Ο Πύρρος ο Μολοσσός, ο ένδοξος βασιλιάς της Ηπείρου, γεννήθηκε γύρω στο 318π.Χ. Πέντε χρόνια μετά το θάνατο του ξαδέλφου του, Μ. Αλεξάνδρου. Πατέρας του ήταν ο Αιακίδης και μητέρα του η Φθία. Είχε και δύο αδελφές, την Δηιδάμεια και την Τρωάδα. Όταν ήταν δύο ετών, επαναστάτες ανέτρεψαν τον πατέρα του, και σκότωσαν την μητέρα του και την αδελφή του, Τρωάδα. Ο πατέρας του, πράος και δίκαιος, σκοτώθηκε τρία χρόνια αργότερα, φυγάδας στην Ακαρνανία. Ο Πύρρος ανακηρύχθηκε βασιλιάς, υπό επιτροπεία, σε ηλικία 12 ετών, από το 307-303. Διώχτηκε όμως από το βασίλειο, από επανάσταση που υποκίνησε ο Κάσσανδρος. Ακολούθησε την τύχη του Αντίγονου Μονόφθαλμου και του Δημητρίου του Πολιορκητή, μέχρι που με την βοήθεια του Πτολεμαίου το 297 κατέλαβε πάλι το θρόνο και συμβασίλεψε για λίγο καιρό με τον ξάδελφο του, Νεοπτόλεμο, μέχρι που τον φόνευσε.
Ο Πύρρος είχε μεγάλες επιτυχίες στον αγώνα κατά της Μακεδονίας, για την ανεξαρτησία της χώρας του, επωφελούμενος και από την εχθρότητα των άλλων βασιλιάδων (Λυσιμάχου, Αντιπάτρου), προς τον Δημήτριο, ο οποίος είχε παντρευτεί την αδελφή του, Δηιδάμεια. Περί το 285 εξουσίαζε εκτός από την Ήπειρο, την Τυμφαία, τη μισή Μακεδονία ως τον ποταμό Αξιό, μεγάλο μέρος της Θεσσαλίας, την Αμβρακία, την Αμφιλοχία και την Ακαρνανία. Ένας πόλεμος το 282 με τον Λυσίμαχο, του στοίχησε μεγάλο μέρος από τις κτήσεις του. Εξεστράτευσε στην Ιταλία για να βοηθήσει τους απόλεμους Ταραντίνους εναντίον της Ρώμης. Νίκησε τους Ρωμαίους στην Ηράκλεια με μεγάλες όμως απώλειες, η γνωστή Πύρρειος νίκη, και στο Άσκλο της Απουλίας (280-279). Πέρασε στην Σικελία για να βοηθήσει τους Έλληνες εναντίον των Καρχηδονίων. Επέστρεψε στον Τάραντα αλλά μετά την αμφίρροπη μάχη του Βενεβέντου(275), γύρισε στην Ήπειρο αφήνοντας την πόλη στον γιο του, Έλενο.
Στην Ελλάδα εν τω μεταξύ, η Μακεδονία είχε κατακτηθεί από τον Αντίγονο Γονατά, η Αιτωλική Συμπολιτεία βρισκόταν στην ακμή της, η Βοιωτία και η Αττική ήταν ανεξάρτητες. Μετά από κάποια επιτυχία εναντίον του Αντιγόνου, ο Πύρρος στράφηκε εναντίον της Σπάρτης, ενώ ο βασιλιάς της, Αρεύς, βρισκόταν στην Κρήτη. Στην Σπάρτη τον προσκάλεσε το 272 ο σπαρτιάτης Κλεώνυμος, ο οποίος είχε προσωπικά προβλήματα με την πατρίδα του. (Ήθελε να τιμωρήσει την μοιχαλίδα γυναίκα του, Χελωνίδα, επειδή αγαπούσε το γιο του Αρέα, Ακρότατο). Ο Πύρρος σκέφτεται να κατακτήσει όλη την Πελοπόννησο. Οι Σπαρτιάτες ανησυχούν κι εκείνος τους δίνει ψεύτικες υποσχέσεις ότι δεν πρόκειται να επιτεθεί εναντίον τους. Φθάνοντας έξω από την Σπάρτη, εκείνοι βλέποντας ότι απέναντι τους είχαν ένα στρατό 27.000 χιλ. ανδρών με 24 ελέφαντες και ιππικό, προτρέπουν τις γυναίκες τους για να σωθούν , να τις φυγαδεύσουν στην Κρήτη. Οι γυναίκες αντιδρούν και με αρχηγό την αδελφή του Αρέα, Αρχιδάμεια, προστρέχουν και ολονυχτίς κατασκευάζουν την τάφρο, γύρω από την πόλη. Την άλλη μέρα –και παρόλο τους κακούς οιωνούς και τα όνειρα-, ο Πύρρος επιτίθεται, αλλά οι Σπαρτιάτες με πολλές απώλειες, τον αποκρούουν.
Εγκαταλείπει την προσπάθεια και στρέφεται προς το Άργος, όταν μαθαίνει ότι κατεβαίνει προς την Σπάρτη, ο Αντίγονος. Εν τω μεταξύ ο Αρεύς έχει επιστρέψει από την Κρήτη και παρενοχλεί τον στρατό του Πύρρου. Σε μια ενέδρα κοντά στη Σελλασία, σκοτώνεται ο γιος του, Πτολεμαίος. Και ο Πύρρος για να εκδικηθεί το θάνατό του, επιτίθεται με μανία και σκορπάει το θάνατο στους Σπαρτιάτες. Φθάνοντας στον αργολικό κάμπο (φθινόπωρο του 272), στρατοπεδεύει κοντά στον Ίναχο ποταμό, απέναντι από τον Αντίγονο. Τον προκαλεί για επίθεση, αλλά ο Αντίγονος δεν βιάζεται. Οι Αργίτες ανησυχούν για τους στρατούς που έχουν έξω από την πόλη τους. Ο Πύρρος τους καθησυχάζει. Αλλά ένα βράδυ εισέρχεται κρυφά στην πόλη, παρότι έχει κακούς οιωνούς. Μαζί του έχει Γαλάτες μισθοφόρους και τους ελέφαντες. Οι δρόμοι στο Άργος είναι στενοί, είχε σκοτάδι και με την φασαρία, οι Αργίτες ξυπνούν, και ζητάνε την βοήθεια του Αντίγονου. Στην πόλη μπαίνουν οι Μακεδόνες, καθώς και ο Αρεύς με Σπαρτιάτες και χίλιους Κρητικούς. Η μάχη γενικεύεται, αλλά η στενότητα των δρόμων, καθώς και το σκοτάδι, δυσκολεύουν τα πράγματα. Οι διαταγές του με την οχλοβοή, δεν φτάνουν στο στόχο τους και επικρατεί πανικός. Οι Αργίτες είναι κλεισμένοι στα σπίτια τους , ή στις ταράτσες. Με το φως της ημέρας ο Πύρρος βλέποντας ότι η κατάσταση είναι δύσκολη, διατάζει έξοδο από την πόλη.
Με την φασαρία, τον πανικό, τους ελέφαντες που δεν μπορούν να στρίψουν και ανατρέπονται, η φωνή του πνίγεται μέσα στα ουρλιαχτά των στρατιωτικών. Τότε βλέπει μπροστά του ένα χάλκινο άγαλμα που παριστάνει έναν λύκο να παλεύει με ταύρο. Το Μαντείο της Δωδώνης του είχε πει κάποτε, ότι το τέλος του θα ρθει όταν δει να παλεύουν λύκος με ταύρο. Καταλαβαίνει ότι πια δεν έχει περιθώρια, αλλά συνεχίζει να μάχεται. Στην μάχη, ένας νεαρός Αργίτης τον τραυματίζει ελαφρά. Ο Πύρρος σηκώνει το σπαθί για να τον χτυπήσει, αλλά εκείνη τη στιγμή, η μάνα του νεαρού, ανεβασμένη στην ταράτσα του σπιτιού της, βλέπει την σκηνή και για να γλυτώσει το παιδί της, πετάει ένα κεραμίδι στο κεφάλι του Πύρρου. Πέφτοντας ζαλισμένος ο Πύρρος, δεν μπόρεσε να αντισταθεί, όταν ένας Μακεδόνας, ο Ζώπυρος, έρχεται από πάνω του και τον χτυπάει με το μαχαίρι του, κόβοντας αργά το λαιμό του. Αυτό ήταν το άδοξο τέλος αυτού του γενναίου βασιλιά, του Αητού της Ηπείρου, που ήταν πάντα ορμητικός, φιλόδοξος, έτοιμος για μάχη, πήγαινε όπου τον καλούσαν για βοήθεια. Ήταν το φθινόπωρο του 272 και ο Πύρρος ήταν μόλις 46 ετών. Με το θάνατό του, η Ήπειρος έπεσε στην παλιά της αφάνεια.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ: http://aorata-gegonota.blogspot.com/2012/04/blog-post_27.html
Ο Πύρρος είχε μεγάλες επιτυχίες στον αγώνα κατά της Μακεδονίας, για την ανεξαρτησία της χώρας του, επωφελούμενος και από την εχθρότητα των άλλων βασιλιάδων (Λυσιμάχου, Αντιπάτρου), προς τον Δημήτριο, ο οποίος είχε παντρευτεί την αδελφή του, Δηιδάμεια. Περί το 285 εξουσίαζε εκτός από την Ήπειρο, την Τυμφαία, τη μισή Μακεδονία ως τον ποταμό Αξιό, μεγάλο μέρος της Θεσσαλίας, την Αμβρακία, την Αμφιλοχία και την Ακαρνανία. Ένας πόλεμος το 282 με τον Λυσίμαχο, του στοίχησε μεγάλο μέρος από τις κτήσεις του. Εξεστράτευσε στην Ιταλία για να βοηθήσει τους απόλεμους Ταραντίνους εναντίον της Ρώμης. Νίκησε τους Ρωμαίους στην Ηράκλεια με μεγάλες όμως απώλειες, η γνωστή Πύρρειος νίκη, και στο Άσκλο της Απουλίας (280-279). Πέρασε στην Σικελία για να βοηθήσει τους Έλληνες εναντίον των Καρχηδονίων. Επέστρεψε στον Τάραντα αλλά μετά την αμφίρροπη μάχη του Βενεβέντου(275), γύρισε στην Ήπειρο αφήνοντας την πόλη στον γιο του, Έλενο.
Στην Ελλάδα εν τω μεταξύ, η Μακεδονία είχε κατακτηθεί από τον Αντίγονο Γονατά, η Αιτωλική Συμπολιτεία βρισκόταν στην ακμή της, η Βοιωτία και η Αττική ήταν ανεξάρτητες. Μετά από κάποια επιτυχία εναντίον του Αντιγόνου, ο Πύρρος στράφηκε εναντίον της Σπάρτης, ενώ ο βασιλιάς της, Αρεύς, βρισκόταν στην Κρήτη. Στην Σπάρτη τον προσκάλεσε το 272 ο σπαρτιάτης Κλεώνυμος, ο οποίος είχε προσωπικά προβλήματα με την πατρίδα του. (Ήθελε να τιμωρήσει την μοιχαλίδα γυναίκα του, Χελωνίδα, επειδή αγαπούσε το γιο του Αρέα, Ακρότατο). Ο Πύρρος σκέφτεται να κατακτήσει όλη την Πελοπόννησο. Οι Σπαρτιάτες ανησυχούν κι εκείνος τους δίνει ψεύτικες υποσχέσεις ότι δεν πρόκειται να επιτεθεί εναντίον τους. Φθάνοντας έξω από την Σπάρτη, εκείνοι βλέποντας ότι απέναντι τους είχαν ένα στρατό 27.000 χιλ. ανδρών με 24 ελέφαντες και ιππικό, προτρέπουν τις γυναίκες τους για να σωθούν , να τις φυγαδεύσουν στην Κρήτη. Οι γυναίκες αντιδρούν και με αρχηγό την αδελφή του Αρέα, Αρχιδάμεια, προστρέχουν και ολονυχτίς κατασκευάζουν την τάφρο, γύρω από την πόλη. Την άλλη μέρα –και παρόλο τους κακούς οιωνούς και τα όνειρα-, ο Πύρρος επιτίθεται, αλλά οι Σπαρτιάτες με πολλές απώλειες, τον αποκρούουν.
Εγκαταλείπει την προσπάθεια και στρέφεται προς το Άργος, όταν μαθαίνει ότι κατεβαίνει προς την Σπάρτη, ο Αντίγονος. Εν τω μεταξύ ο Αρεύς έχει επιστρέψει από την Κρήτη και παρενοχλεί τον στρατό του Πύρρου. Σε μια ενέδρα κοντά στη Σελλασία, σκοτώνεται ο γιος του, Πτολεμαίος. Και ο Πύρρος για να εκδικηθεί το θάνατό του, επιτίθεται με μανία και σκορπάει το θάνατο στους Σπαρτιάτες. Φθάνοντας στον αργολικό κάμπο (φθινόπωρο του 272), στρατοπεδεύει κοντά στον Ίναχο ποταμό, απέναντι από τον Αντίγονο. Τον προκαλεί για επίθεση, αλλά ο Αντίγονος δεν βιάζεται. Οι Αργίτες ανησυχούν για τους στρατούς που έχουν έξω από την πόλη τους. Ο Πύρρος τους καθησυχάζει. Αλλά ένα βράδυ εισέρχεται κρυφά στην πόλη, παρότι έχει κακούς οιωνούς. Μαζί του έχει Γαλάτες μισθοφόρους και τους ελέφαντες. Οι δρόμοι στο Άργος είναι στενοί, είχε σκοτάδι και με την φασαρία, οι Αργίτες ξυπνούν, και ζητάνε την βοήθεια του Αντίγονου. Στην πόλη μπαίνουν οι Μακεδόνες, καθώς και ο Αρεύς με Σπαρτιάτες και χίλιους Κρητικούς. Η μάχη γενικεύεται, αλλά η στενότητα των δρόμων, καθώς και το σκοτάδι, δυσκολεύουν τα πράγματα. Οι διαταγές του με την οχλοβοή, δεν φτάνουν στο στόχο τους και επικρατεί πανικός. Οι Αργίτες είναι κλεισμένοι στα σπίτια τους , ή στις ταράτσες. Με το φως της ημέρας ο Πύρρος βλέποντας ότι η κατάσταση είναι δύσκολη, διατάζει έξοδο από την πόλη.
Με την φασαρία, τον πανικό, τους ελέφαντες που δεν μπορούν να στρίψουν και ανατρέπονται, η φωνή του πνίγεται μέσα στα ουρλιαχτά των στρατιωτικών. Τότε βλέπει μπροστά του ένα χάλκινο άγαλμα που παριστάνει έναν λύκο να παλεύει με ταύρο. Το Μαντείο της Δωδώνης του είχε πει κάποτε, ότι το τέλος του θα ρθει όταν δει να παλεύουν λύκος με ταύρο. Καταλαβαίνει ότι πια δεν έχει περιθώρια, αλλά συνεχίζει να μάχεται. Στην μάχη, ένας νεαρός Αργίτης τον τραυματίζει ελαφρά. Ο Πύρρος σηκώνει το σπαθί για να τον χτυπήσει, αλλά εκείνη τη στιγμή, η μάνα του νεαρού, ανεβασμένη στην ταράτσα του σπιτιού της, βλέπει την σκηνή και για να γλυτώσει το παιδί της, πετάει ένα κεραμίδι στο κεφάλι του Πύρρου. Πέφτοντας ζαλισμένος ο Πύρρος, δεν μπόρεσε να αντισταθεί, όταν ένας Μακεδόνας, ο Ζώπυρος, έρχεται από πάνω του και τον χτυπάει με το μαχαίρι του, κόβοντας αργά το λαιμό του. Αυτό ήταν το άδοξο τέλος αυτού του γενναίου βασιλιά, του Αητού της Ηπείρου, που ήταν πάντα ορμητικός, φιλόδοξος, έτοιμος για μάχη, πήγαινε όπου τον καλούσαν για βοήθεια. Ήταν το φθινόπωρο του 272 και ο Πύρρος ήταν μόλις 46 ετών. Με το θάνατό του, η Ήπειρος έπεσε στην παλιά της αφάνεια.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ: http://aorata-gegonota.blogspot.com/2012/04/blog-post_27.html
No comments :
Post a Comment