Η χώρα με την τρίτη μεγαλύτερη στρατιωτική δύναμη στον κόσμο, τον πέμπτο μεγαλύτερο αμυντικό προϋπολογισμό και την έβδομη μεγαλύτερη οικονομία, δεν είναι μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ [2]. Δεν είναι καν μέλος του G-7, του αποκλειστικού κλαμπ των μεγάλων βιομηχανικών οικονομιών. Είναι η Ινδία [3], μια χώρα που θεωρείται ως αναδυόμενη δύναμη και όχι ως ένας σημαντικός παγκόσμιος παράγοντας. Δικαίως, εδώ και χρόνια, αυτή η αξιολόγηση δεν ήταν άστοχη, και η πραγματικότητα της Ινδίας δεν ταίριαζε με τις αξιοσημείωτες δυνατότητές της. Και πράγματι, η Ινδία εξακολουθεί να αντιμετωπίζει τρομακτικές αναπτυξιακές προκλήσεις. Αποτελεί την πατρίδα περίπου 270 εκατομμυρίων ανθρώπων που ζουν σε συνθήκες ακραίας φτώχειας [4]. Οι υποδομές της χρειάζονται σημαντικές επενδύσεις –του επιπέδου των 1,5 τρισεκατομμυρίων δολαρίων για μια δεκαετία, σύμφωνα με τον υπουργό Οικονομικών της Ινδίας. Οι διακρίσεις μεταξύ των περιβόητα ποικιλόμορφων πληθυσμών της Ινδίας εξακολουθούν να υφίστανται, με βάση το γένος, την κάστα, την θρησκεία ή την περιοχή. Λόγω αυτών των προκλήσεων και επειδή η χώρα κρατήθηκε στο περιθώριο των παγκόσμιων θεσμών που είναι κεντρικοί για την διπλωματία των ΗΠΑ, οι εντυπωσιακές οικονομικές και αμυντικές δυνατότητες της Ινδίας έχουν περάσει συχνά απαρατήρητες. Αλλά αυτό αλλάζει.
Μια Ινδία με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση έχει ήδη αρχίσει να διαμορφώνει την παγκόσμια ατζέντα για την κλιματική αλλαγή, την καθαρή ενέργεια και την κινητικότητα των εργαζομένων. Και παρακινημένη από την ολοένα και πιο θεληματική περιφερειακή στάση της Κίνας, η Ινδία έχει επιταχύνει τις δικές της στρατιωτικές ικανότητες. Η Ινδία διαμαρτύρεται εδώ και καιρό για το γεγονός ότι παρά το μέγεθός της και την δημοκρατία της, ο κόσμος δεν την θεωρεί σημαντική δύναμη. Σε αντίθεση με την Κίνα, δεν έχει μια πολυπόθητη μόνιμη έδρα στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Λαμβάνοντας υπόψη την αναπτυσσόμενη οικονομία της Ινδίας και τις ενισχυμένες στρατιωτικές δυνατότητές της, οι Ινδοί ηγέτες πιέζουν για μια «αρμόζουσα θέση στα παγκόσμια συμβούλια», όπως το έθεσε ο πρώην πρωθυπουργός Manmohan Singh. Υπό τον νυν πρωθυπουργό Narendra Modi [6], η Ινδία έχει αρχίσει να θεωρεί τον εαυτό της ως μια «ηγετική δύναμη», θέτοντας προφανείς αξιώσεις για μια νέα, πιο κεντρική θέση στον κόσμο.
Καθώς η Ινδία αφήνει πίσω της κάποια από την παλιά της αμυντικότητα στην παγκόσμια σκηνή, ένα φθίνον χαρακτηριστικό της κοσμοθεωρίας της περί ανεξαρτησίας, είναι καιρός η πολιτική των ΗΠΑ να εξελιχθεί επίσης. Οι σχέσεις μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ινδίας απέχουν πολύ από τις ημέρες στις οποίες ο διπλωμάτης και ιστορικός Dennis Kux μπορούσε να γράψει για τις δυο τους ότι είναι «αποξενωμένες δημοκρατίες», και οι δύο χώρες μιλούν τώρα για το ότι είναι «στρατηγικοί εταίροι» -μια σχέση συνεργασίας, αλλά όχι μια επίσημη συμμαχία. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, δεν έχει ακόμη διατυπώσει πλήρως τα σχέδιά του για τις σχέσεις με την Ινδία, αν και παρατήρησε τον Ιούνιο ότι «ποτέ δεν φαίνονταν πιο φωτεινές», και σε μια απόκλιση από το «βιβλίο οδηγιών» της Ουάσινγκτον, ζήτησε ρητά από την Ινδία να κάνει περισσότερα για την οικονομική ανάπτυξη στο Αφγανιστάν. Καθώς ο πρόεδρος και η ομάδα του το παλεύουν με την άνοδο της Ινδίας, θα πρέπει να επαναπροσδιορίσουν την σχέση ΗΠΑ-Ινδίας για να διαχειριστούν καλύτερα τις διαφορές με μια δύναμη που αξιολογεί πάνω απ’ όλα την ανεξαρτησία της σχετικά με τις πολιτικές της. Και πρέπει να αντιμετωπίσουν την ανισότητα του αποκλεισμού της Ινδίας από τους μεγάλους θεσμούς της παγκόσμιας διακυβέρνησης, προωθώντας την ένταξη της Ινδίας και δίνοντας στο Νέο Δελχί μια από μακρού χρόνου οφειλόμενη θέση στο τραπέζι.
Η συνεργασία με μια αναδυόμενη Ινδία δεν θα είναι πάντα εύκολη. Η χώρα εξακολουθεί να προστατεύει έντονα την ανεξαρτησία της πολιτικής της, αποφεύγει τις επίσημες συμμαχίες και εξακολουθεί να είναι διατεθειμένη να χαλάσει την παγκόσμια συναίνεση, όπως διαβοήτως έκανε σε εμπορικές διαπραγματεύσεις. Μπορεί να είναι στενός συνεργάτης στην άμυνα, αλλά όχι στο γνωστό πρότυπο των περισσότερων συμμαχιών των ΗΠΑ. Η Ινδία επιθυμεί μια βελτιωμένη εμπορική και οικονομική σχέση, αλλά δεν θα είναι εύκολο να πεισθεί από τις παρακλήσεις των ΗΠΑ για αυξημένη πρόσβαση στην αγορά [της]. Ωστόσο, οι Δημοκρατικές και Ρεπουμπλικανικές διοικήσεις έχουν δώσει προτεραιότητα στην σφυρηλάτηση στενότερων δεσμών με το Νέο Δελχί, δικαίως θεωρώντας μια στενότερη σχέση ως μια ψήφο υπέρ της σημασίας της δημοκρατίας και ένα στοίχημα για την κοινή ευημερία και την σταθερότητα στην Ασία.
Όπως και με την Κίνα, η οικονομία βρίσκεται στο επίκεντρο του παγκόσμιου μετασχηματισμού της Ινδίας. Ενώ πολλοί έξω από την Ινδίας γνωρίζουν τις μεγάλες δυνατότητες της χώρας, λίγοι γνωρίζουν ότι η ινδική οικονομία, με ΑΕΠ άνω των 2 τρισεκατομμυρίων δολαρίων σε τρέχουσες συναλλαγματικές ισοτιμίες, έχει ξεπεράσει τις οικονομίες του Καναδά και της Ιταλίας (αμφότερες μέλη του G-7). Οι προβλέψεις της κυβέρνησης των ΗΠΑ προσδοκούν ότι η Ινδία θα είναι η τρίτη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο έως το 2029, κάτω μόνο από την Κίνα και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η επιβράδυνση στην Κίνα και η συρρίκνωση στην Βραζιλία και την Ρωσία έχουν αυξήσει το μερίδιο του Ινδικού ΑΕΠ σε παγκόσμιο επίπεδο, όπως μετράται από την ισοτιμία αγοραστικής δύναμης, το οποίο οι προβολές του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) δείχνουν ότι θα υπερβεί το 8% έως το 2020- πάνω από το αντίστοιχο της Ιαπωνίας το 1995 και εκείνο της Κίνας το 2000. Εάν ο κόσμος γενικά δεν βλέπει την Ινδία ως παρόμοια με εκείνες τις οικονομικές ατμομηχανές, οι διευθύνοντες σύμβουλοι σε ολόκληρο τον κόσμο το κάνουν: Μια έρευνα που πραγματοποίησε το 2016 η εταιρεία KPMG διαπίστωσε ότι η Ινδία είχε ανεβεί τέσσερις θέσεις για να γίνει η κορυφαία επιλογή τους για αναπτυξιακές ευκαιρίες τα επόμενα τρία χρόνια.
Το μέγεθος της Ινδίας και η νεανική δημογραφία της προσφέρουν την προοπτική μιας τεράστιας οικονομικής ανάπτυξης. Σύμφωνα με εκτιμήσεις των Ηνωμένων Εθνών, η Ινδία θα ξεπεράσει την Κίνα ως η πολυπληθέστερη χώρα του κόσμου περίπου το 2024 και θα το κάνει με έναν πολύ νεανικότερο πληθυσμό. Ο μεγάλος πληθυσμός της Ινδίας σε ηλικία εργασίας θα συνεχίσει να αναπτύσσεται έως το 2050, ενώ η Ιαπωνία, η Κίνα και η δυτική Ευρώπη γερνούν. Μέχρι τότε, η μέση ηλικία στην Ιαπωνία αναμένεται να βρίσκεται στα 53 χρόνια, στην Κίνα στα περίπου 50 και στην δυτική Ευρώπη στα 47. Η μέση ηλικία στην Ινδία θα είναι μόλις στα 37 έτη. Παρόλο που η Ινδία παραμένει η πατρίδα του μεγαλύτερου αριθμού φτωχών στον κόσμο, η μεσαία τάξη της αυξάνεται και σήμερα αποτελείται από περίπου 30 εκατομμύρια (όπως υπολογίζει το Pew Research Center) μέχρι 270 εκατομμύρια άτομα (όπως υπολογίζει το National Council of Applied Economic Research), ανάλογα με το πώς μετράται η «μεσαία τάξη». Μια έκθεση της McKinsey το 2007 υπολόγισε ότι η ινδική μεσαία τάξη, αν ορίζεται ως εκείνη με ετήσιο διαθέσιμο εισόδημα νοικοκυριού ύψους 4.000 δολαρίων έως 22.000 δολαρίων, θα μπορούσε να φουσκώσει στα σχεδόν 600 εκατομμύρια ανθρώπους μέχρι το 2025.
Μια αυξανόμενη μεσαία τάξη ασκεί εξουσία στην αγορά, γεγονός που εξηγεί γιατί γιγαντιαίες πολυεθνικές εταιρείες, από την Apple και την Xiaomi μέχρι την Bosch και την Whirlpool, έχουν την Ινδία στο σκόπευτρό τους: Και οι τέσσερις κατασκευάζουν προϊόντα στην Ινδία για την αναπτυσσόμενη ινδική αγορά. Η Ινδία ξεπέρασε την Κίνα ως η μεγαλύτερη αγορά μοτοσυκλετών και σκούτερ παγκοσμίως το 2016, αλλά έχει επίσης γίνει ένας παγκόσμιος κόμβος για την κατασκευή αυτοκινήτων, παράγοντας σχεδόν ένα στα τρία μικρά αυτοκίνητα που πωλούνται παγκοσμίως. Η Ινδία δεν έρχεται ακόμα στο μυαλό ως μεγάλος παραγωγός αυτοκινήτων, αλλά η Ford, η Hyundai, η Maruti Suzuki και η Tata κατασκευάζουν αυτοκίνητα εκεί. Συλλογικά, η ινδική αυτοκινητοβιομηχανία κατάφερε να κατασκευάσει μόνο ελαφρώς λιγότερα αυτοκίνητα το 2016 από ό, τι η Νότια Κορέα και περισσότερα από όσα το Μεξικό, αμφότερα μεγάλα έθνη παραγωγής αυτοκινήτων. Παρόλο που η Ινδία χρειάζεται να κάνει περισσότερα για να αναπτύξει την μεταποιητική της βάση, οι εξελίξεις της στην αυτοκινητοβιομηχανία αντιπροσωπεύουν μια απόλυτη μεταβολή σε σχέση με πριν από μόλις 15 χρόνια.
Όλο και περισσότερο, η Ινδία μεταφράζει την οικονομική της ισχύ σε στρατιωτική ισχύ. Λογίζει ήδη τον εαυτό της ως μέλος ενός επίλεκτου κλαμπ χωρών με προηγμένη τεχνολογία στον τομέα της άμυνας, συμπεριλαμβανομένου ενός προγράμματος πυρηνικών όπλων [8]. Η Ινδία είναι επίσης μια διαστημική δύναμη: Έστειλε μια ανιχνευτική συσκευή στο φεγγάρι το 2008 και έχει άλλη μια υπό κατασκευή, και το 2014 έβαλε ένα όχημα σε τροχιά γύρω από τον Άρη (με ένα κλάσμα του κόστους του τελευταίου δορυφόρου της NASA στον Άρη). Με την στόχευσή του στο να υπερέχει στον Ινδικό Ωκεανό, το Νέο Δελχί ενισχύει τους αμυντικούς δεσμούς του με τις χώρες της περιοχής και δημιουργεί ένα ναυτικό ανοικτής θαλάσσης. Σύμφωνα με το International Institute for Strategic Studies, η Ινδία έχει τώρα δύναμη περίπου 1,4 εκατομμυρίων στρατιωτών εν ενεργεία και σχεδόν 1,2 εκατομμυρίων σε εφεδρεία. Το Stockholm International Peace Research Institute εκτιμά ότι η Ινδία έγινε ο πέμπτος μεγαλύτερος στρατιωτικός δαπανών στον κόσμο το 2016, μπροστά από την Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Ούσα ο παγκόσμιος κορυφαίος εισαγωγέας στρατιωτικού εξοπλισμού τα τελευταία πέντε χρόνια, η Ινδία έχει επιταχύνει τις προμήθειές της από εταιρείες των ΗΠΑ, από το ουσιαστικά μηδέν σε πάνω από 15 δισεκατομμύρια δολάρια αξίας την τελευταία δεκαετία.
Αλλά ακόμη και όταν οι αμυντικοί δεσμοί με τις Ηνωμένες Πολιτείες μεγαλώνουν, η Ινδία δεν πρόκειται να τερματίσει τις μακροχρόνιες σχέσεις της με την Ρωσία και το να αναγνωριστεί αυτό είναι κομμάτι της συνεργασίας με το Νέο Δελχί. Πράγματι, η Ρωσία παραμένει σημαντικός αμυντικός προμηθευτής για την Ινδία, όπως και η Γαλλία και το Ισραήλ˙ η Ινδία απλώς διαφοροποιεί τα στρατηγικά στοιχήματά της με το να κάνει δουλειές με πολλούς εταίρους. Η Ινδία παράγει επίσης όλο και περισσότερο τις δικές της προηγμένες αμυντικές τεχνολογίες, αντί να τις εισάγει. Αν και αντικατέστησε πρόσφατα το γηρασμένο αεροπλανοφόρο της με μια πολύ καθυστερημένη συμφωνία με την Ρωσία το 2013, έχει τώρα ένα δεύτερο υπό κατασκευή, που αναπτύχθηκε και κατασκευάστηκε εγχωρίως, αν και μπορεί να μην είναι έτοιμο ούτε σε μια δεκαετία. Η Ινδία έχει ένα τρίτο αεροπλανοφόρο προγραμματισμένο για κατασκευή, επίσης εγχωρίως, και σχεδιάζει να προσθέσει τουλάχιστον τρία πυρηνοκίνητα υποβρύχια στον στόλο της. Στην πραγματικότητα, σε μια σημαντική απόκλιση από το παρελθόν, η χώρα έχει αρχίσει να εξάγει στρατιωτικό εξοπλισμό σε άλλες χώρες της περιοχής. Η Ινδία άρχισε να μεταφέρει μια σειρά πλοίων ναυτικής περιπολίας στον Μαυρίκιο το 2015, και έχει συζητήσει με το Βιετνάμ για να του πουλήσει πυραύλους κρουζ.
Μια Ινδία με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση, πρόθυμη να διαμορφώσει -και όχι απλά να αντιδράσει σε- παγκόσμια γεγονότα, έχει ήδη κάνει την παρουσία της αισθητή διπλωματικά. Δείτε την κλιματική αλλαγή. Στις μακρόπνοες πολυμερείς διαπραγματεύσεις για το κλίμα, η Ινδία προχώρησε σε λιγότερο από μια δεκαετία από το να παίζει αμυντικά στο να αναλάβει ηγετικό ρόλο στην διαμόρφωση της ατζέντας για το παγκόσμιο κλίμα. Επί χρόνια, η Ινδία αρνιόταν να δεχθεί προτάσεις για περιορισμό των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Οι Ινδοί έκριναν ότι ήταν άδικο το ότι η αναπτυγμένη Δύση επιζητούσε περικοπές από την αναπτυσσόμενη Ινδία, μια χώρα με ιστορικά μικρή συμβολή στην κλιματική αλλαγή, χαμηλές κατά κεφαλήν εκπομπές και μεγάλες μελλοντικές αναπτυξιακές ανάγκες. Ωστόσο, κατά την διάσκεψη του Παρισιού για το κλίμα το 2015, προέκυψε μια νέα ινδική στάση. Μαζί με τον François Hollande, τότε πρόεδρο της Γαλλίας, ο Modi ανακοίνωσε μια νέα διεθνή συμμαχία ηλιακής ενέργειας με έδρα την Ινδία, με έμφαση στην προώθηση της ταχείας ανάπτυξης της ηλιακής ενέργειας και στη μείωση του κόστους χρηματοδότησης και ανάπτυξης. Δεδομένου του φιλόδοξου και δαπανηρού στόχου της Ινδίας να αυξήσει την εγχώρια παραγωγή ηλιακής ενέργειας στα 100 gigawatt έως το 2022, η συμμαχία επέτρεψε στην Ινδία να αναλάβει έναν διεθνή ηγετικό ρόλο που συμπληρώνει τα προϋπάρχοντα οικιακά ενεργειακά σχέδιά της. Η συμφωνία του Παρισιού παρουσίασε ένα διαφορετικό στυλ ινδικής διπλωματίας -αυτή δεν ήταν η Ινδία που βοήθησε να βουλιάξουν οι διαπραγματεύσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου [9] της Ντόχα το 2008, αλλά μια νέα Ινδία που λύνει προβλήματα.
Στην άμυνα και την ασφάλεια, η Ινδία έχει ενισχύσει τις ικανότητές της κατά την τελευταία δεκαετία σε τέτοιο βαθμό ώστε οι Αμερικανοί υπουργοί Άμυνας να αναφέρονται συνήθως στην Ινδία ως καθαρό πάροχο περιφερειακής ασφάλειας. Οι ναυτικές φιλοδοξίες της Ινδίας, ειδικά ο στόχος της υπεροχής στον Ινδικό Ωκεανό, είναι μια απάντηση στην πιο ισχυρή παρουσία της Κίνας σε ολόκληρη τη Νότια Ασία. Η εντατική αναπτυξιακή βοήθεια του Πεκίνου στο Μπαγκλαντές, τις Μαλδίβες, την Σρι Λάνκα και ιδιαίτερα στο Πακιστάν -καθώς και μια νέα στρατιωτική βάση στο Τζιμπουτί- έχουν επεκτείνει την εμβέλεια της Κίνας στον Ινδικό Ωκεανό. Μια απόφαση του 2012 ανέβασε τις απαιτήσεις του ινδικού ναυτικού σε 198 πλοία από το προηγούμενο επίπεδο των 138. Το 2015, το Νέο Δελχί κατέληξε σε μια συμφωνία με τις Σεϋχέλλες για να φιλοξενήσει την πρώτη του υπερπόντια στρατιωτική βάση. Την ίδια χρονιά, η Ινδία πήρε τα ηνία στο να διασώσει περίπου 1.000 ξένους πολίτες από 41 χώρες που είχαν απομονωθεί στην Υεμένη, συμπεριλαμβανομένων Αμερικανών. Και όταν η Ιαπωνία προσχώρησε στην Ινδία και στις Ηνωμένες Πολιτείες εκείνη την χρονιά ως μόνιμος συμμετέχων στις ετήσιες ναυτικές ασκήσεις του Malabar, η Ινδία μπόρεσε να παρουσιάσει τα πολεμικά της πλοία, τα αεροπλάνα και τα υποβρύχιά της δίπλα στις δύο ισχυρότερες δημοκρατίες της περιοχής Ασίας-Ειρηνικού.
Ενώ εμβαθύνει τους δεσμούς του με την Δύση, το Νέο Δελχί έχει επίσης δείξει αποφασιστικότητα στο να επενδύσει σε εναλλακτικούς διεθνείς οργανισμούς κατά την διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας. Η Ινδία δεν επιδιώκει να ανατρέψει την παγκόσμια τάξη˙ αντίθετα, θέλει απλώς θεσμοί όπως το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, η Οικονομική Συνεργασία Ασίας-Ειρηνικού (APEC), η Παγκόσμια Τράπεζα, το ΔΝΤ, η Ομάδα Πυρηνικών Προμηθευτών και άλλοι να επεκταθούν για να την περιλάβουν. Αλλά καθώς η μεταρρύθμιση αυτών των οργανώσεων καθυστερεί, το Νέο Δελχί έχει βάλει μερικά από τα αυγά του σε άλλα καλάθια. Δείτε τις BRICS, που περιλαμβάνουν την Βραζιλία, την Ρωσία, την Ινδία, την Κίνα και τη Νότια Αφρική. Σε λιγότερο από μια δεκαετία, η ομάδα έχει γίνει ένα σημαντικό διπλωματικό φόρουμ και έχει πετύχει περισσότερα από όσα ανέμεναν οι περισσότεροι παρατηρητές. Κατά την σύνοδο κορυφής του 2012, οι χώρες BRICS άρχισαν συζητήσεις για τη Νέα Τράπεζα Ανάπτυξης (New Development Bank) -η οποία ανακοίνωσε τα πρώτα της δάνεια το 2016- ένα θεσμικό όργανο στο οποίο οι πέντε αυτές χώρες θα μπορούσαν να έχουν ίση φωνή, σε αντίθεση με την δυσανάλογα χαμηλή εκπροσώπησή τους στην Παγκόσμια Τράπεζα και το ΔΝΤ. Και το 2014, συμφώνησαν να διαμορφώσουν την Συμφωνία Αποθεματικών Συναλλαγών BRICS (BRICS Contingent Reserve Arrangement), μια εναλλακτική προς την στήριξη του ΔΝΤ σε περιόδους οικονομικής κρίσης. Η Ινδία υποστήριξε επίσης την υπό κινεζική ηγεσία Ασιατική Τράπεζα Επενδύσεων Υποδομών (Asian Infrastructure Investment Bank, ΑΙΙΒ) και τώρα είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος συνεισφέρων κεφάλαια στην τράπεζα.
Το 2017, η Ινδία προσχώρησε επίσης στον Οργανισμό Συνεργασίας της Σαγκάης και διατηρεί ενεργή παρουσία σε άλλους θεσμούς πολύ έξω από την τροχιά των Ηνωμένων Πολιτειών, όπως η Διάσκεψη για την Αλληλεπίδραση και τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης στην Ασία (Conference on Interaction and Confidence Building Measures in Asia). Αν και η κορυφαία προτεραιότητα του Νέου Δελχί παραμένει το να αποκτήσει μια θέση ανάλογη με το μέγεθος και το βάρος του μέσα στους παραδοσιακούς παγκόσμιους οργανισμούς που εξακολουθούν να κυριαρχούνται από την Δύση, η Ινδία έχει δείξει ότι είναι επίσης πρόθυμη να βοηθήσει στην οικοδόμηση άλλων χώρων για να αποκτήσει μεγαλύτερη φωνή. Η Ινδία θα συνεχίσει πιθανώς να διατηρεί αυτή την διαφορετική σειρά σχέσεων, ακόμη και καθώς ενισχύει τους δεσμούς της με τις Ηνωμένες Πολιτείες˙ ανεξάρτητα από αυτό, το να αποκτήσει το Νέο Δελχί την θέση που δικαιούται στα μεγάλα Δυτικά διεθνή φόρουμ θα βοηθούσε, αντί να εμποδίζει, τα συμφέροντα των ΗΠΑ. Σε μια εποχή που ο διεθνής συντονισμός έχει καταστεί πολύ πιο περίπλοκος, η αύξηση του αριθμού των νέων οργανισμών δημιουργεί ευκαιρίες «forum-shopping», όπως υποστήριξε ο πολιτικός επιστήμονας Daniel Drezner και άλλοι. Περισσότερα φόρουμ και περισσότερες επιλογές καθιστούν πιο δύσκολο το να γίνουν πράγματα διεθνώς -και επίσης μειώνουν την επιρροή της Ουάσινγκτον.
Διαδοχικές αμερικανικές διοικήσεις θεωρούν την σχέση με την Ινδία ως μια από τις μεγάλες στρατηγικές ευκαιρίες των Ηνωμένων Πολιτειών, που προσφέρει μια δυνατότητα να ξεπεραστούν οι ιστορικές διαφορές και να ενισχυθούν οι δεσμοί με μια ταχέως αναπτυσσόμενη αγορά, ένας σταθερός πυλώνας σε μια ταραγμένη περιοχή, και μια μεγάλη χώρα που μπορεί να προσφέρει ισορροπία ισχύος στην Ασία και ένα προπύργιο κατά της κυριαρχίας της Κίνας. Η διοίκηση του George W. Bush προσπάθησε να επαναπροσδιορίσει την σχέση μεταξύ ΗΠΑ και Ινδίας, επιτυγχάνοντας μια συμφωνία το 2005 σχετικά με την πολιτική πυρηνική συνεργασία, γεφυρώνοντας αυτό που ήταν μια διαφωνία 30 ετών σχετικά με τη μη διάδοση [των πυρηνικών]. Η κυβέρνηση Obama συνέχισε αυτή την δυναμική, με διάφορες προσπάθειες για την επέκταση της αμυντικής, οικονομικής και διπλωματικής συνεργασίας. Ωστόσο, οι κοινοί στόχοι δεν μεταφράζονται πάντα σε κοινές προσεγγίσεις. Τέτοια ήταν η περίπτωση της προσάρτησης της Κριμαίας από την Ρωσία: Οι Ινδοί αξιωματούχοι βάδισαν σε τεντωμένο σχοινί, λέγοντας ελάχιστα δημοσίως για το θέμα εκτός από ένα ανώδυνο tweet από έναν εκπρόσωπο του Υπουργείου Εξωτερικών («παρακολουθούμε στενά την ταχέως εξελισσόμενη κατάσταση και ελπίζουμε για μια ειρηνική λύση») αντί να καταδικάσουν ξεκάθαρα την παραβίασης της ουκρανικής κυριαρχίας από την Ρωσία.
Στα ερωτήματα σχετικά με την μεγάλη στρατηγική (grand strategy), η επιθυμία της Ινδίας να αναγνωριστεί ως μια μεγάλη παγκόσμια δύναμη περιλαμβάνει μια ανεξίτηλη δέσμευση στις δικές της ιδέες περί αυτονομίας. Αν και το Νέο Δελχί έχει μετατοπιστεί κατά την διάρκεια των ετών από την αντανακλαστική ουδετερότητα σε μια πρόσφατη φιλοσοφία «στρατηγικής αυτονομίας» και στο όραμα της σημερινής ινδικής κυβέρνησης ότι «ο κόσμος είναι μια οικογένεια» (από την σανσκριτική φράση vasudhaiva kutumbakam), το συνδετικό νήμα παραμένει η πολιτική ανεξαρτησία. Αλλά αυτή η αίσθηση της ανεξαρτησίας μπορεί μερικές φορές να έρχεται σε σύγκρουση με την τάση των Ηνωμένων Πολιτειών να πιστεύουν ότι οι εταίροι και οι σύμμαχοί τους πρέπει να τις υποστηρίζουν στα πάντα. Μέρος του προβλήματος είναι ότι η Ουάσινγκτον δεν έχει ένα πρότυπο για μια στενή σχέση άμυνας εκτός των υποχρεώσεων που είναι εγγενείς σε μια επίσημη συμμαχία. Ο ορισμός της Ινδίας από την κυβέρνηση των ΗΠΑ ως «σημαντικός αμυντικός εταίρος» -ένα καθεστώς που δημιουργήθηκε και αναγνωρίστηκε μόνο στην Ινδία ως ένα μέσο για να διευκολυνθεί η προωθημένη αμυντική συνεργασία- απεικονίζει αυτή τη μοναδική κατάσταση, και σηματοδοτεί την αρχή ενός νέου τρόπου σκέψης μέσω αυτής σχέση. Παρόλο που το Νέο Δελχί επιδιώκει βαθύτερους δεσμούς, συμπεριλαμβανομένης της απόκτησης της τεχνολογίας των ΗΠΑ, οι Ινδοί δεν θέλουν να δεσμεύσουν τους εαυτούς τους σε κάθε πρωτοβουλία υπό την ηγεσία των ΗΠΑ σε όλο τον κόσμο. Υπάρχει μια διαφορά μεταξύ του να είναι «φυσικοί σύμμαχοι», σύμφωνα με τα λόγια του πρώην πρωθυπουργού της Ινδίας, Atal Bihari Vajpayee, και των εκτενών δεσμεύσεων μιας επίσημης συμμαχίας. Το Νέο Δελχί επιδιώκει την ρητορική άνθηση του πρώτου χωρίς τις περιοριστικές προσδοκίες του δεύτερου.
Δεδομένου ότι τα συμφέροντα των ΗΠΑ και της Ινδίας συγκλίνουν σε όλη την Ασία, οι στρατιωτικοί δεσμοί μεταξύ των δύο χωρών αναμφίβολα θα βαθύνουν. Όμως, οι πολιτικοί των ΗΠΑ θα πρέπει να διαχειριστούν τις προσδοκίες τους και να μην απογοητεύονται όταν η Ινδία, για παράδειγμα, βελτιώνει τους δεσμούς της με το Ιράν. Προκειμένου να αποφευχθούν απογοητεύσεις με τις αναπόφευκτες αποστάσεις της Ινδίας από τις προτιμήσεις των ΗΠΑ, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να πλαισιώνουν την σχέση τους με την Ινδία με διαφορετικό τρόπο, θεωρώντας την περισσότερο ως εμπορική κοινοπραξία παρά ως μια παραδοσιακή συμμαχία. Αυτό θα σήμαινε τη μόνωση των κοινών πρωτοβουλιών από τομείς διαφωνίας, όπως η πολιτική έναντι του Ιράν ή οι δεσμοί με την Ρωσία.
Στα οικονομικά, επίσης, η Ουάσιγκτον κατά καιρούς διαφέρει έντονα από το Νέο Δελχί, παρά την δέσμευση των δύο πλευρών να επεκτείνουν το διμερές εμπόριο. Πράγματι, η Ινδία ποτέ δεν δίστασε να χαλάσι την παγκόσμια συναίνεση για να προστατεύσει τα αντιληπτά οικονομικά συμφέροντά της. Πριν από μια δεκαετία, το Νέο Δελχί και το Πεκίνο συνήθιζαν να προστατεύουν τους γεωργικούς τους τομείς, οδηγώντας στο αδιέξοδο του Ιουλίου 2008 που τερμάτισε τον γύρο των διαπραγματεύσεων του διεθνούς εμπορίου της Ντόχα. Στην συνέχεια, το 2014, η Ινδία αποσύρθηκε από την Συμφωνία Διευκόλυνσης του Εμπορίου (Trade Facilitation Agreement), η οποία επιδίωκε τη μείωση της γραφειοκρατίας, παρά το γεγονός ότι είχε συμφωνήσει προηγουμένως. Χρειάστηκαν εκτεταμένες συνομιλίες για την αναζωογόνηση της συμφωνίας. Πιο πρόσφατα, ο ινδικός ισχυρός τομέας της τεχνολογίας της πληροφορικής ανύψωσε το εμπόριο στις υπηρεσίες στην κορυφή της ατζέντας των οικονομικών διαπραγματεύσεων της Ινδίας, καθώς ένας τρόπος παροχής υπηρεσιών πληροφορικής είναι η εκτέλεση εργασιών επί τόπου -συμπεριλαμβανομένου και σε άλλη χώρα. Το Νέο Δελχί πιέζει άλλες χώρες να δεχτούν μεγαλύτερο αριθμό Ινδών προσωρινά εργαζομένων, ενώ παραμένει ανθιστάμενο στο περαιτέρω άνοιγμα της δικής του αγοράς για αγαθά και υπηρεσίες. Το 2016, η Ινδία κατέθεσε μια επίσημη καταγγελία εναντίον των Ηνωμένων Πολιτειών στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου σχετικά με τις αυξήσεις των τελών θεώρησης ταξιδίου (visa) που η Ινδία ισχυρίστηκε ότι θα πλήξει ιδιαίτερα τους εργαζομένους της στον τομέα της πληροφορικής˙ το αποτέλεσμα θα αποτελέσει προηγούμενο για την διαχείριση της κινητικότητας των εργαζομένων ανά την υφήλιο.
Παρά τις διαφωνίες αυτές, υπάρχει αρκετό περιθώριο για πρόοδο στις οικονομικές σχέσεις. Οι παγκόσμιες φιλοδοξίες της Ινδίας στηρίζονται στην σταθερή οικονομική ανάπτυξη και γι’ αυτό η Ινδία πρέπει να συντηρήσει συνεχιζόμενες μεταρρυθμίσεις. Ενώ είναι μόνο η πολιτική διαδικασία της Ινδίας που θα καθορίσει την τροχιά αυτών των προσπαθειών, οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν και πρέπει να κάνουν καλύτερη δουλειά συμπεριλαμβάνοντας την Ινδία στα διεθνή δίκτυα που συμβάλλουν στην οικονομική ανάπτυξη και την δημιουργία θέσεων εργασίας. Ιστορικά, δεκαετίες αυτάρκειας και σχετικά μικρής οικονομίας απέκλεισαν την Ινδία από παραγωγικούς οικονομικούς θεσμούς όπως ο APEC, ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) και ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας (IEA) -όλοι φορείς που καθορίζουν πρότυπα και παρέχουν έναν ουσιαστικό τόπος συνεργασίας για το εμπόριο, την ανάπτυξη και την οικονομική πολιτική.
Δεδομένου του μεγέθους της οικονομίας της Ινδίας, έχει περάσει ο καιρός που η χώρας έπρεπε να εισέλθει σε τέτοιους θεσμούς που καθορίζουν την ατζέντα. Ένας APEC από τον οποίο λείπει η τρίτη μεγαλύτερη οικονομία της Ασίας στερείται νομιμοποίησης και έχει λίγη οικονομική σημασία. Η Ουάσινγκτον θα πρέπει να υποστηρίξει την ένταξη της Ινδίας, κάτι που μέχρι στιγμής απέφυγε να κάνει. Το ίδιο ισχύει και για τον ΟΟΣΑ, ιδίως επειδή η Ινδία έχει αναδειχθεί ως σημαντικός χορηγός αναπτυξιακής βοήθειας σε όλη τη Νότια Ασία και την Αφρική. Τα τελευταία χρόνια, ο ΟΟΣΑ δημιούργησε μια κατηγορία κρατών που ονομάζονται «βασικοί εταίροι» -μια ομάδα που περιλαμβάνει την Ινδία, μαζί με την Βραζιλία, την Κίνα και την Ινδονησία- τις οποίες συμβουλεύεται αλλά δεν θεωρεί ως μέλη. Ο αποκλεισμός της Ινδίας από τον ΟΟΣΑ την απομακρύνει επίσης από τον ΙΕΑ, για μυστήριους ιστορικούς λόγους, αποκλείοντας έτσι έναν από τους μεγαλύτερους καταναλωτές ενέργειας στον κόσμο. Εάν η Ομάδα των 7 πρόκειται να παραμείνει κεντρικός θεσμός που καθορίζει την οικονομική ατζέντα για τις ηγετικές δημοκρατίες του κόσμου, σε κάποιο σημείο, κι αυτή επίσης, θα το βρει δύσκολο να αιτιολογήσει τον αποκλεισμό της Ινδίας δεδομένου του ταχύτατα αναπτυσσόμενου μεγέθους της ινδικής οικονομίας. Οι ανησυχίες ότι η ένταξη της Ινδίας θα διαταράξει την συναίνεση στους εν λόγω οικονομικούς θεσμούς είναι υπερβολικές, καθώς αυτοί [οι θεσμοί] δεν αποτελούν δεσμευτικά διαπραγματευτικά φόρουμ. Αν μη τι άλλο, το να δοθεί στην Ινδία μια θέση στο τραπέζι θα βοηθήσει να προσελκυστεί στην ομάδα των χωρών που έχουν ήδη δεσμευτεί στην οικονομική ανοικτότητα και την διαφάνεια.
Τέλος, στο μέτωπο της ασφάλειας, η Ινδία έχει δίκιο να θεωρεί ότι η συνεχιζόμενη εξαίρεσή της από μια μόνιμη έδρα στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών είναι άδικη, δεδομένου του πληθυσμού της και της συμβολής της στις ειρηνευτικές αποστολές των Ηνωμένων Εθνών [12] (η Ινδία είναι από τους κορυφαίους συνεισφέροντες στρατεύματα ετησίως). Η Ουάσινγκτον πρέπει να επιδιώξει να τηρήσει την υπόσχεσή της να εργαστεί για τη μόνιμη ένταξη της Ινδίας «σε ένα μεταρρυθμισμένο και διευρυμένο» Συμβούλιο Ασφαλείας, όπως υποσχέθηκε ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα ενώπιον του ινδικού κοινοβουλίου το 2010. Η προώθηση της ένταξης της Ινδίας θα μπορούσε να προκαλέσει προκλήσεις σε πολλές θέσεις των ΗΠΑ, αλλά η άποψη των Ινδών διπλωματών για μερικά από τα πιο δύσκολα προβλήματα του κόσμου, αξίζει να ακουστεί στο ίδιο δωμάτιο με τις απόψεις της Κίνας, της Γαλλίας, της Ρωσίας και του Ηνωμένου Βασιλείου. Δυστυχώς, το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών δεν έχει εμβαθύνει στο ζήτημα της διεύρυνσής του από τότε που ο Ομπάμα πρωτο-εξέφρασε την υποστήριξή του για την ένταξη της Ινδίας. Η μεταρρύθμιση έχει κρατηθεί όμηρος ανταγωνιστικών απαιτήσεων από άλλες άξιες χώρες -όπως η Βραζιλία, η Γερμανία και η Ιαπωνία- για να μην αναφέρουμε την έλλειψη συναίνεσης σχετικά με το μέγεθος της διεύρυνσης και αν τα νέα μόνιμα μέλη θα πρέπει να έχουν βέτο. Ακόμα κι αν ο ΟΗΕ εξακολουθεί να μαστίζεται από αδράνεια, υπάρχουν πολλά άλλα φόρουμ όπου η Ινδία θα μπορούσε να συμβάλει, με λίγη βοήθεια από την Ουάσινγκτον.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να κάνουν καλύτερη δουλειά στο να κανονικοποιήσουν την πραγματικότητα της ανόδου της Ινδίας και να υπογραμμίσουν ξεκάθαρα την σημασία της χώρας για τα εθνικά συμφέροντα των ΗΠΑ και για τον κόσμο, ακριβώς όπως η Ουάσινγκτον θεωρεί την σημασία πολλών στενών Ευρωπαίων εταίρων της. Παρά τις πολιτικές τους διαφορές, τόσο ο Modi όσο και ο προκάτοχός του, Singh, μοιράστηκαν μια πεποίθηση: Ότι για την Ινδία στην παγκόσμια σκηνή, «ήρθε η ώρα». Η Ουάσινγκτον πρέπει να αγκαλιάσει -και όχι απλά να περιμένει- την άφιξή της.
http://foreignaffairs.gr/articles/71905/
Μια Ινδία με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση έχει ήδη αρχίσει να διαμορφώνει την παγκόσμια ατζέντα για την κλιματική αλλαγή, την καθαρή ενέργεια και την κινητικότητα των εργαζομένων. Και παρακινημένη από την ολοένα και πιο θεληματική περιφερειακή στάση της Κίνας, η Ινδία έχει επιταχύνει τις δικές της στρατιωτικές ικανότητες. Η Ινδία διαμαρτύρεται εδώ και καιρό για το γεγονός ότι παρά το μέγεθός της και την δημοκρατία της, ο κόσμος δεν την θεωρεί σημαντική δύναμη. Σε αντίθεση με την Κίνα, δεν έχει μια πολυπόθητη μόνιμη έδρα στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Λαμβάνοντας υπόψη την αναπτυσσόμενη οικονομία της Ινδίας και τις ενισχυμένες στρατιωτικές δυνατότητές της, οι Ινδοί ηγέτες πιέζουν για μια «αρμόζουσα θέση στα παγκόσμια συμβούλια», όπως το έθεσε ο πρώην πρωθυπουργός Manmohan Singh. Υπό τον νυν πρωθυπουργό Narendra Modi [6], η Ινδία έχει αρχίσει να θεωρεί τον εαυτό της ως μια «ηγετική δύναμη», θέτοντας προφανείς αξιώσεις για μια νέα, πιο κεντρική θέση στον κόσμο.
Καθώς η Ινδία αφήνει πίσω της κάποια από την παλιά της αμυντικότητα στην παγκόσμια σκηνή, ένα φθίνον χαρακτηριστικό της κοσμοθεωρίας της περί ανεξαρτησίας, είναι καιρός η πολιτική των ΗΠΑ να εξελιχθεί επίσης. Οι σχέσεις μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ινδίας απέχουν πολύ από τις ημέρες στις οποίες ο διπλωμάτης και ιστορικός Dennis Kux μπορούσε να γράψει για τις δυο τους ότι είναι «αποξενωμένες δημοκρατίες», και οι δύο χώρες μιλούν τώρα για το ότι είναι «στρατηγικοί εταίροι» -μια σχέση συνεργασίας, αλλά όχι μια επίσημη συμμαχία. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, δεν έχει ακόμη διατυπώσει πλήρως τα σχέδιά του για τις σχέσεις με την Ινδία, αν και παρατήρησε τον Ιούνιο ότι «ποτέ δεν φαίνονταν πιο φωτεινές», και σε μια απόκλιση από το «βιβλίο οδηγιών» της Ουάσινγκτον, ζήτησε ρητά από την Ινδία να κάνει περισσότερα για την οικονομική ανάπτυξη στο Αφγανιστάν. Καθώς ο πρόεδρος και η ομάδα του το παλεύουν με την άνοδο της Ινδίας, θα πρέπει να επαναπροσδιορίσουν την σχέση ΗΠΑ-Ινδίας για να διαχειριστούν καλύτερα τις διαφορές με μια δύναμη που αξιολογεί πάνω απ’ όλα την ανεξαρτησία της σχετικά με τις πολιτικές της. Και πρέπει να αντιμετωπίσουν την ανισότητα του αποκλεισμού της Ινδίας από τους μεγάλους θεσμούς της παγκόσμιας διακυβέρνησης, προωθώντας την ένταξη της Ινδίας και δίνοντας στο Νέο Δελχί μια από μακρού χρόνου οφειλόμενη θέση στο τραπέζι.
Η συνεργασία με μια αναδυόμενη Ινδία δεν θα είναι πάντα εύκολη. Η χώρα εξακολουθεί να προστατεύει έντονα την ανεξαρτησία της πολιτικής της, αποφεύγει τις επίσημες συμμαχίες και εξακολουθεί να είναι διατεθειμένη να χαλάσει την παγκόσμια συναίνεση, όπως διαβοήτως έκανε σε εμπορικές διαπραγματεύσεις. Μπορεί να είναι στενός συνεργάτης στην άμυνα, αλλά όχι στο γνωστό πρότυπο των περισσότερων συμμαχιών των ΗΠΑ. Η Ινδία επιθυμεί μια βελτιωμένη εμπορική και οικονομική σχέση, αλλά δεν θα είναι εύκολο να πεισθεί από τις παρακλήσεις των ΗΠΑ για αυξημένη πρόσβαση στην αγορά [της]. Ωστόσο, οι Δημοκρατικές και Ρεπουμπλικανικές διοικήσεις έχουν δώσει προτεραιότητα στην σφυρηλάτηση στενότερων δεσμών με το Νέο Δελχί, δικαίως θεωρώντας μια στενότερη σχέση ως μια ψήφο υπέρ της σημασίας της δημοκρατίας και ένα στοίχημα για την κοινή ευημερία και την σταθερότητα στην Ασία.
Όπως και με την Κίνα, η οικονομία βρίσκεται στο επίκεντρο του παγκόσμιου μετασχηματισμού της Ινδίας. Ενώ πολλοί έξω από την Ινδίας γνωρίζουν τις μεγάλες δυνατότητες της χώρας, λίγοι γνωρίζουν ότι η ινδική οικονομία, με ΑΕΠ άνω των 2 τρισεκατομμυρίων δολαρίων σε τρέχουσες συναλλαγματικές ισοτιμίες, έχει ξεπεράσει τις οικονομίες του Καναδά και της Ιταλίας (αμφότερες μέλη του G-7). Οι προβλέψεις της κυβέρνησης των ΗΠΑ προσδοκούν ότι η Ινδία θα είναι η τρίτη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο έως το 2029, κάτω μόνο από την Κίνα και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η επιβράδυνση στην Κίνα και η συρρίκνωση στην Βραζιλία και την Ρωσία έχουν αυξήσει το μερίδιο του Ινδικού ΑΕΠ σε παγκόσμιο επίπεδο, όπως μετράται από την ισοτιμία αγοραστικής δύναμης, το οποίο οι προβολές του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) δείχνουν ότι θα υπερβεί το 8% έως το 2020- πάνω από το αντίστοιχο της Ιαπωνίας το 1995 και εκείνο της Κίνας το 2000. Εάν ο κόσμος γενικά δεν βλέπει την Ινδία ως παρόμοια με εκείνες τις οικονομικές ατμομηχανές, οι διευθύνοντες σύμβουλοι σε ολόκληρο τον κόσμο το κάνουν: Μια έρευνα που πραγματοποίησε το 2016 η εταιρεία KPMG διαπίστωσε ότι η Ινδία είχε ανεβεί τέσσερις θέσεις για να γίνει η κορυφαία επιλογή τους για αναπτυξιακές ευκαιρίες τα επόμενα τρία χρόνια.
Το μέγεθος της Ινδίας και η νεανική δημογραφία της προσφέρουν την προοπτική μιας τεράστιας οικονομικής ανάπτυξης. Σύμφωνα με εκτιμήσεις των Ηνωμένων Εθνών, η Ινδία θα ξεπεράσει την Κίνα ως η πολυπληθέστερη χώρα του κόσμου περίπου το 2024 και θα το κάνει με έναν πολύ νεανικότερο πληθυσμό. Ο μεγάλος πληθυσμός της Ινδίας σε ηλικία εργασίας θα συνεχίσει να αναπτύσσεται έως το 2050, ενώ η Ιαπωνία, η Κίνα και η δυτική Ευρώπη γερνούν. Μέχρι τότε, η μέση ηλικία στην Ιαπωνία αναμένεται να βρίσκεται στα 53 χρόνια, στην Κίνα στα περίπου 50 και στην δυτική Ευρώπη στα 47. Η μέση ηλικία στην Ινδία θα είναι μόλις στα 37 έτη. Παρόλο που η Ινδία παραμένει η πατρίδα του μεγαλύτερου αριθμού φτωχών στον κόσμο, η μεσαία τάξη της αυξάνεται και σήμερα αποτελείται από περίπου 30 εκατομμύρια (όπως υπολογίζει το Pew Research Center) μέχρι 270 εκατομμύρια άτομα (όπως υπολογίζει το National Council of Applied Economic Research), ανάλογα με το πώς μετράται η «μεσαία τάξη». Μια έκθεση της McKinsey το 2007 υπολόγισε ότι η ινδική μεσαία τάξη, αν ορίζεται ως εκείνη με ετήσιο διαθέσιμο εισόδημα νοικοκυριού ύψους 4.000 δολαρίων έως 22.000 δολαρίων, θα μπορούσε να φουσκώσει στα σχεδόν 600 εκατομμύρια ανθρώπους μέχρι το 2025.
Μια αυξανόμενη μεσαία τάξη ασκεί εξουσία στην αγορά, γεγονός που εξηγεί γιατί γιγαντιαίες πολυεθνικές εταιρείες, από την Apple και την Xiaomi μέχρι την Bosch και την Whirlpool, έχουν την Ινδία στο σκόπευτρό τους: Και οι τέσσερις κατασκευάζουν προϊόντα στην Ινδία για την αναπτυσσόμενη ινδική αγορά. Η Ινδία ξεπέρασε την Κίνα ως η μεγαλύτερη αγορά μοτοσυκλετών και σκούτερ παγκοσμίως το 2016, αλλά έχει επίσης γίνει ένας παγκόσμιος κόμβος για την κατασκευή αυτοκινήτων, παράγοντας σχεδόν ένα στα τρία μικρά αυτοκίνητα που πωλούνται παγκοσμίως. Η Ινδία δεν έρχεται ακόμα στο μυαλό ως μεγάλος παραγωγός αυτοκινήτων, αλλά η Ford, η Hyundai, η Maruti Suzuki και η Tata κατασκευάζουν αυτοκίνητα εκεί. Συλλογικά, η ινδική αυτοκινητοβιομηχανία κατάφερε να κατασκευάσει μόνο ελαφρώς λιγότερα αυτοκίνητα το 2016 από ό, τι η Νότια Κορέα και περισσότερα από όσα το Μεξικό, αμφότερα μεγάλα έθνη παραγωγής αυτοκινήτων. Παρόλο που η Ινδία χρειάζεται να κάνει περισσότερα για να αναπτύξει την μεταποιητική της βάση, οι εξελίξεις της στην αυτοκινητοβιομηχανία αντιπροσωπεύουν μια απόλυτη μεταβολή σε σχέση με πριν από μόλις 15 χρόνια.
Όλο και περισσότερο, η Ινδία μεταφράζει την οικονομική της ισχύ σε στρατιωτική ισχύ. Λογίζει ήδη τον εαυτό της ως μέλος ενός επίλεκτου κλαμπ χωρών με προηγμένη τεχνολογία στον τομέα της άμυνας, συμπεριλαμβανομένου ενός προγράμματος πυρηνικών όπλων [8]. Η Ινδία είναι επίσης μια διαστημική δύναμη: Έστειλε μια ανιχνευτική συσκευή στο φεγγάρι το 2008 και έχει άλλη μια υπό κατασκευή, και το 2014 έβαλε ένα όχημα σε τροχιά γύρω από τον Άρη (με ένα κλάσμα του κόστους του τελευταίου δορυφόρου της NASA στον Άρη). Με την στόχευσή του στο να υπερέχει στον Ινδικό Ωκεανό, το Νέο Δελχί ενισχύει τους αμυντικούς δεσμούς του με τις χώρες της περιοχής και δημιουργεί ένα ναυτικό ανοικτής θαλάσσης. Σύμφωνα με το International Institute for Strategic Studies, η Ινδία έχει τώρα δύναμη περίπου 1,4 εκατομμυρίων στρατιωτών εν ενεργεία και σχεδόν 1,2 εκατομμυρίων σε εφεδρεία. Το Stockholm International Peace Research Institute εκτιμά ότι η Ινδία έγινε ο πέμπτος μεγαλύτερος στρατιωτικός δαπανών στον κόσμο το 2016, μπροστά από την Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Ούσα ο παγκόσμιος κορυφαίος εισαγωγέας στρατιωτικού εξοπλισμού τα τελευταία πέντε χρόνια, η Ινδία έχει επιταχύνει τις προμήθειές της από εταιρείες των ΗΠΑ, από το ουσιαστικά μηδέν σε πάνω από 15 δισεκατομμύρια δολάρια αξίας την τελευταία δεκαετία.
Αλλά ακόμη και όταν οι αμυντικοί δεσμοί με τις Ηνωμένες Πολιτείες μεγαλώνουν, η Ινδία δεν πρόκειται να τερματίσει τις μακροχρόνιες σχέσεις της με την Ρωσία και το να αναγνωριστεί αυτό είναι κομμάτι της συνεργασίας με το Νέο Δελχί. Πράγματι, η Ρωσία παραμένει σημαντικός αμυντικός προμηθευτής για την Ινδία, όπως και η Γαλλία και το Ισραήλ˙ η Ινδία απλώς διαφοροποιεί τα στρατηγικά στοιχήματά της με το να κάνει δουλειές με πολλούς εταίρους. Η Ινδία παράγει επίσης όλο και περισσότερο τις δικές της προηγμένες αμυντικές τεχνολογίες, αντί να τις εισάγει. Αν και αντικατέστησε πρόσφατα το γηρασμένο αεροπλανοφόρο της με μια πολύ καθυστερημένη συμφωνία με την Ρωσία το 2013, έχει τώρα ένα δεύτερο υπό κατασκευή, που αναπτύχθηκε και κατασκευάστηκε εγχωρίως, αν και μπορεί να μην είναι έτοιμο ούτε σε μια δεκαετία. Η Ινδία έχει ένα τρίτο αεροπλανοφόρο προγραμματισμένο για κατασκευή, επίσης εγχωρίως, και σχεδιάζει να προσθέσει τουλάχιστον τρία πυρηνοκίνητα υποβρύχια στον στόλο της. Στην πραγματικότητα, σε μια σημαντική απόκλιση από το παρελθόν, η χώρα έχει αρχίσει να εξάγει στρατιωτικό εξοπλισμό σε άλλες χώρες της περιοχής. Η Ινδία άρχισε να μεταφέρει μια σειρά πλοίων ναυτικής περιπολίας στον Μαυρίκιο το 2015, και έχει συζητήσει με το Βιετνάμ για να του πουλήσει πυραύλους κρουζ.
Μια Ινδία με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση, πρόθυμη να διαμορφώσει -και όχι απλά να αντιδράσει σε- παγκόσμια γεγονότα, έχει ήδη κάνει την παρουσία της αισθητή διπλωματικά. Δείτε την κλιματική αλλαγή. Στις μακρόπνοες πολυμερείς διαπραγματεύσεις για το κλίμα, η Ινδία προχώρησε σε λιγότερο από μια δεκαετία από το να παίζει αμυντικά στο να αναλάβει ηγετικό ρόλο στην διαμόρφωση της ατζέντας για το παγκόσμιο κλίμα. Επί χρόνια, η Ινδία αρνιόταν να δεχθεί προτάσεις για περιορισμό των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Οι Ινδοί έκριναν ότι ήταν άδικο το ότι η αναπτυγμένη Δύση επιζητούσε περικοπές από την αναπτυσσόμενη Ινδία, μια χώρα με ιστορικά μικρή συμβολή στην κλιματική αλλαγή, χαμηλές κατά κεφαλήν εκπομπές και μεγάλες μελλοντικές αναπτυξιακές ανάγκες. Ωστόσο, κατά την διάσκεψη του Παρισιού για το κλίμα το 2015, προέκυψε μια νέα ινδική στάση. Μαζί με τον François Hollande, τότε πρόεδρο της Γαλλίας, ο Modi ανακοίνωσε μια νέα διεθνή συμμαχία ηλιακής ενέργειας με έδρα την Ινδία, με έμφαση στην προώθηση της ταχείας ανάπτυξης της ηλιακής ενέργειας και στη μείωση του κόστους χρηματοδότησης και ανάπτυξης. Δεδομένου του φιλόδοξου και δαπανηρού στόχου της Ινδίας να αυξήσει την εγχώρια παραγωγή ηλιακής ενέργειας στα 100 gigawatt έως το 2022, η συμμαχία επέτρεψε στην Ινδία να αναλάβει έναν διεθνή ηγετικό ρόλο που συμπληρώνει τα προϋπάρχοντα οικιακά ενεργειακά σχέδιά της. Η συμφωνία του Παρισιού παρουσίασε ένα διαφορετικό στυλ ινδικής διπλωματίας -αυτή δεν ήταν η Ινδία που βοήθησε να βουλιάξουν οι διαπραγματεύσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου [9] της Ντόχα το 2008, αλλά μια νέα Ινδία που λύνει προβλήματα.
Στην άμυνα και την ασφάλεια, η Ινδία έχει ενισχύσει τις ικανότητές της κατά την τελευταία δεκαετία σε τέτοιο βαθμό ώστε οι Αμερικανοί υπουργοί Άμυνας να αναφέρονται συνήθως στην Ινδία ως καθαρό πάροχο περιφερειακής ασφάλειας. Οι ναυτικές φιλοδοξίες της Ινδίας, ειδικά ο στόχος της υπεροχής στον Ινδικό Ωκεανό, είναι μια απάντηση στην πιο ισχυρή παρουσία της Κίνας σε ολόκληρη τη Νότια Ασία. Η εντατική αναπτυξιακή βοήθεια του Πεκίνου στο Μπαγκλαντές, τις Μαλδίβες, την Σρι Λάνκα και ιδιαίτερα στο Πακιστάν -καθώς και μια νέα στρατιωτική βάση στο Τζιμπουτί- έχουν επεκτείνει την εμβέλεια της Κίνας στον Ινδικό Ωκεανό. Μια απόφαση του 2012 ανέβασε τις απαιτήσεις του ινδικού ναυτικού σε 198 πλοία από το προηγούμενο επίπεδο των 138. Το 2015, το Νέο Δελχί κατέληξε σε μια συμφωνία με τις Σεϋχέλλες για να φιλοξενήσει την πρώτη του υπερπόντια στρατιωτική βάση. Την ίδια χρονιά, η Ινδία πήρε τα ηνία στο να διασώσει περίπου 1.000 ξένους πολίτες από 41 χώρες που είχαν απομονωθεί στην Υεμένη, συμπεριλαμβανομένων Αμερικανών. Και όταν η Ιαπωνία προσχώρησε στην Ινδία και στις Ηνωμένες Πολιτείες εκείνη την χρονιά ως μόνιμος συμμετέχων στις ετήσιες ναυτικές ασκήσεις του Malabar, η Ινδία μπόρεσε να παρουσιάσει τα πολεμικά της πλοία, τα αεροπλάνα και τα υποβρύχιά της δίπλα στις δύο ισχυρότερες δημοκρατίες της περιοχής Ασίας-Ειρηνικού.
Ενώ εμβαθύνει τους δεσμούς του με την Δύση, το Νέο Δελχί έχει επίσης δείξει αποφασιστικότητα στο να επενδύσει σε εναλλακτικούς διεθνείς οργανισμούς κατά την διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας. Η Ινδία δεν επιδιώκει να ανατρέψει την παγκόσμια τάξη˙ αντίθετα, θέλει απλώς θεσμοί όπως το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, η Οικονομική Συνεργασία Ασίας-Ειρηνικού (APEC), η Παγκόσμια Τράπεζα, το ΔΝΤ, η Ομάδα Πυρηνικών Προμηθευτών και άλλοι να επεκταθούν για να την περιλάβουν. Αλλά καθώς η μεταρρύθμιση αυτών των οργανώσεων καθυστερεί, το Νέο Δελχί έχει βάλει μερικά από τα αυγά του σε άλλα καλάθια. Δείτε τις BRICS, που περιλαμβάνουν την Βραζιλία, την Ρωσία, την Ινδία, την Κίνα και τη Νότια Αφρική. Σε λιγότερο από μια δεκαετία, η ομάδα έχει γίνει ένα σημαντικό διπλωματικό φόρουμ και έχει πετύχει περισσότερα από όσα ανέμεναν οι περισσότεροι παρατηρητές. Κατά την σύνοδο κορυφής του 2012, οι χώρες BRICS άρχισαν συζητήσεις για τη Νέα Τράπεζα Ανάπτυξης (New Development Bank) -η οποία ανακοίνωσε τα πρώτα της δάνεια το 2016- ένα θεσμικό όργανο στο οποίο οι πέντε αυτές χώρες θα μπορούσαν να έχουν ίση φωνή, σε αντίθεση με την δυσανάλογα χαμηλή εκπροσώπησή τους στην Παγκόσμια Τράπεζα και το ΔΝΤ. Και το 2014, συμφώνησαν να διαμορφώσουν την Συμφωνία Αποθεματικών Συναλλαγών BRICS (BRICS Contingent Reserve Arrangement), μια εναλλακτική προς την στήριξη του ΔΝΤ σε περιόδους οικονομικής κρίσης. Η Ινδία υποστήριξε επίσης την υπό κινεζική ηγεσία Ασιατική Τράπεζα Επενδύσεων Υποδομών (Asian Infrastructure Investment Bank, ΑΙΙΒ) και τώρα είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος συνεισφέρων κεφάλαια στην τράπεζα.
Το 2017, η Ινδία προσχώρησε επίσης στον Οργανισμό Συνεργασίας της Σαγκάης και διατηρεί ενεργή παρουσία σε άλλους θεσμούς πολύ έξω από την τροχιά των Ηνωμένων Πολιτειών, όπως η Διάσκεψη για την Αλληλεπίδραση και τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης στην Ασία (Conference on Interaction and Confidence Building Measures in Asia). Αν και η κορυφαία προτεραιότητα του Νέου Δελχί παραμένει το να αποκτήσει μια θέση ανάλογη με το μέγεθος και το βάρος του μέσα στους παραδοσιακούς παγκόσμιους οργανισμούς που εξακολουθούν να κυριαρχούνται από την Δύση, η Ινδία έχει δείξει ότι είναι επίσης πρόθυμη να βοηθήσει στην οικοδόμηση άλλων χώρων για να αποκτήσει μεγαλύτερη φωνή. Η Ινδία θα συνεχίσει πιθανώς να διατηρεί αυτή την διαφορετική σειρά σχέσεων, ακόμη και καθώς ενισχύει τους δεσμούς της με τις Ηνωμένες Πολιτείες˙ ανεξάρτητα από αυτό, το να αποκτήσει το Νέο Δελχί την θέση που δικαιούται στα μεγάλα Δυτικά διεθνή φόρουμ θα βοηθούσε, αντί να εμποδίζει, τα συμφέροντα των ΗΠΑ. Σε μια εποχή που ο διεθνής συντονισμός έχει καταστεί πολύ πιο περίπλοκος, η αύξηση του αριθμού των νέων οργανισμών δημιουργεί ευκαιρίες «forum-shopping», όπως υποστήριξε ο πολιτικός επιστήμονας Daniel Drezner και άλλοι. Περισσότερα φόρουμ και περισσότερες επιλογές καθιστούν πιο δύσκολο το να γίνουν πράγματα διεθνώς -και επίσης μειώνουν την επιρροή της Ουάσινγκτον.
Διαδοχικές αμερικανικές διοικήσεις θεωρούν την σχέση με την Ινδία ως μια από τις μεγάλες στρατηγικές ευκαιρίες των Ηνωμένων Πολιτειών, που προσφέρει μια δυνατότητα να ξεπεραστούν οι ιστορικές διαφορές και να ενισχυθούν οι δεσμοί με μια ταχέως αναπτυσσόμενη αγορά, ένας σταθερός πυλώνας σε μια ταραγμένη περιοχή, και μια μεγάλη χώρα που μπορεί να προσφέρει ισορροπία ισχύος στην Ασία και ένα προπύργιο κατά της κυριαρχίας της Κίνας. Η διοίκηση του George W. Bush προσπάθησε να επαναπροσδιορίσει την σχέση μεταξύ ΗΠΑ και Ινδίας, επιτυγχάνοντας μια συμφωνία το 2005 σχετικά με την πολιτική πυρηνική συνεργασία, γεφυρώνοντας αυτό που ήταν μια διαφωνία 30 ετών σχετικά με τη μη διάδοση [των πυρηνικών]. Η κυβέρνηση Obama συνέχισε αυτή την δυναμική, με διάφορες προσπάθειες για την επέκταση της αμυντικής, οικονομικής και διπλωματικής συνεργασίας. Ωστόσο, οι κοινοί στόχοι δεν μεταφράζονται πάντα σε κοινές προσεγγίσεις. Τέτοια ήταν η περίπτωση της προσάρτησης της Κριμαίας από την Ρωσία: Οι Ινδοί αξιωματούχοι βάδισαν σε τεντωμένο σχοινί, λέγοντας ελάχιστα δημοσίως για το θέμα εκτός από ένα ανώδυνο tweet από έναν εκπρόσωπο του Υπουργείου Εξωτερικών («παρακολουθούμε στενά την ταχέως εξελισσόμενη κατάσταση και ελπίζουμε για μια ειρηνική λύση») αντί να καταδικάσουν ξεκάθαρα την παραβίασης της ουκρανικής κυριαρχίας από την Ρωσία.
Στα ερωτήματα σχετικά με την μεγάλη στρατηγική (grand strategy), η επιθυμία της Ινδίας να αναγνωριστεί ως μια μεγάλη παγκόσμια δύναμη περιλαμβάνει μια ανεξίτηλη δέσμευση στις δικές της ιδέες περί αυτονομίας. Αν και το Νέο Δελχί έχει μετατοπιστεί κατά την διάρκεια των ετών από την αντανακλαστική ουδετερότητα σε μια πρόσφατη φιλοσοφία «στρατηγικής αυτονομίας» και στο όραμα της σημερινής ινδικής κυβέρνησης ότι «ο κόσμος είναι μια οικογένεια» (από την σανσκριτική φράση vasudhaiva kutumbakam), το συνδετικό νήμα παραμένει η πολιτική ανεξαρτησία. Αλλά αυτή η αίσθηση της ανεξαρτησίας μπορεί μερικές φορές να έρχεται σε σύγκρουση με την τάση των Ηνωμένων Πολιτειών να πιστεύουν ότι οι εταίροι και οι σύμμαχοί τους πρέπει να τις υποστηρίζουν στα πάντα. Μέρος του προβλήματος είναι ότι η Ουάσινγκτον δεν έχει ένα πρότυπο για μια στενή σχέση άμυνας εκτός των υποχρεώσεων που είναι εγγενείς σε μια επίσημη συμμαχία. Ο ορισμός της Ινδίας από την κυβέρνηση των ΗΠΑ ως «σημαντικός αμυντικός εταίρος» -ένα καθεστώς που δημιουργήθηκε και αναγνωρίστηκε μόνο στην Ινδία ως ένα μέσο για να διευκολυνθεί η προωθημένη αμυντική συνεργασία- απεικονίζει αυτή τη μοναδική κατάσταση, και σηματοδοτεί την αρχή ενός νέου τρόπου σκέψης μέσω αυτής σχέση. Παρόλο που το Νέο Δελχί επιδιώκει βαθύτερους δεσμούς, συμπεριλαμβανομένης της απόκτησης της τεχνολογίας των ΗΠΑ, οι Ινδοί δεν θέλουν να δεσμεύσουν τους εαυτούς τους σε κάθε πρωτοβουλία υπό την ηγεσία των ΗΠΑ σε όλο τον κόσμο. Υπάρχει μια διαφορά μεταξύ του να είναι «φυσικοί σύμμαχοι», σύμφωνα με τα λόγια του πρώην πρωθυπουργού της Ινδίας, Atal Bihari Vajpayee, και των εκτενών δεσμεύσεων μιας επίσημης συμμαχίας. Το Νέο Δελχί επιδιώκει την ρητορική άνθηση του πρώτου χωρίς τις περιοριστικές προσδοκίες του δεύτερου.
Δεδομένου ότι τα συμφέροντα των ΗΠΑ και της Ινδίας συγκλίνουν σε όλη την Ασία, οι στρατιωτικοί δεσμοί μεταξύ των δύο χωρών αναμφίβολα θα βαθύνουν. Όμως, οι πολιτικοί των ΗΠΑ θα πρέπει να διαχειριστούν τις προσδοκίες τους και να μην απογοητεύονται όταν η Ινδία, για παράδειγμα, βελτιώνει τους δεσμούς της με το Ιράν. Προκειμένου να αποφευχθούν απογοητεύσεις με τις αναπόφευκτες αποστάσεις της Ινδίας από τις προτιμήσεις των ΗΠΑ, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να πλαισιώνουν την σχέση τους με την Ινδία με διαφορετικό τρόπο, θεωρώντας την περισσότερο ως εμπορική κοινοπραξία παρά ως μια παραδοσιακή συμμαχία. Αυτό θα σήμαινε τη μόνωση των κοινών πρωτοβουλιών από τομείς διαφωνίας, όπως η πολιτική έναντι του Ιράν ή οι δεσμοί με την Ρωσία.
Στα οικονομικά, επίσης, η Ουάσιγκτον κατά καιρούς διαφέρει έντονα από το Νέο Δελχί, παρά την δέσμευση των δύο πλευρών να επεκτείνουν το διμερές εμπόριο. Πράγματι, η Ινδία ποτέ δεν δίστασε να χαλάσι την παγκόσμια συναίνεση για να προστατεύσει τα αντιληπτά οικονομικά συμφέροντά της. Πριν από μια δεκαετία, το Νέο Δελχί και το Πεκίνο συνήθιζαν να προστατεύουν τους γεωργικούς τους τομείς, οδηγώντας στο αδιέξοδο του Ιουλίου 2008 που τερμάτισε τον γύρο των διαπραγματεύσεων του διεθνούς εμπορίου της Ντόχα. Στην συνέχεια, το 2014, η Ινδία αποσύρθηκε από την Συμφωνία Διευκόλυνσης του Εμπορίου (Trade Facilitation Agreement), η οποία επιδίωκε τη μείωση της γραφειοκρατίας, παρά το γεγονός ότι είχε συμφωνήσει προηγουμένως. Χρειάστηκαν εκτεταμένες συνομιλίες για την αναζωογόνηση της συμφωνίας. Πιο πρόσφατα, ο ινδικός ισχυρός τομέας της τεχνολογίας της πληροφορικής ανύψωσε το εμπόριο στις υπηρεσίες στην κορυφή της ατζέντας των οικονομικών διαπραγματεύσεων της Ινδίας, καθώς ένας τρόπος παροχής υπηρεσιών πληροφορικής είναι η εκτέλεση εργασιών επί τόπου -συμπεριλαμβανομένου και σε άλλη χώρα. Το Νέο Δελχί πιέζει άλλες χώρες να δεχτούν μεγαλύτερο αριθμό Ινδών προσωρινά εργαζομένων, ενώ παραμένει ανθιστάμενο στο περαιτέρω άνοιγμα της δικής του αγοράς για αγαθά και υπηρεσίες. Το 2016, η Ινδία κατέθεσε μια επίσημη καταγγελία εναντίον των Ηνωμένων Πολιτειών στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου σχετικά με τις αυξήσεις των τελών θεώρησης ταξιδίου (visa) που η Ινδία ισχυρίστηκε ότι θα πλήξει ιδιαίτερα τους εργαζομένους της στον τομέα της πληροφορικής˙ το αποτέλεσμα θα αποτελέσει προηγούμενο για την διαχείριση της κινητικότητας των εργαζομένων ανά την υφήλιο.
Παρά τις διαφωνίες αυτές, υπάρχει αρκετό περιθώριο για πρόοδο στις οικονομικές σχέσεις. Οι παγκόσμιες φιλοδοξίες της Ινδίας στηρίζονται στην σταθερή οικονομική ανάπτυξη και γι’ αυτό η Ινδία πρέπει να συντηρήσει συνεχιζόμενες μεταρρυθμίσεις. Ενώ είναι μόνο η πολιτική διαδικασία της Ινδίας που θα καθορίσει την τροχιά αυτών των προσπαθειών, οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν και πρέπει να κάνουν καλύτερη δουλειά συμπεριλαμβάνοντας την Ινδία στα διεθνή δίκτυα που συμβάλλουν στην οικονομική ανάπτυξη και την δημιουργία θέσεων εργασίας. Ιστορικά, δεκαετίες αυτάρκειας και σχετικά μικρής οικονομίας απέκλεισαν την Ινδία από παραγωγικούς οικονομικούς θεσμούς όπως ο APEC, ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) και ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας (IEA) -όλοι φορείς που καθορίζουν πρότυπα και παρέχουν έναν ουσιαστικό τόπος συνεργασίας για το εμπόριο, την ανάπτυξη και την οικονομική πολιτική.
Δεδομένου του μεγέθους της οικονομίας της Ινδίας, έχει περάσει ο καιρός που η χώρας έπρεπε να εισέλθει σε τέτοιους θεσμούς που καθορίζουν την ατζέντα. Ένας APEC από τον οποίο λείπει η τρίτη μεγαλύτερη οικονομία της Ασίας στερείται νομιμοποίησης και έχει λίγη οικονομική σημασία. Η Ουάσινγκτον θα πρέπει να υποστηρίξει την ένταξη της Ινδίας, κάτι που μέχρι στιγμής απέφυγε να κάνει. Το ίδιο ισχύει και για τον ΟΟΣΑ, ιδίως επειδή η Ινδία έχει αναδειχθεί ως σημαντικός χορηγός αναπτυξιακής βοήθειας σε όλη τη Νότια Ασία και την Αφρική. Τα τελευταία χρόνια, ο ΟΟΣΑ δημιούργησε μια κατηγορία κρατών που ονομάζονται «βασικοί εταίροι» -μια ομάδα που περιλαμβάνει την Ινδία, μαζί με την Βραζιλία, την Κίνα και την Ινδονησία- τις οποίες συμβουλεύεται αλλά δεν θεωρεί ως μέλη. Ο αποκλεισμός της Ινδίας από τον ΟΟΣΑ την απομακρύνει επίσης από τον ΙΕΑ, για μυστήριους ιστορικούς λόγους, αποκλείοντας έτσι έναν από τους μεγαλύτερους καταναλωτές ενέργειας στον κόσμο. Εάν η Ομάδα των 7 πρόκειται να παραμείνει κεντρικός θεσμός που καθορίζει την οικονομική ατζέντα για τις ηγετικές δημοκρατίες του κόσμου, σε κάποιο σημείο, κι αυτή επίσης, θα το βρει δύσκολο να αιτιολογήσει τον αποκλεισμό της Ινδίας δεδομένου του ταχύτατα αναπτυσσόμενου μεγέθους της ινδικής οικονομίας. Οι ανησυχίες ότι η ένταξη της Ινδίας θα διαταράξει την συναίνεση στους εν λόγω οικονομικούς θεσμούς είναι υπερβολικές, καθώς αυτοί [οι θεσμοί] δεν αποτελούν δεσμευτικά διαπραγματευτικά φόρουμ. Αν μη τι άλλο, το να δοθεί στην Ινδία μια θέση στο τραπέζι θα βοηθήσει να προσελκυστεί στην ομάδα των χωρών που έχουν ήδη δεσμευτεί στην οικονομική ανοικτότητα και την διαφάνεια.
Τέλος, στο μέτωπο της ασφάλειας, η Ινδία έχει δίκιο να θεωρεί ότι η συνεχιζόμενη εξαίρεσή της από μια μόνιμη έδρα στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών είναι άδικη, δεδομένου του πληθυσμού της και της συμβολής της στις ειρηνευτικές αποστολές των Ηνωμένων Εθνών [12] (η Ινδία είναι από τους κορυφαίους συνεισφέροντες στρατεύματα ετησίως). Η Ουάσινγκτον πρέπει να επιδιώξει να τηρήσει την υπόσχεσή της να εργαστεί για τη μόνιμη ένταξη της Ινδίας «σε ένα μεταρρυθμισμένο και διευρυμένο» Συμβούλιο Ασφαλείας, όπως υποσχέθηκε ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα ενώπιον του ινδικού κοινοβουλίου το 2010. Η προώθηση της ένταξης της Ινδίας θα μπορούσε να προκαλέσει προκλήσεις σε πολλές θέσεις των ΗΠΑ, αλλά η άποψη των Ινδών διπλωματών για μερικά από τα πιο δύσκολα προβλήματα του κόσμου, αξίζει να ακουστεί στο ίδιο δωμάτιο με τις απόψεις της Κίνας, της Γαλλίας, της Ρωσίας και του Ηνωμένου Βασιλείου. Δυστυχώς, το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών δεν έχει εμβαθύνει στο ζήτημα της διεύρυνσής του από τότε που ο Ομπάμα πρωτο-εξέφρασε την υποστήριξή του για την ένταξη της Ινδίας. Η μεταρρύθμιση έχει κρατηθεί όμηρος ανταγωνιστικών απαιτήσεων από άλλες άξιες χώρες -όπως η Βραζιλία, η Γερμανία και η Ιαπωνία- για να μην αναφέρουμε την έλλειψη συναίνεσης σχετικά με το μέγεθος της διεύρυνσης και αν τα νέα μόνιμα μέλη θα πρέπει να έχουν βέτο. Ακόμα κι αν ο ΟΗΕ εξακολουθεί να μαστίζεται από αδράνεια, υπάρχουν πολλά άλλα φόρουμ όπου η Ινδία θα μπορούσε να συμβάλει, με λίγη βοήθεια από την Ουάσινγκτον.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να κάνουν καλύτερη δουλειά στο να κανονικοποιήσουν την πραγματικότητα της ανόδου της Ινδίας και να υπογραμμίσουν ξεκάθαρα την σημασία της χώρας για τα εθνικά συμφέροντα των ΗΠΑ και για τον κόσμο, ακριβώς όπως η Ουάσινγκτον θεωρεί την σημασία πολλών στενών Ευρωπαίων εταίρων της. Παρά τις πολιτικές τους διαφορές, τόσο ο Modi όσο και ο προκάτοχός του, Singh, μοιράστηκαν μια πεποίθηση: Ότι για την Ινδία στην παγκόσμια σκηνή, «ήρθε η ώρα». Η Ουάσινγκτον πρέπει να αγκαλιάσει -και όχι απλά να περιμένει- την άφιξή της.
http://foreignaffairs.gr/articles/71905/
ΕΠΙΣΗΣ ΟΙ ΦΑΡΜΑΚΟΒΙΟΜΗΧΑΝΙΕΣ/ΠΑΡΑΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ ΤΗΣ ΙΝΔΙΑΣ ΕΙΝΑΙ ΥΨΗΛΟΥ ΕΠΙΠΕΔΟΥ.
ReplyDelete-ΔΗΜΗΤΡΑ-