Η κρίση της Συρίας είναι η επόμενη δοκιμασία στις σχέσεις Ρωσίας και Δύσης. Από αυτή την άποψη ο βαθμός υποστήριξης του καθεστώτος του Μπασάρ Άσαντ από τη Ρωσία και η προθυμία της Μόσχας να κλιμακώσει την κατάσταση με τις Δυτικές χώρες ήρθε ως έκπληξη στις Δυτικές πρωτεύουσες - ιδιαίτερα υπό το πρίσμα της «συναίνεσης» της Ρωσίας στην Δυτική στρατιωτική επέμβαση στη Λιβύη, στις αρχές του 2011. Το γεγονός αυτό καθιστά ενδιαφέρουσα την αποσαφήνιση των κινήτρων για τη ρωσική στάση στα γεγονότα στη Συρία. Δυτικοί παρατηρητές και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης της Δύσης επιδιώκουν να εξηγήσουν τη θέση της Ρωσίας με επίκεντρο κυρίως την επιθυμία της Μόσχας να διατηρήσει την βάσης της στο Ταρτούς ή να επωφεληθεί από την πώληση όπλων στη Συρία. Με μια πιο προσεκτική εξέταση, ωστόσο, αυτοί οι παράγοντες φαίνονται αμφίβολοι. Το κίνητρο της Μόσχας αυτή τη φορά, μπορεί να είναι ιδεολογικού χαρακτήρα.
Ρωσικές εξαγωγές όπλων προς τη Συρία
Από τα μέσα της δεκαετίας του εβδομήντα και μετά τoν «εκτροχιασμό»της Αιγύπτου από την σφαίρα επιρροής της ΕΣΣΔ, η Συρία ως ο πιο πιστός και βασικός σύμμαχο των Σοβιετικών στη Μέση Ανατολή, ήταν ίσως ο μεγαλύτερος αποδέκτης σοβιετικών όπλων εκτός των συνόρων του Συμφώνου της Βαρσοβίας. Ως εκ τούτου, η Συρία ήταν σε θέση να δημιουργήσει μια ισχυρή στρατιωτική δύναμη, σχεδόν πλήρως εξοπλισμένη με σχετικά σύγχρονα (τότε) Σοβιετικά όπλα. Επιπλέον, οι προμήθειες όπλων και στρατιωτικού εξοπλισμού έγιναν εν μέρει τουλάχιστον επί πιστώσει. Μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, η στρατιωτικο-τεχνική συνεργασία μεταξύ της Μόσχας και της Συρίας μειώθηκα απότομα, διότι η Δαμασκός δεν διέθετε επαρκή κεφάλαια για τα δικά της νέα μεγάλα εξοπλιστικά προγράμματα, ενώ το Κρεμλίνο επέμενε ότι η Συρία πρέπει να αναγνωρίσει τα χρέη της από την εποχή της ΕΣΣΔ (έχουν εκτιμηθεί σε 13,4 δισεκατομμύρια δολάρια σε τιμές του 2005). Ένας επιπλέον παράγοντας που περιπλέκει την στρατιωτικο-τεχνική με τη Συρία, ήταν η επιθυμία της Ρωσίας να βελτιώσει τις σχέσεις με το Ισραήλ και με τις χώρες των Δυτικών.
Για το λόγο αυτό, το 1997 ήταν σε εξέλιξη με τη Συρία μόνο ασήμαντες συμβάσεις. Ωστόσο, η Συρία ήθελε έντονα να λάβει σύγχρονα όπλα για τον μεγάλο αλλά παρωχημένο στρατό της και προσπάθησε να κερδίσει την πολιτική υποστήριξη της Ρωσίας, με τη Μόσχα να μην θέλει να χάσει την συριακή αγορά. Έτσι επιτεύχθηκε το 1997 ένας συμβιβασμός στο πλαίσιο μιας ρωσο-συριακής διακυβερνητικής επιτροπής σε θέματα στρατιωτικο-τεχνική συνεργασίας. Τον Δεκέμβριο του 1998 η επιτροπή συμφώνησε στο θέμα των πληρωμών για την αποστολή εξοπλισμού και την παροχή τεχνικής βοήθειας. Ως αποτέλεσμα, η Ρωσία ήταν σε θέση να στείλει στη Συρία ένα μεγάλο φορτίο τουφεκίων AKS-74U και AK-74Μ, εκτοξευτές χειροβομβίδων, και διάφορα είδη πυρομαχικών. Εκείνη την εποχή όλες οι μεταφορές έγιναν καθαρά σε εμπορική βάση.
Το 1998-1999, το εταιρικό σχήμα Tula Instrument Design Bureau , το οποίο την εποχή εκείνη ήταν ένας εξαγωγέας με ειδικό καθεστώς (δηλαδή διέθετε άδεια για την ανεξάρτητη εξαγωγή των προϊόντων, χωρίς την ανάγκη για μεσάζοντες) σύναψε έναν αριθμό συμβάσεων με τη Συρία για αντιαρματικά πυραυλικά συστήματα Metis-M (AT-13) και Kornet-E (AT 14). Αργότερα η Συρία έκανε νέες αγορές αυτών των συστημάτων με την Rosoboroneksport - είναι γνωστό ότι το 2005 έχει συναφθεί μια πέμπτη σύμβαση για τα Kornet-E. Μεταξύ 1998 και 2001 σε εντατικές συνομιλίες υψηλού επιπέδου οι Σύριοι υπέβαλαν το αίτημα για αγορά μεγάλης ποσότητας διαφόρων συστημάτων αντιπυραυλικής άμυνας, μαχητικών αεροσκαφών, ελικοπτέρων, τεθωρακισμένων, κλπ. Ωστόσο, εν όψει του γεγονότος ότι το χρέος της Συρίας προς τη Ρωσία δεν είχε διευθετηθεί, σημαντικές συμβάσεις δεν συνήφθησαν - με εξαίρεση κάποιων συμφωνιών για μικρές προμήθειες και επισκευής του υλικού που διέθεταν ήδη οι Σύριοι.
Τον Ιανουάριο του 2005 επετεύχθη μια συμφωνία για τη διαγραφή του 70% του εξωτερικού χρέους της Συρίας στη Ρωσία, το οποίο την εποχή εκείνη εκτιμήθηκε σε 13,4 δισεκατομμύρια δολάρια. Ως αποτέλεσμα των συνομιλιών, το χρέος μειώθηκε σε 3,6 δισεκατομμύρια δολάρια. Κατά πάσα πιθανότητα μία από τις προϋποθέσεις για τη διαγραφή του χρέους ήταν η δέσμευση της Συρίας να συνάπτει συμβάσεις για την αγορά μεγάλων ποσοτήτων ρωσικών όπλων σε εμπορική βάση με καθορισμένη τιμή - μια μέθοδο που χρησιμοποιήθηκε αργότερα από τη Μόσχα για την αγορά της Αλγερίας και της Λιβύης. Τον Ιανουάριο του 2005 οι Σύριοι είχαν ήδη συνάψει συμφωνίες για την αγορά φορητών αντιεροπορικών βλημάτων Igla (SA-18 και SA-24). Για να καθησυχάσει την ανησυχία των Δυτικών χωρών και του Ισραήλ για τέτοιου είδους προμήθειες, η Ρωσία επιδεικτικά ακύρωσε (δήθεν μετά από προσωπική οδηγία του Βλαντιμίρ Πούτιν) την αναμενόμενη σύμβαση για την παροχή στη Συρία των τακτικών πυραυλικών συστημάτων επιφανείας-επιφανείας Iskander-E (SS-26). Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι το σύστημα Iskander ήταν έτοιμο για μαζική παραγωγή όχι νωρίτερα από το 2011, η ενέργεια αυτή ήταν κατά τα φαινόμενα ένα διαφανές πολιτικό τέχνασμα με στόχο να πειστεί το Ισραήλ ότι οι ανησυχίες του είχαν εισακουστεί, με τη Μόσχα να συνεχίζει να εξοπλίζει τη Συρία με λιγότερο «πολιτικά προκλητικά» όπλα. Σύμφωνα με τους όρους των ρωσο-συριακών ρυθμίσεων του 2005, 2006 και 2007, υπογράφηκε μια σειρά σημαντικών συμβάσεων με την Rosoboroneksport για ρωσικά όπλα αξίας περίπου 4,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Αυτές οι συμβάσεις καθορίζουν τη φύση των ρωσο-συριακών σχέσεων στον τομέα της στρατιωτικο-τεχνικής συνεργασίας μέχρι σήμερα. Η υπογραφή αυτή καθαυτή των συμβάσεων, όπως και το περιεχόμενό τους, δεν έχει αναφερθεί μέχρι σήμερα δημοσίως, με τις ρωσικές αρχές και την Rosoboroneksport να είναι εξαιρετικά ευαίσθητες για επιπλέον πληροφορίες σχετικά με τις συμβάσεις αυτές, μερικές φορές ακόμα και να αρνείται την ίδια την ύπαρξή τους.
Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, οι συμβάσεις αυτές περιλαμβάνουν:
- Οκτώ βαριά μαχητικά αναχαίτισης MiG-31E με κόστος μέχρι 250 εκατομμύρια δολάρια. Αυτή ήταν και η πρώτη και μέχρι στιγμής η μοναδική εξαγωγή του MiG-31. Τα μαχητικά έπρεπε να ανακατασκευαστούν από το σοβιετικό απόθεμα στο εργοστάσιο αεροσκαφών στο Νίζνι Νόβγκοροντ, αλλά το Μάιο του 2009 ενεργοποιείται η ακύρωση (ή αναστολή) της σύμβασης από την κατασκευάστρια Sokol, πιθανόν για πολιτικούς λόγους - λόγω των ανησυχιών του Ισραήλ.
- Δώδεκα μαχητικά MiG-29M/M2, με προαίρεση για άλλα 12, για 600 εκατομμύρια δολάρια. Αυτή είναι η πρώτη εξαγωγική σύμβαση για τη νέα τροποποίηση του MiG-29, στο πρότυπο του ναυτικού MiG-29K για την Ινδία. Το έργο αναλήφθηκε από την RAC MiG, η οποία ήταν σε θέση με κεφάλαια της Συρίας να προχωρήσει την Ε&Α για το MiG-29M/M2. Στο τέλος του 2011 κατασκευάστηκαν δύο προτότυπα - ένα MiG-29M και ένα MiG-29M2 (διθέσιο) με την παραγωγή των 12 αεροσκαφών να ξεκινά. Σύμφωνα με τις διαθέσιμες πληροφορίες, η αποστολή της πρώτης παρτίδας, και ενδεχομένως ακόμη και του συνόλου των αεροσκαφών στη Συρία, έχει προγραμματιστεί για το τέλος του 2012. Προς το παρόν, η τύχη του δικαιώματος προαίρεσης για επιπλέον 12 MiG-29M/M2 δεν έχει ακόμη αποφασιστεί. Τα αεροσκάφη υποτίθεται ότι πρέπει να είναι εξοπλισμένα με κατευθυνόμενα όπλα αέρος-αέρος και αέρος-επιφανείας.
- Οκτώ τάγματα (δύο ταξιαρχίες) του μέσου βεληνεκούς αντιεροπορικού πυραυλικού συστήματος Buk-M2E (SA 17) για περίπου ένα δισεκατομμύριο δολάρια. Η Συρία ήταν ο πρώτος πελάτης για αυτή την τροποποίηση του συστήματος. Η ανάδοχος της σύμβασης είναι η Almaz-Antey. Τα πρώτα δύο τάγματα απεστάλησαν στη Συρία το 2010, πιθανώς δύο ακόμη το 2011, και η ολοκλήρωση των αποστολών έχει προγραμματιστεί για την περίοδο 2012-2013.
- Έως 12 τάγματα του εκσυγχρονισμένου μέσου βεληνεκούς αντιεροπορικού πυραυλικού συστήματος S-125-2M Pechora-2Μ (SA-3B Mod) για περίπου 200 εκατομμύρια δολάρια. Τα πρώτα τέσσερα τάγματα απεστάλησαν στη Συρία το 2011 και άλλα τέσσερα ήταν εν πλω για τη Συρία με το φορτηγό πλοίο Alaed το 2012.
- Συνολικά 36 εκτοξευτές του αντιεροπορικού συστήματτος Pantsir-S1 (SA-22) για 700 εκατομμύρια δολάρια. Οι αποστολές των εκτοξευτών ξεκίνησαν το 2008, αλλά μέχρι τώρα μόνο 12 έχουν αποσταλεί. Η σύμβαση πρέπει να έχει ολοκληρωθεί το 2013.
- Δύο τάγματα του κινητού παράκτιου πυραυλικού συστήματος K-300P Bastion-P (SSC-5) με 36 πυπερηχητικούς πυραύλους κατά πλοίων τύπου Yakhont K-310 (SS-N-26) αξίας 250 εκατομμυρίων δολαρίων. Ένα τάγμα είχε αποσταλεί το 2010, το δεύτερο το 2011.
- Ένας άγνωστος αριθμός αντιααρματικών πυραυλικών συστημάτων Khrizantema-S (AT-15), για εξοπλισμό οχημάτων BMP-3. Κατά πάσα πιθανότητα, η αποστολή των όπλων δεν έχει πραγματοποιηθεί ακόμα.
- Aποστολή φορητών πυραυλικών συστημάτων αεράμυνας Igla-S (SA-24). Προφανώς, όλες οι μεταφορές έγιναν κατά την περίοδο 2008-2010.
- Εκσυγχρονισμός 1.000 κύριων αρμάτων μάχης Τ-72 για ένα δισεκατομμύριο δολάρια. Προφανώς το έργο ξεκίνησε το 2011 και μέχρι στιγμής δεν έχει σημειωθεί ουσιαστική πρόοδος λόγω των στενών χρονικών περιθωρίων.
Κατά την περίοδο 2007-2008 ολοκληρώθηκε μια σειρά από συμβάσεις για την επισκευή και τον εκσυγχρονισμό του υλικού της Συριακής Πολεμικής Αεροπορίας:
- Για 15 βομβαρδιστικά Su 24MK οι εργασίες ξεκίνησαν το 2010.
- Επισκευή αριθμού MiG-29 και εκσυγχρονισμό στην έκδοση MiG-29SM,
- επισκευή ενός αριθμού MiG 23MLD - πιθανόν 7 αεροσκάφη αποκαταστάθηκαν το 2011,
- επισκευή 20 επιθετικών ελικοπτέρων Mi-25 και 2 ανθυποβρυχιακών ελικοπτέρων Ka-28. Τα πρώτα 4 Mi-25 είχαν επισκευαστεί το 2008, αλλά το 2009 εξαιτίας των διαφωνιών για την τιμή, η σύμβαση επισκευής των ελικοπτέρων μεταφέρθηκε σε άλλο εργοστάσιο, συγκεκριμένα στο 150ο εργοστάσιο επισκευής αεροσκαφών στο Καλίνινγκραντ, όπου 16 Mi-25 και δύο Ka -28S έχουν επισκευαστεί μέχρι σήμερα. Τα τελευταία 3 Mi-25 υποτίθεται ότι ήταν να παραδοθούν στη Συρία με το φορτηγό πλοίο Alaed.
- Από το 2009 έγινε αποστολή υπερηχητικών βλημάτων κατά πλοίων τύπου Kh-31A (AS-17) και πυραύλων αντιραντάρ Kh 31P. Κατά την περίοδο 2009-2010, φορτώθηκαν για τη Συρία 87 πύραυλοι, για 80 εκατομμύρια δολάρια.
- Τον Σεπτέμβριο του 2010 η Συρία υπέγραψε μια σύμβαση για την προμήθεια τεσσάρων μεγάλου βεληνεκούς πυραυλικών συγκροτημάτων αεράμυνας S-300PMU2 (SA-20B), με εκτιμώμενη αξία τα 800 εκατομμύρια δολάρια.
- Τέλος, το Δεκέμβριο του 2011 η Rosoboroneksport έχει συνάψει μια σύμβαση για 36 εκπαιδευτικά αεροσκάφη Yak-130 για τουλάχιστον 550 εκατομμύρια δολάρια. Ωστόσο, οι πληροφορίες από την ορισθείσα ανάδοχο (Irkut) λένε ότι η σύμβαση μέχρι στιγμής δεν έχει εγκριθεί από τη ρωσική κυβέρνηση και έτσι δεν έχει τεθεί ακόμη σε ισχύ.
Το 2005-2011 σημειώνονται σημαντικές αποστολές ρωσικών στρατιωτικών οχημάτων, συμπεριλαμβανομένων πολλών φορτηγών για τη Συρία. Συνολικά από το 2006 έως σήμερα, έχουν συναφθεί με τη Συρία συμβάσεις για περίπου 6 δισεκατομμύρια δολάρια. Σε αυτό το πλαίσιο, η Συρία έδωσε έμφαση στις αγορές για τον εκσυγχρονισμό της αεροπορικής της δύναμης και της επίγειας αεράμυνας. Το 2012 αναφέρθηκε ότι η Ρωσία είχε αναστείλει την παράδοση στη Συρία της πρώτης παρτίδας των S-300PMU-2. Ως εκ τούτου, εκτιμάται ότι μέχρι τώρα η Συρία δεν έχει παραλάβει προμήθειες για περίπου ένα δισεκατομμύριο δολάρια από το προαναφερθέν ποσό. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, κατά το 2012 η Συρία θα παραλάβει όπλα για 500 εκατομμύρια δολάρια, εκτός των αποστολών των MiG-29M/M2 και S-300PMU2 που θα ξεκινήσουν τέλος του 2012. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι Ρώσοι δεν έχουν τελικά πουλήσει στη Συρία τέτοια οπλικά συστήματα, όπως το Iskander-E, το MiG-31E και το S-300MPU2, ως ένδειξη μιας πολιτικής άρνησης να υπογράψει οποιαδήποτε συμφωνία όπλων με τη Συρία που το Ισραήλ και η Δύση θα αμφισβητήσουν έντονα. Γενικά η πολιτική της καθυστέρησης παράδοσης μιας σειράς στρατιωτικών αποστολών στη χώρα της Εγγύς Ανατολής, φαίνεται να είναι στο ίδιο πνεύμα.
Είναι προφανές ότι από την αρχή η Ρωσία εξαρτά τις πολιτικές σχέσεις της με τη Δύση, ακόμη και εις βάρος των εμπορικών της συμφερόντων και πολιτικών δεσμών με τη Δαμασκό. Για τη Ρωσία, η Συρία δεν έχει αυτή τη μεγάλη σημασία με την εμπορική ή την στρατιωτική έννοια του όρου. Εάν διακοπούν οι μελλοντικές αποστολές στη Συρία, είναι περισσότερο από πιθανό ότι η Rosoboroneksport θα είναι σε θέση να μεταπωλήσει το σύνολο του εξοπλισμού που παρήγγειλαν οι Σύριοι (πάνω απ 'όλα τα πιο ακριβά όπλα - MiG-29M/M2, S-300MPU-2 και Buk- M2E και Pantsir-S1) σε τρίτες χώρες και έτσι να ελαχιστοποιήσει τις δικές της απώλειες. Αν το καθεστώς Άσαντ καταφέρνει να καταστείλει την εξέγερση, τότε η Συρία θα συνεχίσει να υπόκεινται σε καθεστώς κυρώσεων από την Δύση και αποδυναμωμένη οικονομικά, μόλις και μετά βίας θα είναι σε θέση να συνεχίσει να κάνει μεγάλες αγορές ρωσικών όπλων στο πλαίσιο νέων συμβάσεων.
Η ναυτική βάση στο Ταρτούς
Η 720η βάση επισκευής και συντήρησης του Ρωσικού Ναυτικού στο συριακό λιμάνι του Ταρτούς έχει τεθεί σε λειτουργία από το 1977, με την συμφωνία για τη χρήση της να έχει υπογραφεί το 1971, και προς το παρόν είναι η μόνη ρωσική στρατιωτική μονάδα έξω από τα σύνορα της πρώην ΕΣΣΔ. Παρά το γεγονός ότι η ναυτική είναι ένα σημαντικό θέμα αναφοράς των Δυτικών, η πραγματική στρατιωτική και λειτουργική σημασία της είναι εντελώς αμελητέα. Η βάσης στο Ταρτούς περιλαμβάνει δύο πλωτές δεξαμενές, δύο αποθήκες, στρατώνες και πολλά διοικητικά. Στο Ταρτούς βρίσκεται ένα πλοίο επισκευής του Στόλου της Μαύρης Θάλασσας, το οποία προέρχεται από την Σεβαστούπολη και παρμένει εκεί για μια περίοδο έξι μηνών. Στην βάση δεν βρίσκονται περισσότεροι από 50 ναυτικοί. Η ίδια η εγκατάσταση είναι εντελώς ακατάλληλη ως μόνιμη βάση και έχει σχεδιαστεί μόνο για σύντομες επισκέψεις με όχι περισσότερο από 1-2 πλοία ταυτόχρονα για ανεφοδιασμό. Η βάση δεν έχει καμία άμυνα. Σε γενικές γραμμές, η βάση στο Ταρτούς έχει περισσότερο συμβολικό παρά πρακτικό χαρακτήρα για το Ρωσικό Ναυτικό. Η εγκατάσταση δεν μπορεί να παρέχει υποστήριξη σε μια σημαντική ρωσική ναυτική ομάδα στη Μεσόγειο Θάλασσα, ενώ οι επισκέψεις σε αυτήν, σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, γίνονται περισσότερο για τον σκοπό της επίδειξης και όχι λόγω μιας πραγματικής ανάγκης ανεφοδιασμού. Η απώλεια της βάσης στο Ταρτούς δεν θα έχει σοβαρές επιπτώσεις στις ρωσικές ναυτικές δραστηριότητες. Κατά πάσα πιθανότητα, η τύχη της βάσης στο Ταρτούς, όπως και το ζήτημα της στρατιωτικό-τεχνικής συνεργασίας μεταξύ της Συρίας και της Ρωσίας, απέχει πολύ από το να είναι το κύριο και αποφασιστικό κίνητρο στην πολιτική της Ρωσίας για τη Συρία. Είναι μόνο ένα στοιχείο στο σύνολο των ρωσικών συμφερόντων στην περιοχή.
Ρωσικά κίνητρα
Η πολιτκή της Ρωσίας σε σχέση με την κατάστασηστη Συρία, κατ 'ουσίαν η υποστήριξη του καθεστώτος Μπασάρ Άσαντ και η πρόληψη μιας ξένης στρατιωτικής επέμβασης για την ανατροπή του -το λιβυκό σενάριο- βασίζεται ουσιαστικά σε μια αρκετά ευρεία συναίνεση στην πολιτική και ακαδημαϊκή κοινότητα της Ρωσίας, όπως και στο ευρύ κοινό. Ο Ρώσος Πρόεδρος Πούτιν ενεργεί εδώ σε ρόλο εκτελεστή μιας «επιχείρησης» για την υπεράσπιση των ρωσικών συμφερόντων και τον «περιορισμό της αυθαιρεσίας της Δύσης». Το καθεστώς του Πούτιν βρίσκεται αντιμέτωπο με ένα εγχώριο κίνημα διαμαρτυρίας, και αυτή η διαμαρτυρία βρίσκει την πολιτική έγκριση και την υποστήριξη από τη Δύση. Ο Πούτιν δεν μπορεί να βοηθήσει, αλλά συμπάσχει με τον Άσαντ ενάντια της «ξένης επέμβασης στις εσωτερικές υποθέσεις». Ωστόσο, όπως δείχνει η εμπειρία, ο Πούτιν είναι πολύ ρεαλιστικός και ευκαιριακός για να θέσει το ιδεολογικό πιστεύω ως τον ακρογωνιαίο λίθο της πολιτικής του. Είναι πιο σημαντικό για τον ίδιο η υφιστάμενη συναίνεση της πολιτικής και ακαδημαϊκής ελίτ, η οποία συνοψίζεται στην απαίτηση «να μην χαθεί η Συρία». Στη Ρωσία πιστεύεται ευρέως ότι η κατάρρευση του Άσαντ θα σήμαινε την οριστική απώλεια του τελευταίου πελάτη και σύμμαχο της Μόσχας στη Μέση Ανατολή. Η Συρία εκλαμβάνεται ως ένα από τα τελευταία κομμάτια της σοβιετικής «υπερδύναμης» που κληρονόμησε η Ρωσία από την ΕΣΣΔ. Αυτές οι απόψεις ενισχύονται από την απαισιόδοξη στάση που επικρατεί στη Ρωσία προς το κύμα των «αραβικών επαναστάσεων» στη Μέση Ανατολή. Η συντριπτική πλειοψηφία των Ρώσων παρατηρητών πιστεύει ότι οι τρέχουσες εξελίξεις στις αραβικές χώρες, έχουν οδηγήσει στη συνολική αποσταθεροποίηση της περιοχής και άνοιξαν το δρόμο της εξουσίας για τους ισλαμιστές. Κατά την άποψη της Μόσχας, η μόνη πραγματική εναλλακτική λύση για την ισλαμική επιρροή στις αραβικές χώρες είναι τα κοσμικά αυταρχικά καθεστώτα.
Οι συμπάθειες της ρωσικής κοινωνίας, η οποία έχει επί μακρόν υποφέρει από την τρομοκρατία και τον εξτρεμισμό των ισλαμιστών στο Βόρειο Καύκασο, είναι επίσης μία εξήγηση. Η Μόσχα βλέπει τον Άσαντ όχι τόσο ως «κακό» δικτάτορα ως έναν ηγέτη που αγωνίζεται κατά της έξαρσης της ισλαμικής βαρβαρότητας. Η ενεργή υποστήριξη των εξεργεθέτνων στη Συρία από «δημοκρατίες» και «κοσμικές κοινωνίες», όπως η Σαουδική Αραβία, το Κατάρ και η ισλαμική κυβέρνηση της σημερινής Τουρκίας, αυξάνει τις βαθιές υποψίες στη Ρωσία σχετικά με την ισλαμική φύση της σημερινής κίνησης στη Μέση Ανατολή. Τέλος, σημαντικό ρόλο παίζει επίσης η παραδοσιακή δυσαρέσκεια της Ρωσίας στο μονομερή παρεμβατισμό της Δύσης, για τελευταία φορα στη Λιβύη το 2011, με την εμφανώς χαλαρή ερμηνεία από τους Δυτικούς των ψηφισμάτων που εγκρίθηκαν από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, ή η κατάφωρη παραβίαση των ψηφισμάτων αυτών για δικό τους όφελος, όπως συνέβη με την αποστολή όπλων στους εξεγερμένους της Λιβύης. Η κατάσταση της Συρίας έχει φέρει στην επιφάνεια τις φοβίες της ρωσικής πολιτικής, της ρωσική ελίτ, και της ρωσικής κοινής γνώμης. Στην πραγματικότητα, η φύση των γεγονότων στη Συρία επισκιάζεται από τις θεμελιώδεις ρωσικές αντανακλάσεις (και αντανακλαστικά!). Η θέση της Μόσχας σχετικά με την κρίση στη Συρία είναι αναπόφευκτη συνέπεια πολλών παραγόντων, και δεν υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις σε αυτή. Η θέση αυτή δεν βασίζεται εξ ολοκλήρου στους «ψυχρούς υπολογισμούς» για τα οφέλη της πώλησης των ρωσικών όπλων στη Δαμασκό, ούτε στην επιθυμία να διατηρηθεί η Ταρτούς. Η θέση αυτή βασίζεται στην πεποίθηση ότι η εξέργηση στη Συρία, ειδικά όταν υποστηρίζεται από την παρέμβαση των δυτικών και αραβικών κρατών, θα βλάψει σημαντικά τα συμφέροντα της Ρωσίας σε μια πολύ ευρύτερη κλίμακα.
Με υλικό από «Κέντρο για την Ανάλυση των Στρατηγικών και Τεχνολογιών»
http://www.fox2magazine.net/
Ρωσικές εξαγωγές όπλων προς τη Συρία
Από τα μέσα της δεκαετίας του εβδομήντα και μετά τoν «εκτροχιασμό»της Αιγύπτου από την σφαίρα επιρροής της ΕΣΣΔ, η Συρία ως ο πιο πιστός και βασικός σύμμαχο των Σοβιετικών στη Μέση Ανατολή, ήταν ίσως ο μεγαλύτερος αποδέκτης σοβιετικών όπλων εκτός των συνόρων του Συμφώνου της Βαρσοβίας. Ως εκ τούτου, η Συρία ήταν σε θέση να δημιουργήσει μια ισχυρή στρατιωτική δύναμη, σχεδόν πλήρως εξοπλισμένη με σχετικά σύγχρονα (τότε) Σοβιετικά όπλα. Επιπλέον, οι προμήθειες όπλων και στρατιωτικού εξοπλισμού έγιναν εν μέρει τουλάχιστον επί πιστώσει. Μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, η στρατιωτικο-τεχνική συνεργασία μεταξύ της Μόσχας και της Συρίας μειώθηκα απότομα, διότι η Δαμασκός δεν διέθετε επαρκή κεφάλαια για τα δικά της νέα μεγάλα εξοπλιστικά προγράμματα, ενώ το Κρεμλίνο επέμενε ότι η Συρία πρέπει να αναγνωρίσει τα χρέη της από την εποχή της ΕΣΣΔ (έχουν εκτιμηθεί σε 13,4 δισεκατομμύρια δολάρια σε τιμές του 2005). Ένας επιπλέον παράγοντας που περιπλέκει την στρατιωτικο-τεχνική με τη Συρία, ήταν η επιθυμία της Ρωσίας να βελτιώσει τις σχέσεις με το Ισραήλ και με τις χώρες των Δυτικών.
Για το λόγο αυτό, το 1997 ήταν σε εξέλιξη με τη Συρία μόνο ασήμαντες συμβάσεις. Ωστόσο, η Συρία ήθελε έντονα να λάβει σύγχρονα όπλα για τον μεγάλο αλλά παρωχημένο στρατό της και προσπάθησε να κερδίσει την πολιτική υποστήριξη της Ρωσίας, με τη Μόσχα να μην θέλει να χάσει την συριακή αγορά. Έτσι επιτεύχθηκε το 1997 ένας συμβιβασμός στο πλαίσιο μιας ρωσο-συριακής διακυβερνητικής επιτροπής σε θέματα στρατιωτικο-τεχνική συνεργασίας. Τον Δεκέμβριο του 1998 η επιτροπή συμφώνησε στο θέμα των πληρωμών για την αποστολή εξοπλισμού και την παροχή τεχνικής βοήθειας. Ως αποτέλεσμα, η Ρωσία ήταν σε θέση να στείλει στη Συρία ένα μεγάλο φορτίο τουφεκίων AKS-74U και AK-74Μ, εκτοξευτές χειροβομβίδων, και διάφορα είδη πυρομαχικών. Εκείνη την εποχή όλες οι μεταφορές έγιναν καθαρά σε εμπορική βάση.
Το 1998-1999, το εταιρικό σχήμα Tula Instrument Design Bureau , το οποίο την εποχή εκείνη ήταν ένας εξαγωγέας με ειδικό καθεστώς (δηλαδή διέθετε άδεια για την ανεξάρτητη εξαγωγή των προϊόντων, χωρίς την ανάγκη για μεσάζοντες) σύναψε έναν αριθμό συμβάσεων με τη Συρία για αντιαρματικά πυραυλικά συστήματα Metis-M (AT-13) και Kornet-E (AT 14). Αργότερα η Συρία έκανε νέες αγορές αυτών των συστημάτων με την Rosoboroneksport - είναι γνωστό ότι το 2005 έχει συναφθεί μια πέμπτη σύμβαση για τα Kornet-E. Μεταξύ 1998 και 2001 σε εντατικές συνομιλίες υψηλού επιπέδου οι Σύριοι υπέβαλαν το αίτημα για αγορά μεγάλης ποσότητας διαφόρων συστημάτων αντιπυραυλικής άμυνας, μαχητικών αεροσκαφών, ελικοπτέρων, τεθωρακισμένων, κλπ. Ωστόσο, εν όψει του γεγονότος ότι το χρέος της Συρίας προς τη Ρωσία δεν είχε διευθετηθεί, σημαντικές συμβάσεις δεν συνήφθησαν - με εξαίρεση κάποιων συμφωνιών για μικρές προμήθειες και επισκευής του υλικού που διέθεταν ήδη οι Σύριοι.
Τον Ιανουάριο του 2005 επετεύχθη μια συμφωνία για τη διαγραφή του 70% του εξωτερικού χρέους της Συρίας στη Ρωσία, το οποίο την εποχή εκείνη εκτιμήθηκε σε 13,4 δισεκατομμύρια δολάρια. Ως αποτέλεσμα των συνομιλιών, το χρέος μειώθηκε σε 3,6 δισεκατομμύρια δολάρια. Κατά πάσα πιθανότητα μία από τις προϋποθέσεις για τη διαγραφή του χρέους ήταν η δέσμευση της Συρίας να συνάπτει συμβάσεις για την αγορά μεγάλων ποσοτήτων ρωσικών όπλων σε εμπορική βάση με καθορισμένη τιμή - μια μέθοδο που χρησιμοποιήθηκε αργότερα από τη Μόσχα για την αγορά της Αλγερίας και της Λιβύης. Τον Ιανουάριο του 2005 οι Σύριοι είχαν ήδη συνάψει συμφωνίες για την αγορά φορητών αντιεροπορικών βλημάτων Igla (SA-18 και SA-24). Για να καθησυχάσει την ανησυχία των Δυτικών χωρών και του Ισραήλ για τέτοιου είδους προμήθειες, η Ρωσία επιδεικτικά ακύρωσε (δήθεν μετά από προσωπική οδηγία του Βλαντιμίρ Πούτιν) την αναμενόμενη σύμβαση για την παροχή στη Συρία των τακτικών πυραυλικών συστημάτων επιφανείας-επιφανείας Iskander-E (SS-26). Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι το σύστημα Iskander ήταν έτοιμο για μαζική παραγωγή όχι νωρίτερα από το 2011, η ενέργεια αυτή ήταν κατά τα φαινόμενα ένα διαφανές πολιτικό τέχνασμα με στόχο να πειστεί το Ισραήλ ότι οι ανησυχίες του είχαν εισακουστεί, με τη Μόσχα να συνεχίζει να εξοπλίζει τη Συρία με λιγότερο «πολιτικά προκλητικά» όπλα. Σύμφωνα με τους όρους των ρωσο-συριακών ρυθμίσεων του 2005, 2006 και 2007, υπογράφηκε μια σειρά σημαντικών συμβάσεων με την Rosoboroneksport για ρωσικά όπλα αξίας περίπου 4,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Αυτές οι συμβάσεις καθορίζουν τη φύση των ρωσο-συριακών σχέσεων στον τομέα της στρατιωτικο-τεχνικής συνεργασίας μέχρι σήμερα. Η υπογραφή αυτή καθαυτή των συμβάσεων, όπως και το περιεχόμενό τους, δεν έχει αναφερθεί μέχρι σήμερα δημοσίως, με τις ρωσικές αρχές και την Rosoboroneksport να είναι εξαιρετικά ευαίσθητες για επιπλέον πληροφορίες σχετικά με τις συμβάσεις αυτές, μερικές φορές ακόμα και να αρνείται την ίδια την ύπαρξή τους.
Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, οι συμβάσεις αυτές περιλαμβάνουν:
- Οκτώ βαριά μαχητικά αναχαίτισης MiG-31E με κόστος μέχρι 250 εκατομμύρια δολάρια. Αυτή ήταν και η πρώτη και μέχρι στιγμής η μοναδική εξαγωγή του MiG-31. Τα μαχητικά έπρεπε να ανακατασκευαστούν από το σοβιετικό απόθεμα στο εργοστάσιο αεροσκαφών στο Νίζνι Νόβγκοροντ, αλλά το Μάιο του 2009 ενεργοποιείται η ακύρωση (ή αναστολή) της σύμβασης από την κατασκευάστρια Sokol, πιθανόν για πολιτικούς λόγους - λόγω των ανησυχιών του Ισραήλ.
- Δώδεκα μαχητικά MiG-29M/M2, με προαίρεση για άλλα 12, για 600 εκατομμύρια δολάρια. Αυτή είναι η πρώτη εξαγωγική σύμβαση για τη νέα τροποποίηση του MiG-29, στο πρότυπο του ναυτικού MiG-29K για την Ινδία. Το έργο αναλήφθηκε από την RAC MiG, η οποία ήταν σε θέση με κεφάλαια της Συρίας να προχωρήσει την Ε&Α για το MiG-29M/M2. Στο τέλος του 2011 κατασκευάστηκαν δύο προτότυπα - ένα MiG-29M και ένα MiG-29M2 (διθέσιο) με την παραγωγή των 12 αεροσκαφών να ξεκινά. Σύμφωνα με τις διαθέσιμες πληροφορίες, η αποστολή της πρώτης παρτίδας, και ενδεχομένως ακόμη και του συνόλου των αεροσκαφών στη Συρία, έχει προγραμματιστεί για το τέλος του 2012. Προς το παρόν, η τύχη του δικαιώματος προαίρεσης για επιπλέον 12 MiG-29M/M2 δεν έχει ακόμη αποφασιστεί. Τα αεροσκάφη υποτίθεται ότι πρέπει να είναι εξοπλισμένα με κατευθυνόμενα όπλα αέρος-αέρος και αέρος-επιφανείας.
- Οκτώ τάγματα (δύο ταξιαρχίες) του μέσου βεληνεκούς αντιεροπορικού πυραυλικού συστήματος Buk-M2E (SA 17) για περίπου ένα δισεκατομμύριο δολάρια. Η Συρία ήταν ο πρώτος πελάτης για αυτή την τροποποίηση του συστήματος. Η ανάδοχος της σύμβασης είναι η Almaz-Antey. Τα πρώτα δύο τάγματα απεστάλησαν στη Συρία το 2010, πιθανώς δύο ακόμη το 2011, και η ολοκλήρωση των αποστολών έχει προγραμματιστεί για την περίοδο 2012-2013.
- Έως 12 τάγματα του εκσυγχρονισμένου μέσου βεληνεκούς αντιεροπορικού πυραυλικού συστήματος S-125-2M Pechora-2Μ (SA-3B Mod) για περίπου 200 εκατομμύρια δολάρια. Τα πρώτα τέσσερα τάγματα απεστάλησαν στη Συρία το 2011 και άλλα τέσσερα ήταν εν πλω για τη Συρία με το φορτηγό πλοίο Alaed το 2012.
- Συνολικά 36 εκτοξευτές του αντιεροπορικού συστήματτος Pantsir-S1 (SA-22) για 700 εκατομμύρια δολάρια. Οι αποστολές των εκτοξευτών ξεκίνησαν το 2008, αλλά μέχρι τώρα μόνο 12 έχουν αποσταλεί. Η σύμβαση πρέπει να έχει ολοκληρωθεί το 2013.
- Δύο τάγματα του κινητού παράκτιου πυραυλικού συστήματος K-300P Bastion-P (SSC-5) με 36 πυπερηχητικούς πυραύλους κατά πλοίων τύπου Yakhont K-310 (SS-N-26) αξίας 250 εκατομμυρίων δολαρίων. Ένα τάγμα είχε αποσταλεί το 2010, το δεύτερο το 2011.
- Ένας άγνωστος αριθμός αντιααρματικών πυραυλικών συστημάτων Khrizantema-S (AT-15), για εξοπλισμό οχημάτων BMP-3. Κατά πάσα πιθανότητα, η αποστολή των όπλων δεν έχει πραγματοποιηθεί ακόμα.
- Aποστολή φορητών πυραυλικών συστημάτων αεράμυνας Igla-S (SA-24). Προφανώς, όλες οι μεταφορές έγιναν κατά την περίοδο 2008-2010.
- Εκσυγχρονισμός 1.000 κύριων αρμάτων μάχης Τ-72 για ένα δισεκατομμύριο δολάρια. Προφανώς το έργο ξεκίνησε το 2011 και μέχρι στιγμής δεν έχει σημειωθεί ουσιαστική πρόοδος λόγω των στενών χρονικών περιθωρίων.
Κατά την περίοδο 2007-2008 ολοκληρώθηκε μια σειρά από συμβάσεις για την επισκευή και τον εκσυγχρονισμό του υλικού της Συριακής Πολεμικής Αεροπορίας:
- Για 15 βομβαρδιστικά Su 24MK οι εργασίες ξεκίνησαν το 2010.
- Επισκευή αριθμού MiG-29 και εκσυγχρονισμό στην έκδοση MiG-29SM,
- επισκευή ενός αριθμού MiG 23MLD - πιθανόν 7 αεροσκάφη αποκαταστάθηκαν το 2011,
- επισκευή 20 επιθετικών ελικοπτέρων Mi-25 και 2 ανθυποβρυχιακών ελικοπτέρων Ka-28. Τα πρώτα 4 Mi-25 είχαν επισκευαστεί το 2008, αλλά το 2009 εξαιτίας των διαφωνιών για την τιμή, η σύμβαση επισκευής των ελικοπτέρων μεταφέρθηκε σε άλλο εργοστάσιο, συγκεκριμένα στο 150ο εργοστάσιο επισκευής αεροσκαφών στο Καλίνινγκραντ, όπου 16 Mi-25 και δύο Ka -28S έχουν επισκευαστεί μέχρι σήμερα. Τα τελευταία 3 Mi-25 υποτίθεται ότι ήταν να παραδοθούν στη Συρία με το φορτηγό πλοίο Alaed.
- Από το 2009 έγινε αποστολή υπερηχητικών βλημάτων κατά πλοίων τύπου Kh-31A (AS-17) και πυραύλων αντιραντάρ Kh 31P. Κατά την περίοδο 2009-2010, φορτώθηκαν για τη Συρία 87 πύραυλοι, για 80 εκατομμύρια δολάρια.
- Τον Σεπτέμβριο του 2010 η Συρία υπέγραψε μια σύμβαση για την προμήθεια τεσσάρων μεγάλου βεληνεκούς πυραυλικών συγκροτημάτων αεράμυνας S-300PMU2 (SA-20B), με εκτιμώμενη αξία τα 800 εκατομμύρια δολάρια.
- Τέλος, το Δεκέμβριο του 2011 η Rosoboroneksport έχει συνάψει μια σύμβαση για 36 εκπαιδευτικά αεροσκάφη Yak-130 για τουλάχιστον 550 εκατομμύρια δολάρια. Ωστόσο, οι πληροφορίες από την ορισθείσα ανάδοχο (Irkut) λένε ότι η σύμβαση μέχρι στιγμής δεν έχει εγκριθεί από τη ρωσική κυβέρνηση και έτσι δεν έχει τεθεί ακόμη σε ισχύ.
Το 2005-2011 σημειώνονται σημαντικές αποστολές ρωσικών στρατιωτικών οχημάτων, συμπεριλαμβανομένων πολλών φορτηγών για τη Συρία. Συνολικά από το 2006 έως σήμερα, έχουν συναφθεί με τη Συρία συμβάσεις για περίπου 6 δισεκατομμύρια δολάρια. Σε αυτό το πλαίσιο, η Συρία έδωσε έμφαση στις αγορές για τον εκσυγχρονισμό της αεροπορικής της δύναμης και της επίγειας αεράμυνας. Το 2012 αναφέρθηκε ότι η Ρωσία είχε αναστείλει την παράδοση στη Συρία της πρώτης παρτίδας των S-300PMU-2. Ως εκ τούτου, εκτιμάται ότι μέχρι τώρα η Συρία δεν έχει παραλάβει προμήθειες για περίπου ένα δισεκατομμύριο δολάρια από το προαναφερθέν ποσό. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, κατά το 2012 η Συρία θα παραλάβει όπλα για 500 εκατομμύρια δολάρια, εκτός των αποστολών των MiG-29M/M2 και S-300PMU2 που θα ξεκινήσουν τέλος του 2012. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι Ρώσοι δεν έχουν τελικά πουλήσει στη Συρία τέτοια οπλικά συστήματα, όπως το Iskander-E, το MiG-31E και το S-300MPU2, ως ένδειξη μιας πολιτικής άρνησης να υπογράψει οποιαδήποτε συμφωνία όπλων με τη Συρία που το Ισραήλ και η Δύση θα αμφισβητήσουν έντονα. Γενικά η πολιτική της καθυστέρησης παράδοσης μιας σειράς στρατιωτικών αποστολών στη χώρα της Εγγύς Ανατολής, φαίνεται να είναι στο ίδιο πνεύμα.
Είναι προφανές ότι από την αρχή η Ρωσία εξαρτά τις πολιτικές σχέσεις της με τη Δύση, ακόμη και εις βάρος των εμπορικών της συμφερόντων και πολιτικών δεσμών με τη Δαμασκό. Για τη Ρωσία, η Συρία δεν έχει αυτή τη μεγάλη σημασία με την εμπορική ή την στρατιωτική έννοια του όρου. Εάν διακοπούν οι μελλοντικές αποστολές στη Συρία, είναι περισσότερο από πιθανό ότι η Rosoboroneksport θα είναι σε θέση να μεταπωλήσει το σύνολο του εξοπλισμού που παρήγγειλαν οι Σύριοι (πάνω απ 'όλα τα πιο ακριβά όπλα - MiG-29M/M2, S-300MPU-2 και Buk- M2E και Pantsir-S1) σε τρίτες χώρες και έτσι να ελαχιστοποιήσει τις δικές της απώλειες. Αν το καθεστώς Άσαντ καταφέρνει να καταστείλει την εξέγερση, τότε η Συρία θα συνεχίσει να υπόκεινται σε καθεστώς κυρώσεων από την Δύση και αποδυναμωμένη οικονομικά, μόλις και μετά βίας θα είναι σε θέση να συνεχίσει να κάνει μεγάλες αγορές ρωσικών όπλων στο πλαίσιο νέων συμβάσεων.
Η ναυτική βάση στο Ταρτούς
Η 720η βάση επισκευής και συντήρησης του Ρωσικού Ναυτικού στο συριακό λιμάνι του Ταρτούς έχει τεθεί σε λειτουργία από το 1977, με την συμφωνία για τη χρήση της να έχει υπογραφεί το 1971, και προς το παρόν είναι η μόνη ρωσική στρατιωτική μονάδα έξω από τα σύνορα της πρώην ΕΣΣΔ. Παρά το γεγονός ότι η ναυτική είναι ένα σημαντικό θέμα αναφοράς των Δυτικών, η πραγματική στρατιωτική και λειτουργική σημασία της είναι εντελώς αμελητέα. Η βάσης στο Ταρτούς περιλαμβάνει δύο πλωτές δεξαμενές, δύο αποθήκες, στρατώνες και πολλά διοικητικά. Στο Ταρτούς βρίσκεται ένα πλοίο επισκευής του Στόλου της Μαύρης Θάλασσας, το οποία προέρχεται από την Σεβαστούπολη και παρμένει εκεί για μια περίοδο έξι μηνών. Στην βάση δεν βρίσκονται περισσότεροι από 50 ναυτικοί. Η ίδια η εγκατάσταση είναι εντελώς ακατάλληλη ως μόνιμη βάση και έχει σχεδιαστεί μόνο για σύντομες επισκέψεις με όχι περισσότερο από 1-2 πλοία ταυτόχρονα για ανεφοδιασμό. Η βάση δεν έχει καμία άμυνα. Σε γενικές γραμμές, η βάση στο Ταρτούς έχει περισσότερο συμβολικό παρά πρακτικό χαρακτήρα για το Ρωσικό Ναυτικό. Η εγκατάσταση δεν μπορεί να παρέχει υποστήριξη σε μια σημαντική ρωσική ναυτική ομάδα στη Μεσόγειο Θάλασσα, ενώ οι επισκέψεις σε αυτήν, σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, γίνονται περισσότερο για τον σκοπό της επίδειξης και όχι λόγω μιας πραγματικής ανάγκης ανεφοδιασμού. Η απώλεια της βάσης στο Ταρτούς δεν θα έχει σοβαρές επιπτώσεις στις ρωσικές ναυτικές δραστηριότητες. Κατά πάσα πιθανότητα, η τύχη της βάσης στο Ταρτούς, όπως και το ζήτημα της στρατιωτικό-τεχνικής συνεργασίας μεταξύ της Συρίας και της Ρωσίας, απέχει πολύ από το να είναι το κύριο και αποφασιστικό κίνητρο στην πολιτική της Ρωσίας για τη Συρία. Είναι μόνο ένα στοιχείο στο σύνολο των ρωσικών συμφερόντων στην περιοχή.
Ρωσικά κίνητρα
Η πολιτκή της Ρωσίας σε σχέση με την κατάστασηστη Συρία, κατ 'ουσίαν η υποστήριξη του καθεστώτος Μπασάρ Άσαντ και η πρόληψη μιας ξένης στρατιωτικής επέμβασης για την ανατροπή του -το λιβυκό σενάριο- βασίζεται ουσιαστικά σε μια αρκετά ευρεία συναίνεση στην πολιτική και ακαδημαϊκή κοινότητα της Ρωσίας, όπως και στο ευρύ κοινό. Ο Ρώσος Πρόεδρος Πούτιν ενεργεί εδώ σε ρόλο εκτελεστή μιας «επιχείρησης» για την υπεράσπιση των ρωσικών συμφερόντων και τον «περιορισμό της αυθαιρεσίας της Δύσης». Το καθεστώς του Πούτιν βρίσκεται αντιμέτωπο με ένα εγχώριο κίνημα διαμαρτυρίας, και αυτή η διαμαρτυρία βρίσκει την πολιτική έγκριση και την υποστήριξη από τη Δύση. Ο Πούτιν δεν μπορεί να βοηθήσει, αλλά συμπάσχει με τον Άσαντ ενάντια της «ξένης επέμβασης στις εσωτερικές υποθέσεις». Ωστόσο, όπως δείχνει η εμπειρία, ο Πούτιν είναι πολύ ρεαλιστικός και ευκαιριακός για να θέσει το ιδεολογικό πιστεύω ως τον ακρογωνιαίο λίθο της πολιτικής του. Είναι πιο σημαντικό για τον ίδιο η υφιστάμενη συναίνεση της πολιτικής και ακαδημαϊκής ελίτ, η οποία συνοψίζεται στην απαίτηση «να μην χαθεί η Συρία». Στη Ρωσία πιστεύεται ευρέως ότι η κατάρρευση του Άσαντ θα σήμαινε την οριστική απώλεια του τελευταίου πελάτη και σύμμαχο της Μόσχας στη Μέση Ανατολή. Η Συρία εκλαμβάνεται ως ένα από τα τελευταία κομμάτια της σοβιετικής «υπερδύναμης» που κληρονόμησε η Ρωσία από την ΕΣΣΔ. Αυτές οι απόψεις ενισχύονται από την απαισιόδοξη στάση που επικρατεί στη Ρωσία προς το κύμα των «αραβικών επαναστάσεων» στη Μέση Ανατολή. Η συντριπτική πλειοψηφία των Ρώσων παρατηρητών πιστεύει ότι οι τρέχουσες εξελίξεις στις αραβικές χώρες, έχουν οδηγήσει στη συνολική αποσταθεροποίηση της περιοχής και άνοιξαν το δρόμο της εξουσίας για τους ισλαμιστές. Κατά την άποψη της Μόσχας, η μόνη πραγματική εναλλακτική λύση για την ισλαμική επιρροή στις αραβικές χώρες είναι τα κοσμικά αυταρχικά καθεστώτα.
Οι συμπάθειες της ρωσικής κοινωνίας, η οποία έχει επί μακρόν υποφέρει από την τρομοκρατία και τον εξτρεμισμό των ισλαμιστών στο Βόρειο Καύκασο, είναι επίσης μία εξήγηση. Η Μόσχα βλέπει τον Άσαντ όχι τόσο ως «κακό» δικτάτορα ως έναν ηγέτη που αγωνίζεται κατά της έξαρσης της ισλαμικής βαρβαρότητας. Η ενεργή υποστήριξη των εξεργεθέτνων στη Συρία από «δημοκρατίες» και «κοσμικές κοινωνίες», όπως η Σαουδική Αραβία, το Κατάρ και η ισλαμική κυβέρνηση της σημερινής Τουρκίας, αυξάνει τις βαθιές υποψίες στη Ρωσία σχετικά με την ισλαμική φύση της σημερινής κίνησης στη Μέση Ανατολή. Τέλος, σημαντικό ρόλο παίζει επίσης η παραδοσιακή δυσαρέσκεια της Ρωσίας στο μονομερή παρεμβατισμό της Δύσης, για τελευταία φορα στη Λιβύη το 2011, με την εμφανώς χαλαρή ερμηνεία από τους Δυτικούς των ψηφισμάτων που εγκρίθηκαν από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, ή η κατάφωρη παραβίαση των ψηφισμάτων αυτών για δικό τους όφελος, όπως συνέβη με την αποστολή όπλων στους εξεγερμένους της Λιβύης. Η κατάσταση της Συρίας έχει φέρει στην επιφάνεια τις φοβίες της ρωσικής πολιτικής, της ρωσική ελίτ, και της ρωσικής κοινής γνώμης. Στην πραγματικότητα, η φύση των γεγονότων στη Συρία επισκιάζεται από τις θεμελιώδεις ρωσικές αντανακλάσεις (και αντανακλαστικά!). Η θέση της Μόσχας σχετικά με την κρίση στη Συρία είναι αναπόφευκτη συνέπεια πολλών παραγόντων, και δεν υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις σε αυτή. Η θέση αυτή δεν βασίζεται εξ ολοκλήρου στους «ψυχρούς υπολογισμούς» για τα οφέλη της πώλησης των ρωσικών όπλων στη Δαμασκό, ούτε στην επιθυμία να διατηρηθεί η Ταρτούς. Η θέση αυτή βασίζεται στην πεποίθηση ότι η εξέργηση στη Συρία, ειδικά όταν υποστηρίζεται από την παρέμβαση των δυτικών και αραβικών κρατών, θα βλάψει σημαντικά τα συμφέροντα της Ρωσίας σε μια πολύ ευρύτερη κλίμακα.
Με υλικό από «Κέντρο για την Ανάλυση των Στρατηγικών και Τεχνολογιών»
http://www.fox2magazine.net/
No comments :
Post a Comment