτείται η συμφωνία μεταξύ των αντιδικούντων κρατών. Εφόσον δεν υπάρξει συμφωνία σε εύλογο χρονικό διάστημα τα κράτη πρέπει να καταφύγουν σε Διεθνή Διαιτησία για τον καθορισμό των ορίων των θαλάσσιων ζωνών τους. Έτσι, προκύπτει καταρχήν το συμπέρασμα ότι οι ελληνοτουρκικές συνομιλίες για το θέμα αυτό προβλέπονται σαφώς από το ισχύον δίκαιο. Επιπλέον καταδεικνύεται πως, εφόσον δεν υπάρξει τελικά διακρατική συμφωνία, μόνο τα Διεθνή Δικαστήρια είναι αρμόδια για την ερμηνεία του Διεθνούς Δικαίου και άρα για τη χάραξη της οριοθετικής γραμμής, συνεπώς όλες οι δηλώσεις, διακηρύξεις, δημοσιεύσεις χαρτών κλπ. από τα ενδιαφερόμενα ή τρίτα κράτη και διεθνείς οργανισμούς δεν έχουν καμία νομική ισχύ. Αλλά η μεγαλύτερη έκπληξη για κάποιον που έχει διαβάσει πλείστα όσα κείμενα στον Τύπο και το Διαδίκτυο αλλά όχι και την ίδια τη Σύμβαση, είναι πως στα άρθρα 74 και 83, αλλά και γενικά σε όλα τα άρθρα που αναφέρονται στην ΑΟΖ/Υφαλοκρηπίδα, δεν υπάρχει καμία αναφορά στην περίφημη «μέση γραμμή» ως μέθοδο οριοθέτησης. Κατά συνέπεια, χάρτες όπως αυτός στην αρχή του κειμένου, που βασίζονται στη μέση γραμμή για τη χάραξη των ορίων των ελληνικών θαλάσσιων ζωνών «βάσει του Διεθνούς Δικαίου», είναι ασύμβατοι με τις προβλέψεις του ίδιου αυτού Δικαίου. Είναι ενδεικτικό εξάλλου ότι τα άρθρα 74 και 83 συνήθως λάμπουν διά της απουσίας τους από τη σχετική δημόσια συζήτηση.
Αξίζει εδώ να διευκρινιστεί πως η εφαρμογή της μέσης γραμμής βάσει της Σύμβασης περιορίζεται στον καθορισμό των χωρικών υδάτων. Συγκεκριμένα, στο άρθρο 15 αναφέρεται:
Άρθρο 15: Οριοθέτηση της χωρικής θάλασσας μεταξύ Κρατών με έναντι κείμενες ή προσκείμενες ακτές
Στην περίπτωση που οι ακτές δύο Κρατών κείνται έναντι αλλήλων ή συνορεύουν, κανένα από τα δύο Κράτη δε δικαιούται, ελλείψει αντιθέτου συμφωνίας μεταξύ τους, να εκτείνει την χωρική του θάλασσα πέραν της μέσης γραμμής της οποίας όλα τα σημεία βρίσκονται σε ίση απόσταση από τα εγγύτερα σημεία των γραμμών βάσεως από τις οποίες μετράται το εύρος της χωρικής θάλασσας καθενός από τα δύο Κράτη. Η παραπάνω διάταξη δεν εφαρμόζεται όμως όπου λόγω ιστορικού τίτλου ή άλλων ειδικών περιστάσεων παρίσταται ανάγκη να οριοθετηθούν οι χωρικές θάλασσες των δύο Κρατών κατά διαφορετικό τρόπο. Στην πραγματικότητα η μέση γραμμή είναι υποπερίπτωση της «γραμμής ισαπόστασης». Γραμμές ισαπόστασης είναι οι γραμμές των οποίων κάθε σημείο ισαπέχει από το πλησιέστερο σημείο της ακτής κάθε κράτους. Όταν οι ακτές αυτές βρίσκονται έναντι η μια με την άλλη (ενίοτε χρησιμοποιούνται και οι όροι «αντικρινές» ή «αντικείμενες») τότε η γραμμή ισαπόστασης βρίσκεται στη «μέση» μεταξύ των ακτών αυτών, εξ ου και η ονομασία μέση γραμμή. Υπάρχουν όμως και γραμμές ισαπόστασης που δεν είναι μέσες, καθώς δεν είναι όλες οι ακτές αντικρινές αλλά μπορεί να είναι και προσκείμενες ή παρακείμενες, όπως φαίνεται στην παρακάτω εικόνα.
Οι ελληνικές ακτές απεικονίζονται με μπλε χρώμα, οι τουρκικές με κόκκινο και οι γραμμές ισαπόστασης (οι οποίες είναι βεβαίως ενδεικτικές) με κίτρινο. Οι ακτές των δύο χωρών εκατέρωθεν του χερσαίου συνόρου του Έβρου είναι προσκείμενες και βάσει αυτών έχει σχεδιαστεί η γραμμή ισαπόστασης Α. Η νοτιοανατολική ακτή της Σαμοθράκης και η βόρεια ακτή της Ίμβρου είναι αντικρινές (ή αντικείμενες), συνεπώς στην περίπτωση αυτή η γραμμή ισαπόστασης Β μπορεί να χαρακτηριστεί και ως μέση γραμμή. Η νότια ακτή της Ίμβρου και η ανατολική ακτή της Λήμνου είναι παρακείμενες, καθώς «προβάλλονται» στην ίδια θαλάσσια έκταση χωρίς να είναι αντικρινές, οπότε προκύπτει η γραμμή ισαπόστασης Γ.
(Σε διάφορα κείμενα οι όροι «προσκείμενες» και «παρακείμενες» ακτές χρησιμοποιούνται κάποιες φορές εναλλακτικά προκειμένου να αποδώσουν τον αγγλικό όρο «adjacent». Για λόγους απλότητας θα χρησιμοποιείται στο εξής μόνον ο όρος «παρακείμενες», εκτός εάν γίνεται αυτούσια μεταφορά τμημάτων άλλων κειμένων).
Αξίζει επίσης να αναφερθεί ότι η μέση γραμμή προβλεπόταν σαφώς ως διαδικασία οριοθέτησης της Υφαλοκρηπίδας στην προγενέστερη Σύμβαση του 1958, όπως αναφερόταν στο άρθρο 6 αυτής:
Άρθρο 6
Εις ην περίπτωσιν η αυτή υφαλοκρηπίς παράκειται εις τα εδάφη δύο ή περισσοτέρων Κρατών των οποίων αι ακταί ευρίσκονται έναντι αλλήλων, τα όρια της υφαλοκρηπίδος μεταξύ των Κρατών τούτων καθορίζονται διά συμφωνίας μεταξύ των εν λόγω Κρατών. Εν ελλείψει συμφωνίας, και εφ’ όσον ειδικαί περιστάσεις δεν δικαιολογούσι διάφορον καθορισμόν των ορίων, ταύτας καθορίζονται υπό της μέσης γραμμής παν σημείον της οποίας ευρίσκεται εις ίσην απόστασιν από των εγγυτέρων σημείων των γραμμών βάσεως εφ’ ων μετρείται το πλάτος της αιγιαλίτιδος ζώνης εκάστου των Κρατών τούτων.
Εις ην περίπτωσιν η αυτή υφαλοκρηπίς παράκειται εις τα εδάφη δύο ομόρων Κρατών, τα όρια της υφαλοκρηπίδος καθορίζονται διά συμφωνίας μεταξύ των Κρατών τούτων. Εν ελλείψει συμφωνίας, και εφ’ όσον ειδικαί περιστάσεις δεν δικαιολογούσι διάφορον καθορισμόν των ορίων, ο καθορισμός ούτος διενεργείται διά της εφαρμογής της αρχής της ίσης αποστάσεως των εγγυτέρων σημείων των γραμμών βάσεως εφ’ ων μετρείται το πλάτους της αιγιαλίτιδος ζώνης εκάστου των Κρατών αυτών.
Επομένως η ισχύουσα σήμερα Σύμβαση του 1982 καθιερώνει δυσμενέστερη για τα ελληνικά συμφέροντα μέθοδο οριοθέτησης της Υφαλοκρηπίδας σε σχέση με αυτήν που προβλεπόταν στην καταργηθείσα Σύμβαση του 1958.
Όπως προκύπτει από τα ανωτέρω, η ανακήρυξη της ΑΟΖ εκ μέρους της Ελλάδας, ενέργεια προφανώς μονομερής, δεν έχει ουσιαστικό αντίκρισμα δεδομένου ότι απαιτείται και οριοθέτηση, η οποία είτε θα έχει τη σύμφωνη γνώμη των γειτονικών παράκτιων κρατών, είτε θα προκύψει από κοινή προσφυγή όλων των ενδιαφερομένων χωρών σε διεθνή διαιτησία.
Για την Υφαλοκρηπίδα δεν απαιτείται οποιαδήποτε νομική ενέργεια, εξακολουθεί πάντως να υφίσταται η ανάγκη οριοθέτησής της. Η απαίτηση αυτή ωστόσο μπορεί εν μέρει να παρακαμφθεί εφόσον το παράκτιο κράτος θεωρεί, βασισμένο σε συναφείς αποφάσεις των Διεθνών Δικαστηρίων, πως υπάρχουν τμήματα της Υφαλοκρηπίδας του τα οποία δε διεκδικούνται από άλλο κράτος ή πως αυτά είναι σχεδόν σίγουρο πως θα του αποδοθούν σε περίπτωση προσφυγής σε διεθνή διαιτησία. Αυτό είναι το σκεπτικό πίσω από τη χάραξη θαλάσσιων οικοπέδων στις περιοχές νοτίως της Κρήτης, όπως θα φανεί και στη συνέχεια.
Οριοθέτηση επικαλυπτόμενων θαλάσσιων ζωνών
Αναφέρθηκε ήδη ότι η Σύμβαση καθορίζει πως, εφόσον δεν υπάρξει συμφωνία μεταξύ των αντιδικούντων κρατών όσον αφορά επικαλυπτόμενες θαλάσσιες εκτάσεις, η οριοθέτηση γίνεται από Διεθνές Δικαστήριο. Επειδή στα σχετικά άρθρα 74 και 83 για ΑΟΖ και Υφαλοκρηπίδα αντίστοιχα δεν καθορίζεται κάποια μεθοδολογία οριοθέτησης, έχει επισημανθεί επανειλημμένα σε σχετικές αποφάσεις διαιτητικών οργάνων πως επαφίεται στο εκάστοτε δικαστήριο να προσδιορίσει μια διαδικασία με σκοπό να φτάσει σε δίκαιη λύση (equitable solution). Έχει επίσης τονιστεί πολλές φορές ότι κάθε περίπτωση οριοθέτησης είναι μοναδική. Ωστόσο τα Διεθνή Δικαστήρια έχουν προσπαθήσει, κατά την εκδίκαση των υποθέσεων, να αποκρυσταλλώσουν μια διαδικασία η οποία θα μπορούσε να έχει εφαρμογή σε περισσότερες από μια υποθέσεις εφόσον σε αυτές υπάρχουν κοινά σημεία. Έχει διακηρυχθεί π.χ. ότι η μέση γραμμή μπορεί να οδηγήσει σε δίκαιο αποτέλεσμα στις περισσότερες περιπτώσεις όπου υπάρχουν κράτη με αποκλειστικά αντικρινές ακτές, εφόσον δεν υπάρχουν ενδιάμεσα των ακτών αυτών άλλα νησιωτικά εδάφη. Η Ελλάδα λοιπόν θεωρεί πως σε περίπτωση οριοθέτησης της ΑΟΖ/Υφαλοκρηπίδας της νοτίως της Κρήτης με Αίγυπτο και Λιβύη, είτε μέσω διακρατικής συμφωνίας είτε μέσω προσφυγής από κοινού σε διαιτησία, η μέθοδος που θα εφαρμοστεί για την κατασκευή του ορίου θα είναι αυτή της μέσης γραμμής, έστω και με μικρές προσαρμογές λόγω π.χ. της Γαύδου, καθώς οι νότιες κρητικές ακτές και οι αντίστοιχες λιβυκές και αιγυπτιακές είναι κατά κανόνα αντικρινές. Με βάση αυτήν την εκτίμηση έχουν χαραχθεί τα όρια των οικοπέδων και προωθείται η σχετική διαδικασία για την άντληση υδρογονανθράκων στην περιοχή. Εξάλλου, το ίδιο ακριβώς σκεπτικό (αποκλειστικά αντικρινές ακτές χωρίς παρεμβολή νησιωτικών εδαφών και οριοθέτηση με βάση την αρχή της μέσης γραμμής) έγινε αποδεκτό από όλες τις πλευρές στις διακρατικές συμφωνίες οριοθέτησης της Κυπριακής ΑΟΖ με την Αίγυπτο, το Ισραήλ και το Λίβανο.
Το ενδιαφέρον των διαιτητικών οργάνων για εύρεση μιας μεθόδου οριοθέτησης που να μπορεί να εφαρμοστεί σε πληθώρα περιπτώσεων οδήγησε, με την εξέλιξη της ερμηνείας των διατάξεων της Σύμβασης, στην ακόλουθη διαδικασία η οποία, χωρίς να είναι υποχρεωτική, έχει τύχει εφαρμογής από τα Διεθνή Δικαστήρια σε αρκετές περιπτώσεις και περιλαμβάνει τρία στάδια:
Στάδιο 1ο: Σχεδιάζεται μια προσωρινή γραμμή οριοθέτησης. Ο σχεδιασμός της γίνεται επιλέγοντας σημεία των ακτών των αντιδικούντων κρατών, τα λεγόμενα «σημεία βάσης», και χαράσσοντας, συνήθως αλλά όχι υποχρεωτικά, με βάση τα σημεία αυτά, μια γραμμή ισαπόστασης. Καίριας σημασίας εδώ είναι η επιλογή των ακτών από τις οποίες θα προέλθουν τα σημεία τα οποία θα χρησιμοποιηθούν για τη σχεδίαση της γραμμής αυτής. Επομένως στην ελληνική περίπτωση θα είναι κρίσιμο το εάν θα επιλεγούν σημεία στις ακτές όλων των ελληνικών νησιών του Αιγαίου ή εάν π.χ. τα ανατολικά ελληνικά νησιά εξαιρεθούν από τη διαδικασία αυτή, με αποτέλεσμα η προσωρινή γραμμή οριοθέτησης να μετατοπιστεί προς τα δυτικά, αυξάνοντας την έκταση των θαλάσσιων ζωνών που θα αποδίδονται, στο αρχικό αυτό στάδιο, στην Τουρκία.
Στάδιο 2ο: Εξετάζεται εάν υπάρχουν οι λεγόμενες «συναφείς περιστάσεις» που να δικαιολογούν μετατόπιση της προσωρινής γραμμής οριοθέτησης υπέρ του ενός ή του άλλου κράτους. Τέτοιες περιστάσεις μπορεί να είναι π.χ. η παρουσία ενός μεμονωμένου νησιού ή ενός συμπλέγματος νησιών πλησίον της ακτής του ενός ή του άλλου κράτους.
Στάδιο 3ο: Εξετάζεται η ύπαρξη δυσαναλογικότητας μεταξύ του λόγου των μηκών των συναφών ακτών των κρατών προς το λόγο των εμβαδών των αποδιδόμενων θαλάσσιων εκτάσεων σε κάθε κράτος. Συναφείς ακτές είναι αυτές οι οποίες «προβάλλονται» σε θαλάσσιες εκτάσεις οι οποίες διεκδικούνται από περισσότερα του ενός κράτη. Επισημαίνεται πως δεν υπάρχει συγκεκριμένη μαθηματική σχέση η οποία να καθορίζει πως υπάρχει δυσαναλογικότητα, αλλά το εκάστοτε Δικαστήριο κρίνει σύμφωνα με τα δεδομένα της κάθε περίπτωσης.
Πρέπει να επισημανθεί εδώ πως, κατά το 1ο Στάδιο της διαδικασίας, τα Διεθνή Δικαστήρια δεν περιορίζονται στα σημεία βάσης των ακτών που υποβάλλονται από τα αντιδικούντα κράτη αλλά μπορούν να επιλέγουν (τα Δικαστήρια) και σημεία τα οποία κατά την κρίση τους είναι κατάλληλα για τη χάραξη της προσωρινής οριοθετικής γραμμής. Στην απόφαση του ITLOS για την οριοθέτηση μεταξύ Μπαγκλαντές – Μυανμάρ η παρ. 264 αναφέρει:
264. Το Δικαστήριο παρατηρεί ότι, ενώ τα παράκτια Κράτη δικαιούνται να καθορίσουν σημεία βάσης για τους σκοπούς της οριοθέτησης, το Δικαστήριο δεν υποχρεούται, όταν καλείται να οριοθετήσει το θαλάσσιο όριο μεταξύ των μερών σε μια διαφωνία, να αποδεχθεί τα σημεία βάσης που υποδεικνύονται από κάθε ένα ή και από τα δύο μέρη. Το Δικαστήριο μπορεί να υιοθετήσει δικά του σημεία βάσης, βασισμένα στα γεωγραφικά δεδομένα της υπόθεσης.
Επομένως, σε περίπτωση ελληνοτουρκικής προσφυγής σε Διεθνές Δικαστήριο, δεν πρόκειται απλώς να υιοθετηθούν τα σημεία βάσης που θα προτείνει η Ελλάδα και να απορριφθούν τα αντίστοιχα που θα προτείνει η Τουρκία ή το αντίστροφο, αλλά ενδεχομένως κάποια από αμφότερα να απορριφθούν και το Δικαστήριο να υιοθετήσει και νέα, ανάλογα με τη γεωγραφική πραγματικότητα.
Αναφορικά με τις απόψεις που διακινούνται στη δημόσια συζήτηση για την οριοθέτηση της ελληνικής ΑΟΖ/Υφαλοκρηπίδας, από τα άρθρα 74 και 83 προκύπτει, όπως προαναφέρθηκε, πως η μέση γραμμή ως μέθοδος οριοθέτησης δεν αναφέρεται πουθενά και συνεπώς η χρήση της για τη χάραξη των ορίων των θαλάσσιων ζωνών είναι αυθαίρετη. Παράλληλα όμως διατυπώνεται και η άποψη πως η οριοθέτηση τελικά θα βασιστεί, έστω κατά το 1ο στάδιο της περιγραφείσας διαδικασίας, στη μέση γραμμή, ή γενικότερα στη γραμμή ισαπόστασης, η οποία κατόπιν θα υποστεί περιορισμένες προσαρμογές οι οποίες δε θα θίξουν το συνολικά ευνοϊκό για την Ελλάδα αποτέλεσμα. Η θέση αυτή είναι επίσης αυθαίρετη. Χαρακτηριστικά, το ICJ στην παρ. 43 της απόφασης οριοθέτησης μεταξύ Λιβύης και Μάλτας του 1985 ανέφερε:
43. Το Δικαστήριο δεν μπορεί να δεχτεί ότι, ακόμα και ως προκαταρκτικό και προσωρινό βήμα για τη σχεδίαση μιας οριοθετικής γραμμής, η μέθοδος της ισαπόστασης είναι αυτή που πρέπει να χρησιμοποιηθεί (η έμφαση στο «πρέπει» δίνεται στο πρωτότυπο κείμενο), ή ότι το Δικαστήριο ‘απαιτείται, ως πρώτο βήμα, να εξετάσει τις επιπτώσεις μιας οριοθέτησης με εφαρμογή της μεθόδου της ισαπόστασης’. (…) Το ότι ένα παράκτιο Κράτος μπορεί να δικαιούται δικαιώματα επί της υφαλοκρηπίδας λόγω της απόστασης από την ακτή, και ανεξαρτήτως των φυσικών χαρακτηριστικών του παρεμβαλλόμενου θαλάσσιου πυθμένα και υπεδάφους, δε συνεπάγεται ότι η ισαπόσταση είναι η μόνη κατάλληλη μέθοδος οριοθέτησης, ακόμη και μεταξύ αντικρινών ή μερικώς αντικρινών ακτών, ούτε καν το μόνο επιτρεπόμενο σημείο εκκίνησης. Η εφαρμογή των δίκαιων αρχών στις συγκεκριμένες συναφείς περιστάσεις μπορεί ακόμη και να απαιτήσει την υιοθέτηση μιας άλλης μεθόδου, ή συνδυασμού μεθόδων, οριοθέτησης, ακόμη και από την αρχή.
Επισημαίνεται επίσης κατ’ επανάληψη το «λάθος» που έκανε η Τουρκία οριοθετώντας θαλάσσιες ζώνες στη Μαύρη Θάλασσα με τις άλλες χώρες της περιοχής χρησιμοποιώντας τη μέθοδο της μέσης γραμμής, πρακτική που θεωρείται πως τη «δεσμεύει» ως προς την εφαρμογή της μεθόδου αυτής και στην ελληνοτουρκική αντιπαράθεση. Φυσικά, δεν πρόκειται για κανένα λάθος αλλά για κίνηση που έγινε αφού μελετήθηκε η σχετική νομολογία, όπως αυτή εκφράστηκε στην υπόθεση οριοθέτησης μεταξύ Γροιλανδίας (Δανία) και νήσου Γιαν Μάγιεν (Νορβηγία). Κατά την επιχειρηματολογία της η Δανία επικαλέστηκε υφιστάμενες συμφωνίες του 1980 και 1981 μεταξύ Νορβηγίας και Ισλανδίας, σύμφωνα με τις οποίες η Νορβηγία αποδέχθηκε πως η ισλανδική θαλάσσια «οικονομική ζώνη» θα εκτείνεται έως τα 200 ν.μ. ανάμεσα στην Ισλανδία και τη νήσο Γιαν Μάγιεν, αποδεχόμενη έτσι για τις ισλανδικές ακτές πλήρη επήρεια και για αυτές της νήσου μειωμένη. Έτσι, η Δανία επισήμανε πως το Γιαν Μάγιεν θα πρέπει να τύχει ανάλογης μεταχείρισης και έναντι της Γροιλανδίας. Το ICJ ωστόσο κατά την έκδοση της απόφασης το 1993 σημείωσε:
86. (…) Επικαλούμενη κατά της Νορβηγίας τις Συμφωνίες του 1980 και 1981, η Δανία επιζητεί να λάβει, με νομικά μέσα, ισότητα όσον αφορά τη μεταχείριση με την Ισλανδία. Είναι κατανοητό ότι η Δανία θα επιζητούσε τέτοια ισότητα μεταχείρισης. Αλλά αναφορικά με τις σχέσεις που διέπονται από συνθήκες, αφορά πάντα στα εμπλεκόμενα μέρη να αποφασίσουν, με συμφωνία, υπό ποιους όρους μπορούν οι αμοιβαίες σχέσεις τους να εξισορροπηθούν. Στην ιδιαίτερη περίπτωση της θαλάσσιας οριοθέτησης, το διεθνές δίκαιο δεν υπαγορεύει, με σκοπό την επίτευξη δίκαιης λύσης, την οριοθέτηση μιας μοναδικής μεθόδου για την οριοθέτηση των θαλάσσιων περιοχών σε όλες τις πλευρές ενός νησιού, ή για το σύνολο του θαλάσσιου μετώπου ενός συγκεκριμένου Κράτους, αλλά μάλλον, εάν κρίνεται επιθυμητό, ποικίλες μεθόδους οριοθέτησης για τα διάφορα τμήματα της ακτής. Η συμπεριφορά των μερών επομένως σε διάφορες περιπτώσεις δε θα έχει επιρροή σε μια τέτοια οριοθέτηση. (…) Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο καταλήγει πως η συμπεριφορά των Κρατών δε συνιστά στοιχείο που μπορεί να επηρεάσει τη διαδικασία της οριοθέτησης στην παρούσα υπόθεση.
Επιπρόσθετα, διατυπώνεται η άποψη πως η οριοθέτηση στην περιοχή του Ανατολικού Αιγαίου, μεταξύ των ελληνικών νησιών και της τουρκικής μικρασιατικής ακτής, αφορά αποκλειστικά αντικρινές ακτές οπότε μπορεί να ακολουθηθεί μια διαδικασία αντίστοιχη με αυτήν που έγινε για την Κυπριακή ΑΟΖ. Αυτό όμως δεν ισχύει, καθώς η γεωγραφική πραγματικότητα υποδεικνύει πως οι αντικρινές ακτές στο Ανατολικό Αιγαίο είναι λίγο – πολύ συγκεκριμένες περιλαμβάνοντας κυρίως:
α) τη βορειοανατολική ακτή της Σαμοθράκης με την τουρκική ακτή νοτίως των εκβολών του Έβρου,
β) τη νοτιοανατολική ακτή της Σαμοθράκης με τη βορειοδυτική ακτή της Ίμβρου,
γ) την ανατολική ακτή της Λήμνου με την απέναντι τουρκική ακτή,
δ) τη βόρεια, ανατολική και νοτιοανατολική ακτή της Λέσβου με τις απέναντι τουρκικές ακτές,
ε) την ανατολική ακτή της Χίου με τις απέναντι τουρκικές ακτές,
στ) τη βόρεια, ανατολική και νοτιοανατολική ακτή της Σάμου με τις απέναντι τουρκικές ακτές,
ζ) τη βορειοανατολική και νοτιοανατολική ακτή της Κω με τις απέναντι τουρκικές ακτές,
η) τμήμα της βόρειας ακτής της Ρόδου με τις απέναντι τουρκικές ακτές,
θ) τη βόρεια και βορειοανατολική ακτή του Καστελόριζου με τις απέναντι τουρκικές ακτές.
Στις περισσότερες από τις περιπτώσεις αυτές οι αποστάσεις είναι μικρότερες των 24 ή και 12 ν.μ., οπότε προκύπτει ζήτημα οριοθέτησης των χωρικών υδάτων, το οποίο βεβαίως διευθετείται με τη μέθοδο της μέσης γραμμής εκτός εάν υπάρχει ιστορικός τίτλος ή ειδικές περιστάσεις, όπως αναφέρεται στο άρθρο 15 της Σύμβασης.
Στις υπόλοιπες περιοχές του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου οι ελληνικές ακτές που «παράγουν» διεκδικούμενες θαλάσσιες εκτάσεις δεν είναι αντικρινές με τις τουρκικές αλλά παρακείμενες σε αυτές. Για την περίπτωση αυτή, ήδη από το 1969 και την απόφαση οριοθέτησης της Βόρειας Θάλασσας μεταξύ Δανίας, Γερμανίας και Ολλανδίας, το ICJ διακήρυξε:
58. Εάν από την άλλη πλευρά, σε αντίθεση με τη θέση που εκφράστηκε στην προηγούμενη παράγραφο, ήταν σωστό να ειπωθεί πως δεν υπάρχει ουσιώδης διαφορά στην οριοθέτηση περιοχών υφαλοκρηπίδας ανάμεσα σε αντικρινά (opposite) Κράτη και στην οριοθέτηση ανάμεσα σε παρακείμενα (adjacent) Κράτη, τότε τα αποτελέσματα επί της αρχής θα έπρεπε να είναι τα ίδια ή τουλάχιστον συγκρίσιμα. Ωστόσο στην πράξη, ενώ η μέση γραμμή διαχωρίζει εξ ίσου ανάμεσα σε δύο αντικρινές χώρες τις περιοχές που θεωρούνται ότι είναι η φυσική προέκταση της επικράτειας της καθεμιάς από τις χώρες αυτές, μια παράπλευρη γραμμή ισαπόστασης συχνά αποδίδει σε ένα από τα Κράτη αμφισβητούμενες περιοχές που είναι φυσική προέκταση της επικράτειας του άλλου.
Στο ανατολικό Αιγαίο μια τέτοια περίπτωση, αλλά προφανώς όχι η μοναδική, είναι η νοτιοανατολική ακτή της Χίου και η νότια ακτή της χερσονήσου της Ερυθραίας, ενώ στην ανατολική Μεσόγειο αντίστοιχη περίπτωση είναι η ανατολική – νοτιοανατολική ακτή της Ρόδου και η τουρκική ακτή που εκτείνεται δυτικότερα του συμπλέγματος του Καστελόριζου, όπως απεικονίζεται απλουστευμένα στις παρακάτω εικόνες. Με μπλε και κόκκινη γραμμή συμβολίζονται οι – παράπλευρες και όχι αντικρινές μεταξύ τους – ελληνικές και τουρκικές ακτές αντίστοιχα, με μπλε και κόκκινη διακεκομμένη γραμμή τα όρια των προβολών των ακτών των δύο χωρών επί των θαλάσσιων εκτάσεων και με κίτρινη διαγράμμιση οι επικαλυπτόμενες ζώνες που «παράγουν» οι εν λόγω ακτές. Σε αυτές τις περιπτώσεις και όλες τις υπόλοιπες αντίστοιχες, όπου ελληνικές και τουρκικές ακτές είναι παράπλευρες, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως δεδομένο ότι μια γραμμή ισαπόστασης θα αποτελέσει όντως την αφετηρία κατά την ελληνοτουρκική διαδικασία οριοθέτησης, όπως προκύπτει και από προαναφερθέν σχόλιο του ICJ στην απόφαση οριοθέτησης μεταξύ Λιβύης – Μάλτας: «… Η εφαρμογή των δίκαιων αρχών στις συγκεκριμένες συναφείς περιστάσεις μπορεί ακόμη και να απαιτήσει την υιοθέτηση μιας άλλης μεθόδου, ή συνδυασμού μεθόδων, οριοθέτησης, ακόμη και από την αρχή…». Συνεπώς, η απεικόνιση των ορίων της ελληνικής ΑΟΖ/Υφαλοκρηπίδας βάσει της γραμμής ισαπόστασης αποκλειστικά, για το Ανατολικό Αιγαίο, είναι ασύμβατη με τη διεθνή νομολογία – αποτελεί, ουσιαστικά, το μέγιστο όριο των ελληνικών διεκδικήσεων, οι οποίες όμως είναι τουλάχιστον αμφίβολο πως θα εκπληρωθούν εξ ολοκλήρου.
Οριοθέτηση γύρω από το Καστελόριζο
Το Καστελόριζο και οι θαλάσσιες ζώνες πέριξ αυτού αποτελούν το πλέον προβεβλημένο επιμέρους ζήτημα της ελληνοτουρκικής διαφοράς για την οριοθέτηση ΑΟΖ και Υφαλοκρηπίδας καθώς η παρουσία του φαίνεται να αυξάνει κατά πολύ τις εκτάσεις που θεωρείται πως δικαιούται η Ελλάδα αλλά και να ενώνει αυτές με τις αντίστοιχες κυπριακές. Η Τουρκία υποστηρίζει πως το νησί δε δικαιούται θαλάσσιες ζώνες λόγω του πολύ μικρού μήκους των ακτών του και του γεγονότος πως βρίσκεται πολύ μακριά από ελληνικές ακτές και μπροστά από τις τουρκικές, αποκόπτοντας αυτές από τις εκτάσεις ΑΟΖ/Υφαλοκρηπίδας που δικαιούνται. Αντίθετα η Ελλάδα θεωρεί πως το Καστελόριζο δικαιούται σαφώς θαλάσσιες ζώνες με βάση το άρθρο 121 της Σύμβασης, το οποίο αναφέρει:
Άρθρο 121: Καθεστώς των νήσων
Νήσος είναι μια φυσικά διαμορφωμένη περιοχή ξηράς που περιβρέχεται από ύδατα και βρίσκεται πάνω από την επιφάνεια των υδάτων κατά τη μέγιστη πλημμυρίδα.
Εκτός όπως προβλέπεται στην παράγραφο 3, η χωρική θάλασσα, η συνορεύουσα ζώνη, η αποκλειστική οικονομική ζώνη και η υφαλοκρηπίδα μιας νήσου καθορίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας σύμβασης που εφαρμόζονται στις άλλες ηπειρωτικές περιοχές.
Οι βράχοι οι οποίοι δεν μπορούν να συντηρήσουν ανθρώπινη διαβίωση ή δική τους οικονομική ζωή, δεν θα έχουν αποκλειστική οικονομική ζώνη ή υφαλοκρηπίδα.
Η ανάγνωση του άρθρου μπορεί να οδηγήσει καταρχήν στο συμπέρασμα πως, δεδομένου ότι το Καστελόριζο είναι νησί το οποίο συντηρεί ανθρώπινη διαβίωση και έχει δική του οικονομική ζωή, δικαιούται οπωσδήποτε ΑΟΖ/Υφαλοκρηπίδα. Ωστόσο, όπως έχει αποδειχθεί βάσει της νομολογίας των Διεθνών Δικαστηρίων, η ύπαρξη νήσων μικρού μεγέθους, αναλόγως της θέσης τους και του μήκους των ακτών τους σε σχέση με ακτές ξένων κρατών, μπορεί να μη ληφθεί καθόλου υπόψη κατά την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών ή να τους αποδοθούν εκτάσεις ΑΟΖ/Υφαλοκρηπίδας πολύ μικρότερες από ότι θα δικαιούνταν με βάση τη μέθοδο της γραμμής ισαπόστασης/μέσης γραμμής.
Μια τέτοια περίπτωση αποτελούν τα βρετανικά Νησιά της Μάγχης (Channel Islands), η επίδραση των οποίων εξετάστηκε από το ICJ κατά την οριοθέτηση μεταξύ Ηνωμένου Βασιλείου και Γαλλίας το 1977. Η παράγραφος 199 της απόφασης οριοθέτησης αναφέρει:
199. (…) Η παρουσία των Νησιών της Μάγχης πλησίον της Γαλλικής ακτής, εάν αφεθεί να διαφοροποιήσει την πορεία της μέσης γραμμής διαμέσου της Μάγχης, δημιουργεί μια ριζική παραμόρφωση του ορίου παράγοντας ανισότητα. Η περίπτωση είναι αρκετά διαφορετική από εκείνη μικρών νησιών στη σωστή πλευρά ή πλησίον της μέσης γραμμής, και είναι επίσης αρκετά διαφορετική από την περίπτωση όπου αριθμός νησιών απλώνεται το ένα μετά το άλλο σε μεγάλη απόσταση από την ηπειρωτική χώρα. Τα νομικά προηγούμενα των ημι-θυλάκων, που προκύπτουν από αυτές τις υποθέσεις, τα οποία επικαλείται το Ηνωμένο Βασίλειο, δε φαίνεται, συνεπώς, στο Δικαστήριο ότι έχουν σχέση. Τα Νησιά της Μάγχης δεν είναι απλώς «στη λάθος πλευρά» της μέσης γραμμής που βρίσκεται στο μέσο της Μάγχης αλλά είναι τελείως αποκομμένα γεωγραφικά από το Ηνωμένο Βασίλειο.
Η κατάληξη ήταν το ICJ να μη λάβει υπόψη τα νησιά της Μάγχης κατά τον καθορισμό των ορίων της υφαλοκρηπίδας μεταξύ Ηνωμένου Βασιλείου και Γαλλίας και να τους αποδώσει απλώς μια ζώνη υφαλοκρηπίδας εύρους 12 ν.μ. στα βόρεια και δυτικά τους (νότια και νοτιοδυτικά προέκυπτε ζήτημα καθορισμού του ορίου των χωρικών υδάτων μεταξύ των νησιών και της γαλλικής ακτής το οποίο ήταν εκτός αρμοδιότητας του Δικαστηρίου στη συγκεκριμένη υπόθεση), όπως φαίνεται στην ακόλουθη εικόνα. Διακρίνεται με έντονο μαύρο χρώμα η οριοθετική γραμμή μεταξύ των υφαλοκρηπίδων των δύο χωρών και νότια αυτής ο θύλακας υφαλοκρηπίδας των νησιών της Μάγχης που σχηματίζεται από τα σημεία Χ-Χ1-Χ2-Χ3-Χ4-Υ.
Ακόμη πιο χαρακτηριστική ήταν η απόφαση του ICJ για τη θαλάσσια οριοθέτηση στη Μαύρη Θάλασσα μεταξύ Ρουμανίας και Ουκρανίας το 2009 και ειδικά το τμήμα της που αφορά στο ουκρανικό Νησί των Φιδιών (Serpents’ Island). Το Δικαστήριο, εφαρμόζοντας τη διαδικασία τριών σταδίων που περιγράφηκε προηγουμένως, έκρινε από το πρώτο στάδιο πως το Νησί των Φιδιών δεν έπρεπε να ληφθεί υπόψη όσον αφορά την επιλογή σημείων βάσης μέσω των οποίων θα σχεδιαζόταν η προσωρινή γραμμή οριοθέτησης. Συγκεκριμένα, στην παράγραφο 149 της απόφασης του ICJ αναφέρεται:
149. Το Νησί των Φιδιών απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή για τον καθορισμό της προσωρινής γραμμής ισαπόστασης. Αναφορικά με την επιλογή σημείων βάσης, το Δικαστήριο παρατηρεί ότι έχουν υπάρξει περιπτώσεις όπου νησιά έχουν θεωρηθεί ως τμήμα της ακτής ενός κράτους, ειδικά όταν η ακτή αυτή σχηματίζεται από μια συστάδα νησιών παρυφής. (…) Ωστόσο, το Νησί των Φιδιών, ευρισκόμενο μόνο του και περίπου 20 ναυτικά μίλια μακριά από την ηπειρωτική χώρα, δεν είναι ένα από μια συστάδα νησιών που αποτελούν την «ακτή» της Ουκρανίας.
Το να θεωρηθεί το Νησί των Φιδιών ως συναφές τμήμα της ακτής θα ισοδυναμούσε με τη μεταμόσχευση ενός εξωγενούς στοιχείου στην ακτογραμμή της Ουκρανίας﮲ η συνέπεια θα ήταν μια δικαστική αναδιαμόρφωση της γεωγραφίας, την οποία ούτε το Δίκαιο ούτε η πρακτική της θαλάσσιας οριοθέτησης επιτρέπουν. Το Δικαστήριο είναι συνεπώς της άποψης ότι το Νησί των Φιδιών δεν μπορεί να θεωρηθεί ως παράγοντας που διαμορφώνει την ουκρανική ακτογραμμή. Για το λόγο αυτό, το Δικαστήριο θεωρεί ανάρμοστο να επιλέξει σημεία βάσης στο Νησί των Φιδιών για την κατασκευή μιας προσωρινής γραμμής ισαπόστασης μεταξύ των ακτών της Ρουμανίας και της Ουκρανίας. (…) Έτσι απορρίφθηκε η αξίωση της Ουκρανίας (απεικονίζεται με μπλε γραμμή στην ακόλουθη εικόνα) να επιλεγούν σημεία βάσης στο Νησί των Φιδιών και συνεπώς να του αποδοθεί τελικά οποιαδήποτε επήρεια στην οριοθέτηση.
Κατά το δεύτερο στάδιο της διαδικασίας τριών σταδίων το Δικαστήριο, εξετάζοντας κατά πόσον η ύπαρξη του Νησιού των Φιδιών αποτελεί συναφή περίσταση για τη μετατόπιση της προσωρινής γραμμής οριοθέτησης υπέρ της Ουκρανίας, επισήμανε ότι:
185. (…) Όπως έχει αποδείξει η νομολογία, το Δικαστήριο μπορεί κατά περίπτωση να αποφασίσει να μη λάβει υπόψη του πολύ μικρά νησιά ή να αποφασίσει να μην τους αποδώσει το πλήρες δυνητικό δικαίωμά τους σε θαλάσσιες ζώνες, εάν αυτή η προσέγγιση έχει δυσανάλογη επιρροή στην οριοθετική γραμμή υπό εξέταση. (…)
Και εν τέλει το Δικαστήριο αποφάσισε να μη ληφθεί υπόψη το Νησί των Φιδιών ως συναφής περίσταση για τη μετατόπιση της προσωρινής γραμμής ισαπόστασης, όπως φαίνεται στην ακόλουθη εικόνα με την τελική οριοθετική γραμμή.
Παρόμοιο σκεπτικό ακολουθήθηκε στην απόφαση του ITLOS για την οριοθέτηση μεταξύ Μπανγκλαντές – Μυανμάρ το 2012, όσον αφορά στην επίδραση του Νησιού του Αγίου Μαρτίνου (St. Martin’s Island) που ανήκει στο Μπανγκλαντές και βρίσκεται μπροστά από την ηπειρωτική ακτή της Μυανμάρ (εντός του κόκκινου κύκλου στην παρακάτω εικόνα).
Σχετικά με την επιλογή ή όχι σημείων βάσης επί του νησιού αυτού για την κατασκευή της προσωρινής γραμμής οριοθέτησης το Δικαστήριο σημείωσε:
265. Αναφορικά με το ερώτημα κατά πόσον το νησί του Αγίου Μαρτίνου θα μπορούσε να επιλεγεί ως πηγή ενός σημείου βάσης, το Δικαστήριο είναι της άποψης ότι, επειδή βρίσκεται ακριβώς μπροστά από την ηπειρωτική ακτή και στην πλευρά της Μυανμάρ εμπρός από το τερματικό συνοριακό σημείο των δύο κρατών στον ποταμό Νάαφ, η επιλογή ενός σημείου βάσης στο νησί του Αγίου Μαρτίνου θα είχε ως αποτέλεσμα μια γραμμή που εμποδίζει την προβολή προς τη θάλασσα από την ακτή της Μυανμάρ. Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, αυτό θα οδηγούσε σε μια αδικαιολόγητη διαστρέβλωση της οριοθετικής γραμμής, και θα συνέβαλε σε «μια δικαστική επανασχεδίαση της γεωγραφίας» (…). Για το λόγο αυτό, το Δικαστήριο εξαιρεί το νησί του Αγίου Μαρτίνου ως πηγή οποιουδήποτε σημείου βάσης.
Στη συνέχεια εξετάστηκε εάν η παρουσία του Νησιού του Αγίου Μαρτίνου συνιστούσε συναφή περίσταση για τη μετατόπιση της προσωρινής γραμμής οριοθέτησης υπέρ του Μπανγκλαντές, και το ITLOS έκρινε αρνητικά, βάσει του ακόλουθου σκεπτικού:
318. Το Νησί του Αγίου Μαρτίνου είναι ένα σημαντικό χαρακτηριστικό το οποίο θα μπορούσε να θεωρηθεί ως συναφής περίσταση στην παρούσα υπόθεση. Ωστόσο, εξαιτίας της θέσης του, η απόδοση επήρειας στο Νησί του Αγίου Μαρτίνου κατά την οριοθέτηση της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης και της Υφαλοκρηπίδας θα είχε ως αποτέλεσμα μια γραμμή η οποία θα εμπόδιζε την προβολή προς τη θάλασσα της ακτής της Μυανμάρ με τρόπο που θα προκαλούσε μια αδικαιολόγητη παραμόρφωση της οριοθετικής γραμμής. Η παραμορφωτική επίδραση ενός νησιού σε μια γραμμή ισαπόστασης μπορεί να αυξηθεί σημαντικά καθώς η γραμμή εκτείνεται πέραν των 12 ν.μ. από την ακτή. Έτσι η οριοθετική γραμμή διαμορφώθηκε από το Δικαστήριο όπως απεικονίζεται στην Εικόνα 9 με το Νησί του Αγίου Μαρτίνου να αποκτά μόνο χωρικά ύδατα, εξ ου και η καμπύλη που διαμορφώνεται από τα σημεία 1, 8 και 9.
Οι ανωτέρω αποφάσεις δημιουργούν σαφές αρνητικό προηγούμενο για την Ελλάδα αναφορικά με το Καστελόριζο. Το Νησί των Φιδιών απέχει σχεδόν εξίσου από τη φίλια ουκρανική ακτή και από την ξένη ρουμανική, ενώ το Νησί του Αγίου Μαρτίνου βρίσκεται πλησίον φίλιας ακτής και της ΑΟΖ/Υφαλοκρηπίδας αυτής. Το Καστελόριζο είναι σε ακόμη πιο δυσμενή θέση, καθώς απέχει ελάχιστα από τις πολύ μεγαλύτερου μήκους τουρκικές ακτές και ταυτόχρονα βρίσκεται σε μεγάλη απόσταση από τις αντίστοιχες φίλιες. Εφόσον η Ελλάδα ζητήσει από Διεθνές Δικαστήριο να του αποδοθεί ΑΟΖ/Υφαλοκρηπίδα, η Τουρκία θα ισχυριστεί πως έτσι θα εμποδίζεται η προβολή προς τη θάλασσα των νότιων ακτών της, κατά την ορολογία του ITLOS αναφορικά με το Νησί του Αγίου Μαρτίνου. Καθώς κάθε περίπτωση είναι μοναδική για τα Διεθνή Δικαστήρια δεν μπορεί να αποκλειστεί τελεσίδικα καμία δυνητική έκβαση, αλλά η απόδοση ΑΟΖ/Υφαλοκρηπίδας στο Καστελόριζο, έστω και περιορισμένης έκτασης, είναι μη συμβατή με το σκεπτικό αποφάσεων όπως αυτές που παρατέθηκαν προηγουμένως και θα πρέπει μάλλον να θεωρείται απίθανη.
Στην εγχώρια διαδικτυακή συζήτηση διατυπώνεται συχνά το επιχείρημα πως το Καστελόριζο δικαιούται ΑΟΖ/Υφαλοκρηπίδα γιατί είναι κατοικημένο από αιώνες, με πληθυσμό που έχει παράδοση στην αλιεία και εξαρτάται από αυτήν κλπ. Παρόμοια επιχειρήματα έχουν διατυπωθεί και στην υπόθεση οριοθέτησης μεταξύ Γροιλανδίας (Δανία) και νήσου Γιαν Μάγιεν (Νορβηγία). Η Δανία επικαλέστηκε ως επιχείρημα υπέρ της απόδοσης μεγαλύτερης έκτασης θαλάσσιων ζωνών στη Γροιλανδία πως ο πληθυσμός της τελευταίας ανέρχεται σε δεκάδες χιλιάδες ενώ του νορβηγικού νησιού σε λίγες δεκάδες επιστημονικού και τεχνικού προσωπικού. Επισήμανε επίσης την οικονομική εξάρτηση του γροιλανδικού πληθυσμού από την αλιεία και τις συναφείς δραστηριότητες αλλά και τον «πολιτισμικό παράγοντα» (cultural factor) που αφορά στη σχέση των κατοίκων με την ξηρά και την παρακείμενη θαλάσσια έκταση. Το ICJ απέρριψε την άποψη πως τα προηγούμενα αποτελούν συναφείς περιστάσεις για τη μετατόπιση της προσωρινής γραμμής οριοθέτησης υπέρ της Γροιλανδίας, επισημαίνοντας (παρ. 80):
80. (…) Το Δικαστήριο θα παρατηρούσε ότι η απόδοση θαλάσσιων περιοχών στην επικράτεια ενός Κράτους, η οποία, εκ φύσεως, προορίζεται να είναι μόνιμη, είναι μια νομική διαδικασία που βασίζεται αποκλειστικά στην κατοχή, από την εν λόγω επικράτεια, μιας ακτογραμμής. (…)
Πάντως, ως επιχείρημα υπέρ της απόδοσης ΑΟΖ/Υφαλοκρηπίδας στο Καστελόριζο η Ελλάδα θα μπορούσε να επικαλεστεί το σκεπτικό της απόφασης οριοθέτησης μεταξύ των νήσων Νέας Γης (Καναδάς) και Σαιντ Πιερ και Μικελόν (Γαλλία) το 1992. Το ειδικό Δικαστήριο που συστάθηκε για την περίπτωση απέδωσε, πέραν μιας ζώνης ΑΟΖ/Υφαλοκρηπίδας 12 έως 24 ν.μ. βόρεια και δυτικά των δύο γαλλικών νησιών, και μια αντίστοιχη ζώνη μήκους 188 ν.μ. προς το νότο, όπως φαίνεται στην ακόλουθη εικόνα.
Ωστόσο, ο προσδιορισμός από το Δικαστήριο του πλάτους της ζώνης που αποδόθηκε στα γαλλικά νησιά βασίστηκε στην προς το νότο, εύρους 10,5 ναυτικών μιλίων περίπου. Στην περίπτωση του Καστελόριζου το πλάτος μιας αντίστοιχης ζώνης θα ήταν πολύ βραχύτερο, περίπου 2,6 ν.μ., με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μια ΑΟΖ η αξιοποίηση της οποίας, λόγω περιορισμένου εύρους, θα είναι δυσχερής για αλιευτικούς ή εξορυκτικούς σκοπούς, καθιστώντας μη λειτουργική μια λύση όπως η ανωτέρω και συνεπώς μάλλον δύσκολο να υιοθετηθεί από τα Διεθνή Δικαστήρια.
Παρεμπιπτόντως, η μελέτη των ανωτέρω αποφάσεων και η κατανόηση του σκεπτικού τους ήταν αυτή ακριβώς που οδήγησε την ελληνική πλευρά να υποδείξει στην Κύπρο να οριοθετήσει την ΑΟΖ της με την Αίγυπτο χωρίς να λάβει υπόψη την ύπαρξη του Καστελόριζου, αλλά και την Κύπρο να αποδεχθεί την υπόδειξη αυτή. Το αποτέλεσμα είναι η συμφωνία οριοθέτησης των δύο κρατών να καθίσταται απρόσβλητη από νομικές καταγγελίες τρίτων χωρών, διαμορφώνοντας έτσι ένα ξεκάθαρο πλαίσιο για τη δραστηριοποίηση στην περιοχή των εταιρειών εξόρυξης υδρογονανθράκων. Καταληκτικά, η ισχύουσα νομολογία δείχνει ότι η πλέον πιθανή κατάληξη είναι να μην αποδοθεί ΑΟΖ/Υφαλοκρηπίδα στο Καστελόριζο, παρά μόνο χωρικά ύδατα, τα οποία βεβαίως δικαιούται κάθε νησί, νησίδα και βράχος του νησιωτικού συμπλέγματος.
Οριοθέτηση στην Ανατολική Μεσόγειο
Στην περίπτωση που το αρμόδιο Διεθνές Δικαστήριο δεν επιλέξει σημεία βάσης στο Καστελόριζο, όπως είναι και το πιθανότερο, οι ελληνικές ακτές που θα «παράγουν» δικαιώματα σε θαλάσσιες ζώνες στην Ανατολική Μεσόγειο θα είναι οι ανατολικές – νοτιοανατολικές ακτές της Ρόδου, της Καρπάθου, της Κάσου και της Κρήτης. Οι τουρκικές ακτές που προβάλλονται στις ίδιες θαλάσσιες περιοχές έχουν γενικά νότιο προσανατολισμό, με αποτέλεσμα οι ακτές των δύο χωρών να μην είναι αντικρινές αλλά παρακείμενες. Στην περίπτωση που η προσωρινή γραμμή που θα σχεδιαστεί είναι μια γραμμή ισαπόστασης είναι σχεδόν σίγουρο πως η Τουρκία, επικαλούμενη πως έτσι αποκόπτεται από θαλάσσιες περιοχές που είναι φυσική προέκταση των νότιων ακτών της, θα ζητήσει να αγνοηθούν πλήρως τα ελληνικά νησιά της περιοχής ή τουλάχιστον να μετατοπιστεί η γραμμή αυτή δυτικότερα. Το αποτέλεσμα θα είναι, κατά πάσα πιθανότητα, η γραμμή αυτή να μετατοπιστεί προς τα δυτικά αυξάνοντας τις θαλάσσιες ζώνες που θα αποδοθούν, πάντα κατά το στάδιο αυτό, στην Τουρκία. Η μέθοδος με την οποία θα γίνει αυτό και το αποτέλεσμα που θα επιφέρει δεν μπορούν να προκαθοριστούν με βεβαιότητα.
Σε προηγούμενες αποφάσεις τα Διεθνή Δικαστήρια εφάρμοσαν διάφορες μεθόδους σε παρόμοιες περιπτώσεις, όπως η προαναφερθείσα οριοθέτηση μεταξύ των νησιωτικών ακτών του Καναδά και των γαλλικών νησιών Σαιντ Πιερ και Μικελόν όπου η ΑΟΖ/Υφαλοκρηπίδα που αποδόθηκε στα δύο νησιά κατασκευάστηκε με βάση την προβολή των ακτών τους προς το νότο, ή η οριοθέτηση μεταξύ Ηνωμένου Βασιλείου – Γαλλίας (1977) όσον αφορά ειδικά τα νησιά Σίλλυ, αποκαλούμενη και «μέθοδος της διχοτόμου γωνίας». Στην τελευταία περίπτωση, όπως φαίνεται στην ακόλουθη εικόνα (με τα νησιά εντός του κόκκινου κύκλου), το Δικαστήριο χάραξε δύο γραμμές, την πρώτη εξ αυτών χωρίς να λάβει υπόψη του την ύπαρξη των Σίλλυ (απεικονίζεται με παύλα – τελεία – παύλα) και τη δεύτερη αποδίδοντάς τους πλήρη επήρεια (απεικονίζεται με παύλα – τελεία – τελεία –παύλα). Στη συνέχεια χάραξε την τελική οριοθετική γραμμή μεταξύ των σημείων Μ και Ν, η οποία διχοτομεί τη γωνία που δημιουργούν οι δύο προηγούμενες, αποδίδοντας έτσι στα νησιά Σίλλυ το ήμισυ της μέγιστης επήρειας που θα μπορούσαν να έχουν.
Παρόμοια προσέγγιση εφαρμόστηκε από το ICJ πολύ πρόσφατα, το Φεβρουάριο του 2018, στην οριοθέτηση ανάμεσα σε Κόστα Ρίκα και Νικαράγουα στον Ειρηνικό Ωκεανό. Κατά την εξέταση των συναφών περιστάσεων για τη μετατόπιση ή μη της προσωρινής γραμμής οριοθέτησης αναδύθηκε το ζήτημα της επίδρασης της χερσονήσου της Αγίας Ελένης λόγω της θέσης της και του σχήματός της. Αφού το ICJ επεσήμανε ότι τα σημεία βάσης επί της χερσονήσου αυτής επηρεάζουν το σχήμα της οριοθετικής γραμμής σε απόσταση έως 120 ν.μ. από τις ακτές των δύο κρατών, υπογράμμισε:
193. (…) «Το Δικαστήριο θεωρεί ότι τέτοια σημεία βάσης έχουν δυσανάλογη επιρροή στην κατεύθυνση της προσωρινής γραμμής ισαπόστασης. Το Δικαστήριο επίσης θεωρεί ότι, πέραν της χωρικής θάλασσας, η επιρροή της Χερσονήσου της Αγίας Ελένης επί της προσωρινής γραμμής ισαπόστασης συνεπάγεται μια μείζονα αποκοπή των προβολών των ακτογραμμών της Νικαράγουα. Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, αυτό το φαινόμενο αποκοπής είναι άδικο.
Για την αποκατάσταση αυτού του «άδικου» (inequitable) φαινομένου αποκοπής των προβολών των ακτογραμμών της Νικαράγουα από τις θαλάσσιες εκτάσεις, πραγματοποιήθηκε η μετατόπιση της προσωρινής γραμμής οριοθέτησης με παρόμοια μέθοδο με αυτήν που έγινε για τα νησιά της Μάγχης. Με τον τρόπο αυτό αποδόθηκε στη χερσόνησο της Αγίας Ελένης το ήμισυ της μέγιστης επίδρασης που αυτή θα μπορούσε να έχει επί της γραμμής αυτής, ή διαφορετικά, μοιράστηκε εξίσου μεταξύ των δύο χωρών το διαφιλονικούμενο τμήμα θαλάσσιας έκτασης που προέκυψε μετά την κατασκευή δύο οριοθετικών γραμμών βάσει μηδενικής και πλήρους επήρειας της χερσονήσου αντίστοιχα, όπως φαίνεται στην επόμενη εικόνα.
Στην περίπτωση της Ανατολικής Μεσογείου, εφόσον υιοθετηθεί μια παρόμοια προσέγγιση, το αποτέλεσμα θα προσομοιάζει με αυτό της ακόλουθης εικόνας.
Η κόκκινη γραμμή είναι η γραμμή με μηδενική επήρεια των ακτών των ελληνικών νησιών (δηλαδή η μαξιμαλιστική τουρκική θέση), η μπλε γραμμή είναι η μέγιστη επήρεια των ελληνικών νησιών (ήτοι η μαξιμαλιστική ελληνική θέση βάσει της γραμμής ισαπόστασης) και η κίτρινη γραμμή είναι η διχοτόμος της γωνίας που δημιουργούν οι δύο πρώτες, με την έκταση δυτικά αυτής να αποδίδεται στην Ελλάδα και ανατολικά αυτής στην Τουρκία. Σε περίπτωση που η οριοθέτηση γίνει με βάση την προβολή των τουρκικών ακτών προς νότο, όπως στην οριοθέτηση των νησιών Σαιντ Πιερ και Μικελόν, η αντίστοιχη οριοθετική γραμμή (με γκρι χρώμα) θα διέρχεται από το ανατολικότερο σημείο της ακτογραμμής της Ρόδου. Παρεμπιπτόντως, σε αμφότερες τις περιπτώσεις είναι φανερό πως η τουρκική ΑΟΖ/υφαλοκρηπίδα θα βρίσκεται σε επαφή με την αντίστοιχη αιγυπτιακή. Δεν μπορεί να αποκλειστεί επίσης η εφαρμογή παραλλαγών των ανωτέρω μεθόδων, όπως π.χ. η τριχοτόμηση της δημιουργούμενης γωνίας και η απόδοση του ενός τρίτου και των δύο τρίτων της διεκδικούμενης έκτασης σε Ελλάδα και Τουρκία ή αντιστρόφως, ή και να προκριθεί μια διαδικασία οριοθέτησης διαφορετική από τις ανωτέρω. Βεβαίως, οποιαδήποτε λύση και εάν επιλεγεί, θα υπόκειται και στον έλεγχο αναφορικά με την ύπαρξη δυσαναλογικότητας μεταξύ του λόγου του μήκους των συναφών ακτών των δύο χωρών και του λόγου των αποδιδόμενων εκτάσεων.
Οριοθέτηση στο Αιγαίο
Η θέση της Τουρκίας αναφορικά με την οριοθέτηση στο χώρο του Αιγαίου είναι όμοια με αυτή για την Ανατολική Μεσόγειο: θεωρεί καταρχήν πως τα ανατολικά ευρισκόμενα ελληνικά νησιά φράσσουν την προβολή της Μικρασιατικής ακτής προς τη θάλασσα, με αποτέλεσμα να μην πρέπει να τους αποδοθεί ΑΟΖ/υφαλοκρηπίδα παρά μόνο χωρικά ύδατα. Η ελληνική θέση είναι πως τα νησιά έχουν πλήρη δικαιώματα σε θαλάσσιες ζώνες τα οποία πρέπει να καθοριστούν με τη μέθοδο της μέσης γραμμής/γραμμής ισαπόστασης. Όπως αναφέρθηκε και σε προηγούμενη ενότητα, σε περίπτωση προσφυγής των δύο χωρών σε διαιτησία κρίσιμης σημασίας είναι εάν θα επιλεγούν σημεία βάσης για την κατασκευή της προσωρινής γραμμής οριοθέτησης στα ανατολικά νησιά του Αιγαίου. Είναι γεγονός πως, βάσει της γεωγραφικής πραγματικότητας, η προβολή προς τη θάλασσα των τουρκικών ακτών όντως φράσσεται από τα ελληνικά νησιά, με αποτέλεσμα να είναι λίαν πιθανό πως αυτά θα αγνοηθούν όσον αφορά την επιλογή σημείων βάσης για την κατασκευή της προσωρινής γραμμής οριοθέτησης από το αρμόδιο Διεθνές Δικαστήριο, κυρίως λόγω της μεγάλης απόστασής τους από τις ελληνικές ηπειρωτικές ακτές και, σε κάποιες περιπτώσεις, της αντίστοιχης πολύ μικρής από τις αντίστοιχες τουρκικές. Ο λόγος γίνεται βεβαίως για τα νησιά της Σαμοθράκης, της Λήμνου, του Αγίου Ευστρατίου, της Λέσβου, της Χίου, των Ψαρών, της Σάμου, της Ικαρίας και των Δωδεκανήσων.
Είναι όμως επίσης γεγονός πως η περίπτωση των ελληνικών νησιών του Ανατολικού Αιγαίου διαφέρει ριζικά από αυτήν του Καστελόριζου: τα ελληνικά νησιά δεν είναι απομονωμένα αλλά διεσπαρμένα σε όλο το μήκος του Αιγαίου απέναντι από τη Μικρασιατική ακτή, ενώ σε σχέση με αυτήν, λόγω του μεγέθους τους, δεν υστερούν δραματικά ως προς το μήκος των ακτών τους. Συνεπώς δε φαίνεται πιθανό ότι θα «περικυκλωθούν» από τουρκική ΑΟΖ/Υφαλοκρηπίδα, αλλά μάλλον θα απαιτηθεί διαφορετική αντιμετώπιση στην περίπτωσή τους, π.χ. η απόδοση σε αυτά θαλάσσιων ζωνών αποκλειστικά προς δυσμάς, εφαρμόζοντας μια διαδικασία παρόμοια με την περίπτωση των νησιών Σαιντ Πιερ και Μικελόν.
Η Τουρκία βέβαια δεν περιορίζεται στα ανατολικότερα ελληνικά νησιά αλλά ισχυρίζεται πως πρέπει να αγνοηθούν γενικά όλα τα νησιά του Αιγαίου και η οριοθετική γραμμή να σχεδιαστεί χρησιμοποιώντας σημεία βάσης αποκλειστικά στις ηπειρωτικές ακτές των δύο χωρών. Ο λόγος είναι ότι η Ελλάδα κατέχει αριθμό νησιών ή νησιωτικών συμπλεγμάτων σε περιορισμένη απόσταση από την ηπειρωτική ακτή της, γεγονός που μπορεί να της προσδώσει πλεονέκτημα κατά τη χάραξη της προσωρινής γραμμής οριοθέτησης, όπως αποδεικνύεται από την αντιμετώπιση που χρήζουν από τη νομολογία τα νησιά που βρίσκονται πλησίον φίλιας ακτής – τα λεγόμενα «νησιά παρυφής» (frindge islands).
Μια τέτοια περίπτωση αφορά την οριοθέτηση από ένα Διαιτητικό Δικαστήριο των θαλάσσιων ζωνών μεταξύ Ερυθραίας και Υεμένης το 1996. Το Δικαστήριο, εξετάζοντας την επιλογή σημείων βάσης στην ακτή της Υεμένης τα οποία θα χρησιμοποιούνταν για τη χάραξη της προσωρινής γραμμής οριοθέτησης, αποφάσισε καταρχήν να λάβει υπόψη του την ύπαρξη του σχετικά μεγάλου και κατοικημένου νησιού του Καμαράν ως τμήματος της ακτής της Υεμένης, η θέση του οποίου φαίνεται στην ακόλουθη εικόνα.
Στη συνέχεια το Δικαστήριο προβληματίστηκε για τα μικρότερα νησιά βορειότερα του Καμαράν, για να καταλήξει:
151.Το ερώτημα παραμένει αναφορικά με τα νησιά βόρεια του Καμαράν. Η σχετικά μεγάλη νησίδα Τικφάς, και τα μικρότερα νησιά Καταμά και Ουκμπάν δυτικότερα, όλα φαίνεται να αποτελούν μέρος ενός σύνθετου συστήματος νησιών, νησίδων και υφάλων που φρουρούν αυτό το τμήμα της ακτής. Αυτό είναι όντως, κατά την άποψη του Δικαστηρίου, ένα «σύστημα παρυφής» του είδους που εξετάζεται στο άρθρο 7 της Σύμβασης, παρόλο που η Υεμένη δε φαίνεται να το έχει χαρακτηρίσει ως τέτοιο. (…) Είναι ωστόσο η θέση του Δικαστηρίου ότι είναι ορθό να χρησιμοποιηθούν ως σημεία βάσης της μέσης γραμμής όχι μόνο το Καμαράν και τα νησιά-δορυφόροι του που εμφανίζονται στο Χάρτη 12.1 της Υεμένης, αλλά επίσης και οι νησίδες στα βορειοδυτικά ονόματι Ουκμπάν και Καταμά.
Βάσει λοιπόν του ανωτέρω δεδικασμένου είναι πολύ πιθανό πως τελικά θα επιλεγούν σημεία βάσης για τη χάραξη της προσωρινής γραμμής οριοθέτησης όχι μόνο επί της ελληνικής ηπειρωτικής ακτής αλλά και επί μεμονωμένων ελληνικών νησιών ή νησιωτικών συμπλεγμάτων στο Αιγαίο, ειδικά εφόσον αυτά βρίσκονται σε περιορισμένη απόσταση από αυτήν. Τέτοιες περιπτώσεις θα μπορούσαν να είναι η Θάσος, οι Σποράδες, η Σκύρος και οι Κυκλάδες, ενώ για την Τουρκία κάτι ανάλογο θα ίσχυε για την Ίμβρο και την Τένεδο. Εφόσον επιλεγεί αυτή η μέθοδος η προσωρινή γραμμή (με κίτρινο χρώμα) θα έχει μια μορφή παρόμοια με αυτήν που φαίνεται στην ακόλουθη εικόνα. Η προσωρινή γραμμή οριοθέτησης θα ήταν ουσιαστικά μια γραμμή ισαπόστασης η οποία θα σχεδιαζόταν με σημεία βάσης στις ελληνικές ακτές της Θράκης, τη Θάσο, το ανατολικό άκρο της χερσονήσου του Αγίου Όρους, το ανατολικότερο νησί των Σποράδων, τη Σκύρο, το ανατολικότερο άκρο της Εύβοιας και τα ανατολικότερα νησιά των Κυκλάδων.
Αντίστοιχα, τα κυριότερα σημεία βάσης στις τουρκικές ακτές θα ήταν στην Ανατολική Θράκη, την Ίμβρο, το εξέχον ακρωτήριο βόρεια της Λέσβου, τη χερσόνησο της Ερυθραίας και τα ακρωτήρια απέναντι από τα Δωδεκάνησα. Εάν η αντιμετώπιση των ανατολικότερων νησιών του Αιγαίου είναι παρόμοια με αυτή των νησιών Σαιντ Πιερ και Μικελόν, η προβολή των τουρκικών ακτών θα περιορίζεται στις εκτάσεις μεταξύ των νησιών αυτών, τα οποία έτσι δε θα περιβληθούν από τουρκική ΑΟΖ/Υφαλοκρηπίδα αλλά οι θαλάσσιες ζώνες δυτικά αυτών (με μπλε διαγράμμιση στην προηγούμενη εικόνα) θα αποδοθούν στην Ελλάδα. Νοτίως της γραμμής Σάμου–Ικαρίας η θέση και ο αριθμός των Δωδεκανησιακών νησιών φαίνεται να αποκλείει την πιθανότητα να αποδοθεί στην Τουρκία ΑΟΖ/Υφαλοκρηπίδα στα δυτικά τους, λόγω και της παρουσίας του συμπλέγματος των Κυκλάδων. Θα ακολουθήσει βεβαίως η εξέταση συναφών περιστάσεων για τη μετατόπιση της γραμμής ανατολικότερα ή δυτικότερα και σε τρίτο στάδιο η δοκιμή δυσαναλογικότητας μεταξύ του λόγου των μηκών των συναφών ακτών Ελλάδας και Τουρκίας και του λόγου των αποδιδόμενων θαλάσσιων εκτάσεων σε κάθε χώρα. Επισημαίνεται πως στην παραπάνω εικόνα δεν έχουν αποδοθεί τα χωρικά ύδατα των δύο χωρών, τα οποία θα μεταβάλλουν το όριο της οριοθετικής γραμμής σε απόσταση 6 ή και 12 ν.μ. από τις ακτές των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου.
Οριοθέτηση και χωρικά ύδατα: Να επεκτείνει κανείς ή να μην επεκτείνει;
Η δυνατότητα της επέκτασης των χωρικών υδάτων από τα 6 έως στα 12 ναυτικά μίλια αποτελεί νόμιμο δικαίωμα της Ελλάδας το οποίο μπορεί να ασκηθεί χωρίς καμία προϋπόθεση, όπως αναφέρεται στο άρθρο 3 της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας. Το γεγονός ωστόσο ότι δεν ασκείται και ακόμη περισσότερο ότι έχει ενταχθεί στην ελληνοτουρκική διαπραγμάτευση για τον καθορισμό των θαλάσσιων ζωνών έχει επισύρει πολλές αρνητικές αντιδράσεις. Λαμβάνοντας ως υπόθεση εργασίας ότι μια ελληνοτουρκική συμφωνία, βασισμένη στο σκεπτικό των Διεθνών Δικαστηρίων όπως αυτό αναφέρθηκε προηγουμένως, θα έχει ως αποτέλεσμα μια οριοθετική γραμμή παρόμοια με αυτήν της εικόνας 15, είναι ενδιαφέρον να καταδειχθεί τι θα ισχύει σε περίπτωση που η συμφωνία αυτή γίνει με το εύρος των χωρικών υδάτων των δύο χωρών στα 6 ή στα 12 ν.μ. Οι δύο εκδοχές παρουσιάζονται κατά προσέγγιση στους ακόλουθους χάρτες.
Στο χάρτη Α τα χωρικά ύδατα των δύο χωρών έχουν εύρος 6 ν.μ. ενώ στο χάρτη Β εύρος 12 ν.μ. Τα ελληνικά χωρικά ύδατα συμβολίζονται με μπλε χρώμα, τα τουρκικά με κόκκινο και η γραμμή με κίτρινο χρώμα είναι το όριο των θαλάσσιων ζωνών, με τις εκτάσεις λευκού χρώματος δυτικά αυτού να αποτελούν την ελληνική ΑΟΖ/Υφαλοκρηπίδα και ανατολικά αυτού την αντίστοιχη τουρκική.
Είναι προφανής η συνέπεια της επέκτασης των χωρικών υδάτων της Ελλάδας στο Ανατολικό Αιγαίο: καθώς, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, το δικαίωμα σε χωρικά ύδατα ενός κράτους υπερισχύει του δικαιώματος σε ΑΟΖ/Υφαλοκρηπίδα ενός άλλου κράτους, μεγάλες περιοχές που στο χάρτη Α ανήκουν στις τουρκικές θαλάσσιες ζώνες θα ενταχθούν στα χωρικά ύδατα των ελληνικών νησιών μετά την επέκταση αυτών, όπως φαίνεται στο χάρτη Β. Πιο απλά, η επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων θα μειώσει κατά πολύ την έκταση που θα απομένει για να αποδοθεί στην τουρκική ΑΟΖ/Υφαλοκρηπίδα. Προκύπτει συνεπώς το ερώτημα, για ποιο λόγο η Ελλάδα ενέταξε στη διαπραγμάτευση για τις θαλάσσιες ζώνες ένα δικαίωμα που της αποδίδει μόνο πλεονεκτήματα. Η απάντηση είναι ότι, σε αντίθεση με το Αιγαίο, η υφιστάμενη νομολογία αποδίδει σαφές προβάδισμα στις τουρκικές θέσεις όσον αφορά στην οριοθέτηση πέριξ του Καστελόριζου και στην Ανατολική Μεσόγειο, όπως αναλύθηκε στις σχετικές ενότητες του παρόντος κειμένου.
Επομένως η Ελλάδα φαίνεται να εξετάζει την «ανταλλαγή» της περιορισμένης ή και καθόλου επέκτασης των χωρικών της υδάτων, τουλάχιστον στο Ανατολικό Αιγαίο, με ευνοϊκότερη για τις ελληνικές θέσεις συμφωνία για την ΑΟΖ/Υφαλοκρηπίδα σε άλλα σημεία του Αιγαίου ή στην Ανατολική Μεσόγειο. Τα συμπεράσματα αυτά προκύπτουν από έγγραφο της Δ1 Διευθύνσεως του Υπουργείου Εξωτερικών με τίτλο «Απεικόνιση των ορίων της ελληνικής υφαλοκρηπίδας στην Ανατολική Μεσόγειο», αποσπάσματα του οποίου δημοσιεύθηκαν σε άρθρο των Σ. Λυγερού και Δ. Κωνσταντακόπουλου το Νοέμβριο του 2010 στην εφημερίδα «Κόσμος του Επενδυτή». Στο έγγραφο αυτό αναφέρεται μεταξύ άλλων: «Στο πλαίσιο της οριοθέτησης των θαλάσσιων ζωνών με την Τουρκία, δεν είναι σκόπιμο να γίνεται διάκριση μεταξύ της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου και της υφαλοκρηπίδας της Ανατολικής Μεσογείου, όπως επιδιώκεται από την τουρκική πλευρά… Τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας επί της υφαλοκρηπίδας της Ανατολικής Μεσογείου θα πρέπει να ενταχθούν στη συνολική διαπραγμάτευση (ή δικαστική επίλυση της διαφοράς) με την Τουρκία. Ενδεχόμενη δε αποσπασματική εξέταση της υφαλοκρηπίδας του Καστελόριζου δεν θα είναι προς όφελος της Χώρας… Σε μια τέτοια περίπτωση, είναι σχεδόν βέβαιη η αναγνώριση ‘μειωμένης επήρειας’ στο Καστελόριζο, ενώ θα έχει χαθεί το διαπραγματευτικό χαρτί των χωρικών υδάτων, αλλά και το ενδεχόμενο ‘συμψηφισμού’ με τις διεκδικήσεις μας στο Αιγαίο».
Έτσι γίνεται κατανοητός και ο λόγος που η Τουρκία επιδιώκει ξεχωριστή διαπραγμάτευση για το Καστελόριζο και την Ανατολική Μεσόγειο: θεωρώντας ότι στην περιοχή αυτή θα της αποδοθεί η μεγάλη πλειοψηφία των διαφιλονικούμενων θαλάσσιων εκτάσεων, εκτιμά πως το γεγονός αυτό η Ελλάδα θα επιχειρήσει να το αντισταθμίσει ζητώντας περισσότερες εκτάσεις στο Αιγαίο, ενώ σε περίπτωση διεθνούς διαιτησίας είναι πιθανό, ειδικά μετά από τη δοκιμή δυσαναλογικότητας κατά το τρίτο στάδιο της διαδικασίας οριοθέτησης, το αρμόδιο Διεθνές Δικαστήριο να αποφασίσει επίσης την απόδοση στη χώρα μας μεγαλύτερης έκτασης ΑΟΖ/Υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο. Όπως προκύπτει από το ανωτέρω έγγραφο η ελληνική πλευρά δεν αποδέχεται τη θέση αυτή, ενώ στο θέμα της επέκτασης των χωρικών υδάτων κρίνει ότι μπορεί να το χρησιμοποιήσει ως «διαπραγματευτικό χαρτί» για την εξασφάλιση ανταλλαγμάτων, όπως έχει κάθε δικαίωμα να κάνει προκειμένου να επιτύχει την καλύτερη δυνατή συμφωνία για τα εθνικά συμφέροντα.
Ελληνοτουρκική οριοθέτηση: Διακρατική συμφωνία, διεθνής διαιτησία ή μη λύση
Οι τρεις δυνατές εκδοχές, μεσοπρόθεσμα, αναφορικά με την οριοθέτηση της ΑΟΖ/Υφαλοκρηπίδας Ελλάδας – Τουρκίας είναι
α) η επίτευξη συμφωνίας μεταξύ των δύο χωρών,
β) η προσφυγή από κοινού σε Διεθνές Δικαστήριο
γ) η διατήρηση της υπάρχουσας κατάστασης, δηλαδή η μη οριοθέτησης θαλάσσιων ζωνών. Αναλυτικότερα:
α) Η επίτευξη διακρατικής συμφωνίας για την οριοθέτηση ΑΟΖ/Υφαλοκρηπίδας φαίνεται προς στιγμήν η λιγότερο πιθανή εξέλιξη. Θα πρόκειται για εντυπωσιακή στροφή στην εξωτερική πολιτική των δύο χωρών και σε αντίθεση με το επικρατούν κλίμα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, ενώ θα πρέπει να εξηγηθεί στην εγχώρια κοινή γνώμη η οπισθοχώρηση από θέσεις οι οποίες, αν και ουσιαστικά μαξιμαλιστικές, προωθούνταν επί μακρόν στο εσωτερικό τους ως «δίκαιες», «σωστές» ή «νόμιμες». Επίσης, η επίτευξη του όποιου συμβιβασμού ίσως κρινόταν πως θα θεωρηθεί ως υποχωρητικότητα ή αδυναμία από την άλλη πλευρά ή τρίτα κράτη.
β) Η προσφυγή των δύο χωρών σε Διεθνή Διαιτησία, περισσότερο πιθανό σενάριο, θα έχει ως αποτέλεσμα την οριοθέτηση της ΑΟΖ/Υφαλοκρηπίδας από το αρμόδιο Διεθνές Δικαστήριο. Στις προηγούμενες ενότητες του κειμένου έχει γίνει αναφορά στο σκεπτικό των Δικαστηρίων και την ισχύουσα νομολογία για τις περιοχές του Καστελόριζου, της Ανατολικής Μεσογείου και του Αιγαίου. Είναι δεδομένο ότι κάθε υπόθεση είναι μοναδική, επομένως δεν μπορεί να προεξοφληθεί κανένα αποτέλεσμα, το σίγουρο όμως είναι πως οι πιθανότητες να οριοθετηθεί η ΑΟΖ/Υφαλοκρηπίδα με βάση τη μέση γραμμή, κάτι που θεωρείται βέβαιο από την κοινή γνώμη, είναι ελάχιστες όσον αφορά στο ζήτημα του Καστελόριζου και σημαντικά μειωμένες για την Ανατολική Μεσόγειο και τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου. Βεβαίως η συντριπτική πλειοψηφία των περιοχών στο σύνολο του Αιγαίου θα αποδιδόταν στην ελληνική ΑΟΖ/Υφαλοκρηπίδα. Είναι επίσης μάλλον σίγουρο πως τόσο η Ελλάδα όσο και η Τουρκία θα έσπευδαν να δηλώσουν κατά την από κοινού προσφυγή τους στο Δικαστήριο ως εύρος των χωρικών υδάτων τους τα 12 ν.μ. προσπαθώντας να διασφαλίσουν εξαρχής το μέγιστο των δικαιωμάτων τους επί των διεκδικούμενων περιοχών.
γ) Η παράταση της ισχύουσας κατάστασης με τη μη οριοθέτηση ΑΟΖ/Υφαλοκρηπίδας στο ορατό μέλλον μοιάζει να είναι η επικρατέστερη εκδοχή. Πέρα από την αποφυγή του πολιτικού κόστους από τις αντιδράσεις της κοινής γνώμης και στις δύο χώρες, η Τουρκία ειδικά θα ήθελε να αποφύγει οποιουδήποτε είδους συμφωνία που αντιτίθεται στο καθεστώς διαρκούς «γκριζαρίσματος», ασάφειας και συνδιεκδικήσεων που προσπαθεί να επιβάλλει στις ελληνοτουρκικές σχέσεις προκειμένου να μεγιστοποιήσει τις απαιτήσεις της. Είναι φανερό πως οι Τούρκοι επενδύουν στο σενάριο της αξιοποίησης των ενεργειακών κοιτασμάτων της Ανατολικής Μεσογείου όχι μέσω οριοθέτησης αλλά κατά κύριο λόγο με τη χρήση της στρατιωτικής και διπλωματικής ισχύος της χώρας τους. Αξίζει επίσης να σημειωθεί πως η οριοθέτηση της ΑΟΖ θα επιτρέπει στον αλιευτικό στόλο της κάθε χώρας να δραστηριοποιείται μόνον εντός αυτής, ενώ σήμερα τα ελληνικά και τουρκικά αλιευτικά μπορούν νομίμως να δραστηριοποιούνται έως και 6 ν.μ. από τις ακτές των δύο χωρών (αλλά και τις ακτές όσων κρατών της Ανατολικής Μεσογείου δεν έχουν ανακηρύξει και οριοθετήσει την ΑΟΖ τους). Δεν είναι εξάλλου τυχαία η μέχρι στιγμής απροθυμία της Ιταλίας να «αναβαθμίσει» το ισχύον όριο της Υφαλοκρηπίδας της με την Ελλάδα σε όριο και της ΑΟΖ. Προβλήματα ενδεχομένως να προκύψουν και από την ύπαρξη τουρκικής ΑΟΖ/Υφαλοκρηπίδας κάτωθεν του ελληνικού FIR.
Τέλος, η οριοθέτηση θαλάσσιων ζωνών, είτε με διακρατική συμφωνία είτε με απόφαση Διεθνούς Δικαστηρίου, ειδικά εφόσον επαληθευτούν οι εκτιμήσεις για την περιοχή του Καστελόριζου και της Ανατολικής Μεσογείου βάσει της ισχύουσας νομολογίας, θα έχει ως αποτέλεσμα η Ελλάδα και Τουρκία να ασκήσουν αμέσως τα κυριαρχικά τους δικαιώματα επί των πολύ ελπιδοφόρων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων της περιοχής τα οποία θα κατανεμηθούν σε αμφότερες. Και εάν η Ελλάδα αποτελεί ένα κράτος με προβλέψιμη έως υποτακτική συμπεριφορά, πλήρως ενταγμένο στις αμυντικές και διπλωματικές δομές του Δυτικού κόσμου, η απόκτηση και εκμετάλλευση τεράστιων κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου από τη μη ελεγχόμενη, απρόβλεπτη, ταραχοποιό Τουρκία μάλλον θα προξενούσε ανησυχία σε όλους τους μεγάλους παίκτες της περιοχής (ΗΠΑ, ΕΕ, Ρωσία, Ισραήλ, αραβικές χώρες με πλούσια κοιτάσματα υδρογονανθράκων).
Επίλογος
Οι διατάξεις του Διεθνούς Δικαίου και οι συναφείς αποφάσεις των Διεθνών Δικαστηρίων για τις οριοθετήσεις θαλάσσιων ζωνών αποδεικνύουν πως η πραγματικότητα είναι διαφορετική σε σχέση με όσα ακούει εδώ και χρόνια για το θέμα αυτό η κοινή γνώμη στην Ελλάδα, κυρίως όσον αφορά στο κρίσιμο ζήτημα των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου και του Καστελόριζου. Η διεθνής νομολογία, αν και μπορεί να οδηγήσει σε σχετικά ασφαλείς εκτιμήσεις για πτυχές της οριοθέτησης μέσω της νομικής οδού, έχει φροντίσει να ξεκαθαρίσει πως κάθε περίπτωση είναι μοναδική, συνεπώς αυτό που μπορεί να υποστηριχθεί, έστω και με μια δόση υπερβολής, είναι ότι το μόνο δεδομένο είναι πως τίποτα δεν είναι δεδομένο. Πάντως, από τεχνικής και νομικής άποψης η διαδικασία οριοθέτησης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας θα είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα. Η ύπαρξη παρακείμενων και αντικρινών ηπειρωτικών και νησιωτικών ακτών, ο μεγάλος αριθμός νησιών ποικίλου μεγέθους και θέσης, η ύπαρξη νησιών παρυφής και μεμονωμένων νήσων κοντά σε φίλια ή ξένη ακτή, είναι όλοι παράγοντες που θα αυξήσουν σημαντικά το βαθμό δυσκολίας για την εύρεση δίκαιης λύσης σε περίπτωση δικαστικής επίλυσης. Εφόσον επιλεγεί ο δρόμος αυτός η κοινή γνώμη θα πρέπει να είναι προετοιμασμένη για μακροχρόνια διαδικασία η οποία είναι πιθανό να καταλήξει σε αποτέλεσμα που θα απέχει από αυτό που σήμερα θεωρείται δίκαιο ή έστω επιθυμητό. Εν τέλει, το ζήτημα της οριοθέτησης της ελληνοτουρκικής ΑΟΖ/Υφαλοκρηπίδας αποτελεί ένα ακόμη πεδίο όπου θα κριθεί, μεταξύ άλλων, το επίπεδο ενημέρωσης αλλά και ωριμότητας της ελληνικής κοινωνίας όσον αφορά καίριας σημασίας ζητήματα που ενδέχεται να επηρεάσουν καθοριστικά την πορεία της χώρας το πρώτο μισό του 21ου αιώνα.
Τον πρόσφατα εκλιπόντα δημοσιογράφο Βαγγέλη Παγώτση, εκδότη και διευθυντή του περιοδικού «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΜΥΝΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ» και συγγραφέα πολλών άρθρων και μονογραφιών για ναυτικά θέματα, τον γνώρισα αποκλειστικά και μόνο μέσω των κειμένων του. Ωστόσο, τα άρθρα του σχετικά με το θέμα της ΑΟΖ σε αριθμό τευχών της ΕΑ&Τ και κυρίως η εμβληματική μονογραφία του με τίτλο «ΑΟΖ και ΥΦΑΛΟΚΡΗΠΙΔΑ – ΜΥΘΟΣ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ» συνέβαλαν καθοριστικά στο να διαμορφώσω την άποψή μου για το ζήτημα αυτό, να συνειδητοποιήσω τη σημασία της έρευνας για πράγματα που άλλοι θεωρούν θέσφατα αλλά και να κατανοήσω πόσο προβληματική είναι η παρεχόμενη ενημέρωση και πληροφόρηση. Πάνω από όλα, συνέβαλλαν ώστε να απαλλαγώ από το μύθο και να αντικρίσω την πραγματικότητα. Για το λόγο αυτό αφιερώνω στην μνήμη του το παρόν κείμενο, ανταποκρινόμενος στην προτροπή του στο τέλος της ανωτέρω μονογραφίας όσον αφορά στην απαίτηση ωριμότητας κατά την αντιμετώπιση τέτοιων κρίσιμων εθνικών θεμάτων: «Η ευθύνη δεν βαραίνει μόνον τους πολιτικούς αλλά και τους πολίτες».
Πηγές
Μονογραφία ΑΟΖ ΚΑΙ ΥΦΑΛΟΚΡΗΠΙΔΑ – ΜΥΘΟΣ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ, εκδόσεις ΔΥΡΟΣ, 2011
Άρθρα σε διάφορα τεύχη του περιοδικού ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΜΥΝΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ
Άρθρα και σχόλια στο ιστολόγιο http://www.infognomonpolitics.blogspot.com
Άρθρα και σχόλια στο ιστολόγιο http://www.enkripto.blogspot.com
Άρθρα και σχόλια στο ιστολόγιο http://www.e-amyna.com
Άρθρα και σχόλια στο ιστολόγιο https://belisarius21.wordpress.com
http://www.icj-cij.org, ιστοσελίδα του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης
http://www.itlos.org, ιστοσελίδα του Διεθνούς Δικαστηρίου για το Δίκαιο της Θάλασσας
http://www.pca.cpa.org, ιστοσελίδα του Μόνιμου Διαιτητικού Δικαστηρίου
http://www.voria.gr (πηγή της Εικόνας 1)
http://www.en.wikipedia.org (πηγή της Εικόνας 10)
http://www.slpress.gr (πηγή της Εικόνας 16)
http://www.google.com/maps
https://belisarius21.wordpress.com/2019/02/02/
ΚΟΥΡΗΤΗΣ: ΕΙΝΑΙ ΑΝΑΜΦΙΣΒΗΤΗΤΑ ΠΟΛΥΤΙΜΟ ΤΟ ΠΑΡΑΠΑΝΩ ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΚΡΙΒΩΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΛΟΓΟ ΠΟΥ ΕΠΙΚΑΛΕΙΤΑΙ ΚΑΙ Ο ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟΣ ΤΟΥ. "να κατανοήσω πόσο προβληματική είναι η παρεχόμενη ενημέρωση και πληροφόρηση. Πάνω από όλα, συνέβαλλαν ώστε να απαλλαγώ από το μύθο και να αντικρίσω την πραγματικότητα".
ΦΟΒΑΜΑΙ ΟΜΩΣ ΠΩΣ ΔΕΝ ΑΝΤΙΚΡΥΖΕΙ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ, ΑΝ ΚΑΙ ΠΛΗΣΙΑΖΕΙ ΠΟΛΥ.
ΕΞΗΓΟΥΜΑΙ.
ΕΙΝΑΙ ΟΝΤΩΣ ΕΤΣΙ ΠΟΥ ΤΑ ΠΕΡΙΓΡΑΦΕΙ ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ ΟΝΤΩΣ ΑΥΤΗ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΕΝΝΟΙΩΝ "ΑΝΤΙΚΡΥΝΕΣ", "ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΕΣ", "ΠΡΟΣΚΕΙΜΕΝΕΣ", ΠΟΥ ΠΕΡΙΓΡΑΦΟΥΝ ΑΚΤΕΣ ΓΙΑ ΟΡΙΟΘΕΤΗΣΗ.
ΑΥΤΑ ΜΑΣ ΗΤΑΝ ΓΝΩΣΤΑ ΚΑΙ ΤΑ ΕΙΧΑΜΕ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΤΕΙ ΟΤΑΝ ΩΣ ΟΜΑΔΑ ΑΠΟΦΑΣΙΖΑΜΕ ΝΑ ΒΓΟΥΜΕ ΔΗΜΟΣΙΑ ΚΑΙ ΗΔΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΜΑΣ ΑΝΑΡΤΗΣΗ. https://isxys.blogspot.com/2010/07/blog-post_30.html
ΣΕ ΑΥΤΗΝ ΕΙΣΗΓΟΥΜΑΣΤΑΝ ΜΙΑ ΑΝΥΠΑΡΚΤΗ ΤΟΤΕ ΕΝΝΟΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑ, ΑΥΤΗΝ ΤΟΥ "ΠΑΡΑΚΤΙΟΥ ΑΡΧΙΠΕΛΑΓΟΥΣ", ΠΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΠΟΨΗ ΜΑΣ ΤΟΤΕ, ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΕΠΙΜΟΝΗ ΕΙΣΗΧΘΗ ΣΤΟ ΑΡΧΙΚΟ ΜΑΣ ΚΕΙΜΕΝΟ.
"Με την αναγνώριση του Αιγαίου ως Παρακτίου Αρχιπελάγους το κάθε νησί δεν αποτελεί μια αυθύπαρκτη οντότητα, αλλά συνδέεται αρρήκτως με το διπλανό του, δημιουργώντας μια ενίαια αρχιπελαγική κυριαρχική αλυσίδα, εντός της οποίας η σημερινή διελκυστίνδα με την Τουρκία για το δικαίωμα επέκτασης των χωρικών μας υδάτων στα 12 ν.μ. ή για το δικαίωμα των νησιών να παράγουν την υφαλοκρηπίδα τους δε θα είχε απολύτως καμία σημασία ή αιτία ύπαρξης"
ΑΥΤΗ Η ΕΝΝΟΙΑ ΕΞΑΣΦΑΛΙΖΕΙ ΠΩΣ ΣΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΟΡΙΟΘΕΤΗΣΕΙΣ (ΠΛΗΝ ΤΗΣ ΝΗΣΟΥ ΜΕΓΙΣΤΗΣ) ΘΑ ΕΧΟΥΜΕ ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ ΜΟΝΟΝ ΜΕ "ΑΝΤΙΚΡΥΝΕΣ" ΑΚΤΕΣ, ΕΠΙ ΤΩΝ ΟΠΟΙΩΝ Η ΜΟΝΗ ΜΕΘΟΔΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΗ ΤΗΣ ΜΕΣΗΣ ΓΡΑΜΜΗΣ. ΤΟ "ΠΑΡΑΚΤΙΟ ΑΡΧΙΠΕΛΑΓΟΣ" ΕΞΑΣΦΑΛΙΖΕΙ ΠΩΣ ΟΙ ΑΚΤΕΣ ΒΑΣΗΣ ΕΠΙ ΤΩΝ ΟΠΟΙΩΝ ΘΑ ΟΡΙΟΘΕΤΗΘΕΙ Η ΟΠΟΙΑ ΑΟΖ ΘΑ ΛΑΒΟΥΝ ΥΠΟΨΙΝ ΤΟΥΣ (ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΩΣ) ΤΗΝ ΓΡΑΜΜΗ ΤΟΥ ΑΡΧΙΠΕΛΑΓΟΥΣ ΚΑΙ ΟΧΙ ΤΙΣ ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΕΣ ΑΚΤΕΣ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΠΟΥ ΑΥΤΟ ΑΝΗΚΕΙ. ΕΠΙΠΛΕΟΝ, ΤΟ ΣΥΝΟΛΙΚΟ ΜΗΚΟΣ ΤΗΣ ΑΡΧΙΠΕΛΑΓΙΚΗΣ ΓΡΑΜΜΗΣ, ΣΥΝΑΘΡΟΙΖΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΓΡΑΜΜΗ ΤΩΝ ΑΚΤΩΝ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΤΟ "ΠΑΡΑΚΤΙΟ ΑΡΧΙΠΕΛΑΓΟΣ", ΕΑΝ ΚΑΠΟΙΟΙ ΕΠΙΜΕΙΝΟΥΝ ΝΑ ΛΑΒΟΥΝ ΚΑΤΑ ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΤΗΣ ΕΝΟΙΑΣ ΤΟΥ "ΠΑΡΑΚΤΙΟΥ ΑΡΧΙΠΕΛΑΓΟΥΣ" ΩΣ ΒΑΣΗ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΤΙΣ ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΕΣ ΑΚΤΕΣ.
ΕΙΔΙΚΑ ΤΟ ΑΙΓΑΙΟ ΠΕΛΑΓΟΣ (ΙΣΩΣ ΚΑΙ ΤΟ ΙΟΝΙΟ) ΕΧΟΥΝ ΟΛΑ ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΓΙΑ ΤΕΤΟΙΑ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ. ΕΞΑΙΤΙΑΣ ΑΥΤΩΝ ΤΩΝ ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑΤΩΝ ΤΟΥ, ΦΤΑΣΑΜΕ ΕΜΕΙΣ ΝΑ ΛΕΜΕ ΠΩΣ Η ΟΠΟΙΑ ΔΙΑΜΑΧΗ ΓΙΑ ΑΟΖ ΚΑΙ 12 Ν.Μ ΕΙΝΑΙ ΑΝΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΠΩΣ Η ΜΟΝΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΕΠΙΔΙΩΞΗ ΚΑΙ ΕΥΘΥΝΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ ΘΑ ΗΤΑΝ Η ΠΡΟΩΘΗΣΗ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ ΩΣ "ΠΑΡΑΚΤΙΟ ΑΡΧΙΠΕΛΑΓΟΣ".
ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΕΓΙΣΤΗ (ΚΑΣΤΕΛΟΡΙΖΟ) ΤΩΡΑ...
ΕΙΝΑΙ ΟΠΩΣ ΤΑ ΓΡΑΦΕΙ Ο ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟΣ, ΑΛΛΑ ΠΑΛΙ ΠΑΡΑΛΕΙΠΕΙ ΝΑ ΜΑΣ ΠΕΙ ΠΩΣ ΔΕΝ ΝΟΕΙΤΑΙ ΠΕΡΙΚΛΕΙΣΤΗ ΝΗΣΟΣ ΕΝΤΟΣ ΑΟΖ ΞΕΝΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΚΑΙ ΠΩΣ ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ ΕΑΝ ΑΥΤΟ ΕΤΣΙ ΕΠΙΔΙΚΑΣΤΕΙ, ΠΑΛΙ ΠΡΟΒΛΕΠΕΤΑΙ ΔΙΟΔΟΣ ΠΡΟΣΒΑΣΗΣ ΚΑΙ ΑΠΡΟΣΚΟΠΤΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ , ΕΝΝΟΕΙΤΑΙ ΜΕ ΖΩΝΗ 12.ΝΜ ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΝΗΣΟ, ΟΠΟΥ ΑΥΤΟ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΦΑΡΜΟΣΘΕΙ. ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΜΕΓΙΣΤΗΣ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΦΑΡΜΟΣΘΕΙ ΣΕ ΤΡΕΙΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΕΙΣ, ΠΛΗΝ ΒΟΡΕΙΩΣ, ΟΠΟΥ ΕΚΕΙ ΘΑ ΙΣΧΥΣΕΙ Η ΜΕΣΗ ΓΡΑΜΜΗ. ΣΕ ΜΙΑ ΑΠΟ ΑΥΤΕΣ ΤΙΣ ΤΡΕΙΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΕΙΣ, ΜΑΛΛΟΝ ΔΥΤΙΚΑ, Η ΝΗΣΟΣ ΘΑ ΕΧΕΙ ΕΝΑΝ ΔΙΑΔΡΟΜΟ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΟΛΟΙΠΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΟΖ ή ΚΑΙ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑ, ΠΛΑΤΟΥΣ ΠΟΥ ΘΑ ΟΡΙΣΤΕΙ, ΑΛΛΑ ΣΕ ΚΑΜΜΙΑ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΔΕΝ ΝΟΜΙΖΩ ΠΩΣ ΜΠΟΡΕΙ ΑΥΤΟ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΩ ΑΠΟ 6ΝΜ. (ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΝΟΜΙΖΩ). ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΔΥΣΜΕΝΕΣ ΣΕΝΑΡΙΟ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΥ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ Η ΕΛΛΑΔΑ ΝΑ ΕΧΕΙ ΕΞΑΣΚΗΣΕΙ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΤΗΣ, ΕΠΕΚΤΑΣΗΣ ΣΤΑ 12Ν.Μ, ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΑ Η ΕΠΙΔΙΚΑΣΗ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΛΑΒΕΙ ΩΣ ΔΕΔΟΜΕΝΗ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ Η ΜΕΓΙΣΤΗ ΝΑ ΛΑΒΕΙ ΜΟΝΟΝ 6.ΝΜ ΜΕ ΔΙΟΔΟ ΜΟΝΟΝ 3ΝΜ.
ΤΟ ΓΡΑΦΩ ΔΙΟΤΙ ΔΕΝ ΓΝΩΡΙΖΑ ΠΩΣ ..."η Ελλάδα φαίνεται να εξετάζει την «ανταλλαγή» της περιορισμένης ή και καθόλου επέκτασης των χωρικών της υδάτων, τουλάχιστον στο Ανατολικό Αιγαίο, με ευνοϊκότερη για τις ελληνικές θέσεις συμφωνία για την ΑΟΖ/Υφαλοκρηπίδα σε άλλα σημεία του Αιγαίου ή στην Ανατολική Μεσόγειο". ΕΑΝ ΑΥΤΟ ΕΧΟΥΝ ΣΚΟΠΟ ΝΑ ΚΑΝΟΥΝ (ή ΗΔΗ ΚΑΝΟΥΝ) ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΕΘΝΙΚΟ ΕΓΚΛΗΜΑ. ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΑΠΟΨΗ.
ΠΕΡΙ "ΠΑΡΑΚΤΙΟΥ ΑΡΧΙΠΕΛΑΓΟΥΣ" ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: https://isxys.blogspot.com/2010/09/blog-post_03.html
No comments :
Post a Comment