Σε κανένα σημείο της συνθήκης παραχώρησης των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα από την Ιταλία του 1947 δεν αναφέρεται άρθρο αναφορικά με την παραχώρηση μόνο των παρακείμενων βραχονησίδων, όπως υποστήριξε το στέλεχος της πολιτικής γραμματείας του ΣΥΡΙΖΑ Ν.Θεοδωρίδης. Συγκεκριμένα στις 28 Δεκεμβρίου 1932 υπεγράφη μεταξύ Ιταλίας και Τουρκίας Πρωτόκολλο, σε συνέχεια της Συνθήκης Ιταλίας-Τουρκίας (4 Ιανουαρίου 1932), το οποίο καθόρισε το μεταξύ τους θαλάσσιο σύνορο (τα Δωδεκάνησα ανήκαν στην Ιταλία από το 1923). Στο Πρωτόκολλο αναφέρονται τα Ίμια και καταγράφονται ρητώς στην ιταλική κυριαρχία. Μάλιστα όπως ανακοίνωσε και, το ιταλικό υπουργείο Εξωτερικών στις 6 Φεβρουαρίου 1996 ότι «η ιταλοτουρκική συμφωνία του 1932 είναι έγκυρη και παραμένει σε ισχύ». Εν κατακλείδι, το Φεβρουάριο του 1947, μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, με τη Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων, στο άρθρο 14, τα Δωδεκάνησα αποδόθηκαν στην Ελλάδα. Επιπροσθέτως, θα πρέπει να αναφερθεί ότι στη συγκεκριμένη Συνθήκη η Τουρκία δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος.
Η Τουρκία προβάλλει το εξωφρενικό επιχείρημα ότι δεν αναγνωρίζει τη Συνθήκη επειδή δεν συμμετείχε στη διάσκεψη! Το προφανούς φαιδρότητας επιχείρημα έχει μάλλον εγκαταλειφθεί πλέον από την τουρκική πλευρά. Σε τελική ανάλυση, η ίδια η Τουρκία εκχώρησε τα Δωδεκάνησα στην Ιταλία με τη Συνθήκη της Λωζάννης. Δεν είναι όμως μόνο αυτό: θα πρέπει να επισημανθεί ότι στους επίσημους χάρτες του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών, τόσο το 1953 όσο και το 1971, τα Ίμια βρίσκονται εντός των ελληνικών χωρικών υδάτων. Δεν είναι όμως μόνο αυτή η απόδειξη του δόλου των τουρκικών ενεργειών σε σχέση με τα Ίμια. Οι ίδιες οι τουρκικές Ένοπλες Δυνάμεις, ο ουσιαστικότερος φορέας εξουσίας στην Τουρκία, παραδέχονται εμμέσως ότι τα Ίμια αποτελούν έδαφος υπό ελληνική κυριαρχία: σε επίσημο χάρτη του 1969 χρησιμοποιείται η ονομασία «Ίμια» και όχι «Kardak», όπως όψιμα υποστηρίζουν μετά την κρίση που προκάλεσαν, ενώ εντάσσονται σαφώς εντός των ελληνικών χωρικών υδάτων. Ας ασχοληθούμε όμως με τις διεθνείς συνθήκες που καθορίζουν το νομικό καθεστώς του Αιγαίου:
- Το άρθρο 5 της Συνθήκης Ειρήνης του Λονδίνου (Μάιος 1913), που υπεγράφη μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας, Σερβίας, Μαυροβουνίου, Βουλγαρίας, όπου όλοι δηλώνουν την εμπιστοσύνη τους προς τις Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής, να καθορίσουν το τι μέλλει γενέσθαι με τα νησιά του Αιγαίου που αποτελούσαν τμήμα της πάλαι ποτέ Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
- Η Συνθήκη Ειρήνης όμως υπεγράφη το Νοέμβριο του ίδιου έτους (1913) στην Αθήνα μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Αμφότερες οι χώρες δεσμεύονται για μια ακόμη φορά και στο αυστηρά διμερές πλαίσιο να αποδεχθούν τις όποιες αποφάσεις των Μεγάλων Δυνάμεων για τα νησιά του Αιγαίου που ανήκαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Αυτές οι δύο Συνθήκες Ειρήνης αποτέλεσαν τη βάση της διακοίνωσης της επόμενης χρονιάς (Ιανουάριος-Φεβρουάριος 1914), με την οποία οι Μεγάλες Δυνάμεις παραχώρησαν στην Ελλάδα όλα τα νησιά του Αιγαίου με εξαίρεση την Ίμβρο και την Τένεδο και το Καστελόριζο (ανήκε στην Ιταλία), που επιστράφηκαν στην Τουρκία.
Το 1923 υπεγράφη η Συνθήκη της Λωζάννης. Στο άρθρο 12 επικυρώθηκε η κυριαρχία της Ελλάδας «στα νησιά της Ανατολικής Μεσογείου», εκτός από την Ίμβρο, την Τένεδο και τις Λαγούσες. Η συγκεκριμένη αναφορά των νησιών που αποδίδονται στην Τουρκία καταδεικνύει ότι το τουρκικό επιχείρημα ότι «στην Ελλάδα ανήκουν όσα νησιά και νησίδες αναφέρονται ρητώς στις Συνθήκες και δεν ανήκουν όσα δεν αναφέρονται» έχει και αντίστροφη ανάγνωση: στην Τουρκία ανήκουν μόνο όσα νησιά και νησίδες αναφέρονται ρητώς στις διεθνείς συνθήκες! Η Συνθήκη της Λωζάννης έχει και άλλη ενδιαφέρουσα αναφορά: στο άρθρο 16 η Τουρκία δηλώνει ότι παραιτείται από κάθε τίτλο και δικαίωμα σε όλα τα νησιά, εκτός αυτών που η κυριαρχία τους έχει αποδοθεί στην Τουρκία με την ίδια τη Συνθήκη της Λωζάννης. Η Συνθήκη της Λωζάννης απέδωσε όμως και στην Τουρκία όλα τα νησιά της Δωδεκανήσου, τα οποία και αναφέρει: Αστυπάλαια, Ρόδο, Χάλκη, Κάρπαθο, Κάσο, Τήλο, Νίσυρο, Κάλυμνο, Λέρο, Πάτμο, Σύμη, Λειψούς και Κω και τις παρακείμενες νησίδες. Ταυτόχρονα όμως αναφέρεται ότι το Καστελόριζο περιέρχεται στην κυριαρχία της Ιταλίας. Η ρητή αυτή αναφορά γίνεται το 1923. Κατά συνέπεια, ο συγκεκριμένος κανόνας ακυρώνει-αντικαθιστά τη «διακοίνωση» του 1914 με την οποία το Καστελόριζο πέρναγε στα χέρια της Τουρκίας.
Στις 28 Δεκεμβρίου 1932 υπεγράφη μεταξύ Ιταλίας και Τουρκίας Πρωτόκολλο, σε συνέχεια της Συνθήκης Ιταλίας-Τουρκίας (4 Ιανουαρίου 1932), το οποίο καθόρισε το μεταξύ τους θαλάσσιο σύνορο (τα Δωδεκάνησα ανήκαν στην Ιταλία από το 1923). Στο Πρωτόκολλο αναφέρονται τα Ίμια και καταγράφονται ρητώς στην ιταλική κυριαρχία. Είναι το μοναδικό κείμενο που αναφέρει ονομαστικά τα Ίμια, γιʼ αυτό η Τουρκία επιχειρεί να το αμφισβητήσει. Το Πρωτόκολλο όμως δεν κατατέθηκε στον «πρόδρομο» του ΟΗΕ, την Κοινωνία των Εθνών, με αποτέλεσμα να χρησιμοποιεί το δεδομένο αυτό η τουρκική πλευρά και να θεωρεί ότι το Πρωτόκολλο που η ίδια υπέγραψε δεν ισχύει! Σε μελέτη του όμως σε ανύποπτο χρόνο, το 1985, με τίτλο «Το καθεστώς αποστρατικοποίησης των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου», ο προϊστάμενος της νομικής υπηρεσίας του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών Χουσεΐν Πασαρτζί όχι μόνο αποδέχεται, αλλά και επικαλείται την ιταλοτουρκική συμφωνία της 4ης Ιανουαρίου. Πράγματι, οι προαναφερθείσες Συνθήκες της 24ης Ιουλίου 1923 και της 4ης Ιανουαρίου 1932 ακολούθησαν αυτή τη διαδικασία, όχι όμως και το συμπληρωματικό Πρωτόκολλο-Πρακτικό της 28ης Δεκεμβρίου 1932.
Η ερμηνεία που δίνει το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών είναι ότι το τελευταίο κρίθηκε ότι δεν έχρηζε πρωτοκολλήσεως, καθώς θεωρήθηκε συμπλήρωμα της προηγούμενης Συνθήκης. Το επιχείρημα αυτό επιβεβαιώνεται από σχετικό σχόλιο που έκανε την 1η Φεβρουαρίου 1996, αμέσως μετά την κρίση στα Ίμια, υπηρεσιακός παράγοντας του ιταλικού υπουργείου Εξωτερικών. Στο ζήτημα αυτό ωστόσο παρουσιάζεται κάποια διχογνωμία μεταξύ των νομικών. Μεταξύ άλλων όμως, ζήτημα ανακύπτει και για την ευθύνη της Τουρκίας για την μη κατάθεση του Πρωτοκόλλου στην Κοινωνία των Εθνών, αφού αποτελούσε χώρα που ήταν μέρος της συμφωνίας. Ωστόσο στην ιταλοτουρκική Συνθήκη αναφέρεται ότι το σύνορο μεταξύ Ιταλίας (που κατείχε τα Δωδεκάνησα) και Τουρκίας είναι η μέση γραμμή μεταξύ των νησίδων Ίμια (Ιταλία) και Kato (Τουρκία). Όπως έχει ήδη αναφερθεί, το ιταλικό υπουργείο Εξωτερικών δήλωσε στις 6 Φεβρουαρίου 1996 ότι «η ιταλοτουρκική συμφωνία του 1932 είναι έγκυρη και παραμένει σε ισχύ».
Μια εβδομάδα αργότερα, στις 15 Φεβρουαρίου 1996, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με ψήφισμά του θεώρησε τις τουρκικές ενέργειες ως «παραβίαση εκ μέρους της Τουρκίας των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας» και επισήμανε ότι «η βραχονησίδα Ίμια ανήκει στο νησιωτικό σύμπλεγμα της Δωδεκανήσου με βάση τη Συνθήκη της Λωζάννης του 1923, το Πρωτόκολλο Ιταλίας-Τουρκίας του 1932 και τη Συνθήκη των Παρισίων του 1947, καθώς ακόμη και τους τουρκικούς γεωγραφικούς χάρτες της δεκαετίας του 1960, όπου το εν λόγω νησιωτικό σύμπλεγμα εμφανίζεται ως τμήμα της ελληνικής επικρατείας». Εν κατακλείδι, το Φεβρουάριο του 1947, μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, με τη Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων, στο άρθρο 14, τα Δωδεκάνησα αποδόθηκαν στην Ελλάδα. Επιπροσθέτως, θα πρέπει να αναφερθεί ότι στη συγκεκριμένη Συνθήκη η Τουρκία δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος. Σε τελική ανάλυση, η ίδια η Τουρκία εκχώρησε τα Δωδεκάνησα στην Ιταλία με τη Συνθήκη της Λωζάννης.
Τμήμα ειδήσεων defencenet.gr
Η Τουρκία προβάλλει το εξωφρενικό επιχείρημα ότι δεν αναγνωρίζει τη Συνθήκη επειδή δεν συμμετείχε στη διάσκεψη! Το προφανούς φαιδρότητας επιχείρημα έχει μάλλον εγκαταλειφθεί πλέον από την τουρκική πλευρά. Σε τελική ανάλυση, η ίδια η Τουρκία εκχώρησε τα Δωδεκάνησα στην Ιταλία με τη Συνθήκη της Λωζάννης. Δεν είναι όμως μόνο αυτό: θα πρέπει να επισημανθεί ότι στους επίσημους χάρτες του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών, τόσο το 1953 όσο και το 1971, τα Ίμια βρίσκονται εντός των ελληνικών χωρικών υδάτων. Δεν είναι όμως μόνο αυτή η απόδειξη του δόλου των τουρκικών ενεργειών σε σχέση με τα Ίμια. Οι ίδιες οι τουρκικές Ένοπλες Δυνάμεις, ο ουσιαστικότερος φορέας εξουσίας στην Τουρκία, παραδέχονται εμμέσως ότι τα Ίμια αποτελούν έδαφος υπό ελληνική κυριαρχία: σε επίσημο χάρτη του 1969 χρησιμοποιείται η ονομασία «Ίμια» και όχι «Kardak», όπως όψιμα υποστηρίζουν μετά την κρίση που προκάλεσαν, ενώ εντάσσονται σαφώς εντός των ελληνικών χωρικών υδάτων. Ας ασχοληθούμε όμως με τις διεθνείς συνθήκες που καθορίζουν το νομικό καθεστώς του Αιγαίου:
- Το άρθρο 5 της Συνθήκης Ειρήνης του Λονδίνου (Μάιος 1913), που υπεγράφη μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας, Σερβίας, Μαυροβουνίου, Βουλγαρίας, όπου όλοι δηλώνουν την εμπιστοσύνη τους προς τις Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής, να καθορίσουν το τι μέλλει γενέσθαι με τα νησιά του Αιγαίου που αποτελούσαν τμήμα της πάλαι ποτέ Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
- Η Συνθήκη Ειρήνης όμως υπεγράφη το Νοέμβριο του ίδιου έτους (1913) στην Αθήνα μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Αμφότερες οι χώρες δεσμεύονται για μια ακόμη φορά και στο αυστηρά διμερές πλαίσιο να αποδεχθούν τις όποιες αποφάσεις των Μεγάλων Δυνάμεων για τα νησιά του Αιγαίου που ανήκαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Αυτές οι δύο Συνθήκες Ειρήνης αποτέλεσαν τη βάση της διακοίνωσης της επόμενης χρονιάς (Ιανουάριος-Φεβρουάριος 1914), με την οποία οι Μεγάλες Δυνάμεις παραχώρησαν στην Ελλάδα όλα τα νησιά του Αιγαίου με εξαίρεση την Ίμβρο και την Τένεδο και το Καστελόριζο (ανήκε στην Ιταλία), που επιστράφηκαν στην Τουρκία.
Το 1923 υπεγράφη η Συνθήκη της Λωζάννης. Στο άρθρο 12 επικυρώθηκε η κυριαρχία της Ελλάδας «στα νησιά της Ανατολικής Μεσογείου», εκτός από την Ίμβρο, την Τένεδο και τις Λαγούσες. Η συγκεκριμένη αναφορά των νησιών που αποδίδονται στην Τουρκία καταδεικνύει ότι το τουρκικό επιχείρημα ότι «στην Ελλάδα ανήκουν όσα νησιά και νησίδες αναφέρονται ρητώς στις Συνθήκες και δεν ανήκουν όσα δεν αναφέρονται» έχει και αντίστροφη ανάγνωση: στην Τουρκία ανήκουν μόνο όσα νησιά και νησίδες αναφέρονται ρητώς στις διεθνείς συνθήκες! Η Συνθήκη της Λωζάννης έχει και άλλη ενδιαφέρουσα αναφορά: στο άρθρο 16 η Τουρκία δηλώνει ότι παραιτείται από κάθε τίτλο και δικαίωμα σε όλα τα νησιά, εκτός αυτών που η κυριαρχία τους έχει αποδοθεί στην Τουρκία με την ίδια τη Συνθήκη της Λωζάννης. Η Συνθήκη της Λωζάννης απέδωσε όμως και στην Τουρκία όλα τα νησιά της Δωδεκανήσου, τα οποία και αναφέρει: Αστυπάλαια, Ρόδο, Χάλκη, Κάρπαθο, Κάσο, Τήλο, Νίσυρο, Κάλυμνο, Λέρο, Πάτμο, Σύμη, Λειψούς και Κω και τις παρακείμενες νησίδες. Ταυτόχρονα όμως αναφέρεται ότι το Καστελόριζο περιέρχεται στην κυριαρχία της Ιταλίας. Η ρητή αυτή αναφορά γίνεται το 1923. Κατά συνέπεια, ο συγκεκριμένος κανόνας ακυρώνει-αντικαθιστά τη «διακοίνωση» του 1914 με την οποία το Καστελόριζο πέρναγε στα χέρια της Τουρκίας.
Στις 28 Δεκεμβρίου 1932 υπεγράφη μεταξύ Ιταλίας και Τουρκίας Πρωτόκολλο, σε συνέχεια της Συνθήκης Ιταλίας-Τουρκίας (4 Ιανουαρίου 1932), το οποίο καθόρισε το μεταξύ τους θαλάσσιο σύνορο (τα Δωδεκάνησα ανήκαν στην Ιταλία από το 1923). Στο Πρωτόκολλο αναφέρονται τα Ίμια και καταγράφονται ρητώς στην ιταλική κυριαρχία. Είναι το μοναδικό κείμενο που αναφέρει ονομαστικά τα Ίμια, γιʼ αυτό η Τουρκία επιχειρεί να το αμφισβητήσει. Το Πρωτόκολλο όμως δεν κατατέθηκε στον «πρόδρομο» του ΟΗΕ, την Κοινωνία των Εθνών, με αποτέλεσμα να χρησιμοποιεί το δεδομένο αυτό η τουρκική πλευρά και να θεωρεί ότι το Πρωτόκολλο που η ίδια υπέγραψε δεν ισχύει! Σε μελέτη του όμως σε ανύποπτο χρόνο, το 1985, με τίτλο «Το καθεστώς αποστρατικοποίησης των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου», ο προϊστάμενος της νομικής υπηρεσίας του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών Χουσεΐν Πασαρτζί όχι μόνο αποδέχεται, αλλά και επικαλείται την ιταλοτουρκική συμφωνία της 4ης Ιανουαρίου. Πράγματι, οι προαναφερθείσες Συνθήκες της 24ης Ιουλίου 1923 και της 4ης Ιανουαρίου 1932 ακολούθησαν αυτή τη διαδικασία, όχι όμως και το συμπληρωματικό Πρωτόκολλο-Πρακτικό της 28ης Δεκεμβρίου 1932.
Η ερμηνεία που δίνει το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών είναι ότι το τελευταίο κρίθηκε ότι δεν έχρηζε πρωτοκολλήσεως, καθώς θεωρήθηκε συμπλήρωμα της προηγούμενης Συνθήκης. Το επιχείρημα αυτό επιβεβαιώνεται από σχετικό σχόλιο που έκανε την 1η Φεβρουαρίου 1996, αμέσως μετά την κρίση στα Ίμια, υπηρεσιακός παράγοντας του ιταλικού υπουργείου Εξωτερικών. Στο ζήτημα αυτό ωστόσο παρουσιάζεται κάποια διχογνωμία μεταξύ των νομικών. Μεταξύ άλλων όμως, ζήτημα ανακύπτει και για την ευθύνη της Τουρκίας για την μη κατάθεση του Πρωτοκόλλου στην Κοινωνία των Εθνών, αφού αποτελούσε χώρα που ήταν μέρος της συμφωνίας. Ωστόσο στην ιταλοτουρκική Συνθήκη αναφέρεται ότι το σύνορο μεταξύ Ιταλίας (που κατείχε τα Δωδεκάνησα) και Τουρκίας είναι η μέση γραμμή μεταξύ των νησίδων Ίμια (Ιταλία) και Kato (Τουρκία). Όπως έχει ήδη αναφερθεί, το ιταλικό υπουργείο Εξωτερικών δήλωσε στις 6 Φεβρουαρίου 1996 ότι «η ιταλοτουρκική συμφωνία του 1932 είναι έγκυρη και παραμένει σε ισχύ».
Μια εβδομάδα αργότερα, στις 15 Φεβρουαρίου 1996, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με ψήφισμά του θεώρησε τις τουρκικές ενέργειες ως «παραβίαση εκ μέρους της Τουρκίας των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας» και επισήμανε ότι «η βραχονησίδα Ίμια ανήκει στο νησιωτικό σύμπλεγμα της Δωδεκανήσου με βάση τη Συνθήκη της Λωζάννης του 1923, το Πρωτόκολλο Ιταλίας-Τουρκίας του 1932 και τη Συνθήκη των Παρισίων του 1947, καθώς ακόμη και τους τουρκικούς γεωγραφικούς χάρτες της δεκαετίας του 1960, όπου το εν λόγω νησιωτικό σύμπλεγμα εμφανίζεται ως τμήμα της ελληνικής επικρατείας». Εν κατακλείδι, το Φεβρουάριο του 1947, μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, με τη Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων, στο άρθρο 14, τα Δωδεκάνησα αποδόθηκαν στην Ελλάδα. Επιπροσθέτως, θα πρέπει να αναφερθεί ότι στη συγκεκριμένη Συνθήκη η Τουρκία δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος. Σε τελική ανάλυση, η ίδια η Τουρκία εκχώρησε τα Δωδεκάνησα στην Ιταλία με τη Συνθήκη της Λωζάννης.
Τμήμα ειδήσεων defencenet.gr
No comments :
Post a Comment