Σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν κόψι τοῦ σπαθιοῦ τὴν τρομερή, σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν ὄψι ποὺ μὲ βία μετράει τὴν γῆ.
Ἀπ’ τὰ κόκαλα βγαλμένη τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά, καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη, χαῖρε, ὦ χαῖρε, Ἐλευθεριά!
Ἐκεῖ μέσα ἐκατοικοῦσες πικραμένη, ἐντροπαλή, κι ἕνα στόμα ἀκαρτεροῦσες, «ἔλα πάλι», νά σου πῇ.
Ἄργειε νά'λθῃ ἐκείνη ἡ μέρα, κι ἦταν ὅλα σιωπηλά, γιατί τὰ ’σκιαζε ἡ φοβέρα καὶ τὰ πλάκωνε ἡ σκλαβιά.
Δυστυχής! Παρηγορία μόνη σοῦ ἕμενε νὰ λὲς περασμένα μεγαλεῖα καὶ διηγώντας τα νὰ κλαῖς.
Κι ἔλεες: «Πότε, ἅ, πότε βγάνω τὸ κεφάλι ἀπὸ τσ’ ἐρμιές;». Καὶ ἀποκρίνοντο ἀπὸ πάνω κλάψες, ἄλυσες, φωνές.
Τότε ἐσήκωνες τὸ βλέμμα μὲς στὰ κλάιματα θολό, καὶ εἰς τὸ ροῦχο σου ἔσταζ’ αἷμα, πλῆθος αἷμα ἑλληνικό.
Μὲ τὰ ροῦχα αἱματωμένα ξέρω ὅτι ἔβγαινες κρυφὰ νὰ γυρεύῃς εἰς τὰ ξένα ἄλλα χέρια δυνατά.
Μοναχὴ τὸ δρόμο ἐπῆρες, ἐξανάλθες μοναχή· δὲν εἴν' εὔκολες οἱ θύρες ἐὰν ἡ χρεία τὲς κουρταλῇ.
Ἄλλός σοῦ ἔκλαψε εἰς τὰ στήθια, ἀλλ' ἀνάσασι καμμιά· ἄλλος σου ἔταξε βοήθεια
καὶ σὲ γέλασε φρικτά
Ἄλλοι, ὀϊμέ, στὴ συμφορά σου ὀποῦ ἐχαίροντο πολύ, «σύρε νὰ 'βρῃς τὰ παιδιά σου, σύρε», ἔλεγαν οἱ σκληροί.
Φεύγει ὀπίσω τὸ ποδάρι καὶ ὀλογλήγορο πατεῖ ἢ τὴν πέτρα ἢ τὸ χορτάρι ποὺ τὴ δόξα σοῦ ἐνθυμεῖ.
Ταπεινότατή σου γέρνει ἡ τρισάθλια κεφαλή, σὰν πτωχοῦ ποὺ θυροδέρνει κι εἶναι βάρος του ἡ ζωή.
Ναί, ἀλλὰ τώρα ἀντιπαλεύει κάθε τέκνο σου μὲ ὁρμή, ποὺ ἀκατάπαυστα γυρεύει ἢ τὴ νίκη ἢ τὴ θανῆ.
Ἀπ’ τὰ κόκαλα βγαλμένη τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά, καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη, χαῖρε, ὦ χαῖρε, Ἐλευθεριά!
Ἐκεῖ μέσα ἐκατοικοῦσες πικραμένη, ἐντροπαλή, κι ἕνα στόμα ἀκαρτεροῦσες, «ἔλα πάλι», νά σου πῇ.
Ἄργειε νά'λθῃ ἐκείνη ἡ μέρα, κι ἦταν ὅλα σιωπηλά, γιατί τὰ ’σκιαζε ἡ φοβέρα καὶ τὰ πλάκωνε ἡ σκλαβιά.
Δυστυχής! Παρηγορία μόνη σοῦ ἕμενε νὰ λὲς περασμένα μεγαλεῖα καὶ διηγώντας τα νὰ κλαῖς.
Κι ἔλεες: «Πότε, ἅ, πότε βγάνω τὸ κεφάλι ἀπὸ τσ’ ἐρμιές;». Καὶ ἀποκρίνοντο ἀπὸ πάνω κλάψες, ἄλυσες, φωνές.
Τότε ἐσήκωνες τὸ βλέμμα μὲς στὰ κλάιματα θολό, καὶ εἰς τὸ ροῦχο σου ἔσταζ’ αἷμα, πλῆθος αἷμα ἑλληνικό.
Μὲ τὰ ροῦχα αἱματωμένα ξέρω ὅτι ἔβγαινες κρυφὰ νὰ γυρεύῃς εἰς τὰ ξένα ἄλλα χέρια δυνατά.
Μοναχὴ τὸ δρόμο ἐπῆρες, ἐξανάλθες μοναχή· δὲν εἴν' εὔκολες οἱ θύρες ἐὰν ἡ χρεία τὲς κουρταλῇ.
Ἄλλός σοῦ ἔκλαψε εἰς τὰ στήθια, ἀλλ' ἀνάσασι καμμιά· ἄλλος σου ἔταξε βοήθεια
καὶ σὲ γέλασε φρικτά
Ἄλλοι, ὀϊμέ, στὴ συμφορά σου ὀποῦ ἐχαίροντο πολύ, «σύρε νὰ 'βρῃς τὰ παιδιά σου, σύρε», ἔλεγαν οἱ σκληροί.
Φεύγει ὀπίσω τὸ ποδάρι καὶ ὀλογλήγορο πατεῖ ἢ τὴν πέτρα ἢ τὸ χορτάρι ποὺ τὴ δόξα σοῦ ἐνθυμεῖ.
Ταπεινότατή σου γέρνει ἡ τρισάθλια κεφαλή, σὰν πτωχοῦ ποὺ θυροδέρνει κι εἶναι βάρος του ἡ ζωή.
Ναί, ἀλλὰ τώρα ἀντιπαλεύει κάθε τέκνο σου μὲ ὁρμή, ποὺ ἀκατάπαυστα γυρεύει ἢ τὴ νίκη ἢ τὴ θανῆ.
No comments :
Post a Comment