09/10/2012

ΕΠΕΤΕΙΟΣ ΤΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ ΚΑΙ ΕΚΑΤΟΝΤΑΕΤΗΡΙΔΑ ΤΗΣ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗΣ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ

Ομιλία στην Αγία Σκέπη Παπάγου στις 7/10/12, από τον Πρόεδρο Μακεδόνων και Θρακών Παπάγου-Χολαργού Δρα Ιωάννη Παρίση

Σήμερα, 108 χρόνια από τον θάνατο του εθνομάρτυρα Παύλου Μελά, βρισκόμαστε εδώ για να τιμήσουμε την επέτειο του Μακεδονικού Αγώνα και να αποδώσουμε τον οφειλόμενο φόρο τιμής στους ήρωες Μακεδονομάχους. Όλους εκείνους, τους Μακεδόνες και τους εθελοντές από κάθε μεριά της Ελλάδας, που έλαβαν μέρος στη σκληρή σύγκρουση της περιόδου 1904-1908. Παράλληλα, εορτάζουμε φέτος τα εκατοντάχρονα της απελευθέρωσης της Μακεδονίας από τον τουρκικό ζυγό που ήταν το αποτέλεσμα του Έπους των Βαλκανικών Πολέμων. Η έντονη και ολοκληρωτική ένοπλη δράση που χαρακτηρίζει την περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα, ήταν μόνο η τελευταία φάση μιας μακρότατης αντιπαράθεσης που διήρκεσε δεκαετίες ολόκληρες.Ο Μακεδονικός Αγώνας είχε αρχίσει ουσιαστικά το 1870, χρονιά ίδρυσης της βουλγαρικής Εξαρχίας, η οποία σύντομα μεταβλήθηκε σε κέντρο εθνικής βουλγαρικής προπαγάνδας. Η εμφάνιση του βουλγαρικού παράγοντα διαμορφώνει σε νέες βάσεις την πολιτική των ελληνικών κυβερνήσεων, αφού είναι πια φανερό ότι η επίτευξη των εθνικών στόχων εξαρτάται άμεσα από την οικονομική και στρατιωτική ισχύ του ελληνικού κράτους.  Η προσπάθεια των Βουλγάρων ξεκίνησε με ειρηνικά μέσα και απέβλεπε στο να πείσει τους κατοίκους της Μακεδονίας να υπαχθούν στη σχισματική βουλγαρική Εκκλησία, με απώτερους φυσικά γεωπολιτικούς στόχους. Η προπαγάνδα γινόταν στις εκκλησιές και τα σχολεία με ιερείς και δασκάλους που στέλνονταν από τη Βουλγαρία. Οι Έλληνες αντέδρασαν με τα ίδια μέσα: περισσότερα σχολεία και εκκλησιές, ιερείς και δασκάλους. Μεγαλύτερη δραστηριότητα στον πολιτιστικό τομέα, με ίδρυση σωματείων φιλεκπαιδευτικών, μορφωτικών, μουσικών.

Μπροστά στη σθεναρή αντίδραση των Ελλήνων της Μακεδονίας, η Βουλγαρία αποφάσισε την αλλαγή τακτικής: τη χρήση βίας για τη μεταστροφή του εθνικού φρονήματος των κατοίκων της Μακεδονίας. Εναντίον εκείνων δηλαδή που με πείσμα κρατούσαν – στην ύπαιθρο κυρίως – την ελληνικότητά τους και την υπαγωγή τους στο Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης. Tην άνοιξη του 1895 βουλγαρικές ομάδες συνολικής δύναμης περίπου 600 ανδρών, εισήλθαν στη Mακεδονία με σκοπό την κατατρομοκράτηση ιερέων, δασκάλων, επιστημόνων και γενικά των προσώπων με επιρροή στις τοπικές κοινωνίες. Από την πλευρά της η ελεύθερη Ελλάδα βρισκόταν ακόμα σε αδυναμία να βοηθήσει. Αντιμετωπίζοντας τις συνέπειες του ατυχούς ελληνο-τουρκικού πολέμου του 1897, ήταν διστακτική να αναμιχθεί στη διαμάχη για τη Μακεδονία. H κατάσταση εξελισσόταν αρνητικά για τους Έλληνες. H διστακτική στάση της πολιτικής ηγεσίας της Eλλάδας, ανάγκασε καταρχήν τον Eλληνισμό της Mακεδονίας να αντιδράσει δυναμικά. O ενθουσιώδης Μητροπολίτης Kαστοριάς Γερμανός Kαραβαγγέλης άρχισε να οργανώνει ανταρτικά σώματα από ντόπιους οπλαρχηγούς. Παράλληλα, με πρωτοβουλίες μεμονωμένων εκπροσώπων του ελληνικού κράτους, επιτεύχθηκε και η συσπείρωση του ντόπιου πληθυσμού σε οργανώσεις άμυνας, ιδιαίτερα στα αστικά κέντρα. Η κατάσταση άρχισε να αλλάζει με την πρωτοβουλία μερικών ιδιωτών και στρατιωτικών. Νεώτεροι διπλωμάτες όπως ο Ίων Δραγούμης, απλοί ιδιώτες, δημοσιογράφοι, λογοτέχνες, αλλά κυρίως αξιωματικοί του ελληνικού στρατού όπως ο Παύλος Μελάς, ενεργώντας μόνοι τους και χωρίς κρατική εντολή, πήγαν στη Μακεδονία, είδαν την κατάσταση και επιστρέφοντας στην Αθήνα έδωσαν το σήμα του συναγερμού. Ακούστηκαν οι λόγοι του Ίωνα Δραγούμη που καλούσε όλους τους Έλληνες, να τρέξουν για να σώσουν τη Μακεδονία: «Να ξέρετε», έλεγε, «πως, αν τρέξουμε να σώσουμε τη Μακεδονία, η Μακεδονία θα μας σώσει.»

Αρχίζει πια στην Ελλάδα να κατανοείται η σημασία του Μακεδονικού Αγώνα. Ιδρύεται στην Αθήνα η «Εθνική Εταιρεία». Αντιλαμβάνεται την κατάσταση και η ελληνική κυβέρνηση και αποφασίζει να δράσει. Τοποθετεί ως προξένους, ανθρώπους που θα πάρουν ενεργό μέρος στον αγώνα. Τον Δημήτριο Καλλέργη στο Μοναστήρι, με υποπρόξενο τον Ίωνα Δραγούμη, τον Λάμπρο Κορομηλά στη Θεσσαλονίκη και τον Αντώνη Σαχτούρη στις Σέρρες. Έλληνες αξιωματικοί εγκαταλείπουν τον στρατό και ή τοποθετούνται ως γραμματείς στα προξενεία μας ή γίνονται αρχηγοί ενόπλων ελληνικών τμημάτων που μάχονται στη Μακεδονία. Με τη συνδρομή τους, και υπό την ηγεσία τους, οργανώνονται ένοπλα ανταρτικά σώματα, τα ο ποία, αποτελούμενα κυρίως από Μακεδόνες, αποσκοπούν στο να προστατεύσουν τον ελληνικό πληθυσμό και να τονώσουν το εθνικό του φρόνημα. Παράλληλα, οργανώνεται ένα περίπλοκο σύστημα προώθησης ανδρών και οπλισμούμέσω των ελληνο-τουρκικών συνόρων, ενώ σε αρκετές πόλεις της ελεύθερης Ελλάδας ανοίγουν γραφεία στρατολόγησης εθελοντών, καμουφλαρισμένα ως γραφεία ταξιδίων. Είχε φθάσει η ώρα της ελληνικής αντεπίθεσης. Aπό την άλλη μεριά, η αφοσίωση του κατώτερου κλήρου στο Oικουμενικό Πατριαρχείο αποτελούσε στοιχείο συσπείρωσης του ελληνορθόδοξου ποιμνίου γύρω από την “ελληνική ιδέα”. Παράλληλα, το Οικουμενικό Πατριαρχείο, για να προστατέψει το ποίμνιό του, τοποθέτησε στη Mακεδονία φωτισμένους και δυναμικούς ιεράρχες. Αυτοί αποτέλεσαν τη δεύτερη γραμμή άμυνας του Eλληνισμού: Mε το θάρρος και το φρόνημά τους πέτυχαν να αντιστρέψουν το κλίμα, αποθαρρύνοντας τους “εξαρχικούς” και στηρίζοντας με κάθε μέσο, ανάλογα με τις περιστάσεις, και το Πατριαρχείο και τον Ελληνισμό.

O ρόλος των εκπαιδευτικών ήταν εξίσου σημαντικός με εκείνον των κληρικών. Η σταθερή λειτουργία σχολείων σε αμφισβητούμενες περιοχές ήταν ένδειξη ελληνικού φρονήματος και πρόκριμα για την τελική ελληνική επικράτηση. Μετά την έναρξη της ένοπλης αντιπαράθεσης, η εκπαιδευτική σταδιοδρομία στη μακεδονική ενδοχώρα ήταν γεμάτη από θανάσιμους κινδύνους. Ήταν μια δουλειά μόνον για αφοσιωμένους πατριώτες. Νεαροί δάσκαλοι και δασκάλες, που μόλις είχαν εγκαταλείψει τα θρανία, βρέθηκαν στη γραμμή του πυρός. Αποτελούσαν εγγυημένους συνδέσμους και πληροφοριοδότες, ήταν τα πλέον κατάλληλα μέλη για τις «εθνικές επιτροπές», με σημαντική επιρροή, ώστε να επηρεάσουν και τις κοινότητες. Το τίμημα της προσφοράς πολλές φορές ήταν η δολοφονία, άλλοτε για λόγους συμβολικούς και άλλοτε για να απομακρυνθεί ο ισχυρότερος κρίκος του ελληνικού δικτύου. Στον αγώνα αυτόν συστρατεύτηκαν όλοι οι Έλληνες, που προσέτρεξαν από όλα τα μέρη της Ελλάδος, με πρώτους τους Κρητικούς και τους Μανιάτες, για να βοηθήσουν τους Μακεδόνες αδελφούς τους στο σκληρό και άνισο αγώνα τους. Ανάμεσά τους, πρωτοπόροι, δεκάδες νέοι αξιωματικοί του Ελληνικού Στρατού και του Ναυτικού, αρκετοί από τους οποίους έδωσαν τη ζωή τους για τη Μακεδονία, με χαρακτηριστικές τραγικές και συνάμα ηρωικές φιγούρες, τον Παύλο Μελά και τον Τέλο Άγρα. O Παύλος Mελάς δεν ήταν βέβαια ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος Έλληνας νεκρός του Mακεδονικού Aγώνα. Η απήχηση όμως της αυτοθυσίας του ενήργησε ως καταλύτης, εμπνέοντας και άλλους εθελοντές, που έσπευσαν από την Eλλάδα, για να σμίξουν με τους Mακεδόνες αντάρτες. Παρά τον διμέτωπο αγώνα, εναντίον Βουλγάρων και Τούρκων, τα ελληνικά σώματα κατόρθωσαν σταδιακά να περιορίσουν τα βουλγαρικά ερείσματα και ν’ αποκαταστήσουν την εθνολογική ισορροπία. Η ευνοϊκή για τον Ελληνισμό έκβαση του Μακεδονικού Αγώνα οφείλεται κυρίως στη συντριπτική πληθυσμιακή και από κάθε άποψη υπεροχή του ελληνικού στοιχείου στην αμφισβητούμενη περιοχή, στη ζωτικότητά του και στη θέλησή του να αντισταθεί. Κατά την διάρκειά του ο Μακεδονικός Ελληνισμός υπέστη πολλές θυσίες σε ανθρώπους και περιουσιακά στοιχεία. Παρ’ όλα αυτά, παρέμεινε ρωμαλέος και ανταποκρίθηκε πλήρως στο εθνικό του χρέος.

Ο Μακεδονικός Αγώνας έφερε την εθνική ανάταση, την αναπτέρωση του φρονήματος και την επανάκτηση της αυτοπεποίθησης για τους Έλληνες. Η Ελλάδα, ευθύς αμέσως πέρασε, χάρη στην Επανάσταση του 1909 – στην οποία πήραν μέρος πολλοί Μακεδονομάχοι αξιωματικοί – σε μια νέα εποχή, με νέα ηγεσία, αφήνοντας πίσω μια κατάσταση πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής αποτελμάτωσης. Έτσι κατέστη δυνατό το μεγάλο επίτευγμα του Έπους των Βαλκανικών πολέμων του 1912-13, οι οποίοι οδήγησαν στον διπλασιασμό του Ελληνικού Κράτους. Ακριβώς πριν από έναν αιώνα, στις 5 Οκτωβρίου του 1912, ο Ελληνικός Στρατός περνούσε τα σύνορα στην περιοχή της Ελασσόνας. Την ίδια ημέρα ο Στόλος απέπλεε από το Φάληρο με προορισμό το Βόρειο Αιγαίο. Ακολούθησαν η περίφημη Μάχη του Σαρανταπόρου, και η σημαντικότατη Μάχη των Γιαννιτσών που υπήρξαν η αρχή μιας νικηφόρας πορείας, η πρώτη φάση της οποίας ολοκληρώθηκε λίγες μέρες αργότερα, με την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης. Παράλληλα, ο Ελληνικός Στόλος, κυρίαρχος στο Αιγαίο, απαγόρευε την μεταφορά τουρκικών ενισχύσεων από τη Μέση Ανατολή και τη Μικρά Ασία προς τη Μακεδονία, ενώ ταυτόχρονα απελευθέρωνε τα νησιά του Βορείου και Ανατολικού Αιγαίου.

Κυρίες και Κύριοι,
Οι εθνικές επέτειοι δεν θα πρέπει να μένουν απλά στο επίπεδο του εορτασμού αλλά να αποτελούν ταυτόχρονα ευκαιρίες για εθνικό φρονηματισμό και εξαγωγή χρήσιμων συμπερασμάτων. Το έπος των Βαλκανικών Πολέμων επιτεύχθηκε επειδή η χώρα απέκτησε ικανή ηγεσία η οποία πέτυχε να τη βγάλει από το πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό τέλμα, να αναδιοργανώσει το κράτος, να ανορθώσει το φρόνημα, να ανασυγκροτήσει και να προετοιμάσει κατάλληλα τις ένοπλες δυνάμεις. Σήμερα δεν έχουμε ως «Μεγάλη Ιδέα» την απελευθέρωση κάποιων εδαφών ή υποδούλων αδελφών. Έχουμε όμως ανάγκη ικανής πολιτικής ηγεσίας σε συνδυασμό με ισχυρές ένοπλες δυνάμεις, όχι απλώς για την εξασφάλιση της άμυνας της χώρας αλλά για να μπορεί η Ελλάδα να είναι παρούσα, ως παράγων ειρήνης και σταθερότητας, στις ραγδαίες εξελίξεις που λαμβάνουν χώρα στο εγγύς και το ευρύτερο στρατηγικό περιβάλλον της. Σ’ έναν κόσμο που αλλάζει με ταχείς ρυθμούς, με ανακατατάξεις δυνάμεων, συμμαχιών, συμφερόντων και επιδιώξεων.

Εις ότι αφορά τη Μακεδονία μας, παρά το πέρασμα του χρόνου, επιχειρείται η νεκρανάσταση ενός νέου «μακεδονικού» ζητήματος. Άσχετα αν αυτή τη φορά παίρνει, εξωτερικά τουλάχιστον, άλλη μορφή. Μέσα από την πλαστογράφηση της ιστορίας επιδιώκεται η δημιουργία ενός τεχνητού κρατιδίου. Οι μεγάλοι πιέζουν. Έχουν τους λόγους τους. Διότι χωρίς αμφιβολία, πρόκειται για λόγους πολιτικών σκοπιμοτήτων και γεωπολιτικών επιδιώξεων. Δυστυχώς οι ελληνικές κυβερνήσεις, εδώ και χρόνια, έχουν υποχωρήσει στην πίεση, παραχωρώντας το όνομα της Μακεδονίας με επιθετικό προσδιορισμό. Οι Μακεδόνες από όλες τις γωνιές του Ελληνισμού, απαντούν και απαιτούν: καμία παραχώρηση του ονόματος της Μακεδονίας. Είναι απαίτηση των ψυχών των Μακεδονομάχων. Δεν πρόκειται απλά για μια λέξη. Πρόκειται για παραχώρηση ιστορίας, παράδοσης, πολιτισμού, αλλά και των κυριαρχικών δικαιωμάτων των οποίων φορέας είναι το όνομα. Έναν αιώνα από την απελευθέρωση της Μακεδονίας, αξίζει να θυμόμαστε και να τιμούμε όλους εκείνους, που συστρατεύθηκαν στον πανελλήνιο αγώνα για τη σωτηρία της: Μακεδόνες και νοτιοελλαδίτες, στρατιωτικούς και εθελοντές, δασκάλους και ιερείς, ενόπλους ή αμάχους. Ο Μακεδονικός Αγώνας και το Έπος του 1912 που ακολούθησε, ήταν αποτέλεσμα συντονισμένων προσπαθειών όλων των δυνάμεων του Έθνους. Ήταν από τις μεγάλες εποποιίες του Νεώτερου Ελληνισμού.

Τιμή και δόξα στους Μακεδονομάχους και στους αγωνιστές των Βαλκανικών πολέμων!

http://parisis.wordpress.com/2012/10/08/

No comments :

Post a Comment