Διαπιστώνεται τελευταία μια δικαιολογημένη ανησυχία, ακόμα και νευρικότητα στην κυβέρνηση αλλά και ευρύτερα στον πολιτικό κόσμο, ως προς τις προθέσεις και τουςσχεδιασμούς της Τουρκίας αναφορικά με την Κύπρο. Το γεγονός αυτόπροκύπτει από τρεις συναφείς εξελίξεις καμία εκ των οποίων δεν είναι αρεστή για την Άγκυρα. Η πρώτη αφορά στην επικείμενη ανάληψη της προεδρίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης από την Κύπρο. Η δεύτερη αφορά στην τελμάτωση των υπό την αιγίδα του ΟΗΕ και πολυδιαφημιζόμενων «κυπριακής ιδιοκτησίας» συνομιλιών. Και η τρίτη αφορά στο στρατηγικά ανατρεπτικό γεγονός της εντόπισης εντός της κυπριακής ΑΟΖ πλούσιων ενεργειακών κοιτασμάτων. Οι τρεις αυτές εξελίξεις, αλλά κυρίως η πρώτη και η τρίτη, σηματοδοτούν την κατάρρευση της τουρκικής στρατηγικής κατά της Κύπρου που διαμορφώθηκε το 1974 και από τότε μέχρι σήμερα. Διαχρονικός στόχος της στρατηγικής αυτής υπήρξε η κατάλυση του κυπριακού κράτους.
Στην πρώτη περίπτωση η Κυπριακή Δημοκρατία θα προεδρεύσει για ένα εξάμηνο του πιο σημαντικού πολιτικού οργανισμού στον κόσμο, της Ευρωπαϊκής Ένωσης των είκοσι-εφτά ευρωπαϊκών κρατών που την αποτελούν. Στην τρίτη περίπτωση η Κύπρος υλοποίησε το πρώτο αλλά καθοριστικό βήμα εκμετάλλευσης του φυσικού της πλούτου, με μια σειρά πράξεων εξόχως πολιτικών. Και στις δύο περιπτώσεις η Λευκωσία εξάσκησε ένα κυρίαρχο δικαίωμα - έμμεσα διά της Προεδρίας της ΕΕ και άμεσα στην περίπτωση της ΑΟΖ. Με τις πράξεις αυτές η Άγκυρα βρέθηκε σε πολιτικό αδιέξοδο, όσο μεγάλη (buyuk) και να είναι και όσες πλάτες και να διαθέτει στις δυτικές καγκελαρίες, κυρίως στην Ουάσινγκτον και το Λονδίνο αλλά ακόμη και μέσα στη Γραμματεία του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη. Αντιδρά, λοιπόν, η Άγκυρα απαιτώντας, είτε ευθέως είτε διά των σατράπηδών της του κατοχικού καθεστώτος στη Λευκωσία, να εφαρμόσει ένα σχέδιο ΒΗΤΑ. Πόσο αξιόπιστη είναι η τουρκική απειλή; Και μπορεί να ζημιώσει κατά τρόπο καθοριστικό τα συμφέροντα της Κυπριακής Δημοκρατίας και κατ’ επέκταση του κυπριακού ελληνισμού;
Κατ’ αρχάς τον διπλό παμπούλα της «διχοτόμησης - ενσωμάτωσης» πρέπει να τον ακούμε βερεσέ. Η Άγκυρα δεν μπορεί να μας απειλεί με συνέπειες οι οποίες υφίστανται από το 1974. Το επόμενο βήμα, της «νομιμοποίησης» της διχοτόμησης - ενσωμάτωσης» δεν μπορεί να υλοποιηθεί, όσα χρόνια και να περάσουν. Εδώ θέλω να σταθώ σε μια πραγματικότητα που χαρακτηρίζει τη διεθνή πολιτική στη μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο περίοδο. Με μια μοναδική εξαίρεση, τον πόλεμο του 1948 μεταξύ Ισραήλ και Αράβων, από τον οποίο προέκυψε και αναγνωρίσθηκε το κράτος του Ισραήλ, δεν υπάρχει καμία, ναι καμία περίπτωση στον κόσμο όπου νομιμοποιήθηκε η απόκτηση εδαφών διά της χρήσης βίας και η ενσωμάτωση των εδαφών αυτών σε άλλο κράτος. Μόλις πριν λίγες εβδομάδες είχαμε μια ακόμη επαλήθευση της διεθνούς αυτής πραγματικότητας. Ισραηλινοί στο Ισραήλ και φιλο-Ισραηλινοί στις Η.Π.Α. διαμαρτυρήθηκαν εντονότατα αλλά χωρίς αποτέλεσμα και με ανακοίνωση του Αμερικανικού Υπουργείου Εξωτερικών, ότι η Αμερικανίδα υπουργός Εξωτερικών η κ. Χίλαρι Κλίντον, θα επισκέπτετο το Ισραήλ, την Ιερουσαλήμ, την Ιορδανία κ.λπ. Ερώτημα: Μα πού τελικά βρίσκεται η Ιερουσαλήμ, διαμαρτυρήθηκαν έντονα οι φιλο-Ισραηλινοί; Δεν βρίσκεται στο Ισραήλ;
Όχι, βεβαίως. Η δυτική Ιερουσαλήμ ναι είναι στο Ισραήλ. Όχι όμως ολόκληρη η Ιερουσαλήμ. Μπορεί το Ισραήλ να διακηρύττει ότι η Ιερουσαλήμ είναι η πρωτεύουσά του. Αλλά κανείς, ούτε η μεγαλύτερη φίλη του Ισραήλ, η Αμερική, δεν έχει αναγνωρίσει την ντε φάκτο ενσωμάτωση (1980), της από το 1967 κατεχόμενης, Ανατολικής Ιερουσαλήμ στην ισραηλινή επικράτεια. Ούτε και πρόκειται να γίνει ποτέ αυτό. Επιπλέον, στην περίπτωση της Κύπρου η «διχοτόμηση - ενσωμάτωση» είναι παρωχημένη διότι έχει εγκαταλειφθεί από την Τουρκία, ως στρατηγική επιλογή, από το 1964 για τον απλούστατο λόγο ότι περιπλέκει την στρατηγική της ασφάλεια. Πού θα πάει και ποιος θα ελέγχει την άλλη μισή Κύπρο; Το «μισό» κράτος της Κυπριακής Δημοκρατίας, κατά τους σημερινούς ταγούς της Τουρκίας; Η Τουρκία μπορεί να συνεχίζει να εφαρμόζει μια πολιτική έντασης στην Ανατολική Μεσόγειο κυρίως μέσω των «κανονιοφόρων» (gunboat diplomacy). Μπορεί να υπάρξουν και κάποιες κινήσεις στο ζήτημα της Αμμοχώστου με σκοπό και στόχο τον διχασμό των Ελληνοκυπρίων και τη δημιουργία πολιτικών διλημμάτων στην κυπριακή κυβέρνηση.
Εκτιμώ, ωστόσο, ότι ακόμη και στο ζήτημα της Αμμοχώστου η κυβέρνηση μπορεί να αντιδράσει με επιτυχία, ακόμη και με το «ακραίο» μέτρο του τερματισμού της «ελεύθερης» διακίνησης με τα κατεχόμενα, που κάθε άλλο παρά ελεύθερη είναι. Εκτιμώ, τέλος, ότι ο μεγαλύτερος αποτρεπτικός παράγοντας για την εφαρμογή των όποιων σχεδίων ΒΗΤΑ, ΓΑΜΜΑ ή ΩΜΕΓΑ από την Άγκυρα, είναι η διακηρυγμένη από το 2004 και μετά, πολιτική της να «βρίσκεται πάντοτε ένα βήμα μπροστά» από τη δική μας πλευρά ως θιασώτης και υποστηρικτής της ειρήνης. Και αυτό σε αντίθεση με τη δική μας πλευρά που επιδιώκει, κατά τους Τούρκους, τη διχοτόμηση και όχι την επανένωση (reunification) της Κύπρου! Η αντίληψη της Τουρκίας ως του «καλού» (good guy) και της δικής μας πλευράς ως του «φταίχτη», υπήρξε αμερικανικής έμπνευσης. Ανάγεται στην περίοδο 2002-2003, έγινε αποδεκτή από την Άγκυρα με πρώτο θύμα τον Ραούφ Ντενκτάς, γεγονός που κατήγγειλε ευθέως ο μακαρίτης Ραούφ. Μάλιστα, για την πατρότητα της πολιτικής αυτής περηφανεύθηκε δημοσίως η Αμερικανίδα υφυπουργός Εξωτερικών Εlizabeth Jones, σε σύναξη τουρκο-αμερικανικών οργανώσεων στην Ουάσινγκτον το 2005. Ένα χρόνο δηλαδή μετά το 2004, όταν η ελληνο-κυπριακή πλευρά δακτυλοδείχθηκε ως ο μοναδικός υπαίτιος για το φιάσκο του 2004, η κα Jones περηφανευόταν για την εξέλιξη αυτή και αυτοσυγχαίρετο για την επιτυχία του αμερικανικού στρατηγήματος που αποστιγμάτισε την Τουρκία και την επιδρομική της πολιτική της στην Κύπρο.
Θα πρέπει, τέλος, να λάβουμε υπόψιν μας και όλα όσα λαμβάνουν χώρα στην περιοχή μας τον τελευταίο χρόνο και τη διακηρυγμένη και φιλόδοξη στρατηγική της Άγκυρας να λειτουργήσει ως «παραγωγός ειρήνης» στην περιοχή και στον κόσμο. Κατά τον Τούρκο Πρόεδρο Γκιουλ, η Τουρκία πρέπει να εφαρμόζει μία «ενάρετη εξωτερική πολιτική». Με τη λογική αυτή το όποιο σχέδιο ΒΗΤΑ της Τουρκίας κατά της Κύπρου δεν μπορεί να είναι ριζοσπαστικά ανατρεπτικό της εικόνας της Τουρκίας ως γεφυροποιού στην επίλυση διαφορών και οικοδόμου της διεθνούς ειρήνης.
Του Μάριου Ευρυβιάδη
http://kostasxan.blogspot.com/2012/05/blog-post_3150.html
Στην πρώτη περίπτωση η Κυπριακή Δημοκρατία θα προεδρεύσει για ένα εξάμηνο του πιο σημαντικού πολιτικού οργανισμού στον κόσμο, της Ευρωπαϊκής Ένωσης των είκοσι-εφτά ευρωπαϊκών κρατών που την αποτελούν. Στην τρίτη περίπτωση η Κύπρος υλοποίησε το πρώτο αλλά καθοριστικό βήμα εκμετάλλευσης του φυσικού της πλούτου, με μια σειρά πράξεων εξόχως πολιτικών. Και στις δύο περιπτώσεις η Λευκωσία εξάσκησε ένα κυρίαρχο δικαίωμα - έμμεσα διά της Προεδρίας της ΕΕ και άμεσα στην περίπτωση της ΑΟΖ. Με τις πράξεις αυτές η Άγκυρα βρέθηκε σε πολιτικό αδιέξοδο, όσο μεγάλη (buyuk) και να είναι και όσες πλάτες και να διαθέτει στις δυτικές καγκελαρίες, κυρίως στην Ουάσινγκτον και το Λονδίνο αλλά ακόμη και μέσα στη Γραμματεία του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη. Αντιδρά, λοιπόν, η Άγκυρα απαιτώντας, είτε ευθέως είτε διά των σατράπηδών της του κατοχικού καθεστώτος στη Λευκωσία, να εφαρμόσει ένα σχέδιο ΒΗΤΑ. Πόσο αξιόπιστη είναι η τουρκική απειλή; Και μπορεί να ζημιώσει κατά τρόπο καθοριστικό τα συμφέροντα της Κυπριακής Δημοκρατίας και κατ’ επέκταση του κυπριακού ελληνισμού;
Κατ’ αρχάς τον διπλό παμπούλα της «διχοτόμησης - ενσωμάτωσης» πρέπει να τον ακούμε βερεσέ. Η Άγκυρα δεν μπορεί να μας απειλεί με συνέπειες οι οποίες υφίστανται από το 1974. Το επόμενο βήμα, της «νομιμοποίησης» της διχοτόμησης - ενσωμάτωσης» δεν μπορεί να υλοποιηθεί, όσα χρόνια και να περάσουν. Εδώ θέλω να σταθώ σε μια πραγματικότητα που χαρακτηρίζει τη διεθνή πολιτική στη μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο περίοδο. Με μια μοναδική εξαίρεση, τον πόλεμο του 1948 μεταξύ Ισραήλ και Αράβων, από τον οποίο προέκυψε και αναγνωρίσθηκε το κράτος του Ισραήλ, δεν υπάρχει καμία, ναι καμία περίπτωση στον κόσμο όπου νομιμοποιήθηκε η απόκτηση εδαφών διά της χρήσης βίας και η ενσωμάτωση των εδαφών αυτών σε άλλο κράτος. Μόλις πριν λίγες εβδομάδες είχαμε μια ακόμη επαλήθευση της διεθνούς αυτής πραγματικότητας. Ισραηλινοί στο Ισραήλ και φιλο-Ισραηλινοί στις Η.Π.Α. διαμαρτυρήθηκαν εντονότατα αλλά χωρίς αποτέλεσμα και με ανακοίνωση του Αμερικανικού Υπουργείου Εξωτερικών, ότι η Αμερικανίδα υπουργός Εξωτερικών η κ. Χίλαρι Κλίντον, θα επισκέπτετο το Ισραήλ, την Ιερουσαλήμ, την Ιορδανία κ.λπ. Ερώτημα: Μα πού τελικά βρίσκεται η Ιερουσαλήμ, διαμαρτυρήθηκαν έντονα οι φιλο-Ισραηλινοί; Δεν βρίσκεται στο Ισραήλ;
Όχι, βεβαίως. Η δυτική Ιερουσαλήμ ναι είναι στο Ισραήλ. Όχι όμως ολόκληρη η Ιερουσαλήμ. Μπορεί το Ισραήλ να διακηρύττει ότι η Ιερουσαλήμ είναι η πρωτεύουσά του. Αλλά κανείς, ούτε η μεγαλύτερη φίλη του Ισραήλ, η Αμερική, δεν έχει αναγνωρίσει την ντε φάκτο ενσωμάτωση (1980), της από το 1967 κατεχόμενης, Ανατολικής Ιερουσαλήμ στην ισραηλινή επικράτεια. Ούτε και πρόκειται να γίνει ποτέ αυτό. Επιπλέον, στην περίπτωση της Κύπρου η «διχοτόμηση - ενσωμάτωση» είναι παρωχημένη διότι έχει εγκαταλειφθεί από την Τουρκία, ως στρατηγική επιλογή, από το 1964 για τον απλούστατο λόγο ότι περιπλέκει την στρατηγική της ασφάλεια. Πού θα πάει και ποιος θα ελέγχει την άλλη μισή Κύπρο; Το «μισό» κράτος της Κυπριακής Δημοκρατίας, κατά τους σημερινούς ταγούς της Τουρκίας; Η Τουρκία μπορεί να συνεχίζει να εφαρμόζει μια πολιτική έντασης στην Ανατολική Μεσόγειο κυρίως μέσω των «κανονιοφόρων» (gunboat diplomacy). Μπορεί να υπάρξουν και κάποιες κινήσεις στο ζήτημα της Αμμοχώστου με σκοπό και στόχο τον διχασμό των Ελληνοκυπρίων και τη δημιουργία πολιτικών διλημμάτων στην κυπριακή κυβέρνηση.
Εκτιμώ, ωστόσο, ότι ακόμη και στο ζήτημα της Αμμοχώστου η κυβέρνηση μπορεί να αντιδράσει με επιτυχία, ακόμη και με το «ακραίο» μέτρο του τερματισμού της «ελεύθερης» διακίνησης με τα κατεχόμενα, που κάθε άλλο παρά ελεύθερη είναι. Εκτιμώ, τέλος, ότι ο μεγαλύτερος αποτρεπτικός παράγοντας για την εφαρμογή των όποιων σχεδίων ΒΗΤΑ, ΓΑΜΜΑ ή ΩΜΕΓΑ από την Άγκυρα, είναι η διακηρυγμένη από το 2004 και μετά, πολιτική της να «βρίσκεται πάντοτε ένα βήμα μπροστά» από τη δική μας πλευρά ως θιασώτης και υποστηρικτής της ειρήνης. Και αυτό σε αντίθεση με τη δική μας πλευρά που επιδιώκει, κατά τους Τούρκους, τη διχοτόμηση και όχι την επανένωση (reunification) της Κύπρου! Η αντίληψη της Τουρκίας ως του «καλού» (good guy) και της δικής μας πλευράς ως του «φταίχτη», υπήρξε αμερικανικής έμπνευσης. Ανάγεται στην περίοδο 2002-2003, έγινε αποδεκτή από την Άγκυρα με πρώτο θύμα τον Ραούφ Ντενκτάς, γεγονός που κατήγγειλε ευθέως ο μακαρίτης Ραούφ. Μάλιστα, για την πατρότητα της πολιτικής αυτής περηφανεύθηκε δημοσίως η Αμερικανίδα υφυπουργός Εξωτερικών Εlizabeth Jones, σε σύναξη τουρκο-αμερικανικών οργανώσεων στην Ουάσινγκτον το 2005. Ένα χρόνο δηλαδή μετά το 2004, όταν η ελληνο-κυπριακή πλευρά δακτυλοδείχθηκε ως ο μοναδικός υπαίτιος για το φιάσκο του 2004, η κα Jones περηφανευόταν για την εξέλιξη αυτή και αυτοσυγχαίρετο για την επιτυχία του αμερικανικού στρατηγήματος που αποστιγμάτισε την Τουρκία και την επιδρομική της πολιτική της στην Κύπρο.
Θα πρέπει, τέλος, να λάβουμε υπόψιν μας και όλα όσα λαμβάνουν χώρα στην περιοχή μας τον τελευταίο χρόνο και τη διακηρυγμένη και φιλόδοξη στρατηγική της Άγκυρας να λειτουργήσει ως «παραγωγός ειρήνης» στην περιοχή και στον κόσμο. Κατά τον Τούρκο Πρόεδρο Γκιουλ, η Τουρκία πρέπει να εφαρμόζει μία «ενάρετη εξωτερική πολιτική». Με τη λογική αυτή το όποιο σχέδιο ΒΗΤΑ της Τουρκίας κατά της Κύπρου δεν μπορεί να είναι ριζοσπαστικά ανατρεπτικό της εικόνας της Τουρκίας ως γεφυροποιού στην επίλυση διαφορών και οικοδόμου της διεθνούς ειρήνης.
Του Μάριου Ευρυβιάδη
http://kostasxan.blogspot.com/2012/05/blog-post_3150.html
No comments :
Post a Comment