23/03/2012

ΥΠΕΡ ΒΩΜΩΝ ΚΑΙ ΕΣΤΙΩΝ!

Θεά Γη, των μακαρίων μητέρα και των θνητών ανθρώπων
Πανθρέπτειρα, πανδότρια, τελεσφόρα, πανκαταλύτρα, Αυξητική, καρποφόρα, που σε καλές εποχές αφθονείς,
Έδρα του αθάνατου κόσμου, πολυποίκιλη κόρη, Που κυοφορείς με επιτόκιες ωδίνες τον πολυειδή καρπό,
Αιωνία, πολύσεπτη, βαθύκολπη, καλότυχη, Που χαίρεσαι μ΄ευωδιαστές πρασινάδες, ω συ σ΄ανθοστολίσματα θεότης,
Η ομβροχαρής, που γύρω της ο πολυποίκιλτος κόσμος των άστρων Περιστρέφεται με την αέναη φύση και τα άγρια ρεύματα.
Αλλά, θεά μακαρία, αύξησε τους πολυχαρείς καρπούς Έχοντας διάθεση ευμενή μαζί με ευφορίες στις εποχές.
(Ορφικός ύμνος για την γη.)

Όπως μας λέει αυτός ο υπέροχος ορφικός ύμνος, οι Έλληνες ανέκαθεν, από τα βάθη των αιώνων, ήταν δεμένοι με την γη τους, την λάτρευαν, την είχαν θεοποιήσει σαν Γαία-μήτηρ. Το ίδιο δεμένοι ήταν και με την εστία  τους, την οικία τους, κατ΄επέκταση τον οικογενειακό τους βίο. Προστάτις του σπιτικού τους ήταν η θεά Εστία. Ο βωμός της βρισκόταν στο κέντρο του σπιτιού, με πυρά άσβεστη και οι θυσίες και σπονδές, άρχιζαν με την φράση’’αφ΄Εστίας’’. Άσβεστη πυρά της θεάς βρισκόταν και στο κέντρο κάθε πόλης (Πρυτανεία). Οι αγώνες έναντι της κάθε ξένης επιβουλής γινόταν πάντοτε υπέρ’ ‘Βωμών και Εστιών’’. Ήταν αγώνας ιερός και οι Έλληνες δεν παρέδιδαν ποτέ αμαχητί, γην και ύδωρ. Οι Έλληνες αισθάνονταν πάντα ότι ήταν γηγενείς, αυτόχθονες, δεν είχαν έρθει από αλλού, κατοικούσαν και ζούσαν πραγματικά στην πατρίδα, τρεφόμενοι από μητέρα, όχι μητριά, όπως άλλοι, αλλά από την μητέρα χώρα που κατοικούσαν, μας λέει ο Πλάτων στον ‘’Μενέξενο’’.

Κάθε σπιθαμή γης, είναι σπαρμένη με τα κόκκαλα τα ιερά των Ελλήνων, το λέει και ο Εθνικός μας Ύμνος. Πάσα γη είναι τάφος των ανδρών επιφανών, μας λέει ο Θουκυδίδης, μέσω του Περικλή, στον ‘’Επιτάφιο’’ του. Ο σεβασμός των Ελλήνων προς τα σεπτά οστά, τα ιερά θεμέλια και κειμήλιά μας, φανερώνεται συν τοις άλλοις και στην συμπεριφορά των κατοίκων της Πάργας. Οι Άγγλοι υπέγραψαν με τους Τούρκους στις 17 Μαΐου 1817 συμφωνία πώλησης της Πάργας στον Αλή πασά. Φεύγοντας οι Παργινοί από τις εστίες τους, πήραν μαζί τους, αγκαλιά και τα οστά των προγόνων τους, για να μη τα μιάνει το βάρβαρο χέρι. Ακόμα και αν πατούσαν το ιερό μας χώμα, οι βάρβαροι κατακτητές, πάντα οι Έλληνες ξεκινούσαν αντίσταση και αγώνα μέχρι να τους εκδιώξουν, όσο χρόνο και θυσίες και αν απαιτούσε αυτός ο σκοπός.

Αυτό το ποτισμένο με αίμα και ιδρώτα χώμα, κρύβει μέσα του τους προαιώνιους θησαυρούς μας. Στα χιλιάδες πεδία των μαχών, οι ήρωες μας κοιμούνται αγκαλιά με τους αποκεφαλισμένους θεούς μας. Μαζί με τους σπόρους που μας τρέφουν, είναι μπλεγμένο και το φτιαγμένο από δάφνη, πουρνάρι και φτελιά, άροτρο, του Ησιόδου, κάπου στην Άσκρα της Βοιωτίας. Στις ρίζες των ελάτων της Ευρυτανίας, αναπαύεται το κουπί του Οδυσσέα. Γυρίζοντας στην Ιθάκη, ένας χρησμός του είπε, ότι για να βρει την ποθητή ηρεμία, πρέπει να πάει σε τόπο όπου δεν ήξεραν από θάλασσα και ταξίδια. Πήρε στον ώμο το κουπί και τράβηξε κατά την Ευρυτανία. Ο μύθος λέει ότι εκεί δεν ήξεραν από θάλασσα και έτσι ο Οδυσσέας εγκαταστάθηκε και ίδρυσε και μαντείο σε μια σπηλιά κοντά στον Προυσό, λεγόμενη ’’Αποκλείστρα’’.

Η Δόξα ακόμη κρυφοπερπατάει πάνω στην πρώην ολόμαυρη ράχη των Ψαρών, αγκαλιάζοντας με το βλέμμα της όλα τα νησιά μας, Ύδρα, Σπέτσες, Χίο, Κρήτη, και την μικρούλα μας Μεγίστη. Πάνω από την πεδιάδα του Μαραθώνα, έχει ξεμείνει και φτερουγάει η Νίκη, καλώντας τον Πάνα και τα παιδιά του, τους Πανίσκους, για να αποτρέψουν άλλη μια φορά τη νέα απόβαση των βαρβάρων. Πηγαίνοντας στο Δίστομο, στα Καλάβρυτα και βόρεια στον Χορτιάτη, ίσως ακούσεις τις νύχτες το βουβό κλάμα των παιδιών, και τις κραυγές των μανάδων, που αναζητούν τους άνδρες τους και τους έφηβους γιους τους, θύματα όλοι των λύκων του Παράφρονα, που ατιμώρητοι ακόμα μένουν. Οι φύλακες των Θερμοπυλών έχουν στήσει ταμπούρι, παίρνοντας την σκυτάλη από τους τριακόσιους του Λεωνίδα, για να φυλάνε τα Στενά, να μην κατέβει ο Βρέννος, όπως τότε το 279 π.Χ. όταν με 300.000 χιλ. Γαλάτες ακολούθησε τα χνάρια του Ξέρξη.

Μπήκε από την Υπάτη,ανέβηκαν στην βορεινή πλαγιά της Οίτης, πήραν το παλιό δερβένι Μακρυκάμπι, ανάμεσα στα Βαρδούσια και την Οίτη. Πέρασαν από το χωριό Καστριώτισσα και έφτασαν στην πόλη Κάλλιον του Μόρνου. Στο πέρασμά τους δεν άφησαν κανένα ζωντανό, άνδρες, γερόντους, νήπια, όπου τους έπιναν το αίμα, και τις γυναίκες όπου και νεκρές τις ατίμαζαν. Δεν κατάφεραν όμως να καταστρέψουν το Μαντείο των Δελφών, εκεί φρόντισε ο ίδιος ο Απόλλων να τους αποδιώξει,και στον γυρισμό έπαθαν πανωλεθρία από τους εναπομείναντες κατοίκους της περιοχής, αφήνοντας ενθύμιο κακό τα κόκαλά τους στη θέση Κοκκάλια, όπως μας λέει ο Δ. Λουκόπουλος (1874-1943),στο βιβλίο του ‘’Θέρμο και Απόκουρο’’.

Όποιος περπατήσει πάνω στα θαμμένα Μακεδονικά οχυρά, θ΄ακούσει το παράπονο των ηρώων. Την προηγούμενη φορά οι κατακτητές, αναγνωρίζοντας τον ηρωισμό μιας χούφτας αγωνιστών, παρουσίασαν όπλα και τιμές. Τώρα οι ίδιοι αυτοί, χλευάζουν έναν ολόκληρο λαό, γιατί τους έδωσαν το δικαίωμα αυτό , οι ασήμαντοι ηγέτες μας του Ναι. Αν πάμε στο Μανιάκι και στην Αλαμάνα, εμάς θα πάρουν στο κυνηγητό αυτή τη φορά, οι Παπάδες και οι Διάκοι. Ανεβαίνοντας κατά την Γραβιά, μπορεί να δούμε λίγα χαλάσματα, σκεπασμένα από τα χορτάρια, κάποιοι ίσως και να μην καταλάβουν ότι εδώ υπήρχε ένα Χάνι. Θ΄ακούσουν όμως την βροντερή φωνή του Δυσσέου, να΄ρχεται από την Ακρόπολη καθώς βουτά στο κενό,’’Ξυπνήστε ωρέ’’ να τους κράζει. Πάνω στα κακοτράχαλα Ηπειρώτικα βουνά, και στις χιονισμένες ρεματιές, πλανιέται ακόμη ο αντίλαλος της τρομερής ιαχής ’’Αέρα’’, που στοιχειώνει ακόμα τους εχθρούς.

Γι αυτό, αυτή τη φορά δεν ήρθαν πάνω σε τανκς και καμιόνια. Τώρα πια εποχούνται μέσα στις ακριβές τους λιμουζίνες, αντί για μυδράλια κρατούν στα αβρά τους χέρια πανάκριβους χαρτοφύλακες, γεμάτους έγγραφα με ταπεινωτικές υπογραφές δικών μας ανθρώπων. Μη μας ξεγελάν οι Εξευρωπαϊσμένοι πρώην νομάδες της στέπας, οι προηγμένοι και ηθικοί, μα Ούννοι για πάντα στην ψυχή. Αλλάζοντας την καλογυαλισμένη μπότα με το μοντέρνο σκαρπίνι, και τα φονικά όπλα, με τα εξίσου φονικά δάνειά τους, ήρθαν να μας πάρουν τις εστίες μας.

Έτσι και μεις, παίρνοντας σαν μεταλαβειά την παρακαταθήκη των προγόνων μας, ’’τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι’’, πρέπει να τους αντιμετωπίσουμε, έχοντας στο νου μας τα τελευταία λόγια του Αυτοκράτορά μας Κωνσταντίνου Παλαιολόγου: Το δε την Πόλιν σοι δούναι ούτ΄εμόν έστι ούτ΄άλλου των κατοικούντων εν ταύτη, κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών. Το να σου παραδώσω όμως την Πόλη δεν είναι στο χέρι μου ούτε στην δικαιοδοσία οποιουδήποτε από όσους την κατοικούν, διότι με κοινή απόφαση θα πεθάνουμε όλοι οικειοθελώς, και δεν θα λυπηθούμε την ζωή μας.

Με εκτίμηση, Αγγελική Π.

No comments :

Post a Comment