Με αφορμή τα μνημόνια και τον «κίνδυνο» εξόδου της Ελλάδος από το ευρώ έχουν ενταθεί οι φωνές που μιλούν με πάθος υπέρ της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Επιχειρηματολογούν ότι καμία απαιτούμενη θυσία δεν δύναται να είναι αποτρεπτική διότι το ευρωπαϊκό όραμα είναι ο υπέρτατος εθνικός στόχος. Υπάρχει όμως κάποια ουσία σε όλη αυτή την συζήτηση; Έχει ανάγκη η Ελλάς την ΕΕ (με την σημερινή της υπαρκτή μορφή) για να ζήσει; Ποια είναι τα συν και τα πλην της συμμετοχής κατ’ αρχήν στην ΕΟΚ και κατόπιν στην ΕΕ; Και κάτι που ενδιαφέρει ιδιαιτέρως εμάς, ποια πρέπει να είναι η στάση των εθνικιστών; Μία ιστορική αναδρομή θα τοποθετήσει την αναζήτηση απαντήσεων στο σωστό πλαίσιο.
Η ΕΟΚ στην ουσία ιδρύθηκε το 1957 και έχει τις ρίζες της στις πολιτικές συνθήκες που επεκράτησαν κατά την διάρκεια και μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι πρώτες αναφορές για Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ με ακριβώς αυτές τις λέξεις) γίνονται από το Γ’ Ράιχ. Κατά την διάρκεια του πολέμου και κυρίως προς το τέλος του, όταν η Επιχείρηση «Μπαρμπαρόσα» έχει «βαλτώσει» και η Γερμανία κατανοεί ότι απαιτείται συσπείρωση μεγαλύτερων δυνάμεων για να καταβάλλει την Σοβιετική Ένωση, το ευρωπαϊκό όραμα προβάλλεται ως ο ενοποιητικός παράγοντας. Η προσχώρηση στα Waffen SS μεγάλου αριθμού μη-Γερμανών εθελοντών είναι το πιο ορατό αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής. Όσο η πλάστιγγα γέρνει εις βάρος της Γερμανίας, τόσο εντείνεται η αναφορά στην Ευρώπη. Το ερώτημα που μένει είναι αν η ρητορική αυτή ήταν ειλικρινής ή ήταν αποτέλεσμα της προσπάθειας να ανευρεθούν σύμμαχοι. Το συναφές ερώτημα είναι αν η επιχείρηση «Μπαρμπαρόσα» ήταν πόλεμος κατά του κομμουνισμού ή κατά της Ρωσίας.
Εύκολη απάντηση δεν μπορεί να δοθεί στο ερώτημα, αλλά η γνώμη του γράφοντος είναι ότι η Γερμανία ήδη από τον 19ο αιώνα και με βάση τις γεωπολιτικές θεωρίες που είχαν αναπτυχθεί, θεωρούσε ως εχθρό της τον όγκο της Ρωσίας. Η εγκαθίδρυση του κομμουνισμού στην Ρωσία έγινε με την ενεργό συμπαράσταση της Γερμανίας, που μετέφερε τον Λένιν από την Ελβετία το 1917. Ο στόχος ήταν η αποδυνάμωση της Ρωσίας. Συνεχίζοντας αυτή την πολιτική ο Χίτλερ, όπως περιγράφεται στο «Ο Αγών μου» και με δεδομένο ότι η Ρωσία με τον κομμουνισμό έβρισκε συμπαραστάτες για λόγους ιδεολογικούς, κατανόησε ότι έπρεπε να βρεθεί κάτι αντίστοιχο. Ο εθνικοσοσιαλισμός ήταν ένα γερμανικό ιδεολόγημα και, όπως έλεγε και ο Γκέμπελς, δεν ήταν προϊόν προς εξαγωγή. Έπρεπε να βρεθεί ένα ιδεολογικό αντίβαρο στον κομμουνισμό, το οποίο θα συσπείρωνε ευρύτερες δυνάμεις στον αγώνα της Γερμανίας κατά της Ρωσίας. Το ότι ο αγώνας ήταν Γερμανία κατά Ρωσίας και όχι εθνικοσοσιαλισμός κατά κομμουνισμού, φαίνεται και από την συμπεριφορά έναντι των Ρώσων αντικομμουνιστών (Α. Ρόζενμπεργκ, «Το οικοδόμημα εκτίσθη επί της άμμου», εκδόσεις ΓΕΣ).
Μετά τον πόλεμο, η είσοδος της Αμερικής στα ευρωπαϊκά πράγματα, άλλαξε ριζικώς τις συνθήκες. Η Γαλλία αισθάνθηκε να συνθλίβεται ανάμεσα στις δύο υπερδυνάμεις και αναζητούσε εναγωνίως ζωτικό χώρο. Η σύμμαχός της στους δύο Παγκόσμιους Πολέμους, Μεγάλη Βρετανία, επέλεξε να ταυτισθεί πλήρως με τις ΗΠΑ, στις οποίες χρωστούσε και τα δάνεια του προγράμματος παροχής πολεμικού υλικού «Lend Lease». Η Γερμανία, εκτός από ηττημένη, κατεκτημένη, διαιρεμένη και πτωχευμένη (1953), αναζητούσε εναγωνίως διεθνή ερείσματα. Τα αμοιβαία συμφέροντα των δύο, η ανάγκη να μπορέσουν να ανταγωνισθούν σε οικονομικό επίπεδο τις ΗΠΑ, αλλά και η ιδεολογική προεργασία που είχε γίνει από το Γ’ Ράιχ και η οποία βρήκε πρόσφορο έδαφος στην Γαλλία του Βισύ, οδήγησαν στην δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος (ΕΟΚ) το 1957. Σε αυτήν συνωστίσθηκαν και τέσσερεις δορυφόροι του γαλλογερμανικού άξονος, με μεγαλύτερη χώρα την Ιταλία. Η ΕΟΚ ήταν ένας συμβιβασμός μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας με ρίζες στην εποχή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και του καθεστώτος του Βισύ. Τα κοινά συμφέροντα των δύο χωρών και η προσπάθειά τους να έχουν ρόλο στο παγκόσμιο πολιτικό γίγνεσθαι παρά την πίεση του Σοβιετικού μπλοκ, οδήγησαν στην σύμπηξη του συνασπισμού και στην σταδιακή διεύρυνσή του με κράτη-δορυφόρους.
Η Ελλάς, ήδη από το 1961, έκανε αίτηση συνδέσεως με την ΕΟΚ, για να γίνει τελικώς μέλος το 1980. Αυτό απετέλεσε το υποτιθέμενο μεγάλο επίτευγμα του «εθνάρχη» της Δεξιάς Κ. Καραμανλή. Όπως δήλωσε τότε ο ίδιος, η Ελλάς δεν μπήκε στην ΕΟΚ για οικονομικούς λόγους, αλλά για να αποτρέψει την οποιαδήποτε πιθανότητα νέας 21ης Απριλίου και να διευρύνει τα ερείσματα της χώρας σε περίπτωση μελλοντικών προβλημάτων με την Τουρκία. Και αυτό δηλώθηκε διότι ήταν σαφές ότι δεν θα υπήρχε εύκολα οικονομικό όφελος από την συμμετοχή της χώρας στην ΕΟΚ. Η ελληνική γεωργία μπήκε στην λογική των επιδοτήσεων και αποσυνδέθηκε το εισόδημα του πρωτογενούς τομέα της οικονομίας από αυτή καθ’ αυτή την παραγωγή. Ήταν τραγικό σφάλμα (;) να εισέλθει η χώρα σε έναν οικονομικό συνεταιρισμό, προσδοκώντας πολιτικά οφέλη. Οι μεγάλες χώρες της ΕΟΚ έψαχναν για καταναλωτές των προϊόντων τους και υποτακτικούς και όχι για εταίρους.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου πολέμησε την προοπτική εισόδου της χώρας στην ΕΟΚ, δηλώνοντας ότι θα κάνει δημοψήφισμα για το θέμα όταν αναλάβει την εξουσία. Όταν εξελέγη πρωθυπουργός, ξέχασε και αυτή την υπόσχεσή του. Σε αντιστάθμισμα, ζήτησε και πέτυχε τα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα (ΜΟΠ), τους προγόνους των πακέτων τύπου ΕΣΠΑ κ.λπ. Σταδιακώς άρχισε να δημιουργείται η φυλή των ευρωλιγούρηδων, των υπαλλήλων της ΕΟΚ, συμβούλων, διαχειριστών προγραμμάτων κ.λπ., οι οποίοι συνέδεσαν το προσωπικό και κυρίως το οικονομικό τους μέλλον με τα προερχόμενα από την ΕΟΚ χρήματα. Βασική προϋπόθεση για την συμμετοχή στο πάρτυ, ήταν η απώλεια της εθνικής συνειδήσεως και η αντικατάστασή της με μια ευρωπαϊκή. Αυτό όμως δεν ήταν και μεγάλο πρόβλημα, διότι πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτή την διεργασία, είχε το ευρωκομμουνιστικό ΚΚΕ Εσωτερικού, η «Γενιά του Πολυτεχνείου» και οι πρωτοεμφανιζόμενοι νεοφιλελεύθεροι της Δεξιάς.
Ο εθνικιστικός και πατριωτικός χώρος σε αυτές τις εξελίξεις δεν είχε σαφή θέση. Ενώ θα ανέμενε κάποιος να υπάρξει σαφής αντίδραση στην προοπτική απώλειας εθνικής κυριαρχίας, επικεντρώθηκε η συζήτηση σε δευτερεύοντα ζητήματα. Η ΕΟΚ θεωρήθηκε ένας αντικομμουνιστικός συνασπισμός και έτσι κέρδισε την συμπάθεια του χώρου. Το ουσιαστικό ιδεολογικό ζήτημα μπήκε στο περιθώριο. Αντιθέτως άλλα θέματα, όπως η αποφυλάκιση των πρωτεργατών της 21ης Απριλίου, θεωρήθηκε ότι θα μπορούσαν να έχουν καλύτερη εξέλιξη αν δινόταν η προσπάθεια σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η πραγματικότητα βέβαια διέψευσε αυτές τις προσδοκίες.
Η κατάρρευση του κομμουνισμού, το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και η επανένωση των Γερμανιών, άλλαξε τα δεδομένα στην ΕΟΚ, που πλέον δεν είχε λόγο ύπαρξης. Η κατάρρευση του κομμουνισμού ήρθε να ανατρέψει την ισορροπία των δυνάμεων. Η Γερμανία πραγματοποίησε το όνειρο της ενώσεως και απέκτησε και πάλι πρόσβαση στην οικονομική της ενδοχώρα, την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη. Η ΕΟΚ έχασε το νόημα που είχε στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου. Η εξέλιξη αυτή θορύβησε την Γαλλία. Στην Σύνοδο του Φοντενεμπλώ, ο τότε πρόεδρος της Γαλλίας Φρανσουά Μιτεράν, εκβιάζοντας τον καγκελάριο της Γερμανίας με βέτο στην προσάρτηση της Ανατολικής Γερμανίας, επέβαλλε την Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ). Το σχέδιο βέβαια ήταν πολύ παλαιότερο (από την εποχή του Γ’ Ράιχ), αλλά εξ’ αιτίας της επιμονής της Γαλλίας επιταχύνθηκαν κατά πολύ οι εξελίξεις. Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν η μετατροπή της ΕΟΚ σε ένωση κρατών, δηλ. η πρόσδεση όλων στο οικονομικό άρμα της Γερμανίας. Η Γαλλία ως μεγάλη χώρα θα είχε δικαιώματα μέσα στην Ένωση, ενώ οι μικρότερες χώρες θα έχαναν κάθε ίχνος ανεξαρτησίας.
Σε αυτές τις εξελίξεις, η Ελλάδα είχε από την μία πλευρά τους ευρωλάγνους της Δεξιάς (λιμπεραλιστές της ΝΔ), του ΠΑΣΟΚ (στελέχη που είχαν πλουτίσει ληστεύοντας τα κονδύλια των ολοκληρωμένων μεσογειακών προγραμμάτων) και της Αριστεράς (κυρίως ευρισκόμενα στους λεγόμενους «ευρωκομμουνιστές» του ΚΚΕ εσωτερικού) να εμφανίζουν την ευρωπαϊκή ενοποίηση ως την φυσιολογική εξέλιξη για την Ελλάδα και το υπόλοιπο πολιτικό φάσμα να είναι ευμενώς ουδέτερο. Μοναδική εξαίρεση ήταν το ΚΚΕ, αλλά για λόγους που ουδεμία σχέση είχαν με τα ελληνικά συμφέροντα.
Ως προς τα εθνικά θέματα είχαμε την διάψευση των προσδοκιών με πολύ οδυνηρό τρόπο. Όταν η Ελλάς θέλησε να εισέλθει στο στρατιωτικό σκέλος της Δυτικής Ευρωπαϊκής Ενώσεως (του ευρωπαϊκού «ΝΑΤΟ» το οποίο τελικώς ατόνησε) επειδή υπήρχε το άρθρο 5, το οποίο έλεγε ότι σε περίπτωση επιθέσεως σε κάποιο μέλος της Ενώσεως από τρίτη χώρα, αυτομάτως θα κήρυσσαν τον πόλεμο τα υπόλοιπα μέλη στην επιτιθέμενη χώρα, έγινε τροποποίηση του άρθρου ούτως ώστε να μην ισχύει για συνδεδεμένα μέλη. Και έκαναν την Τουρκία αμέσως συνδεδεμένο μέλος. Έδειξαν ξεκάθαρα οι ευρωπαϊκές χώρες ότι η Ελλάδα ήταν μόνη της σε οτιδήποτε είχε να κάνει με την Τουρκία, διότι τα οικονομικά συμφέροντα υπερισχύουν πάντοτε των όποιων ηθικών υποχρεώσεων. Το ίδιο στο Σκοπιανό όπου η Επιτροπή Μπατεντέρ γνωμοδότησε ότι η υιοθέτηση του ονόματος «Μακεδονία» από τα Σκόπια δεν δημιουργεί κανένα πρόβλημα στην Ελλάδα. 20 περίπου χρόνια μετά από την εκκίνηση της νέας φάσεως του Σκοπιανού, η Ελλάδα πιέζεται να κλείσει το θέμα και να μην δημιουργεί πρόβλημα. Φαίνεται λοιπόν ξεκάθαρα ότι στα εθνικά μας ζητήματα ουδέν θετικό προέκυψε.
Αντιθέτως έγιναν πολλές φορές εκβιασμοί με τα οικονομικά πακέτα, από τα οποία σταδιακώς εξαρτήθηκε η ελληνική οικονομία. Αποκορύφωμα αυτής της λογικής ήταν η περίοδος του «εκσυγχρονισμού» του Κ. Σημίτη (αλλά και των Κ. Καραμανλή και Γ. Παπανδρέου) όπου εθεωρήθη ότι εφόσον παραδίδαμε την εθνική ανεξαρτησία και γινόμασταν τα «καλά παιδιά», θα απολαμβάναμε οικονομική ευημερία. Ουδέν ψευδέστερον, όπως όλοι καταλάβαμε με την οικονομική κρίση που μαστίζει την χώρα σήμερα. Εθνικό όραμα πλέον έγινε η ΟΝΕ και το ευρώ και σε αυτό τον βωμό θυσιάστηκαν τα εθνικά συμφέροντα. Ίμια, συμφωνία της Μαδρίτης (που αναγνώρισε ζωτικά συμφέροντα της Τουρκίας στο Αιγαίο), παράδοση Οτσαλάν, υποστήριξη του σχεδίου Ανάν (από ΝΔ-ΠΑΣΟΚ) και άλλες υποχωρήσεις, υποτίθεται ότι εξασφάλισαν το ευρώ και την ευημερία. Η καταστροφή της παραγωγικής βάσεως της χώρας έγινε με αλαλαγμούς χαράς από τους ευρωλιγούρηδες της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ διότι θα εδημιουργείτο χώρος για την νέα οικονομία. Οι λαθρομετανάστες, που από την αρχή της δεκαετίας του ‘90 άρχισαν να συρρέουν, θεωρήθηκαν ως το κοινωνικό εργαλείο που θα προωθούσε τον «πολυπολιτισμό», ο οποίος μαζί με τον οικονομικό λιμπεραλισμό έγιναν οι κυρίαρχες ιδεολογίες της ΕΕ. Οποιοσδήποτε εναντιωνόταν στην εισβολή των λαθρομεταναστών δεν ήταν καλός «Ευρωπαίος». Επιπλέον οι λαθρομετανάστες θα βοηθούσαν να πέσει ο πληθωρισμός και να διευκολυνθεί η είσοδος στην ΟΝΕ και την ευρωζώνη.
Η κρίση που προέκυψε τα τελευταία χρόνια με δραματικές επιπτώσεις στο βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων, οδήγησε την πλειοψηφία των πολιτικών, αλλά και του λαού (με την βοήθεια των διαπλεκόμενων ΜΜΕ) στο να γαντζωθεί με πάθος στην ΕΕ και στο ευρώ, θεωρώντας ότι η συμμόρφωση με την Τρόικα, θα διορθώσει τα κακώς κείμενα. Η Ελλάδα έγινε το παράδειγμα προς αποφυγή και το μέσο εκτονώσεως της μιζέριας των ευρωπαϊκών λαών που προκάλεσε το ίδιο το σύστημα των τοκογλύφων. Η ΕΕ είναι ένα πολυεθνικό συνονθύλευμα, του οποίου η μοναδική αξία είναι το χρήμα και η μοναδική του ιδέα ο «πολυπολιτισμός». Πολύ σωστά το εξέφρασε ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι λέγοντας «αν η ΕΕ δεν βοηθήσει μια χώρα όπως η Ελλάδα την στιγμή που έχει ανάγκη, δεν έχει λόγο υπάρξεως». Οι Έλληνες εθνικιστές δεν είναι δυνατόν να υιοθετούν την συλλογιστική ούτε των νεοφιλελεύθερων, που θεωρούν ότι η ΕΕ θα επιβάλει τις πολιτικές που θέλουν (ιδιωτικοποιήσεις κ.λπ.), ούτε των τροτσκιστών της Άκρας Αριστεράς, που θεωρούν ότι υπό μορφή οδηγίας θα επιβληθούν πολιτικές («αντιρατσιστικοί» νόμοι, γάμοι ομοφυλοφίλων κ.λπ.) οι οποίες δεν θα περνούσαν ποτέ σε ένα ελληνικό κοινοβούλιο. Ηγέτες όπως ο Νάιτζελ Φάρατζ του Βρετανικού Κόμματος της Ανεξαρτησίας (UKIP) δείχνουν τον δρόμο για την επιβολή των απόψεων υπέρ της εθνικής ανεξαρτησίας, αναγκάζοντας τον πρωθυπουργό της Αγγλίας Κάμερον να δεχθεί την διενέργεια δημοψηφίσματος για την παραμονή της χώρας στην ΕΕ. Το ελληνικό εθνικό κράτος και όχι κάποιο συνονθύλευμα θα μας βγάλει από την κρίση εφόσον γίνει ελληνικό, εθνικό και κράτος. Και σε αυτόν τον δρόμο οφείλουμε να αγωνιστούμε.
του Ηλία Πολατίδη πρώην βουλευτή Σερρών του ΛΑ.Ο.Σ.
Μετά τον πόλεμο, η είσοδος της Αμερικής στα ευρωπαϊκά πράγματα, άλλαξε ριζικώς τις συνθήκες. Η Γαλλία αισθάνθηκε να συνθλίβεται ανάμεσα στις δύο υπερδυνάμεις και αναζητούσε εναγωνίως ζωτικό χώρο. Η σύμμαχός της στους δύο Παγκόσμιους Πολέμους, Μεγάλη Βρετανία, επέλεξε να ταυτισθεί πλήρως με τις ΗΠΑ, στις οποίες χρωστούσε και τα δάνεια του προγράμματος παροχής πολεμικού υλικού «Lend Lease». Η Γερμανία, εκτός από ηττημένη, κατεκτημένη, διαιρεμένη και πτωχευμένη (1953), αναζητούσε εναγωνίως διεθνή ερείσματα. Τα αμοιβαία συμφέροντα των δύο, η ανάγκη να μπορέσουν να ανταγωνισθούν σε οικονομικό επίπεδο τις ΗΠΑ, αλλά και η ιδεολογική προεργασία που είχε γίνει από το Γ’ Ράιχ και η οποία βρήκε πρόσφορο έδαφος στην Γαλλία του Βισύ, οδήγησαν στην δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος (ΕΟΚ) το 1957. Σε αυτήν συνωστίσθηκαν και τέσσερεις δορυφόροι του γαλλογερμανικού άξονος, με μεγαλύτερη χώρα την Ιταλία. Η ΕΟΚ ήταν ένας συμβιβασμός μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας με ρίζες στην εποχή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και του καθεστώτος του Βισύ. Τα κοινά συμφέροντα των δύο χωρών και η προσπάθειά τους να έχουν ρόλο στο παγκόσμιο πολιτικό γίγνεσθαι παρά την πίεση του Σοβιετικού μπλοκ, οδήγησαν στην σύμπηξη του συνασπισμού και στην σταδιακή διεύρυνσή του με κράτη-δορυφόρους.
Η Ελλάς, ήδη από το 1961, έκανε αίτηση συνδέσεως με την ΕΟΚ, για να γίνει τελικώς μέλος το 1980. Αυτό απετέλεσε το υποτιθέμενο μεγάλο επίτευγμα του «εθνάρχη» της Δεξιάς Κ. Καραμανλή. Όπως δήλωσε τότε ο ίδιος, η Ελλάς δεν μπήκε στην ΕΟΚ για οικονομικούς λόγους, αλλά για να αποτρέψει την οποιαδήποτε πιθανότητα νέας 21ης Απριλίου και να διευρύνει τα ερείσματα της χώρας σε περίπτωση μελλοντικών προβλημάτων με την Τουρκία. Και αυτό δηλώθηκε διότι ήταν σαφές ότι δεν θα υπήρχε εύκολα οικονομικό όφελος από την συμμετοχή της χώρας στην ΕΟΚ. Η ελληνική γεωργία μπήκε στην λογική των επιδοτήσεων και αποσυνδέθηκε το εισόδημα του πρωτογενούς τομέα της οικονομίας από αυτή καθ’ αυτή την παραγωγή. Ήταν τραγικό σφάλμα (;) να εισέλθει η χώρα σε έναν οικονομικό συνεταιρισμό, προσδοκώντας πολιτικά οφέλη. Οι μεγάλες χώρες της ΕΟΚ έψαχναν για καταναλωτές των προϊόντων τους και υποτακτικούς και όχι για εταίρους.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου πολέμησε την προοπτική εισόδου της χώρας στην ΕΟΚ, δηλώνοντας ότι θα κάνει δημοψήφισμα για το θέμα όταν αναλάβει την εξουσία. Όταν εξελέγη πρωθυπουργός, ξέχασε και αυτή την υπόσχεσή του. Σε αντιστάθμισμα, ζήτησε και πέτυχε τα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα (ΜΟΠ), τους προγόνους των πακέτων τύπου ΕΣΠΑ κ.λπ. Σταδιακώς άρχισε να δημιουργείται η φυλή των ευρωλιγούρηδων, των υπαλλήλων της ΕΟΚ, συμβούλων, διαχειριστών προγραμμάτων κ.λπ., οι οποίοι συνέδεσαν το προσωπικό και κυρίως το οικονομικό τους μέλλον με τα προερχόμενα από την ΕΟΚ χρήματα. Βασική προϋπόθεση για την συμμετοχή στο πάρτυ, ήταν η απώλεια της εθνικής συνειδήσεως και η αντικατάστασή της με μια ευρωπαϊκή. Αυτό όμως δεν ήταν και μεγάλο πρόβλημα, διότι πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτή την διεργασία, είχε το ευρωκομμουνιστικό ΚΚΕ Εσωτερικού, η «Γενιά του Πολυτεχνείου» και οι πρωτοεμφανιζόμενοι νεοφιλελεύθεροι της Δεξιάς.
Ο εθνικιστικός και πατριωτικός χώρος σε αυτές τις εξελίξεις δεν είχε σαφή θέση. Ενώ θα ανέμενε κάποιος να υπάρξει σαφής αντίδραση στην προοπτική απώλειας εθνικής κυριαρχίας, επικεντρώθηκε η συζήτηση σε δευτερεύοντα ζητήματα. Η ΕΟΚ θεωρήθηκε ένας αντικομμουνιστικός συνασπισμός και έτσι κέρδισε την συμπάθεια του χώρου. Το ουσιαστικό ιδεολογικό ζήτημα μπήκε στο περιθώριο. Αντιθέτως άλλα θέματα, όπως η αποφυλάκιση των πρωτεργατών της 21ης Απριλίου, θεωρήθηκε ότι θα μπορούσαν να έχουν καλύτερη εξέλιξη αν δινόταν η προσπάθεια σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η πραγματικότητα βέβαια διέψευσε αυτές τις προσδοκίες.
Η κατάρρευση του κομμουνισμού, το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και η επανένωση των Γερμανιών, άλλαξε τα δεδομένα στην ΕΟΚ, που πλέον δεν είχε λόγο ύπαρξης. Η κατάρρευση του κομμουνισμού ήρθε να ανατρέψει την ισορροπία των δυνάμεων. Η Γερμανία πραγματοποίησε το όνειρο της ενώσεως και απέκτησε και πάλι πρόσβαση στην οικονομική της ενδοχώρα, την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη. Η ΕΟΚ έχασε το νόημα που είχε στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου. Η εξέλιξη αυτή θορύβησε την Γαλλία. Στην Σύνοδο του Φοντενεμπλώ, ο τότε πρόεδρος της Γαλλίας Φρανσουά Μιτεράν, εκβιάζοντας τον καγκελάριο της Γερμανίας με βέτο στην προσάρτηση της Ανατολικής Γερμανίας, επέβαλλε την Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ). Το σχέδιο βέβαια ήταν πολύ παλαιότερο (από την εποχή του Γ’ Ράιχ), αλλά εξ’ αιτίας της επιμονής της Γαλλίας επιταχύνθηκαν κατά πολύ οι εξελίξεις. Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν η μετατροπή της ΕΟΚ σε ένωση κρατών, δηλ. η πρόσδεση όλων στο οικονομικό άρμα της Γερμανίας. Η Γαλλία ως μεγάλη χώρα θα είχε δικαιώματα μέσα στην Ένωση, ενώ οι μικρότερες χώρες θα έχαναν κάθε ίχνος ανεξαρτησίας.
Σε αυτές τις εξελίξεις, η Ελλάδα είχε από την μία πλευρά τους ευρωλάγνους της Δεξιάς (λιμπεραλιστές της ΝΔ), του ΠΑΣΟΚ (στελέχη που είχαν πλουτίσει ληστεύοντας τα κονδύλια των ολοκληρωμένων μεσογειακών προγραμμάτων) και της Αριστεράς (κυρίως ευρισκόμενα στους λεγόμενους «ευρωκομμουνιστές» του ΚΚΕ εσωτερικού) να εμφανίζουν την ευρωπαϊκή ενοποίηση ως την φυσιολογική εξέλιξη για την Ελλάδα και το υπόλοιπο πολιτικό φάσμα να είναι ευμενώς ουδέτερο. Μοναδική εξαίρεση ήταν το ΚΚΕ, αλλά για λόγους που ουδεμία σχέση είχαν με τα ελληνικά συμφέροντα.
Ως προς τα εθνικά θέματα είχαμε την διάψευση των προσδοκιών με πολύ οδυνηρό τρόπο. Όταν η Ελλάς θέλησε να εισέλθει στο στρατιωτικό σκέλος της Δυτικής Ευρωπαϊκής Ενώσεως (του ευρωπαϊκού «ΝΑΤΟ» το οποίο τελικώς ατόνησε) επειδή υπήρχε το άρθρο 5, το οποίο έλεγε ότι σε περίπτωση επιθέσεως σε κάποιο μέλος της Ενώσεως από τρίτη χώρα, αυτομάτως θα κήρυσσαν τον πόλεμο τα υπόλοιπα μέλη στην επιτιθέμενη χώρα, έγινε τροποποίηση του άρθρου ούτως ώστε να μην ισχύει για συνδεδεμένα μέλη. Και έκαναν την Τουρκία αμέσως συνδεδεμένο μέλος. Έδειξαν ξεκάθαρα οι ευρωπαϊκές χώρες ότι η Ελλάδα ήταν μόνη της σε οτιδήποτε είχε να κάνει με την Τουρκία, διότι τα οικονομικά συμφέροντα υπερισχύουν πάντοτε των όποιων ηθικών υποχρεώσεων. Το ίδιο στο Σκοπιανό όπου η Επιτροπή Μπατεντέρ γνωμοδότησε ότι η υιοθέτηση του ονόματος «Μακεδονία» από τα Σκόπια δεν δημιουργεί κανένα πρόβλημα στην Ελλάδα. 20 περίπου χρόνια μετά από την εκκίνηση της νέας φάσεως του Σκοπιανού, η Ελλάδα πιέζεται να κλείσει το θέμα και να μην δημιουργεί πρόβλημα. Φαίνεται λοιπόν ξεκάθαρα ότι στα εθνικά μας ζητήματα ουδέν θετικό προέκυψε.
Αντιθέτως έγιναν πολλές φορές εκβιασμοί με τα οικονομικά πακέτα, από τα οποία σταδιακώς εξαρτήθηκε η ελληνική οικονομία. Αποκορύφωμα αυτής της λογικής ήταν η περίοδος του «εκσυγχρονισμού» του Κ. Σημίτη (αλλά και των Κ. Καραμανλή και Γ. Παπανδρέου) όπου εθεωρήθη ότι εφόσον παραδίδαμε την εθνική ανεξαρτησία και γινόμασταν τα «καλά παιδιά», θα απολαμβάναμε οικονομική ευημερία. Ουδέν ψευδέστερον, όπως όλοι καταλάβαμε με την οικονομική κρίση που μαστίζει την χώρα σήμερα. Εθνικό όραμα πλέον έγινε η ΟΝΕ και το ευρώ και σε αυτό τον βωμό θυσιάστηκαν τα εθνικά συμφέροντα. Ίμια, συμφωνία της Μαδρίτης (που αναγνώρισε ζωτικά συμφέροντα της Τουρκίας στο Αιγαίο), παράδοση Οτσαλάν, υποστήριξη του σχεδίου Ανάν (από ΝΔ-ΠΑΣΟΚ) και άλλες υποχωρήσεις, υποτίθεται ότι εξασφάλισαν το ευρώ και την ευημερία. Η καταστροφή της παραγωγικής βάσεως της χώρας έγινε με αλαλαγμούς χαράς από τους ευρωλιγούρηδες της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ διότι θα εδημιουργείτο χώρος για την νέα οικονομία. Οι λαθρομετανάστες, που από την αρχή της δεκαετίας του ‘90 άρχισαν να συρρέουν, θεωρήθηκαν ως το κοινωνικό εργαλείο που θα προωθούσε τον «πολυπολιτισμό», ο οποίος μαζί με τον οικονομικό λιμπεραλισμό έγιναν οι κυρίαρχες ιδεολογίες της ΕΕ. Οποιοσδήποτε εναντιωνόταν στην εισβολή των λαθρομεταναστών δεν ήταν καλός «Ευρωπαίος». Επιπλέον οι λαθρομετανάστες θα βοηθούσαν να πέσει ο πληθωρισμός και να διευκολυνθεί η είσοδος στην ΟΝΕ και την ευρωζώνη.
Η κρίση που προέκυψε τα τελευταία χρόνια με δραματικές επιπτώσεις στο βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων, οδήγησε την πλειοψηφία των πολιτικών, αλλά και του λαού (με την βοήθεια των διαπλεκόμενων ΜΜΕ) στο να γαντζωθεί με πάθος στην ΕΕ και στο ευρώ, θεωρώντας ότι η συμμόρφωση με την Τρόικα, θα διορθώσει τα κακώς κείμενα. Η Ελλάδα έγινε το παράδειγμα προς αποφυγή και το μέσο εκτονώσεως της μιζέριας των ευρωπαϊκών λαών που προκάλεσε το ίδιο το σύστημα των τοκογλύφων. Η ΕΕ είναι ένα πολυεθνικό συνονθύλευμα, του οποίου η μοναδική αξία είναι το χρήμα και η μοναδική του ιδέα ο «πολυπολιτισμός». Πολύ σωστά το εξέφρασε ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι λέγοντας «αν η ΕΕ δεν βοηθήσει μια χώρα όπως η Ελλάδα την στιγμή που έχει ανάγκη, δεν έχει λόγο υπάρξεως». Οι Έλληνες εθνικιστές δεν είναι δυνατόν να υιοθετούν την συλλογιστική ούτε των νεοφιλελεύθερων, που θεωρούν ότι η ΕΕ θα επιβάλει τις πολιτικές που θέλουν (ιδιωτικοποιήσεις κ.λπ.), ούτε των τροτσκιστών της Άκρας Αριστεράς, που θεωρούν ότι υπό μορφή οδηγίας θα επιβληθούν πολιτικές («αντιρατσιστικοί» νόμοι, γάμοι ομοφυλοφίλων κ.λπ.) οι οποίες δεν θα περνούσαν ποτέ σε ένα ελληνικό κοινοβούλιο. Ηγέτες όπως ο Νάιτζελ Φάρατζ του Βρετανικού Κόμματος της Ανεξαρτησίας (UKIP) δείχνουν τον δρόμο για την επιβολή των απόψεων υπέρ της εθνικής ανεξαρτησίας, αναγκάζοντας τον πρωθυπουργό της Αγγλίας Κάμερον να δεχθεί την διενέργεια δημοψηφίσματος για την παραμονή της χώρας στην ΕΕ. Το ελληνικό εθνικό κράτος και όχι κάποιο συνονθύλευμα θα μας βγάλει από την κρίση εφόσον γίνει ελληνικό, εθνικό και κράτος. Και σε αυτόν τον δρόμο οφείλουμε να αγωνιστούμε.
του Ηλία Πολατίδη πρώην βουλευτή Σερρών του ΛΑ.Ο.Σ.
No comments :
Post a Comment