Η εντολή για οργανωμένη εξόντωση των Ελλήνων της ΕΣΣΔ, με δεκάδες χιλιάδες θύματα.
Η 15η Δεκεμβρίου του 1937 θεωρείται η ημέρα που ο όρος «Ελληνας» μετατράπηκε σε πολιτική κατηγορία και οδήγησε σε μαζικές συλλήψεις κατά των μελών της ελληνικής μειονότητας στη Σοβιετική Ενωση. Οι διώξεις συμπεριέλαβαν όλους τους άρρενες Ελληνες ανεξάρτητα από την πολιτική ή κοινωνική τους θέση. Συνελήφθη όλη η ελληνική ηγετική ομάδα που αποτελείτο από πιστά μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος. Συνελήφθησαν τόσο οι ντόπιοι Ελληνες (Μαριουπολίτες, Πόντιοι, απόγονοι των παλιών μεταναστών από τον ελλαδικό χώρο), όσο και οι πολιτικοί πρόσφυγες από Ελλάδα -μέλη και φίλοι του ΚΚΕ- που είχαν καταφύγει στη Σοβιετική Ενωση για να αποφύγουν τις πολιτικές διώξεις που είχαν ξεκινήσει με το Ιδιώνυμο (1928) και εντάθηκαν την περίοδο της δικτατορίας του Ιωάννη Μεταξά. Με το Διάταγμα-Ντιρεκτίβα 50215 που έφερε την υπογραφή του επικεφαλούς της Κρατικής Ασφάλειας (ΝΚVD) Νικολάι Γιεζόφ, η ελληνική σοβιετική μειονότητα είχε θεωρηθεί ύποπτη. Σύμφωνα με αυτήν την αντίληψη, η εθνοτική καταγωγή ταυτιζόταν με πολιτικό αδίκημα. Υπολογίζεται ότι η Ασφάλεια συνέλαβε 15.000 πολίτες ελληνικής καταγωγής. Ενα σημαντικό τμήμα της μειονότητας, που προερχόταν από τις περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και είχε εγκατασταθεί στην ΕΣΣΔ εξαιτίας της Μικρασιατικής Καταστροφής, βίωνε για δεύτερη φορά μέσα σε λίγα χρόνια μια παρόμοια κατάσταση, καθώς λίγα χρόνια πριν είχε βρεθεί στο στόχαστρο των Νεότουρκων εθνικιστών. Η πολιτική αυτή της συλλογικής ευθύνης λόγω της ένταξης σε μια εθνοτική ομάδα και της ενοχοποίησης της πολιτισμικής ταυτότητας, θα αποτελέσει βασικό άξονα της σταλινικής πολιτικής κατά συγκεκριμένων μειονοτικών ομάδων.
Τα σύννεφα είχαν αρχίσει να πυκνώνουν από το φθινόπωρο του ’37. Ο Ivan Tzouha (Iβάν Τζουχά) στο βιβλίο του «Gretseskayia Operatsia» («Ελληνική Επιχείρηση») αναφέρει ως πρώτη επίσημη πράξη κατά των μειονοτήτων, την απόφαση που ελήφθη στη συνεδρίαση του Οργανωτικού Γραφείου της Κ.Ε. του Κομμουνιστικού Κόμματος (ΠΚΚ-μπ) με βάση την οποία η ύπαρξη εθνικών σχολείων (φινλανδικών, γερμανικών, αγγλικών, ελληνικών κ.λπ.) θεωρείτο «επιβλαβής» για τον σοβιετικό σοσιαλισμό και καλούσε τους υπεύθυνους της NKVD να λάβουν τα αναγκαία μέτρα. Τότε έκλεισαν 250 ελληνικά σχολεία στον Καύκασο, την περιοχή Κρασνοντάρ (Νότια Ρωσία), την Κριμαία και την περιοχή της Αζοφικής (Μαριούπολη-Ντονιέτσκ). Η πολιτική της στοχοποίησης της ελληνικής μειονότητας θα κωδικοποιηθεί με το Διάταγμα-Ντιρεκτίβα υπ. αριθμ. 50215. Στο Διάταγμα που είχε την υπογραφή του Γιεζόφ, «επιτρόπου του ΛΚΕΥ (Λαϊκό Κομισαριάτο Εσωτερικών Υποθέσεων) της ΕΣΣΔ, γενικού επιτρόπου της Κρατικής Ασφάλειας», αναφέρονταν τα εξής:
«Παράλληλα με την κατασκοπευτική και υπονομευτική δραστηριότητα προς το συμφέρον των Γερμανών και των Ιαπώνων, η ελληνική κατασκοπεία αναπτύσσει εντατική αντισοβιετική και εθνικιστική δραστηριότητα, στηριζόμενη σε πολίτες με αντισοβιετικές βλέψεις... ανάμεσα στον ελληνικό πληθυσμό της ΕΣΣΔ. Με σκοπό την αναχαίτιση της δραστηριότητας της ελληνικής κατασκοπείας στο έδαφος της ΕΣΣΔ ΔΙΑΤΑΣΣΩ: Στις 15 Δεκεμβρίου ταυτόχρονα, σ’ όλες τις Δημοκρατίες και τις Περιφέρειες, να συλληφθούν όλοι οι Ελληνες, οι οποίοι είναι ύποπτοι για κατασκοπευτική, αντάρτικη και εθνικιστική αντισοβιετική δραστηριότητα. Συλλαμβάνονται όλοι οι Ελληνες (Ελληνες υπήκοοι και πολίτες της ΕΣΣΔ) των εξής κατηγοριών:
Α) Οσοι είναι εγγεγραμμένοι στον κατάλογο του ΛΚΕΥ και όσοι είναι υπό παρακολούθηση.
Β) Πρώην μεγαλέμποροι, μαυραγορίτες και λαθρέμποροι.
Γ) Ελληνες που αναπτύσσουν εντατική εθνικιστική δραστηριότητα, πρώτοι απ’ όλους οι πρώην κουλάκοι και όσοι απέφυγαν την αποκουλακοποίηση.
Δ) Πολιτικοί πρόσφυγες από την Ελλάδα και όλοι οι Ελληνες, οι οποίοι ήρθαν παράνομα στην ΕΣΣΔ, άσχετα από ποια χώρα έφτασαν».
Προσπαθώντας να μελετήσω την άγνωστη ιστορία του σοβιετικού ελληνισμού και ειδικά την εποχή των σταλινικών διώξεων, συνάντησα κάποιους αξιοσημείωτους ανθρώπους που έζησαν σε όλες τις μορφές τη βία εκείνης της εποχής.
Τον Γιάννη Καραμανίδη τον συνάντησα στα τέλη της δεκαετίας του ’80 σ’ ένα φτωχικό αυθαίρετο σπιτάκι στην Ανω Φούσα Ασπροπύργου. Ο Καραμανίδης είχε βιώσει όλη την κοσμογονική αλλαγή που συνέβη στις δύο ακτές της Μαύρης Θάλασσας. Τη γενοκτονία και την κυριαρχία του τουρκικού εθνικισμού στις περιοχές του μικρασιατικού Πόντου, την προσφυγιά στη Σοβιετική Ενωση και τις πολιτικές εξελίξεις του Μεσοπολέμου. Εζησε τη Νέα Οικονομική Πολιτική (ΝΕΠ) και υπήρξε θύμα του σταλινισμού κατά την έναρξη της «Ελληνικής Επιχείρησης». O Kαραμανίδης ήταν γόνος εύπορης οικογένειας των Κοτυώρων του μικρασιατικού Πόντου. Η πολιτική των Νεότουρκων τον υποχρέωσε να ανέβει στο βουνό στα 17 του χρόνια και να γίνει αντάρτης. Με τη Μικρασιατική Καταστροφή, μετά από πέντε χρόνια αντάρτικης δράσης, κατέφυγε στο Αντλερ της Σοβιετικής Ενωσης, όπου συνελήφθη το 1937. Περιέγραψε ως εξής τη σύλληψή του:
«Με έπιασαν στις 18 Δεκεμβρίου 1937. Με πήγαν στη φυλακή του Κρασνοντάρ. Μου ζητούσαν να υπογράψω ότι ανατίναξα το γεφύρι στο Τανγκανρόκ. Εγώ δεν ήξερα ούτε πού βρισκόταν αυτό... Εκεί έφαγα πολύ ξύλο... Στις 12 το βράδυ έρχονται, με παίρνουν για ανάκριση. Με χτυπούσαν και μου έλεγαν να υπογράψω ότι χάλασα το γεφύρι. Με έβαλαν γυμνό σε μια κάμαρα να στέκω όρθιος. Οι τοίχοι γύρω ήταν γεμάτοι καρφιά. Δεν μπορούσες να ακουμπήσεις πουθενά. Εριχναν κρύο νερό πάνω μου. Πρήστηκα. Με έβγαλαν έξω να υπογράψω. Εγώ δεν υπόγραφα. Εκλειναν με το χέρι τους το κείμενο και μου έλεγαν “υπόγραψε”. Τους έλεγα “να διαβάσω τι γράφει και μετά θα το υπογράψω”. Αυτός δεν το φανέρωνε αλλά έβριζε και μου έλεγε “υπόγραψε”. “Ανοίχτε να διαβάσω για να ξέρω γιατί με έχετε εδώ” έλεγα. Τότε άρχιζε το ξύλο. Πολύ ξύλο. Με χτύπαγε ο ένας και μετά με πέταγε στον άλλο. Τα ίδια και αυτός. Μέχρι που σωριαζόμουν κάτω».
Τελικά η Δυάδα των Γιεζόφ και Βισίσκι που υπέγραφε όλες τις καταδίκες ή τις εκτελέσεις -από τον Σεπτέμβριο του ’38 το δικαίωμα υπογραφής δίνεται σε τοπικές Τριμελείς Επιτροπές (τρόικα)- τον καταδίκασε σε 10ετή κάθειρξη. Ο Καραμανίδης περιπλανήθηκε σε διάφορα μέρη στην Απω Ανατολή: Καμτσάτκα, Σαχαλίνη, Βλαδιβοστόκ για να καταλήξει τελικά στα στρατόπεδα συγκέντρωσης του Μαγκαντάν της Κολιμά. Περιγράφει ως εξής τις συνθήκες διαβίωσης:
«Το στρατόπεδο ήταν γεμάτο από Ελληνες. Υπήρχαν απ’ όλα τα έθνη: Ρώσοι, Γεωργιανοί, Πολωνοί, Εγγλέζοι. Δεκαοχτώ χιλιάδες έφεραν με μας εκεί. Από αυτούς επέζησαν οι 300. Οι άλλοι πέθαναν από την πείνα και το κρύο. Μαγειρεύαμε πριονίδι για να τρώμε. Στοίβες ήταν τα πτώματα. Μαυρισμένα ήταν. Εσκαβαν λάκκους 50 μέτρα μήκος και 15 πλάτος. Για να ανοίξουν ένα λάκκο έκαναν 4 με 5 μέρες. Παγωμένο ήταν το χώμα. Δεν σκαβόταν. Εσκαβαν λίγο, μετά έχυναν πετρέλαιο και έβαζαν φωτιά. Ετσι έλιωνε ο πάγος και συνέχιζαν το σκάψιμο. Μετά από λίγο πάλι. Μέχρι να φτάσουν τα τρία μέτρα. Τους πεθαμένους τους έσπρωχναν μ’ ένα τρακτέρ μέσα στο λάκκο. Χιλιάδες ομαδικοί τάφοι υπήρχαν σ’ εκείνους τους κάμπους της Κολιμά... Στη δουλειά μας πήγαιναν 20-30 ανθρώπους. Γύρω μας φαντάροι. Αν κάποιος δεν μπορούσε να περπατήσει τον χτυπούσαν. Το χειρότερο όμως ήταν τα σκυλιά. Οποιος ήταν φυλακισμένος με το άρθρο 58 του ποινικού κώδικα δεν είχε κανένα δικαίωμα. Κι αν πέθαινες και αν σε σκότωναν δεν έδιναν λογαριασμό σε κανένα. Στη φυλακή δεν μιλούσαμε καθόλου. Ο πολιτικός κρατούμενος δεν έχει γλώσσα. Παντού στη στολή είχαμε το νούμερό μας. Εγώ ήμουν το νούμερο 665. Αυτόν είχα μέχρι το τέλος. Οι ποινικοί κρατούμενοι είχαν περισσότερες ελευθερίες».
Στην ερευνητική μου περιπλάνηση συνάντησα στη Νέα Σμύρνη και τον Παύλο Κερδεμελίδη. Αλλον έναν ομογενή που είχε βιώσει τη σταλινική βία και είχε ζήσει στα στρατόπεδα συγκέντρωσης της περιοχής Βορκουτά 12,5 χρόνια. Ο Κερδεμελίδης είχε γεννηθεί στα περίχωρα της Τραπεζούντας του Πόντου και είχε καταφύγει στην Κριμαία της Ρωσίας λόγω της γενοκτονίας που πραγματοποιούσε ο νεοτουρκικός εθνικισμός στα νότια παράλια της Μαύρης Θάλασσας. Τον συνέλαβαν στις 15 Δεκεμβρίου 1937 στην Αλούπκα (παραφθορά της Αλωπεκής Φωλέα, όπως ήταν η αρχαία ελληνική ονομασία της περιοχής). Ηταν ο πρόεδρος της «κοπερατίβας φωτογράφων».Η σύλληψή του έγινε με τον εξής τρόπο:
«Με συνέλαβε η NKVD χωρίς να ξέρω το γιατί. Αργότερα άρχισαν τις ανακρίσεις και μας πήγαιναν από τη Γιάλτα στη Σεβαστούπολη. Στις ανακρίσεις χτυπούσαν με βούρδουλα και ρωτούσαν τι ξέρω γι’ αυτόν ή τον άλλο. Δεκαοχτώ μήνες γίνονταν οι ανακρίσεις... Η κατάθεση που υπόγραψα έλεγε ότι ήμουν σε κάποια ομάδα, ότι θέλαμε να ρίξουμε τη σοβιετική κυβέρνηση».
Με βάση την ομολογία του ο Κερδεμελίδης καταδικάστηκε σε καταναγκαστικά έργα από την Τριμελή Επιτροπή. Μετά από περιπλάνηση σε διάφορα στρατόπεδα συγκέντρωσης τον μεταφέρουν σε στρατόπεδο στην περιοχή Βορκουτά. Περιγράφει με τον εξής τρόπο τη μεταφορά τους στο στρατόπεδο και τις συνθήκες διαβίωσης:
«Το 1939 μας φόρτωσαν σε 90 βαγόνια 25.000 άτομα (σ.σ. απ’ όλες τις εθνικότητες) και μας πήγαν στη Σιβηρία. Εκεί ήταν δάση. Μας έβγαλαν, ανοίξαμε δρόμο και φτάσαμε σε μια πεδιάδα. “Εδώ θα μείνετε” μας είπαν. Μέσα στο δάσος, δίχως σπίτια, δίχως τίποτα. Μέσα στο χιόνι. Ετσι, σε έξι μήνες από 25.000 μείναμε 600... Εκεί δουλεύαμε. Κόβαμε ξύλα και τα στοιβάζαμε. Γύρω μας ήταν φαντάροι μ’ αυτόματα. Ολα τα ξύλα σάπισαν εκεί βέβαια. Ηθελαν να μας εξοντώσουν. Οι περισσότεροι πέθαναν. Κανείς ποτέ δεν θα μάθει πόσοι ήταν αυτοί οι άνθρωποι... Πηγαίναμε για δουλειά τέσσερις τέσσερις. Γύρω τα σκυλιά και τα αυτόματα. Ενα βήμα δεξιά, ένα βήμα αριστερά πυροβολούσαν χωρίς προειδοποίηση».
Παρότι έχουν περάσει 23 χρόνια από την έκδοση στην Ελλάδα της πρώτης μονογραφίας για εκείνα τα συγκλονιστικά γεγονότα με τίτλο «Ποντιακός Ελληνισμός: Από τη Γενοκτονία και τον Σταλινισμό στην Περεστρόικα», εντούτοις ελάχιστα ενδιαφέρθηκε γι’ αυτά η νεοελληνική ιστοριογραφία. Και ας ακολούθησε η κατάρρευση του κομμουνιστικού κόσμου, ας γέμισαν οι ελληνικές πολιτείες με χιλιάδες απόκληρους πρόσφυγες, ομογενείς και άλλους, του αποτυχημένου σοσιαλιστικού πειράματος του 20ού αιώνα και ας βιώνει ακόμα ο πλανήτης την ανισορροπία που επέφερε το τέλος του διπολικού κόσμου. Η ουδέτερη στάση -ίσως και αδιάφορη, αλλά και κάποιες φορές επιδοκιμαστική των διώξεων- είναι αποκαλυπτική των νεοελληνικών μας ορίων, της περιορισμένης ικανότητας να αντιλαμβανόμαστε τις εξελίξεις στον περιβάλλοντα χώρο, την έλλειψη συναισθημάτων αλληλεγγύης προς πληθυσμούς που υποφέρουν, αλλά και της βαθύτατης αλλοτρίωσης στην οποία έχει περιέλθει ο νέος ελληνισμός.
Ο σκληρός Δεκέμβρης του ’37.
Δεκαπέντε χιλιάδες συλλήψεις σήμαναν την αρχή των σταλινικών διώξεων κατά των Ελλήνων της Σοβιετικής Ενωσης. Ο Δεκέμβρης του ’37 υπήρξε ο μοιραίος μήνας για τους Eλληνες της Σοβιετικής Eνωσης, όταν στοχοποιήθηκαν με εθνικά κριτήρια ως «εχθροί του λαού». Με το Διάταγμα-Ντιρεκτίβα 50205 του Nικολάι Γιεζόφ, Επιτρόπου Κρατικής Ασφάλειας (NKVD), ξεκίνησε η «Ελληνική Επιχείρηση» («Gretseskayia Operatsia»). Δεκαπέντε χιλιάδες που ανήκαν σ’ όλες τις εθνοτοπικές ομάδες του ελληνισμού της ΕΣΣΔ (Πόντιοι, Μαριουπολίτες, παλιοί μετανάστες από τα Βαλκάνια, κομμουνιστές πολιτικοί φυγάδες απ’ την Ελλάδα) θα συλληφθούν. Παρότι η «Ελληνική Επιχείρηση» ήταν η 13η κατά σειρά των αντίστοιχων επιχειρήσεων κατά των εθνικών μειονοτήτων, υπήρξε η πλέον αιματηρή εφόσον εκτελέστηκε το 90% των συλληφθέντων για να καλυφθεί το κεντρικό πλάνο της σταλινικής ηγεσίας.
Πώς όμως μεταμορφώθηκε η εθνική πολιτική των μπολσεβίκων από πολυπολιτιστική σε εκρωσιστική; Γιατί θεωρήθηκαν τα εθνικά χαρακτηριστικά και η πολιτισμική ταυτότητα στοιχείο νομιμοφροσύνης προς το καθεστώς και κατέλαβαν τη θέση των πολιτικών και κοινωνικών κριτηρίων με τα οποία αντιμετώπιζαν έως τότε τους κυριαρχούμενους πληθυσμούς; Η εσωτερική αλλαγή που θα συντελεστεί στη Σοβιετική Eνωση μετά τον θάνατο του Λένιν (1924) θα εκφραστεί με τη σκληρή διαπάλη των διαφόρων τάσεων του Κομμουνιστικού Κόμματος. Ηδη ο Λένιν, λίγο πριν από τον θάνατό του, είχε αντιληφθεί το αδιέξοδο της πολιτικής του, τόσο όσον αφορά τα ζητήματα της οικονομίας όσο και αυτά της πολιτικής διακυβέρνησης. Ηταν όμως πολύ αργά για να αντιστραφεί ο ρους των πραγμάτων. Η σταλινική ομάδα εξουσίας θα υπερνικήσει τελικά τους αντιπάλους της, στους οποίους θα επιφυλάξει μια όχι και τόσο ζηλευτή μοίρα. Ο Στάλιν ολοκλήρωσε τη λενινιστική αντίληψη για την υπεροχή του μηχανισμού σε σχέση με την εργατική τάξη, στο όνομα της οποίας το Κόμμα είχε καταλάβει και ασκούσε εξουσία. Η κυνικότητα της πολιτικής του δικαίωσε όσους από το 1903 διέβλεπαν ότι η οργανωτική λενινιστική αντίληψη οδηγούσε κατευθείαν στον ολοκληρωτισμό. Συνέβη αυτό που έγραψε η Ρόζα Λούξεμπουργκ: «...Υπάρχει λοιπόν στο βάθος (σ.σ. της αντίληψης του Λένιν) μια κυβέρνηση κλίκας, μια δικτατορία. Η δικτατορία μιας χούφτας πολιτικών». Εξίσου εύστοχη ήταν και η πρώιμη πρόβλεψη του Λ. Τρότσκι: «Η οργάνωση του Κόμματος θα πάρει τη θέση του ίδιου του Κόμματος, η Κεντρική Επιτροπή τη θέση της Οργάνωσης και τέλος ο δικτάτορας θα πάρει τη θέση της Κεντρικής Επιτροπής». Ο Τρότσκι υπήρξε η πλέον συμβολική μορφή των αντιφάσεων που εμπεριέχονταν στο ίδιο το επαναστατικό εγχείρημα σε μια φεουδαρχική χώρα. Ενώ εγκαίρως διείδε το πρόβλημα, συνήργησε με όλες του τις δυνάμεις στην επικράτηση του λενινιστικού μοντέλου, για να χάσει τελικά τη ζωή του από τον υπέρτατο εκφραστή του μοντέλου αυτού, τον Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς Στάλιν.
Οι Ελληνες που παρέμειναν στη Σοβιετική Ενωση αποτελούσαν μία από τις 160 περίπου εθνικές ομάδες που συγκροτούσαν το πολυεθνικό κρατικό μόρφωμα. Μπορούν να υπολογιστούν σε 300.000 - 440.000 άτομα περίπου, από τους οποίους το 80% ήταν αγρότες. Απ’ αυτούς το ένα τρίτο περίπου είχε την ελληνική υπηκοότητα. Η ελληνική εθνότητα χαρακτηριζόταν από τη μεγάλη διασπορά στον χώρο της ΕΣΣΔ. Το 1925 οι Σοβιετικοί θα ισχυριστούν ότι μόνο οι Ελληνες υπήκοοι που κατοικούσαν στα εδάφη της Σοβιετικής Ενωσης ανέρχονταν σε 300.000 άτομα. Σε μια αναφορά του Σοβιετικού πρέσβη στην Αθήνα υπάρχει η εκτίμηση περί 200.000 Ελλήνων υπηκόων. Οι Ελληνες της ΕΣΣΔ συμμετείχαν στα ιστορικά γεγονότα και οι διανοούμενοί τους είχαν ενταχθεί από νωρίς (1905) στα μεταρρυθμιστικά ιδεολογικά ρεύματα. Την εποχή της Οκτωβριανής Επανάστασης και του εμφυλίου πολέμου, Ελληνες θα βρίσκονται σ’ όλα τα αντιμαχόμενα στρατόπεδα, στους μπολσεβίκους, τους μενσεβίκους, τους αναρχικούς του Μαχνό, τους σοσιαλεπαναστάτες, τους λευκούς. Με την επικράτηση των μπολσεβίκων, η μόνη ελληνική πολιτική δύναμη που θα παραμείνει είναι η μπολσεβικική, η οποία εκφραζόταν οργανωτικά με τις Ελληνικές Κομματικές Επιτροπές που ενυπήρχαν στο Κομμουνιστικό Κόμμα. Οι Ελληνες μπολσεβίκοι θα διαχειριστούν την εξουσία στις ελληνικές κοινότητες, θα πετύχουν την ανακήρυξη τεσσάρων Αυτόνομων Ελληνικών Περιοχών (Gretsiski Rayion) και την εντυπωσιακή εκπαιδευτική και πολιτιστική ανάπτυξη των κοινοτήτων. Στις Ελληνικές Περιοχές θα ενταχθούν και οι δεκάδες πολιτικοί φυγάδες από την Ελλάδα, μέλη και φίλοι του ΚΚΕ, που από το 1928 –με αποκορύφωμα τη δικτατορία του Μεταξά– καταδιώκονταν για τα φρονήματά τους. Με τις απηνείς διώξεις του 1937-38 θα λάβει τέλος το πρωτότυπο εκείνο πείραμα της δημιουργίας μια παράξενης μικρής σοβιετικής Ελλάδας στα ρωσικά παράλια της Μαύρης Θάλασσας, που προσπαθούσε η ίδια να μετατραπεί σε «σοσιαλιστική μητέρα-πατρίδα», ανταγωνιζόμενη σκληρά την ίδια την αστική Ελλάδα και το ιδεολόγημα της «εθνικής μητέρας-πατρίδας».
Τα στρατόπεδα της Κολιμά. Η περιοχή της Κολιμά με πρωτεύουσα το Μαγκαντάν στην Απω Σοβιετική Ανατολή, έχει τεράστιο κοινωνιολογικό ενδιαφέρον. Η ανάπτυξή της έγινε με απόφαση της σταλινικής ηγεσίας το 1931. Τότε αποφασίστηκε το σχέδιο «oικοδόμησης της Απω Ανατολής» που έλαβε την ονομασία Dalstroy από τις λέξεις Dalnoy Stroyteli. Στο πλαίσιο του σχεδίου αυτού ιδρύθηκαν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, ως η βασική παραγωγική δύναμη για την ανάπτυξη. Στα στρατόπεδα εστάλησαν οι εσωκομματικοί αντίπαλοι του Στάλιν, κυρίως τροτσκιστές και αγρότες που αντιδρούσαν στη βίαιη κολεκτιβοποίηση. Ακολούθησαν οι εθνικές μειονότητες, μεταξύ των οποίων και χιλιάδες Ελληνες. Οι κρατούμενοι δούλευαν σε σκληρές συνθήκες στην κατασκευή των δρόμων και των κτιρίων. Ξεχέρσωσαν τη γη, δούλεψαν στα ορυχεία χρυσού και μαγγανίου. Συνολικά δημιουργήθηκαν στην περιοχή 120 στρατόπεδα. Ο συνολικός αριθμός των κρατουμένων έφτασε τις 860.000. Επίσημα, από αυτούς πέθαναν οι 120.000, δραπέτευσαν 7.800, αποφυλακίστηκαν 445.000 και αγνοούνται 297.000. Στην πραγματικότητα χάθηκε το 40% των κρατουμένων. Με βάση τα στοιχεία που υπάρχουν στο κεντρικό Ιστορικό Αρχείο του Μαγκαντάν, έχουν βρεθεί οι φάκελοι 450 Ελλήνων που έχασαν τη ζωή τους στα στρατόπεδα. Ο αριθμός αυτός προέκυψε από την επεξεργασία του 50% των φακέλων που διασώθηκαν. Ο τελικός αριθμός των Ελλήνων που έχασαν τη ζωή τους στα καταναγκαστικά έργα, μόνο στην περιοχή της Κολιμά, είναι πολύ πιθανό να φτάνει τα 900 άτομα. Από τους φακέλους προκύπτει ότι μεταξύ των Ελλήνων θυμάτων υπήρχαν πολλοί Ελληνες υπήκοοι, οι οποίοι είτε ήταν Μικρασιάτες πρόσφυγες από τον Πόντο και την υπόλοιπη Μικρά Ασία, ακόμα και από την Κωνσταντινούπολη, είτε Ελλαδικοί. Οι Ελλαδικοί πάλι διακρίνονται σε δύο κατηγορίες: στους παλιούς μετανάστες από την Ελλάδα και στους πολιτικούς πρόσφυγες. Οι Ελληνες που είχαν σοβιετική υπηκοότητα ήταν κυρίως Πόντιοι, Μαριουπολίτες και Κριμαιάτες.
Τα θύματα του 1937-38. Ο ακριβής υπολογισμός του ανθρώπινου κόστους σε πανσοβιετικό επίπεδο αποτελούσε πάντα πονοκέφαλο για τους ερευνητές. Ετσι κι αλλιώς, υπάρχει σε κάθε ανθρωπιστική καταστροφή το ζήτημα του υπολογισμού του αριθμού των θυμάτων. Το ίδιο πρόβλημα υπάρχει έως σήμερα στις γενοκτονίες που πραγματοποίησαν οι Νεότουρκοι και οι Ναζί. Οι πρώτες κατά προσέγγιση εκτιμήσεις για τις σταλινικές διώξεις κατατέθηκαν από τον Robert Conquest το 1968. Με το άνοιγμα των σοβιετικών αρχείων μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ αποδείχθηκε ότι οι αριθμοί του Conquest ήταν υπερβολικοί. Ο ιστορικός Δημ. Καταϊφτσής ανέδειξε τη μελέτη «Victims of the Soviet Penal System ithe Pre-War Years: A first Approach othe Basis of Archival Evidence» των J.A. Getty, G.T. Rittersporn, V.N. Zemskov, όπου μέσα από τα αρχεία της Γραμματείας των ΓΚ.ΟΥ.ΛΑΓΚ. φαίνεται ότι κατά τις διώξεις της περιόδου 1937-38 έγιναν 2,5 εκατομμύρια συλλήψεις, φυλακίστηκαν ή εστάλησαν σε καταναγκαστικά έργα 2 εκατομμύρια, έχασαν τη ζωή τους στα στρατόπεδα 160.084 άτομα και εκτελέστηκαν 681.692. Με βάση την έρευνα του Tzouha στα σοβιετικά αρχεία, από τους 15.000 συλληφθέντες Ελληνες, οι 1.500 προέρχονταν από τις περιοχές της Γεωργίας και της Αρμενίας και οι υπόλοιποι από τη Νότιο Ρωσία (Κρασνοντάρ) και την περιοχή του Ντονιέτσκ (Μαριούπολη). Στα στρατόπεδα μεταφέρθηκαν περί τους 2.500 κρατούμενους, όπου έχασαν τη ζωή τους περίπου χίλια άτομα. Με βάση τα αρχεία, το 90%-95% των συλληφθέντων στις περιοχές Κρασνοντάρ και Ντονιέτσκ εκτελέστηκε με τουφεκισμό μετά τη σύλληψη. Αυτό το ποσοστό αντιστοιχεί σε περίπου 12.000 εκτελέσεις. Αλλοι πεντακόσιοι εκτελέστηκαν στις υπόλοιπες σοβιετικές περιοχές (Καύκασος, Κεντρική Ασία).
Βλάσης Αγτζίδης (διδάκτωρ Σύγχρονης Ιστορίας και μαθηματικός. http://kars1918.wordpress.com/
https://ed-mysterious.blogspot.gr/
Η 15η Δεκεμβρίου του 1937 θεωρείται η ημέρα που ο όρος «Ελληνας» μετατράπηκε σε πολιτική κατηγορία και οδήγησε σε μαζικές συλλήψεις κατά των μελών της ελληνικής μειονότητας στη Σοβιετική Ενωση. Οι διώξεις συμπεριέλαβαν όλους τους άρρενες Ελληνες ανεξάρτητα από την πολιτική ή κοινωνική τους θέση. Συνελήφθη όλη η ελληνική ηγετική ομάδα που αποτελείτο από πιστά μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος. Συνελήφθησαν τόσο οι ντόπιοι Ελληνες (Μαριουπολίτες, Πόντιοι, απόγονοι των παλιών μεταναστών από τον ελλαδικό χώρο), όσο και οι πολιτικοί πρόσφυγες από Ελλάδα -μέλη και φίλοι του ΚΚΕ- που είχαν καταφύγει στη Σοβιετική Ενωση για να αποφύγουν τις πολιτικές διώξεις που είχαν ξεκινήσει με το Ιδιώνυμο (1928) και εντάθηκαν την περίοδο της δικτατορίας του Ιωάννη Μεταξά. Με το Διάταγμα-Ντιρεκτίβα 50215 που έφερε την υπογραφή του επικεφαλούς της Κρατικής Ασφάλειας (ΝΚVD) Νικολάι Γιεζόφ, η ελληνική σοβιετική μειονότητα είχε θεωρηθεί ύποπτη. Σύμφωνα με αυτήν την αντίληψη, η εθνοτική καταγωγή ταυτιζόταν με πολιτικό αδίκημα. Υπολογίζεται ότι η Ασφάλεια συνέλαβε 15.000 πολίτες ελληνικής καταγωγής. Ενα σημαντικό τμήμα της μειονότητας, που προερχόταν από τις περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και είχε εγκατασταθεί στην ΕΣΣΔ εξαιτίας της Μικρασιατικής Καταστροφής, βίωνε για δεύτερη φορά μέσα σε λίγα χρόνια μια παρόμοια κατάσταση, καθώς λίγα χρόνια πριν είχε βρεθεί στο στόχαστρο των Νεότουρκων εθνικιστών. Η πολιτική αυτή της συλλογικής ευθύνης λόγω της ένταξης σε μια εθνοτική ομάδα και της ενοχοποίησης της πολιτισμικής ταυτότητας, θα αποτελέσει βασικό άξονα της σταλινικής πολιτικής κατά συγκεκριμένων μειονοτικών ομάδων.
Τα σύννεφα είχαν αρχίσει να πυκνώνουν από το φθινόπωρο του ’37. Ο Ivan Tzouha (Iβάν Τζουχά) στο βιβλίο του «Gretseskayia Operatsia» («Ελληνική Επιχείρηση») αναφέρει ως πρώτη επίσημη πράξη κατά των μειονοτήτων, την απόφαση που ελήφθη στη συνεδρίαση του Οργανωτικού Γραφείου της Κ.Ε. του Κομμουνιστικού Κόμματος (ΠΚΚ-μπ) με βάση την οποία η ύπαρξη εθνικών σχολείων (φινλανδικών, γερμανικών, αγγλικών, ελληνικών κ.λπ.) θεωρείτο «επιβλαβής» για τον σοβιετικό σοσιαλισμό και καλούσε τους υπεύθυνους της NKVD να λάβουν τα αναγκαία μέτρα. Τότε έκλεισαν 250 ελληνικά σχολεία στον Καύκασο, την περιοχή Κρασνοντάρ (Νότια Ρωσία), την Κριμαία και την περιοχή της Αζοφικής (Μαριούπολη-Ντονιέτσκ). Η πολιτική της στοχοποίησης της ελληνικής μειονότητας θα κωδικοποιηθεί με το Διάταγμα-Ντιρεκτίβα υπ. αριθμ. 50215. Στο Διάταγμα που είχε την υπογραφή του Γιεζόφ, «επιτρόπου του ΛΚΕΥ (Λαϊκό Κομισαριάτο Εσωτερικών Υποθέσεων) της ΕΣΣΔ, γενικού επιτρόπου της Κρατικής Ασφάλειας», αναφέρονταν τα εξής:
«Παράλληλα με την κατασκοπευτική και υπονομευτική δραστηριότητα προς το συμφέρον των Γερμανών και των Ιαπώνων, η ελληνική κατασκοπεία αναπτύσσει εντατική αντισοβιετική και εθνικιστική δραστηριότητα, στηριζόμενη σε πολίτες με αντισοβιετικές βλέψεις... ανάμεσα στον ελληνικό πληθυσμό της ΕΣΣΔ. Με σκοπό την αναχαίτιση της δραστηριότητας της ελληνικής κατασκοπείας στο έδαφος της ΕΣΣΔ ΔΙΑΤΑΣΣΩ: Στις 15 Δεκεμβρίου ταυτόχρονα, σ’ όλες τις Δημοκρατίες και τις Περιφέρειες, να συλληφθούν όλοι οι Ελληνες, οι οποίοι είναι ύποπτοι για κατασκοπευτική, αντάρτικη και εθνικιστική αντισοβιετική δραστηριότητα. Συλλαμβάνονται όλοι οι Ελληνες (Ελληνες υπήκοοι και πολίτες της ΕΣΣΔ) των εξής κατηγοριών:
Α) Οσοι είναι εγγεγραμμένοι στον κατάλογο του ΛΚΕΥ και όσοι είναι υπό παρακολούθηση.
Β) Πρώην μεγαλέμποροι, μαυραγορίτες και λαθρέμποροι.
Γ) Ελληνες που αναπτύσσουν εντατική εθνικιστική δραστηριότητα, πρώτοι απ’ όλους οι πρώην κουλάκοι και όσοι απέφυγαν την αποκουλακοποίηση.
Δ) Πολιτικοί πρόσφυγες από την Ελλάδα και όλοι οι Ελληνες, οι οποίοι ήρθαν παράνομα στην ΕΣΣΔ, άσχετα από ποια χώρα έφτασαν».
Προσπαθώντας να μελετήσω την άγνωστη ιστορία του σοβιετικού ελληνισμού και ειδικά την εποχή των σταλινικών διώξεων, συνάντησα κάποιους αξιοσημείωτους ανθρώπους που έζησαν σε όλες τις μορφές τη βία εκείνης της εποχής.
Τον Γιάννη Καραμανίδη τον συνάντησα στα τέλη της δεκαετίας του ’80 σ’ ένα φτωχικό αυθαίρετο σπιτάκι στην Ανω Φούσα Ασπροπύργου. Ο Καραμανίδης είχε βιώσει όλη την κοσμογονική αλλαγή που συνέβη στις δύο ακτές της Μαύρης Θάλασσας. Τη γενοκτονία και την κυριαρχία του τουρκικού εθνικισμού στις περιοχές του μικρασιατικού Πόντου, την προσφυγιά στη Σοβιετική Ενωση και τις πολιτικές εξελίξεις του Μεσοπολέμου. Εζησε τη Νέα Οικονομική Πολιτική (ΝΕΠ) και υπήρξε θύμα του σταλινισμού κατά την έναρξη της «Ελληνικής Επιχείρησης». O Kαραμανίδης ήταν γόνος εύπορης οικογένειας των Κοτυώρων του μικρασιατικού Πόντου. Η πολιτική των Νεότουρκων τον υποχρέωσε να ανέβει στο βουνό στα 17 του χρόνια και να γίνει αντάρτης. Με τη Μικρασιατική Καταστροφή, μετά από πέντε χρόνια αντάρτικης δράσης, κατέφυγε στο Αντλερ της Σοβιετικής Ενωσης, όπου συνελήφθη το 1937. Περιέγραψε ως εξής τη σύλληψή του:
«Με έπιασαν στις 18 Δεκεμβρίου 1937. Με πήγαν στη φυλακή του Κρασνοντάρ. Μου ζητούσαν να υπογράψω ότι ανατίναξα το γεφύρι στο Τανγκανρόκ. Εγώ δεν ήξερα ούτε πού βρισκόταν αυτό... Εκεί έφαγα πολύ ξύλο... Στις 12 το βράδυ έρχονται, με παίρνουν για ανάκριση. Με χτυπούσαν και μου έλεγαν να υπογράψω ότι χάλασα το γεφύρι. Με έβαλαν γυμνό σε μια κάμαρα να στέκω όρθιος. Οι τοίχοι γύρω ήταν γεμάτοι καρφιά. Δεν μπορούσες να ακουμπήσεις πουθενά. Εριχναν κρύο νερό πάνω μου. Πρήστηκα. Με έβγαλαν έξω να υπογράψω. Εγώ δεν υπόγραφα. Εκλειναν με το χέρι τους το κείμενο και μου έλεγαν “υπόγραψε”. Τους έλεγα “να διαβάσω τι γράφει και μετά θα το υπογράψω”. Αυτός δεν το φανέρωνε αλλά έβριζε και μου έλεγε “υπόγραψε”. “Ανοίχτε να διαβάσω για να ξέρω γιατί με έχετε εδώ” έλεγα. Τότε άρχιζε το ξύλο. Πολύ ξύλο. Με χτύπαγε ο ένας και μετά με πέταγε στον άλλο. Τα ίδια και αυτός. Μέχρι που σωριαζόμουν κάτω».
Τελικά η Δυάδα των Γιεζόφ και Βισίσκι που υπέγραφε όλες τις καταδίκες ή τις εκτελέσεις -από τον Σεπτέμβριο του ’38 το δικαίωμα υπογραφής δίνεται σε τοπικές Τριμελείς Επιτροπές (τρόικα)- τον καταδίκασε σε 10ετή κάθειρξη. Ο Καραμανίδης περιπλανήθηκε σε διάφορα μέρη στην Απω Ανατολή: Καμτσάτκα, Σαχαλίνη, Βλαδιβοστόκ για να καταλήξει τελικά στα στρατόπεδα συγκέντρωσης του Μαγκαντάν της Κολιμά. Περιγράφει ως εξής τις συνθήκες διαβίωσης:
«Το στρατόπεδο ήταν γεμάτο από Ελληνες. Υπήρχαν απ’ όλα τα έθνη: Ρώσοι, Γεωργιανοί, Πολωνοί, Εγγλέζοι. Δεκαοχτώ χιλιάδες έφεραν με μας εκεί. Από αυτούς επέζησαν οι 300. Οι άλλοι πέθαναν από την πείνα και το κρύο. Μαγειρεύαμε πριονίδι για να τρώμε. Στοίβες ήταν τα πτώματα. Μαυρισμένα ήταν. Εσκαβαν λάκκους 50 μέτρα μήκος και 15 πλάτος. Για να ανοίξουν ένα λάκκο έκαναν 4 με 5 μέρες. Παγωμένο ήταν το χώμα. Δεν σκαβόταν. Εσκαβαν λίγο, μετά έχυναν πετρέλαιο και έβαζαν φωτιά. Ετσι έλιωνε ο πάγος και συνέχιζαν το σκάψιμο. Μετά από λίγο πάλι. Μέχρι να φτάσουν τα τρία μέτρα. Τους πεθαμένους τους έσπρωχναν μ’ ένα τρακτέρ μέσα στο λάκκο. Χιλιάδες ομαδικοί τάφοι υπήρχαν σ’ εκείνους τους κάμπους της Κολιμά... Στη δουλειά μας πήγαιναν 20-30 ανθρώπους. Γύρω μας φαντάροι. Αν κάποιος δεν μπορούσε να περπατήσει τον χτυπούσαν. Το χειρότερο όμως ήταν τα σκυλιά. Οποιος ήταν φυλακισμένος με το άρθρο 58 του ποινικού κώδικα δεν είχε κανένα δικαίωμα. Κι αν πέθαινες και αν σε σκότωναν δεν έδιναν λογαριασμό σε κανένα. Στη φυλακή δεν μιλούσαμε καθόλου. Ο πολιτικός κρατούμενος δεν έχει γλώσσα. Παντού στη στολή είχαμε το νούμερό μας. Εγώ ήμουν το νούμερο 665. Αυτόν είχα μέχρι το τέλος. Οι ποινικοί κρατούμενοι είχαν περισσότερες ελευθερίες».
Στην ερευνητική μου περιπλάνηση συνάντησα στη Νέα Σμύρνη και τον Παύλο Κερδεμελίδη. Αλλον έναν ομογενή που είχε βιώσει τη σταλινική βία και είχε ζήσει στα στρατόπεδα συγκέντρωσης της περιοχής Βορκουτά 12,5 χρόνια. Ο Κερδεμελίδης είχε γεννηθεί στα περίχωρα της Τραπεζούντας του Πόντου και είχε καταφύγει στην Κριμαία της Ρωσίας λόγω της γενοκτονίας που πραγματοποιούσε ο νεοτουρκικός εθνικισμός στα νότια παράλια της Μαύρης Θάλασσας. Τον συνέλαβαν στις 15 Δεκεμβρίου 1937 στην Αλούπκα (παραφθορά της Αλωπεκής Φωλέα, όπως ήταν η αρχαία ελληνική ονομασία της περιοχής). Ηταν ο πρόεδρος της «κοπερατίβας φωτογράφων».Η σύλληψή του έγινε με τον εξής τρόπο:
«Με συνέλαβε η NKVD χωρίς να ξέρω το γιατί. Αργότερα άρχισαν τις ανακρίσεις και μας πήγαιναν από τη Γιάλτα στη Σεβαστούπολη. Στις ανακρίσεις χτυπούσαν με βούρδουλα και ρωτούσαν τι ξέρω γι’ αυτόν ή τον άλλο. Δεκαοχτώ μήνες γίνονταν οι ανακρίσεις... Η κατάθεση που υπόγραψα έλεγε ότι ήμουν σε κάποια ομάδα, ότι θέλαμε να ρίξουμε τη σοβιετική κυβέρνηση».
Με βάση την ομολογία του ο Κερδεμελίδης καταδικάστηκε σε καταναγκαστικά έργα από την Τριμελή Επιτροπή. Μετά από περιπλάνηση σε διάφορα στρατόπεδα συγκέντρωσης τον μεταφέρουν σε στρατόπεδο στην περιοχή Βορκουτά. Περιγράφει με τον εξής τρόπο τη μεταφορά τους στο στρατόπεδο και τις συνθήκες διαβίωσης:
«Το 1939 μας φόρτωσαν σε 90 βαγόνια 25.000 άτομα (σ.σ. απ’ όλες τις εθνικότητες) και μας πήγαν στη Σιβηρία. Εκεί ήταν δάση. Μας έβγαλαν, ανοίξαμε δρόμο και φτάσαμε σε μια πεδιάδα. “Εδώ θα μείνετε” μας είπαν. Μέσα στο δάσος, δίχως σπίτια, δίχως τίποτα. Μέσα στο χιόνι. Ετσι, σε έξι μήνες από 25.000 μείναμε 600... Εκεί δουλεύαμε. Κόβαμε ξύλα και τα στοιβάζαμε. Γύρω μας ήταν φαντάροι μ’ αυτόματα. Ολα τα ξύλα σάπισαν εκεί βέβαια. Ηθελαν να μας εξοντώσουν. Οι περισσότεροι πέθαναν. Κανείς ποτέ δεν θα μάθει πόσοι ήταν αυτοί οι άνθρωποι... Πηγαίναμε για δουλειά τέσσερις τέσσερις. Γύρω τα σκυλιά και τα αυτόματα. Ενα βήμα δεξιά, ένα βήμα αριστερά πυροβολούσαν χωρίς προειδοποίηση».
Παρότι έχουν περάσει 23 χρόνια από την έκδοση στην Ελλάδα της πρώτης μονογραφίας για εκείνα τα συγκλονιστικά γεγονότα με τίτλο «Ποντιακός Ελληνισμός: Από τη Γενοκτονία και τον Σταλινισμό στην Περεστρόικα», εντούτοις ελάχιστα ενδιαφέρθηκε γι’ αυτά η νεοελληνική ιστοριογραφία. Και ας ακολούθησε η κατάρρευση του κομμουνιστικού κόσμου, ας γέμισαν οι ελληνικές πολιτείες με χιλιάδες απόκληρους πρόσφυγες, ομογενείς και άλλους, του αποτυχημένου σοσιαλιστικού πειράματος του 20ού αιώνα και ας βιώνει ακόμα ο πλανήτης την ανισορροπία που επέφερε το τέλος του διπολικού κόσμου. Η ουδέτερη στάση -ίσως και αδιάφορη, αλλά και κάποιες φορές επιδοκιμαστική των διώξεων- είναι αποκαλυπτική των νεοελληνικών μας ορίων, της περιορισμένης ικανότητας να αντιλαμβανόμαστε τις εξελίξεις στον περιβάλλοντα χώρο, την έλλειψη συναισθημάτων αλληλεγγύης προς πληθυσμούς που υποφέρουν, αλλά και της βαθύτατης αλλοτρίωσης στην οποία έχει περιέλθει ο νέος ελληνισμός.
Ο σκληρός Δεκέμβρης του ’37.
Δεκαπέντε χιλιάδες συλλήψεις σήμαναν την αρχή των σταλινικών διώξεων κατά των Ελλήνων της Σοβιετικής Ενωσης. Ο Δεκέμβρης του ’37 υπήρξε ο μοιραίος μήνας για τους Eλληνες της Σοβιετικής Eνωσης, όταν στοχοποιήθηκαν με εθνικά κριτήρια ως «εχθροί του λαού». Με το Διάταγμα-Ντιρεκτίβα 50205 του Nικολάι Γιεζόφ, Επιτρόπου Κρατικής Ασφάλειας (NKVD), ξεκίνησε η «Ελληνική Επιχείρηση» («Gretseskayia Operatsia»). Δεκαπέντε χιλιάδες που ανήκαν σ’ όλες τις εθνοτοπικές ομάδες του ελληνισμού της ΕΣΣΔ (Πόντιοι, Μαριουπολίτες, παλιοί μετανάστες από τα Βαλκάνια, κομμουνιστές πολιτικοί φυγάδες απ’ την Ελλάδα) θα συλληφθούν. Παρότι η «Ελληνική Επιχείρηση» ήταν η 13η κατά σειρά των αντίστοιχων επιχειρήσεων κατά των εθνικών μειονοτήτων, υπήρξε η πλέον αιματηρή εφόσον εκτελέστηκε το 90% των συλληφθέντων για να καλυφθεί το κεντρικό πλάνο της σταλινικής ηγεσίας.
Πώς όμως μεταμορφώθηκε η εθνική πολιτική των μπολσεβίκων από πολυπολιτιστική σε εκρωσιστική; Γιατί θεωρήθηκαν τα εθνικά χαρακτηριστικά και η πολιτισμική ταυτότητα στοιχείο νομιμοφροσύνης προς το καθεστώς και κατέλαβαν τη θέση των πολιτικών και κοινωνικών κριτηρίων με τα οποία αντιμετώπιζαν έως τότε τους κυριαρχούμενους πληθυσμούς; Η εσωτερική αλλαγή που θα συντελεστεί στη Σοβιετική Eνωση μετά τον θάνατο του Λένιν (1924) θα εκφραστεί με τη σκληρή διαπάλη των διαφόρων τάσεων του Κομμουνιστικού Κόμματος. Ηδη ο Λένιν, λίγο πριν από τον θάνατό του, είχε αντιληφθεί το αδιέξοδο της πολιτικής του, τόσο όσον αφορά τα ζητήματα της οικονομίας όσο και αυτά της πολιτικής διακυβέρνησης. Ηταν όμως πολύ αργά για να αντιστραφεί ο ρους των πραγμάτων. Η σταλινική ομάδα εξουσίας θα υπερνικήσει τελικά τους αντιπάλους της, στους οποίους θα επιφυλάξει μια όχι και τόσο ζηλευτή μοίρα. Ο Στάλιν ολοκλήρωσε τη λενινιστική αντίληψη για την υπεροχή του μηχανισμού σε σχέση με την εργατική τάξη, στο όνομα της οποίας το Κόμμα είχε καταλάβει και ασκούσε εξουσία. Η κυνικότητα της πολιτικής του δικαίωσε όσους από το 1903 διέβλεπαν ότι η οργανωτική λενινιστική αντίληψη οδηγούσε κατευθείαν στον ολοκληρωτισμό. Συνέβη αυτό που έγραψε η Ρόζα Λούξεμπουργκ: «...Υπάρχει λοιπόν στο βάθος (σ.σ. της αντίληψης του Λένιν) μια κυβέρνηση κλίκας, μια δικτατορία. Η δικτατορία μιας χούφτας πολιτικών». Εξίσου εύστοχη ήταν και η πρώιμη πρόβλεψη του Λ. Τρότσκι: «Η οργάνωση του Κόμματος θα πάρει τη θέση του ίδιου του Κόμματος, η Κεντρική Επιτροπή τη θέση της Οργάνωσης και τέλος ο δικτάτορας θα πάρει τη θέση της Κεντρικής Επιτροπής». Ο Τρότσκι υπήρξε η πλέον συμβολική μορφή των αντιφάσεων που εμπεριέχονταν στο ίδιο το επαναστατικό εγχείρημα σε μια φεουδαρχική χώρα. Ενώ εγκαίρως διείδε το πρόβλημα, συνήργησε με όλες του τις δυνάμεις στην επικράτηση του λενινιστικού μοντέλου, για να χάσει τελικά τη ζωή του από τον υπέρτατο εκφραστή του μοντέλου αυτού, τον Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς Στάλιν.
Οι Ελληνες που παρέμειναν στη Σοβιετική Ενωση αποτελούσαν μία από τις 160 περίπου εθνικές ομάδες που συγκροτούσαν το πολυεθνικό κρατικό μόρφωμα. Μπορούν να υπολογιστούν σε 300.000 - 440.000 άτομα περίπου, από τους οποίους το 80% ήταν αγρότες. Απ’ αυτούς το ένα τρίτο περίπου είχε την ελληνική υπηκοότητα. Η ελληνική εθνότητα χαρακτηριζόταν από τη μεγάλη διασπορά στον χώρο της ΕΣΣΔ. Το 1925 οι Σοβιετικοί θα ισχυριστούν ότι μόνο οι Ελληνες υπήκοοι που κατοικούσαν στα εδάφη της Σοβιετικής Ενωσης ανέρχονταν σε 300.000 άτομα. Σε μια αναφορά του Σοβιετικού πρέσβη στην Αθήνα υπάρχει η εκτίμηση περί 200.000 Ελλήνων υπηκόων. Οι Ελληνες της ΕΣΣΔ συμμετείχαν στα ιστορικά γεγονότα και οι διανοούμενοί τους είχαν ενταχθεί από νωρίς (1905) στα μεταρρυθμιστικά ιδεολογικά ρεύματα. Την εποχή της Οκτωβριανής Επανάστασης και του εμφυλίου πολέμου, Ελληνες θα βρίσκονται σ’ όλα τα αντιμαχόμενα στρατόπεδα, στους μπολσεβίκους, τους μενσεβίκους, τους αναρχικούς του Μαχνό, τους σοσιαλεπαναστάτες, τους λευκούς. Με την επικράτηση των μπολσεβίκων, η μόνη ελληνική πολιτική δύναμη που θα παραμείνει είναι η μπολσεβικική, η οποία εκφραζόταν οργανωτικά με τις Ελληνικές Κομματικές Επιτροπές που ενυπήρχαν στο Κομμουνιστικό Κόμμα. Οι Ελληνες μπολσεβίκοι θα διαχειριστούν την εξουσία στις ελληνικές κοινότητες, θα πετύχουν την ανακήρυξη τεσσάρων Αυτόνομων Ελληνικών Περιοχών (Gretsiski Rayion) και την εντυπωσιακή εκπαιδευτική και πολιτιστική ανάπτυξη των κοινοτήτων. Στις Ελληνικές Περιοχές θα ενταχθούν και οι δεκάδες πολιτικοί φυγάδες από την Ελλάδα, μέλη και φίλοι του ΚΚΕ, που από το 1928 –με αποκορύφωμα τη δικτατορία του Μεταξά– καταδιώκονταν για τα φρονήματά τους. Με τις απηνείς διώξεις του 1937-38 θα λάβει τέλος το πρωτότυπο εκείνο πείραμα της δημιουργίας μια παράξενης μικρής σοβιετικής Ελλάδας στα ρωσικά παράλια της Μαύρης Θάλασσας, που προσπαθούσε η ίδια να μετατραπεί σε «σοσιαλιστική μητέρα-πατρίδα», ανταγωνιζόμενη σκληρά την ίδια την αστική Ελλάδα και το ιδεολόγημα της «εθνικής μητέρας-πατρίδας».
Τα στρατόπεδα της Κολιμά. Η περιοχή της Κολιμά με πρωτεύουσα το Μαγκαντάν στην Απω Σοβιετική Ανατολή, έχει τεράστιο κοινωνιολογικό ενδιαφέρον. Η ανάπτυξή της έγινε με απόφαση της σταλινικής ηγεσίας το 1931. Τότε αποφασίστηκε το σχέδιο «oικοδόμησης της Απω Ανατολής» που έλαβε την ονομασία Dalstroy από τις λέξεις Dalnoy Stroyteli. Στο πλαίσιο του σχεδίου αυτού ιδρύθηκαν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, ως η βασική παραγωγική δύναμη για την ανάπτυξη. Στα στρατόπεδα εστάλησαν οι εσωκομματικοί αντίπαλοι του Στάλιν, κυρίως τροτσκιστές και αγρότες που αντιδρούσαν στη βίαιη κολεκτιβοποίηση. Ακολούθησαν οι εθνικές μειονότητες, μεταξύ των οποίων και χιλιάδες Ελληνες. Οι κρατούμενοι δούλευαν σε σκληρές συνθήκες στην κατασκευή των δρόμων και των κτιρίων. Ξεχέρσωσαν τη γη, δούλεψαν στα ορυχεία χρυσού και μαγγανίου. Συνολικά δημιουργήθηκαν στην περιοχή 120 στρατόπεδα. Ο συνολικός αριθμός των κρατουμένων έφτασε τις 860.000. Επίσημα, από αυτούς πέθαναν οι 120.000, δραπέτευσαν 7.800, αποφυλακίστηκαν 445.000 και αγνοούνται 297.000. Στην πραγματικότητα χάθηκε το 40% των κρατουμένων. Με βάση τα στοιχεία που υπάρχουν στο κεντρικό Ιστορικό Αρχείο του Μαγκαντάν, έχουν βρεθεί οι φάκελοι 450 Ελλήνων που έχασαν τη ζωή τους στα στρατόπεδα. Ο αριθμός αυτός προέκυψε από την επεξεργασία του 50% των φακέλων που διασώθηκαν. Ο τελικός αριθμός των Ελλήνων που έχασαν τη ζωή τους στα καταναγκαστικά έργα, μόνο στην περιοχή της Κολιμά, είναι πολύ πιθανό να φτάνει τα 900 άτομα. Από τους φακέλους προκύπτει ότι μεταξύ των Ελλήνων θυμάτων υπήρχαν πολλοί Ελληνες υπήκοοι, οι οποίοι είτε ήταν Μικρασιάτες πρόσφυγες από τον Πόντο και την υπόλοιπη Μικρά Ασία, ακόμα και από την Κωνσταντινούπολη, είτε Ελλαδικοί. Οι Ελλαδικοί πάλι διακρίνονται σε δύο κατηγορίες: στους παλιούς μετανάστες από την Ελλάδα και στους πολιτικούς πρόσφυγες. Οι Ελληνες που είχαν σοβιετική υπηκοότητα ήταν κυρίως Πόντιοι, Μαριουπολίτες και Κριμαιάτες.
Τα θύματα του 1937-38. Ο ακριβής υπολογισμός του ανθρώπινου κόστους σε πανσοβιετικό επίπεδο αποτελούσε πάντα πονοκέφαλο για τους ερευνητές. Ετσι κι αλλιώς, υπάρχει σε κάθε ανθρωπιστική καταστροφή το ζήτημα του υπολογισμού του αριθμού των θυμάτων. Το ίδιο πρόβλημα υπάρχει έως σήμερα στις γενοκτονίες που πραγματοποίησαν οι Νεότουρκοι και οι Ναζί. Οι πρώτες κατά προσέγγιση εκτιμήσεις για τις σταλινικές διώξεις κατατέθηκαν από τον Robert Conquest το 1968. Με το άνοιγμα των σοβιετικών αρχείων μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ αποδείχθηκε ότι οι αριθμοί του Conquest ήταν υπερβολικοί. Ο ιστορικός Δημ. Καταϊφτσής ανέδειξε τη μελέτη «Victims of the Soviet Penal System ithe Pre-War Years: A first Approach othe Basis of Archival Evidence» των J.A. Getty, G.T. Rittersporn, V.N. Zemskov, όπου μέσα από τα αρχεία της Γραμματείας των ΓΚ.ΟΥ.ΛΑΓΚ. φαίνεται ότι κατά τις διώξεις της περιόδου 1937-38 έγιναν 2,5 εκατομμύρια συλλήψεις, φυλακίστηκαν ή εστάλησαν σε καταναγκαστικά έργα 2 εκατομμύρια, έχασαν τη ζωή τους στα στρατόπεδα 160.084 άτομα και εκτελέστηκαν 681.692. Με βάση την έρευνα του Tzouha στα σοβιετικά αρχεία, από τους 15.000 συλληφθέντες Ελληνες, οι 1.500 προέρχονταν από τις περιοχές της Γεωργίας και της Αρμενίας και οι υπόλοιποι από τη Νότιο Ρωσία (Κρασνοντάρ) και την περιοχή του Ντονιέτσκ (Μαριούπολη). Στα στρατόπεδα μεταφέρθηκαν περί τους 2.500 κρατούμενους, όπου έχασαν τη ζωή τους περίπου χίλια άτομα. Με βάση τα αρχεία, το 90%-95% των συλληφθέντων στις περιοχές Κρασνοντάρ και Ντονιέτσκ εκτελέστηκε με τουφεκισμό μετά τη σύλληψη. Αυτό το ποσοστό αντιστοιχεί σε περίπου 12.000 εκτελέσεις. Αλλοι πεντακόσιοι εκτελέστηκαν στις υπόλοιπες σοβιετικές περιοχές (Καύκασος, Κεντρική Ασία).
Βλάσης Αγτζίδης (διδάκτωρ Σύγχρονης Ιστορίας και μαθηματικός. http://kars1918.wordpress.com/
https://ed-mysterious.blogspot.gr/
No comments :
Post a Comment