Στα τέλη της δεκαετία του 1990, η Σοβιετική Ένωση ισχυρίζονταν ότι διέθετε ένα χαρακτηριστικό που αρκετοί αμυντικοί αναλυτές το θεωρούσαν ακατόρθωτο. Το K-147, ένα πυρηνοκίνητο επιθετικό υποβρύχιο κλάσης “Βίκτωρ”, ακολούθησε μυστικά την πορεία ενός αμερικανικού (πολύ πιθανόν του USS Simon Bolivar) σε ένα υποβρύχιο παιχνίδι κυνηγητού που συνεχίστηκε για έξι ημέρες. Εκείνη την εποχή παρατηρητές των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής (ΗΠΑ) πιστεύανε ότι οι Σοβιετικοί δεν διέθεταν την τεχνολογία για ένα αποτελεσματικό ηχοεντοπιστή (sonar), τουλάχιστον εν συγκρίσει με τις ικανότητες των ΗΠΑ και των NATOϊκων συμμάχων. Τώρα, μια προσφάτως αποχαρακτηρισμένη έκθεση της CIA δείχνει πως τα υποβρύχια κυνηγοί όπως το K-147 εκτελούσαν μυστικές αποστολές για τον εντοπισμό αμερικανικών υποβρυχίων χωρίς να χρησιμοποιούν ηχοεντοπιστές. Προσφάτως αποχαρακτηρισμένα έγγραφα αποκαλύπτουν ότι ακόμα και τα πιο μυστικά υποβρύχια αφήνουν ίχνη. Η Διεύθυνση Επιστήμης και Τεχνολογία της CIA εκπόνησε το 1972 μια έκθεση σχετικά με την “Σοβιετική Ικανότητα Ανθυποβρυχιακών Επιχειρήσεων”, αλλά αποχαρακτηρίστηκε μόλις αυτό το καλοκαίρι. Μετά από σαράντα πέντε χρόνια, γραμμές, παράγραφοι και ακόμα ολόκληρες σελίδες έχουν συνταχθεί. Μεγάλο μέρος σχετικά με την υπό εξέλιξη Σοβιετική τεχνολογία παρέχει πληροφορίες που δεν είχαν δημοσιοποιηθεί νωρίτερα σχετικά με τις συσκευές χωρίς να έχουν κάποια Δυτικά αντίστοιχα. Ενω το NATO εστίαζε σχεδόν όλες τις προσπάθειες του στον ηχοεντοπιστή, οι Ρώσοι δημιούργησαν κάτι τελείως διαφορετικό.
Το θαλασσινό νερό εμποδίζει τα ραδιοκύματα, οπότε ένα ραντάρ, ενώ λειτουργεί αποτελεσματικά στην επιφάνεια είναι άχρηστο υποβρυχίως. Τα ηχητικά κύματα, απο την άλλη πλευρά, ταξιδεύουν καλύτερα μέσα στο νερό απ’οτι στον αέρα, και το νωρίτερο δυνατό, ήδη από τον Α’ΠΠ, καθορίστηκαν να εργαστούν στον εντοπισμό των υποβρυχίων. Ο ηχοεντοπιστής διατίθεται σε δύο βασικούς τύπους. Υπάρχει ο ενεργός ηχοεντοπιστής, ο οποίος εκπέμπει ήχους “πινκ” οι οποίοι αντανακλώνται από τον στόχο, καθιστώντας το την υποβρύχια έκδοση του ραντάρ. Ο παθητικός ηχοεντοπιστής, από την άλλη πλευρά, βασίζεται στις ευαίσθητες συσκευές ακρόασης που μπορούν να επιλέξουν έναν ήχο απο τους κινητήρες του υποβρύχιου ή τους έλικες του -και αντίθετα με τον ενεργό ηχοεντοπιστή, δεν φανερώνει την θέση σου. Ανάλογα με τις συνθήκες, ο ηχοεντοπιστής μπορεί να εντοπίσει ένα υποβρύχιο πολλά μίλια μακριά και οποιασδήποτε κατεύθυνση. Οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοι τους ανέπτυξαν εξελιγμένα συστήματα ηχοεντοπιστών, τα οποία σύντομα γίνανε τόσο αποτελεσματικά που οι άλλες μέθοδοι εντοπισμού παραμελήθηκαν ή εγκαταλείφθηκαν. Για δεκαετίες, οι μη ακουστικές μέθοδοι θεωρούταν υποδεέστερες ότι ήταν περιορισμένου βεληνεκούς και αξιοπιστίας σε σχέση με τον ηχοεντοπιστη. “Είναι απίθανο κάποια από αυτές τις μεθόδους να καταστήσει δυνατό τον εντοπισμό των υποβρυχίων σε μεγάλες αποστάσεις”, συμπέραινε μια απόρρητη έκθεση πληροφοριών του 1974.
Στην ΕΣΣΔ, υπήρχε μια διαφορετική ιστορία. Οι Σοβιετικοί εμποδίστηκαν από τα πρωτόγονα ηλεκτρονικά και δεν προσπάθησαν καθόλου να εργαστούν πάνω στον ηχοεντοπιστή. Έτσι, αντί γι’ αυτό, ανέπτυξαν άλλα περίεργα έξυπνα μέσα υποβρύχιου εντοπισμού. Μια μέθοδος που επισημαίνεται στην έκθεση είναι το αινιγματικό Σοβιετικό SOKS, το οποίο σημαίνει «System Obnarujenia Kilvaternovo Sleda» ή “Σύστημα Εντοπισμού Απόνερων Αντικειμένων”. Αυτή η συσκευή, τοποθετημένη στα ρωσικά επιθετικά υποβρύχια, εντόπιζε τα απόνερα του αφήνει πίσω του ένα υποβρύχιο. To SOKS είναι πράγματι αντιληπτό στις φωτογραφίες των ρωσικών υποβρυχίων ως μια σειρά καρφιών και βεντούζων τοποθετημένα σε εξωτερικά πτερύγια.Ο Σοβιετικός ισχυρισμός της παρακολούθησης και καταδίωξης υποβρυχίων χωρίς ηχοεντοπιστή ακούστηκε ως μια ακόμη ρωσική δημαγωγία, αλλά χωρίς να γνωρίζουμε πως (η κατά πόσο) λειτουργούσε το SOKS, ήταν αδύνατη μια ρεαλιστική εκτίμηση.
Το Πεντάγωνο είχε διαβαθμίσει ως απόρρητη ολόκληρη την περιοχή έρευνας και οι επιστήμονες απλά δεν μιλούσαν για αυτό. Φήμες εκτός της Ρωσίας σχετικά με το SOKS ήταν μη συνεκτικές και συχνά αντιφατικές, με κάποιες να αναφέρουν οτι το SOKS υπολόγιζε τις αλλαγές στην πυκνότητα του νερού, ή ανίχνευε την ακτινοβολία, ή ακόμα χρησιμοποιούσε έναν αισθητήρα λέιζερ. Αυτό που γνώριζε μετά βεβαιότητας η Δύση ήταν οτι ο εξοπλισμός του SOKS εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο K-14, ενα υποβρύχιο κλάσης “Νοέμβριος”, το 1969. Μέχρι τότε, μεταγενέστερες εκδόσεις με κωδικές ονομασίες όπως Κολοσσός, Τουκάν και Πύρρουλας έκαναν την εμφάνιση τους σε κάθε νέα γενιά Σοβιετικών και Ρωσικών επιθετικών υποβρυχίων, συμπεριλαμβανομένων των σημερινών “Akula” και της προσεχούς κλάσης “Yasen”. Σύμφωνα με αυτά τα προσφάτως αποχαρακτηρισμένα έγγραφα, οι παλιές φημολογίες ήταν εν μέρει ακριβείς – οι Σοβιετικοί δεν εξέλιξαν μόνο μία συσκευή, αλλά αρκετές. Ένα όργανο περισυνέλεγε την “δραστηριότητα ραδιονουκλεϊδίου», ένα ανεπαίσθητο ίχνος που εγκαταλείφθηκε από την ακτινοβολία του πυρηνικού αντιδραστήρα που είναι πάνω στο υποβρύχιο. Ένα άλλο εργαλείο ήταν το “φασματοφωτόμετρο ακτίνας γάμα” που εντόπιζε ποσότητες ίχνους ραδιενεργών στοιχείων μέσα στο θαλασσινό νερό.
“Οι Σοβιετικοί φέρεται να είχαν επιτυχία στον εντοπισμό των δικών τους πυρηνοκίνητων υποβρυχίων (αρκετές λέξεις αποκρύφθηκαν) με αυτό το σύστημα”, αναφέρει το έγγραφο. Η έκθεση περιγράφει επίσης πως τα υποβρύχια αφήνουν πίσω τους ένα μείγμα χημικών μέσα στα απόνερα τους. Θυσιαζόμενοι ανοδοί που αποτρέπουν την διάβρωση και αφήνουν ίχνη οξείδωσης μέσα στο νερό. Λεπτά λύματα νιφάδων νικελίου από τους σωλήνες που κυκλοφορούν το θαλασσινό νερό για να ψυχθεί ο αντιδραστήρας. Το σύστημα που δημιουργεί το οξυγόνο για το πλήρωμα εκλύει πίσω το υδρογόνο το οποίο παραμένει ανιχνεύσιμο όταν διαλύεται στο θαλασσινό νερό. Μαζί αυτά τα χημικά ίχνη ίσως να αντιστοιχούν μόλις σε ελάχιστα δέκατα της τάξης του ενός δισεκατομμυρίου, άλλα ένα εξελιγμένος εξοπλισμός μπορεί να τα εντοπίσει. Και όπως θα περιμένατε, ένας πυρηνικός αντιδραστήρας αφήνει επίσης πίσω του τόνους θερμότητας. Σύμφωνα με την έκθεση, ένα μεγάλο πυρηνικό υποβρύχιο απαιτεί “αρκετές χιλιάδες γαλόνια ψυκτικού το λεπτό”. Αυτό το νερό χρησιμεύει για την απαγωγή της θερμότητας από τον αντιδραστήρα, ίσως να ειναι 10 βαθμούς Κελσίου θερμότερο από το περιβάλλων θαλασσινό νερό, δημιουργώντας μια αλλαγή στον δείκτη διαθλάσεως του νερού -μια αλλαγή που είναι ανιχνεύσιμη με ένα σύστημα οπτικής παρέμβασης. Και οι Σοβιετικοί έκαναν ακριβώς αυτό. “Ένα σύστημα εντοπισμού που να βασίζεται σε αυτή την τεχνική, ικανό να εντοπίζει απόνερα αρκετές ώρες μετά την διέλευση ενός υποβρυχίου, μπορεί θεωρητικά να κατασκευαστεί τώρα”, λέει η έκθεση, αν και δεν ήταν γνωστό με σιγουριά αν οι Ρώσοι το είχαν πράξει.
Ξεχωρίζοντας την πραγματικότητα από την φαντασία.
Ενώ πολλές από αυτές τις τεχνικές είχαν ήδη προταθεί κατά το παρελθόν, δεν υπήρχε κάποια ένδειξη ποια ήταν θεωρητική και ποια χρησιμοποιούνταν στην πραγματικότητα. “Αυτή η έκθεση προσδίδει αρκετά μεγάλη αξιοπιστία στα συστήματα εντοπισμού υποβρυχίου που ακόμα πολλοί πιστεύουν ότι είναι απλά ένας μύθος”, δήλωσε στο Popular Mechanics ο αμυντικός αναλυτής Ιάκομπ Γκαναρσον. Νωρίτερα, μια μελέτη των ΗΠΑ που εκπονήθηκε το 1994 αμφισβήτησε κατά πόσο μπορούν να εντοπιστούν τα απόνερα των υποβρυχίων, αναφέροντας ότι “το αν είναι ή δεν είναι εκμεταλλεύσιμα τα υδροδυναμικά φαινόμενα δεν έχει ακόμα απαντηθεί”. Οι αισθητήρες δεν πρόκειται να πουν “εκεί υπάρχει ένα υποβρύχιο” άλλα θα δημιουργήσουν μια ροή αριθμητικών δεδομένων. Η επιλογή της υπογραφής ενός υποβρυχίου από τον θόρυβο του περιβάλλοντος μέσα στα δεδομένα απαιτεί κάποια υπολογιστική ισχύ, και η έκθεση επισημαίνει ότι εκείνη την εποχή οι Σοβιετικοί ήταν πολύ πίσω σ’αυτόν τον τομέα. Σήμερα οι ρώσοι μπορούν να προμηθευτούν εμπορικά μηχανήματα χιλιάδες φορές πιο ισχυρά από αυτά που διέθεταν τότε, και αυτό ίσως να παρείχε στο SOKS μια μεγάλη ενίσχυση.
Η έκθεση αναφέρει οτι ακόμα και στο 1972 οι υπηρεσίες πληροφοριών γνώριζαν πως ίσως τα υποβρύχια των ΗΠΑ θα εντοπιστούν. Ασφαλώς από τότε θα είχαν τοποθετηθεί αντίμετρα όπως η μείωση των χημικών και ραδιενεργών ιχνών, και πιθανόν αυτός να ειναι ο λόγος που χρειάστηκαν σαράντα πέντε χρόνια για να έρθει στο φως το εν λόγω έγγραφό. Παρ’ολα αυτά, οι νέες εκδόσεις αυτών των τεχνολογιών είναι πολύ πιο ικανές από τους προγόνους τους που παρακολουθούσαν τα ύδατα. Πρόσφατες επιστημονικές εργασίες δείχνουν ότι οι κινέζοι διερευνούν μια νέα υποβρύχια τεχνολογία, και οτι ακόμα και το ναυτικό των ΗΠΑ και η DARPA έχουν αρχίσει να ενδιαφέρονται για την ανίχνευση των απόνερων, υποδηλώνοντας ότι η τεχνολογία δεν είναι τόσο κατώτερη όπως πιστευόταν νωρίτερα. Είτε οι ρώσοι μπορούν ακόμα να παρακολουθήσουν στα κρυφά τα υποβρύχια, είτε οι ΗΠΑ βρήκαν έναν τρόπο να τους εξουδετερώσουν, είναι αδύνατον να το μάθουμε. Ίσως θα πρέπει να περιμένουμε άλλα 45 χρόνια για την (αποκρυφθείσα σε υπερβολικό βαθμό) απάντηση.
http://www.proelasi.org/
Το θαλασσινό νερό εμποδίζει τα ραδιοκύματα, οπότε ένα ραντάρ, ενώ λειτουργεί αποτελεσματικά στην επιφάνεια είναι άχρηστο υποβρυχίως. Τα ηχητικά κύματα, απο την άλλη πλευρά, ταξιδεύουν καλύτερα μέσα στο νερό απ’οτι στον αέρα, και το νωρίτερο δυνατό, ήδη από τον Α’ΠΠ, καθορίστηκαν να εργαστούν στον εντοπισμό των υποβρυχίων. Ο ηχοεντοπιστής διατίθεται σε δύο βασικούς τύπους. Υπάρχει ο ενεργός ηχοεντοπιστής, ο οποίος εκπέμπει ήχους “πινκ” οι οποίοι αντανακλώνται από τον στόχο, καθιστώντας το την υποβρύχια έκδοση του ραντάρ. Ο παθητικός ηχοεντοπιστής, από την άλλη πλευρά, βασίζεται στις ευαίσθητες συσκευές ακρόασης που μπορούν να επιλέξουν έναν ήχο απο τους κινητήρες του υποβρύχιου ή τους έλικες του -και αντίθετα με τον ενεργό ηχοεντοπιστή, δεν φανερώνει την θέση σου. Ανάλογα με τις συνθήκες, ο ηχοεντοπιστής μπορεί να εντοπίσει ένα υποβρύχιο πολλά μίλια μακριά και οποιασδήποτε κατεύθυνση. Οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοι τους ανέπτυξαν εξελιγμένα συστήματα ηχοεντοπιστών, τα οποία σύντομα γίνανε τόσο αποτελεσματικά που οι άλλες μέθοδοι εντοπισμού παραμελήθηκαν ή εγκαταλείφθηκαν. Για δεκαετίες, οι μη ακουστικές μέθοδοι θεωρούταν υποδεέστερες ότι ήταν περιορισμένου βεληνεκούς και αξιοπιστίας σε σχέση με τον ηχοεντοπιστη. “Είναι απίθανο κάποια από αυτές τις μεθόδους να καταστήσει δυνατό τον εντοπισμό των υποβρυχίων σε μεγάλες αποστάσεις”, συμπέραινε μια απόρρητη έκθεση πληροφοριών του 1974.
Στην ΕΣΣΔ, υπήρχε μια διαφορετική ιστορία. Οι Σοβιετικοί εμποδίστηκαν από τα πρωτόγονα ηλεκτρονικά και δεν προσπάθησαν καθόλου να εργαστούν πάνω στον ηχοεντοπιστή. Έτσι, αντί γι’ αυτό, ανέπτυξαν άλλα περίεργα έξυπνα μέσα υποβρύχιου εντοπισμού. Μια μέθοδος που επισημαίνεται στην έκθεση είναι το αινιγματικό Σοβιετικό SOKS, το οποίο σημαίνει «System Obnarujenia Kilvaternovo Sleda» ή “Σύστημα Εντοπισμού Απόνερων Αντικειμένων”. Αυτή η συσκευή, τοποθετημένη στα ρωσικά επιθετικά υποβρύχια, εντόπιζε τα απόνερα του αφήνει πίσω του ένα υποβρύχιο. To SOKS είναι πράγματι αντιληπτό στις φωτογραφίες των ρωσικών υποβρυχίων ως μια σειρά καρφιών και βεντούζων τοποθετημένα σε εξωτερικά πτερύγια.Ο Σοβιετικός ισχυρισμός της παρακολούθησης και καταδίωξης υποβρυχίων χωρίς ηχοεντοπιστή ακούστηκε ως μια ακόμη ρωσική δημαγωγία, αλλά χωρίς να γνωρίζουμε πως (η κατά πόσο) λειτουργούσε το SOKS, ήταν αδύνατη μια ρεαλιστική εκτίμηση.
Το Πεντάγωνο είχε διαβαθμίσει ως απόρρητη ολόκληρη την περιοχή έρευνας και οι επιστήμονες απλά δεν μιλούσαν για αυτό. Φήμες εκτός της Ρωσίας σχετικά με το SOKS ήταν μη συνεκτικές και συχνά αντιφατικές, με κάποιες να αναφέρουν οτι το SOKS υπολόγιζε τις αλλαγές στην πυκνότητα του νερού, ή ανίχνευε την ακτινοβολία, ή ακόμα χρησιμοποιούσε έναν αισθητήρα λέιζερ. Αυτό που γνώριζε μετά βεβαιότητας η Δύση ήταν οτι ο εξοπλισμός του SOKS εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο K-14, ενα υποβρύχιο κλάσης “Νοέμβριος”, το 1969. Μέχρι τότε, μεταγενέστερες εκδόσεις με κωδικές ονομασίες όπως Κολοσσός, Τουκάν και Πύρρουλας έκαναν την εμφάνιση τους σε κάθε νέα γενιά Σοβιετικών και Ρωσικών επιθετικών υποβρυχίων, συμπεριλαμβανομένων των σημερινών “Akula” και της προσεχούς κλάσης “Yasen”. Σύμφωνα με αυτά τα προσφάτως αποχαρακτηρισμένα έγγραφα, οι παλιές φημολογίες ήταν εν μέρει ακριβείς – οι Σοβιετικοί δεν εξέλιξαν μόνο μία συσκευή, αλλά αρκετές. Ένα όργανο περισυνέλεγε την “δραστηριότητα ραδιονουκλεϊδίου», ένα ανεπαίσθητο ίχνος που εγκαταλείφθηκε από την ακτινοβολία του πυρηνικού αντιδραστήρα που είναι πάνω στο υποβρύχιο. Ένα άλλο εργαλείο ήταν το “φασματοφωτόμετρο ακτίνας γάμα” που εντόπιζε ποσότητες ίχνους ραδιενεργών στοιχείων μέσα στο θαλασσινό νερό.
“Οι Σοβιετικοί φέρεται να είχαν επιτυχία στον εντοπισμό των δικών τους πυρηνοκίνητων υποβρυχίων (αρκετές λέξεις αποκρύφθηκαν) με αυτό το σύστημα”, αναφέρει το έγγραφο. Η έκθεση περιγράφει επίσης πως τα υποβρύχια αφήνουν πίσω τους ένα μείγμα χημικών μέσα στα απόνερα τους. Θυσιαζόμενοι ανοδοί που αποτρέπουν την διάβρωση και αφήνουν ίχνη οξείδωσης μέσα στο νερό. Λεπτά λύματα νιφάδων νικελίου από τους σωλήνες που κυκλοφορούν το θαλασσινό νερό για να ψυχθεί ο αντιδραστήρας. Το σύστημα που δημιουργεί το οξυγόνο για το πλήρωμα εκλύει πίσω το υδρογόνο το οποίο παραμένει ανιχνεύσιμο όταν διαλύεται στο θαλασσινό νερό. Μαζί αυτά τα χημικά ίχνη ίσως να αντιστοιχούν μόλις σε ελάχιστα δέκατα της τάξης του ενός δισεκατομμυρίου, άλλα ένα εξελιγμένος εξοπλισμός μπορεί να τα εντοπίσει. Και όπως θα περιμένατε, ένας πυρηνικός αντιδραστήρας αφήνει επίσης πίσω του τόνους θερμότητας. Σύμφωνα με την έκθεση, ένα μεγάλο πυρηνικό υποβρύχιο απαιτεί “αρκετές χιλιάδες γαλόνια ψυκτικού το λεπτό”. Αυτό το νερό χρησιμεύει για την απαγωγή της θερμότητας από τον αντιδραστήρα, ίσως να ειναι 10 βαθμούς Κελσίου θερμότερο από το περιβάλλων θαλασσινό νερό, δημιουργώντας μια αλλαγή στον δείκτη διαθλάσεως του νερού -μια αλλαγή που είναι ανιχνεύσιμη με ένα σύστημα οπτικής παρέμβασης. Και οι Σοβιετικοί έκαναν ακριβώς αυτό. “Ένα σύστημα εντοπισμού που να βασίζεται σε αυτή την τεχνική, ικανό να εντοπίζει απόνερα αρκετές ώρες μετά την διέλευση ενός υποβρυχίου, μπορεί θεωρητικά να κατασκευαστεί τώρα”, λέει η έκθεση, αν και δεν ήταν γνωστό με σιγουριά αν οι Ρώσοι το είχαν πράξει.
Ξεχωρίζοντας την πραγματικότητα από την φαντασία.
Ενώ πολλές από αυτές τις τεχνικές είχαν ήδη προταθεί κατά το παρελθόν, δεν υπήρχε κάποια ένδειξη ποια ήταν θεωρητική και ποια χρησιμοποιούνταν στην πραγματικότητα. “Αυτή η έκθεση προσδίδει αρκετά μεγάλη αξιοπιστία στα συστήματα εντοπισμού υποβρυχίου που ακόμα πολλοί πιστεύουν ότι είναι απλά ένας μύθος”, δήλωσε στο Popular Mechanics ο αμυντικός αναλυτής Ιάκομπ Γκαναρσον. Νωρίτερα, μια μελέτη των ΗΠΑ που εκπονήθηκε το 1994 αμφισβήτησε κατά πόσο μπορούν να εντοπιστούν τα απόνερα των υποβρυχίων, αναφέροντας ότι “το αν είναι ή δεν είναι εκμεταλλεύσιμα τα υδροδυναμικά φαινόμενα δεν έχει ακόμα απαντηθεί”. Οι αισθητήρες δεν πρόκειται να πουν “εκεί υπάρχει ένα υποβρύχιο” άλλα θα δημιουργήσουν μια ροή αριθμητικών δεδομένων. Η επιλογή της υπογραφής ενός υποβρυχίου από τον θόρυβο του περιβάλλοντος μέσα στα δεδομένα απαιτεί κάποια υπολογιστική ισχύ, και η έκθεση επισημαίνει ότι εκείνη την εποχή οι Σοβιετικοί ήταν πολύ πίσω σ’αυτόν τον τομέα. Σήμερα οι ρώσοι μπορούν να προμηθευτούν εμπορικά μηχανήματα χιλιάδες φορές πιο ισχυρά από αυτά που διέθεταν τότε, και αυτό ίσως να παρείχε στο SOKS μια μεγάλη ενίσχυση.
Η έκθεση αναφέρει οτι ακόμα και στο 1972 οι υπηρεσίες πληροφοριών γνώριζαν πως ίσως τα υποβρύχια των ΗΠΑ θα εντοπιστούν. Ασφαλώς από τότε θα είχαν τοποθετηθεί αντίμετρα όπως η μείωση των χημικών και ραδιενεργών ιχνών, και πιθανόν αυτός να ειναι ο λόγος που χρειάστηκαν σαράντα πέντε χρόνια για να έρθει στο φως το εν λόγω έγγραφό. Παρ’ολα αυτά, οι νέες εκδόσεις αυτών των τεχνολογιών είναι πολύ πιο ικανές από τους προγόνους τους που παρακολουθούσαν τα ύδατα. Πρόσφατες επιστημονικές εργασίες δείχνουν ότι οι κινέζοι διερευνούν μια νέα υποβρύχια τεχνολογία, και οτι ακόμα και το ναυτικό των ΗΠΑ και η DARPA έχουν αρχίσει να ενδιαφέρονται για την ανίχνευση των απόνερων, υποδηλώνοντας ότι η τεχνολογία δεν είναι τόσο κατώτερη όπως πιστευόταν νωρίτερα. Είτε οι ρώσοι μπορούν ακόμα να παρακολουθήσουν στα κρυφά τα υποβρύχια, είτε οι ΗΠΑ βρήκαν έναν τρόπο να τους εξουδετερώσουν, είναι αδύνατον να το μάθουμε. Ίσως θα πρέπει να περιμένουμε άλλα 45 χρόνια για την (αποκρυφθείσα σε υπερβολικό βαθμό) απάντηση.
http://www.proelasi.org/
No comments :
Post a Comment