Αποκαλυπτικός και ολίγον – αν και επιτηδευμένα – απολογητικός ήταν ο Τούρκος πρόεδρος, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού της επιστροφής από το επίσημο ταξίδι στη Σαουδική Αραβία, με ενδιαφέρουσες αναφορές τόσο στο Ισραήλ (που πιθανότατα να σχετίζονται με το ταξίδι στο Ριάντ…) όσο και στους Κούρδους της Συρίας… Τουρκία και Ισραήλ είναι δυο χώρες της Μέσης Ανατολής που χρειάζονται η μία την άλλη, ανέφερε ο Ερντογάν στους δημοσιογράφους που τον συνόδευσαν στο ταξίδι: «Το Ισραήλ χρειάζεται μια χώρα σαν την Τουρκία στη Μέση Ανατολή… Θα πρέπει να παραδεχτούμε [όμως] ότι και εμείς επίσης χρειαζόμαστε το Ισραήλ», ήταν η ακριβής διατύπωση, όπως τη μεταφέρει στο ρεπορτάζ της η «Χουριέτ». Η αμοιβαία αυτή… ανάγκη, αποτελεί «ένα δεδομένο της περιοχής», συνέχισε ο Ερντογάν, προσθέτοντας: «Θα πρέπει να το δούμε αυτό. Εάν μπορέσουμε να κάνουμε βήματα αμοιβαίας ειλικρίνειας, τότε η εξομάλυνση θα συνεχιστεί». Εάν κανείς συνυπολογίσει ότι οι Ισραηλινοί έχουν αναδειχθεί σε νούμερο ένα συμμάχους όσων αραβικών κρατών – βλ. των καθεστώτων τους – θεωρούν ότι απειλούνται από το Ιράν, είναι εξόχως πιθανό το θέμα αυτό να τέθηκε από τον Σαουδάραβα βασιλιά στη συνάντηση με τον Τούρκο πρόεδρο και οι αναφορές του τελευταίου στη συνέχεια μόνο τυχαίες δεν είναι. Η Τουρκία ανήκει στην κατηγορία των χωρών που αν και θεωρεί εαυτόν ισχυρότερο στρατιωτικά από την Ισλαμική Δημοκρατία – ενδεχομένως και να είναι, χωρίς καν να συνυπολογιστεί η ιδιότητα του μέλους στο ΝΑΤΟ – έχει συμφέροντα που συγκρούονται με αυτά της Τεχεράνης στη Μέση Ανατολή, σε όλα τα επίπεδα, πέραν του ιστορικού φορτίου στις σχέσεις των δυο πλευρών από την εποχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η Συρία αποτελεί το πιο ορατό ενδεχομένως σημείο σύγκρουσης των συμφερόντων, ενώ μετά την κατάρριψη και του ρωσικού μαχητικού Su-24, τα «στρατόπεδα» έχουν εν πολλοίς ξεκαθαρίσει, αν και η ηγετική ελίτ σε καθεμιά χώρα διαφοροποιείται κατά περίπτωση στους λόγους που την κάνουν να επιθυμεί την αναχαίτιση της ιρανικής επιρροής στη Μέση Ανατολή.
Οι Σαουδάραβες συγκρούονται με τους Ιρανούς για τον έλεγχο ολόκληρης της περιοχής της Μέσης Ανατολής εκπροσωπώντας το σουνιτικό Ισλάμ, ενώ οι Ιρανοί το σιιτικό, πολεμώντας ο ένας όπου πολεμάει και ο άλλος, δι’ αντιπροσώπων, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση της Υεμένης. Παράλληλα, η γεωγραφική περιοχή όπου συγκεντρώνονται τα κύρια αποθέματα υδρογονανθράκων της Σαουδικής Αραβίας, κατοικείται κατά πλειοψηφία από σιίτες, με τους Σαουδάραβες να κατηγορούν τους Ιρανούς ότι τους χρησιμοποιούν για να αποσταθεροποιήσουν το μοναρχικό καθεστώς των Σαούντ. Η Συρία αποτελεί μέρος του σιιτικού «διαδρόμου» που επιθυμεί να διαθέτει το Ιράν για να προβάλει την ισχύ του στην Ανατολική Μεσόγειο, ενισχύοντας έτσι την αποτροπή του απέναντι στο Ισραήλ, το οποίο με τη σειρά του έχει ως «κόκκινη γραμμή» την ανάπτυξη πυρηνικού οπλοστασίου από την Ισλαμική Δημοκρατία, αν και υπάρχουν ενδείξεις ότι θεωρεί την ανάπτυξή του σχεδόν νομοτελειακή, επιχειρώντας να συσπειρώσει γύρω του όσους θεωρούν ότι τα συμφέροντά τους πλήττονται εξίσου. Χώρες όπως η Τουρκία και το Κατάρ, έχουν και οικονομικούς – ενεργειακούς λόγους να επιθυμούν την «αποκαθήλωση» του Άσαντ, αφού μια από τις επιθυμίες που είχαν λάβει τη μορφή πρότασης, αφορούσε αγωγό που θα ξεκινούσε από το Κατάρ και διερχόμενος από τη Σαουδική Αραβία, μέσω Ιορδανίας και Συρίας θα περνούσε στην Τουρκία, όπου από εκεί θα κατευθυνόταν φυσικό αέριο στις δυτικές αγορές. Εναλλακτικά, θα περνούσε από τη Σαουδική Αραβία, το Κουβέιτ, το Ιράκ και τη Συρία. Ο Άσαντ αποτελούσε εμπόδιο εφόσον αρνούμενος προστάτευε το συμφέροντα των Ρώσων, μπλοκάροντας κάθε σχέδιο μείωση της ενεργειακής εξάρτησης της Δύσης από τους ρωσικούς υδρογονάνθρακες. Στην εξίσωση εισέρχεται και το Ιράκ, ο έλεγχος του οποίου από σιίτες διευκολύνει τον στρατηγικό του έλεγχο από την Τεχεράνη, διευκολύνοντας την απευθείας υποστήριξη του καθεστώτος Άσαντ στη Συρία, πέραν αυτής που απολαμβάνει από τη σιιτική οργάνωση Χεζμπολάχ από τον Λίβανο, δια της οποίας ολοκληρώνεται η ιρανική προβολή ισχύος στην ανατολική Μεσόγειο.
Η στάση των Ηνωμένων Πολιτειών είναι αρκούντως επαμφοτερίζουσα, αφού οι μεσανατολικές χώρες αντιλαμβάνονται ότι η παραδοσιακή υποστήριξη του σουνιτικού στοιχείου έχει υποχωρήσει, με τους Αμερικανούς σχεδιαστές στρατηγικής να ανακαλύπτουν, την τελευταία δεκαετία τουλάχιστον, ταυτότητα ή απλά συμπληρωματικότητα συμφερόντων και επιδιώξεων με τους Ιρανούς σε πολλά μέτωπα, με αποτέλεσμα να έχουν ανατραπεί σταθερές δεκαετιών στην περιοχή και να έχουν προκύψει «παρά φύση» με βάση τα δεδομένα του παρελθόντος συμμαχίες, όπως αυτής του Ισραήλ με το σουνιτικό στοιχείο. Τούτων λεχθέντων, οι Σαουδάραβες θα ήταν λογικό να ζήτησαν από τον Ερντογάν να μην επιδεικνύει τόση ακαμψία απέναντι στο Ισραήλ και για χάρη της Χαμάς να τινάζει στον αέρα ολόκληρο τον σχεδιασμό των σουνιτών για την αντιμετώπιση της επέλασης των Ιρανών σιιτών στη Μέση Ανατολή, στον οποίο κεντρικό ρόλο φαίνεται ότι παίζει η ισραηλινή στρατιωτική ισχύς. Οι Ισραηλινοί, στο θέμα της Συρίας εμφανίζονται ουδέτεροι, έχοντας προσπαθήσει να αποφύγουν σύγκρουση με τη Ρωσία που έχει δραστηριοποιηθεί στρατιωτικά στο πλευρό του Σύρου προέδρου και εν πολλοίς των Ιρανών, επιχειρώντας να διασφαλίσουν την πρόσβασή τους σε μεσογειακό λιμένα στα παράλια της Συρίας που ελέγχονται από την αλαουιτική μειοψηφία της Συρίας, από την οποία προέρχεται ο ίδιος ο Άσαντ (προ του πολέμου υπολογιζόταν στο 11%).
Ταυτόχρονα, η Μόσχα δεν επιθυμεί την ερήμην της επαναχάραξη των συνόρων στη Μέση Ανατολή, χωρίς δηλαδή να γίνουν σεβαστά τα συμφέροντά της (τμήμα του ενεργειακού σκέλους τους εξηγήθηκε παραπάνω), αναπτύσσοντας σχέσεις με το κουρδικό στοιχείο, προσφερόμενη να πουλήσει προηγμένα οπλικά συστήματα στο Ιράκ, παραδίδοντας – έτσι φαίνεται από τις τελευταίες εξελίξεις, αν και θα πρέπει να τηρηθεί στάση αναμονής – τους S-300 στο Ιράν. Επιστρέφοντας όμως στις δηλώσεις Ερντογάν κατά τη διάρκεια του ταξιδιού επιστροφής από τη Σαουδική Αραβία, η συζήτηση επανήλθε στο ζήτημα των Κούρδων της Συρίας (YPG), τους οποίους οι Τούρκοι θεωρούν ως συνδεόμενους με το PKK το οποίο παλεύουν να εξοντώσουν τόσο στη συνοριακή περιοχή με το Ιράκ (όπου έχουν εξασφαλίσει την τακτική συμμαχία ισχυρής κουρδικής πτέρυγας, αυτής του KDP [Kurdish Democratic Party] και του Μασούντ Μπαρζανί), όσο και στη βόρειο Συρία. Χωρίς πολλές περιστροφές, ο Ερντογάν δήλωσε ότι η δημιουργία ενός κουρδικού διαδρόμου στη βόρεια Συρία δεν γίνεται αποδεκτή από τη χώρα του. Μια ματιά στον χάρτη σε πείθει ότι τέτοιος διάδρομος θα αφορούσε και το ενεργειακό «παίγνιο» για την έξοδο υδρογονανθράκων προς τις δυτικές αγορές, ενώ όσο ο διάδρομος αυτός κατέρχεται προς τα μεσογειακά παράλια, οι τουρκικές ανησυχίες γίνονται ευλόγως εντονότερες, καθώς κατά πληροφορίες, στην περιοχή συρρέουν και κουρδικοί πληθυσμοί τα τελευταία χρόνια. Το ζητούμενο είναι ότι στην περιοχή αυτή έχει εστιάσει αρκετές από τις επιχειρήσεις του ο συριακός Στρατός, συνεπικουρούμενος από σφοδρούς ρωσικούς βομβαρδισμούς και το δίδυμο Ιρανών-Χεζμπολάχ. Εν ολίγοις, η Τουρκία αντιμάχεται ό,τι επιδιώκει ο συνασπισμός Σύρων, Ρώσων, Ιρανών και Χεζμπολάχ και το ανάποδο… άρα περιθώριο εξεύρεσης άλλης λύσης δεν υπάρχει πέραν της στρατιωτικής.
Στο πλαίσιο αυτό δημιουργούνται συνασπισμοί, αν και δεν έχουν όλοι στρατεύματα στο έδαφος. Άλλο ένας άγνωστος παράγοντας, επίσης προβληματικός για τους Τούρκους, είναι οι ειδικές σχέσεις που έχουν οικοδομηθεί ανάμεσα στους Κούρδους και τους Ισραηλινούς εδώ και πολλά χρόνια. Το πρόβλημα είναι ότι ακόμα και για χώρες των οποίων τα συμφέροντα συγκλίνουν ακόμα και σε κομβικά θέματα που θα μπορούσαν να καθορίσουν την εν γένει διεθνή συμπεριφορά τους, ο διχασμός και η εκατέρωθεν δυσπιστία είναι τόσο μεγάλη, που ακόμα και αυτό δεν επαρκεί. Το μέγα θέμα για τον Ερντογάν, είναι ότι σχεδόν σε όλα τα «προβληματικά δίδυμα», έχει παρουσία η Τουρκία, η οποία εξαιτίας της πολιτικής «μηδενικών προβλημάτων» με τους γείτονες του πρώην υπουργού Εξωτερικών και νυν πρωθυπουργού, Αχμέτ Νταβούτογλου, που πλέον έχει εγκαταλειφθεί, κατόρθωσε στο τέλος να κινητοποιήσει κάθε λογής αντιτουρκικό αντανακλαστικό στην περιοχή. Με την προβληματική κατάσταση, αναπόφευκτα να μεταλαμπαδεύεται και στη συνολικότερη εικόνα της περιοχής. Ήταν απλώς θέμα χρόνου να αντιληφθούν οι χώρες της περιοχής, ότι στόχος της Τουρκίας ήταν η αναβίωση του ελέγχου που απολάμβανε επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Και αυτό κατέστρεψε σε χρόνο ρεκόρ το όποιο πολιτικό κεφάλαιο κερδήθηκε στους αραβικούς δρόμους από την «περήφανη στάση» κατά των Ισραηλινών, αφού η πραγματικότητα στη Μέση Ανατολή ήταν ανέκαθεν εξαιρετικά πολύπλοκη. Το να ανακαλύπτει η τουρκική διπλωματία ότι η επιρροή του Ισραήλ έχει αυξηθεί θεαματικά στους μεσανατολικούς διαδρόμους εξουσίας πρέπει να είναι τραυματικό, τη στιγμή μάλιστα που οι δυο χώρες δεν απέχουν και πολύ σε όσα επιθυμούν να αποτρέψουν, έστω με διαφορετικά κίνητρα καθεμιά. Απλά, οι Ισλαμιστές της Άγκυρας έπαιξαν το «χαρτί» του – όποιου – «αραβικού αντισημιτισμού», την πιο κακή συγκυρία, όταν όλα όσα γνωρίζαμε δείχνουν να τελούν υπό αναθεώρηση…
Του Ζαχαρία Μίχα
http://www.defence-point.gr/news/?p=144290
Οι Σαουδάραβες συγκρούονται με τους Ιρανούς για τον έλεγχο ολόκληρης της περιοχής της Μέσης Ανατολής εκπροσωπώντας το σουνιτικό Ισλάμ, ενώ οι Ιρανοί το σιιτικό, πολεμώντας ο ένας όπου πολεμάει και ο άλλος, δι’ αντιπροσώπων, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση της Υεμένης. Παράλληλα, η γεωγραφική περιοχή όπου συγκεντρώνονται τα κύρια αποθέματα υδρογονανθράκων της Σαουδικής Αραβίας, κατοικείται κατά πλειοψηφία από σιίτες, με τους Σαουδάραβες να κατηγορούν τους Ιρανούς ότι τους χρησιμοποιούν για να αποσταθεροποιήσουν το μοναρχικό καθεστώς των Σαούντ. Η Συρία αποτελεί μέρος του σιιτικού «διαδρόμου» που επιθυμεί να διαθέτει το Ιράν για να προβάλει την ισχύ του στην Ανατολική Μεσόγειο, ενισχύοντας έτσι την αποτροπή του απέναντι στο Ισραήλ, το οποίο με τη σειρά του έχει ως «κόκκινη γραμμή» την ανάπτυξη πυρηνικού οπλοστασίου από την Ισλαμική Δημοκρατία, αν και υπάρχουν ενδείξεις ότι θεωρεί την ανάπτυξή του σχεδόν νομοτελειακή, επιχειρώντας να συσπειρώσει γύρω του όσους θεωρούν ότι τα συμφέροντά τους πλήττονται εξίσου. Χώρες όπως η Τουρκία και το Κατάρ, έχουν και οικονομικούς – ενεργειακούς λόγους να επιθυμούν την «αποκαθήλωση» του Άσαντ, αφού μια από τις επιθυμίες που είχαν λάβει τη μορφή πρότασης, αφορούσε αγωγό που θα ξεκινούσε από το Κατάρ και διερχόμενος από τη Σαουδική Αραβία, μέσω Ιορδανίας και Συρίας θα περνούσε στην Τουρκία, όπου από εκεί θα κατευθυνόταν φυσικό αέριο στις δυτικές αγορές. Εναλλακτικά, θα περνούσε από τη Σαουδική Αραβία, το Κουβέιτ, το Ιράκ και τη Συρία. Ο Άσαντ αποτελούσε εμπόδιο εφόσον αρνούμενος προστάτευε το συμφέροντα των Ρώσων, μπλοκάροντας κάθε σχέδιο μείωση της ενεργειακής εξάρτησης της Δύσης από τους ρωσικούς υδρογονάνθρακες. Στην εξίσωση εισέρχεται και το Ιράκ, ο έλεγχος του οποίου από σιίτες διευκολύνει τον στρατηγικό του έλεγχο από την Τεχεράνη, διευκολύνοντας την απευθείας υποστήριξη του καθεστώτος Άσαντ στη Συρία, πέραν αυτής που απολαμβάνει από τη σιιτική οργάνωση Χεζμπολάχ από τον Λίβανο, δια της οποίας ολοκληρώνεται η ιρανική προβολή ισχύος στην ανατολική Μεσόγειο.
Η στάση των Ηνωμένων Πολιτειών είναι αρκούντως επαμφοτερίζουσα, αφού οι μεσανατολικές χώρες αντιλαμβάνονται ότι η παραδοσιακή υποστήριξη του σουνιτικού στοιχείου έχει υποχωρήσει, με τους Αμερικανούς σχεδιαστές στρατηγικής να ανακαλύπτουν, την τελευταία δεκαετία τουλάχιστον, ταυτότητα ή απλά συμπληρωματικότητα συμφερόντων και επιδιώξεων με τους Ιρανούς σε πολλά μέτωπα, με αποτέλεσμα να έχουν ανατραπεί σταθερές δεκαετιών στην περιοχή και να έχουν προκύψει «παρά φύση» με βάση τα δεδομένα του παρελθόντος συμμαχίες, όπως αυτής του Ισραήλ με το σουνιτικό στοιχείο. Τούτων λεχθέντων, οι Σαουδάραβες θα ήταν λογικό να ζήτησαν από τον Ερντογάν να μην επιδεικνύει τόση ακαμψία απέναντι στο Ισραήλ και για χάρη της Χαμάς να τινάζει στον αέρα ολόκληρο τον σχεδιασμό των σουνιτών για την αντιμετώπιση της επέλασης των Ιρανών σιιτών στη Μέση Ανατολή, στον οποίο κεντρικό ρόλο φαίνεται ότι παίζει η ισραηλινή στρατιωτική ισχύς. Οι Ισραηλινοί, στο θέμα της Συρίας εμφανίζονται ουδέτεροι, έχοντας προσπαθήσει να αποφύγουν σύγκρουση με τη Ρωσία που έχει δραστηριοποιηθεί στρατιωτικά στο πλευρό του Σύρου προέδρου και εν πολλοίς των Ιρανών, επιχειρώντας να διασφαλίσουν την πρόσβασή τους σε μεσογειακό λιμένα στα παράλια της Συρίας που ελέγχονται από την αλαουιτική μειοψηφία της Συρίας, από την οποία προέρχεται ο ίδιος ο Άσαντ (προ του πολέμου υπολογιζόταν στο 11%).
Ταυτόχρονα, η Μόσχα δεν επιθυμεί την ερήμην της επαναχάραξη των συνόρων στη Μέση Ανατολή, χωρίς δηλαδή να γίνουν σεβαστά τα συμφέροντά της (τμήμα του ενεργειακού σκέλους τους εξηγήθηκε παραπάνω), αναπτύσσοντας σχέσεις με το κουρδικό στοιχείο, προσφερόμενη να πουλήσει προηγμένα οπλικά συστήματα στο Ιράκ, παραδίδοντας – έτσι φαίνεται από τις τελευταίες εξελίξεις, αν και θα πρέπει να τηρηθεί στάση αναμονής – τους S-300 στο Ιράν. Επιστρέφοντας όμως στις δηλώσεις Ερντογάν κατά τη διάρκεια του ταξιδιού επιστροφής από τη Σαουδική Αραβία, η συζήτηση επανήλθε στο ζήτημα των Κούρδων της Συρίας (YPG), τους οποίους οι Τούρκοι θεωρούν ως συνδεόμενους με το PKK το οποίο παλεύουν να εξοντώσουν τόσο στη συνοριακή περιοχή με το Ιράκ (όπου έχουν εξασφαλίσει την τακτική συμμαχία ισχυρής κουρδικής πτέρυγας, αυτής του KDP [Kurdish Democratic Party] και του Μασούντ Μπαρζανί), όσο και στη βόρειο Συρία. Χωρίς πολλές περιστροφές, ο Ερντογάν δήλωσε ότι η δημιουργία ενός κουρδικού διαδρόμου στη βόρεια Συρία δεν γίνεται αποδεκτή από τη χώρα του. Μια ματιά στον χάρτη σε πείθει ότι τέτοιος διάδρομος θα αφορούσε και το ενεργειακό «παίγνιο» για την έξοδο υδρογονανθράκων προς τις δυτικές αγορές, ενώ όσο ο διάδρομος αυτός κατέρχεται προς τα μεσογειακά παράλια, οι τουρκικές ανησυχίες γίνονται ευλόγως εντονότερες, καθώς κατά πληροφορίες, στην περιοχή συρρέουν και κουρδικοί πληθυσμοί τα τελευταία χρόνια. Το ζητούμενο είναι ότι στην περιοχή αυτή έχει εστιάσει αρκετές από τις επιχειρήσεις του ο συριακός Στρατός, συνεπικουρούμενος από σφοδρούς ρωσικούς βομβαρδισμούς και το δίδυμο Ιρανών-Χεζμπολάχ. Εν ολίγοις, η Τουρκία αντιμάχεται ό,τι επιδιώκει ο συνασπισμός Σύρων, Ρώσων, Ιρανών και Χεζμπολάχ και το ανάποδο… άρα περιθώριο εξεύρεσης άλλης λύσης δεν υπάρχει πέραν της στρατιωτικής.
Στο πλαίσιο αυτό δημιουργούνται συνασπισμοί, αν και δεν έχουν όλοι στρατεύματα στο έδαφος. Άλλο ένας άγνωστος παράγοντας, επίσης προβληματικός για τους Τούρκους, είναι οι ειδικές σχέσεις που έχουν οικοδομηθεί ανάμεσα στους Κούρδους και τους Ισραηλινούς εδώ και πολλά χρόνια. Το πρόβλημα είναι ότι ακόμα και για χώρες των οποίων τα συμφέροντα συγκλίνουν ακόμα και σε κομβικά θέματα που θα μπορούσαν να καθορίσουν την εν γένει διεθνή συμπεριφορά τους, ο διχασμός και η εκατέρωθεν δυσπιστία είναι τόσο μεγάλη, που ακόμα και αυτό δεν επαρκεί. Το μέγα θέμα για τον Ερντογάν, είναι ότι σχεδόν σε όλα τα «προβληματικά δίδυμα», έχει παρουσία η Τουρκία, η οποία εξαιτίας της πολιτικής «μηδενικών προβλημάτων» με τους γείτονες του πρώην υπουργού Εξωτερικών και νυν πρωθυπουργού, Αχμέτ Νταβούτογλου, που πλέον έχει εγκαταλειφθεί, κατόρθωσε στο τέλος να κινητοποιήσει κάθε λογής αντιτουρκικό αντανακλαστικό στην περιοχή. Με την προβληματική κατάσταση, αναπόφευκτα να μεταλαμπαδεύεται και στη συνολικότερη εικόνα της περιοχής. Ήταν απλώς θέμα χρόνου να αντιληφθούν οι χώρες της περιοχής, ότι στόχος της Τουρκίας ήταν η αναβίωση του ελέγχου που απολάμβανε επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Και αυτό κατέστρεψε σε χρόνο ρεκόρ το όποιο πολιτικό κεφάλαιο κερδήθηκε στους αραβικούς δρόμους από την «περήφανη στάση» κατά των Ισραηλινών, αφού η πραγματικότητα στη Μέση Ανατολή ήταν ανέκαθεν εξαιρετικά πολύπλοκη. Το να ανακαλύπτει η τουρκική διπλωματία ότι η επιρροή του Ισραήλ έχει αυξηθεί θεαματικά στους μεσανατολικούς διαδρόμους εξουσίας πρέπει να είναι τραυματικό, τη στιγμή μάλιστα που οι δυο χώρες δεν απέχουν και πολύ σε όσα επιθυμούν να αποτρέψουν, έστω με διαφορετικά κίνητρα καθεμιά. Απλά, οι Ισλαμιστές της Άγκυρας έπαιξαν το «χαρτί» του – όποιου – «αραβικού αντισημιτισμού», την πιο κακή συγκυρία, όταν όλα όσα γνωρίζαμε δείχνουν να τελούν υπό αναθεώρηση…
Του Ζαχαρία Μίχα
http://www.defence-point.gr/news/?p=144290
No comments :
Post a Comment