30/12/2014

Προπαγάνδα οι Χριστιανικές Διώξεις

Candida Moss – The Myth Of Persecution, How early Christians invented a story of martyrdom

«Η Moss αναδεικνύει πώς η δημοφιλής εσφαλμένη αντίληψη περί των μαρτύρων στην πρώιμη Εκκλησία συνεχίζει να δημιουργεί φραγμούς στην συμπόνια και το διάλογο σήμερα.» (Αρχιεπίσκοπος Desmond Tutu)

Όλοι έχουμε μάθει στο σχολείο και έχουμε ακούσει στον άμβωνα της εκκλησίας ότι τους 3 πρώτους αιώνες μ.κ.ε. οι Χριστιανοί ήταν θύματα μιας πρωτοφανούς επίθεσης από τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, όπου εκατοντάδες χιλιάδες πιστοί μαρτύρησαν ακολουθώντας το παράδειγμα του Ιησού, αρνούμενοι να απαρνηθούν αυτό που ήξεραν ότι είναι η Αλήθεια. Οι Χριστιανοί θεωρούν πως διώκονταν απλά και μόνο επειδή ήταν Χριστιανοί και τους χρησιμοποιούσαν σαν αποδιοπομπαίους τράγους όταν κάτι πήγαινε στραβά. Ρίχνονταν στα λιοντάρια για τη διασκέδαση των Ρωμαίων, εξαναγκάζονταν στη δουλεία, τους δήμευαν τις περιουσίες, κρύβονταν σε μυστικές συναντήσεις σε κατακόμβες μέχρι που στο τέλος θριάμβευσαν, κάνοντας την θρησκεία τους την επικρατούσα θρησκεία ολόκληρου του δυτικού κόσμου. Ο Χριστιανισμός παρουσιάζεται σαν μια θρησκεία σφυρηλατημένη στη φωτιά. Είναι όμως ακριβώς έτσι τα πράγματα; Οι ιστορικές πηγές που έχουμε για τους «διωγμούς» είναι στην καλύτερη περίπτωση αποσπασματικές και συχνά αναξιόπιστες. Ο Ευσέβιος είναι συνήθως η μοναδική σχετική πηγή, όμως ο Ευσέβιος ήταν ένας εκκλησιαστικός ιστορικός και, σύμφωνα με τα ίδια του τα λόγια, δεν μπορούμε να εμπιστευτούμε ότι είχε στο μυαλό του κάτι άλλο από μια εξιδανικευμένη εικόνα της γέννησης της Χριστιανικής εκκλησίας από το αίμα των πιστών και των μαρτύρων της. Γράφει στην ‘Ευαγγελική Προπαρασκευή’: «Θα είναι απαραίτητο κάποιες φορές να χρησιμοποιούμε ψευδολογία σαν γιατρειά για το όφελος αυτών που χρειάζονται τέτοια μορφή θεραπείας.» και αναφορικά με τα θύματα του Μεγάλου Διωγμού του Διοκλητιανού: «έχουμε αποφασίσει να μην περιγράψουμε τίποτα για αυτούς εκτός από αυτά με τα οποία μπορούμε να υπερασπιστούμε τη Θεία δίκη»

Στην πραγματικότητα, οι αποκαλούμενοι «διωγμοί» ήταν τοπικά περιστατικά και έλαβαν μέρος κατά κύριο λόγο επί μήνες και όχι χρόνια.

1) Το 64 μ.κ.ε. ήταν η χρονιά της περίφημης Μεγάλης Πυρκαγιάς της Ρώμης. Η πυρκαγιά ήταν μάλλον αποτέλεσμα ατυχήματος (κάτι όχι πολύ παράξενο, η Ρώμη ξανακάηκε το 69 και το 80) αλλά κατηγορήθηκε ο αυτοκράτορας Νέρωνας και λέγεται ότι για να αποσπάσει την προσοχή από πάνω του κατηγόρησε τους Χριστιανούς, τους οποίους έντυσε με δέρματα ζώων και τους έριξε στα σκυλιά ή τους έκαψε ζωντανούς. Όμως, εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν Χριστιανοί, όχι μόνο γιατί δεν είχαν πάρει ακόμα το όνομα «Χριστιανός», αλλά δεν υπήρχε καν η ιδέα του «Χριστιανού» σαν κάτι ξεχωριστό από τους υπόλοιπους Ιουδαίους. Οι ακόλουθοι του Ιησού ήταν, όπως και ο Ιησούς, Εβραίοι. Την εποχή εκείνη υπήρχαν ήδη πολλά παρακλάδια του Ιουδαϊσμού που διαφωνούσαν μεταξύ τους για θέματα πολιτικής και δόγματος και οι Εβραίοι που ακολουθούσαν τον Ιησού δεν αποτελούσαν εξαίρεση. Μόνο στα τέλη του 1ου αιώνα άρχισαν να αυτοαποκαλούνται Χριστιανοί οι ακόλουθοι του Ιησού, οπότε όταν ο Τάκιτος αναφέρει ότι Χριστιανοί τιμωρήθηκαν από τον Νέρωνα σαν υπαίτιοι της πυρκαγιάς (αλλά και όταν ο συγγραφέας του ‘κατά Λουκά Ευαγγέλιο’ και των ‘Πράξεων των Αποστόλων’ αναφέρει διωγμό Χριστιανών από Εβραίους), έχουμε να κάνουμε με ετεροχρονισμένη χρήση του όρου. Για την ακρίβεια, είναι απίθανο ότι τον καιρό της μεγάλης πυρκαγιάς οι ακόλουθοι του Ιησού θεωρούνταν σαν μία ξέχωρη και διαφορετική ομάδα. Για ολόκληρο τον πρώτο αιώνα μάλιστα, είναι ασαφές αν οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες ήξεραν καν ότι υπήρχαν «Χριστιανοί». Εφόσον λοιπόν δεν αναγνωρίζονταν καν σαν Χριστιανοί, είναι απίθανο και να ήταν αρκετά γνωστοί και μισητοί ώστε ο Νέρωνας να τους ξεχώρισε σαν αποδιοπομπαίους τράγους. Εφόσον η πηγή για τον «διωγμό» αυτόν είναι ο Τάκιτος, ο οποίος γράφει περίπου το 115 μ.κ.ε. οι περιγραφές του μάλλον δείχνουν την αυξάνουσα προκατάληψη εναντίον των Χριστιανών στην δικιά του εποχή και όχι έναν αιώνα πριν. Σε κάθε περίπτωση, ακόμα κι αν τα γεγονότα εξελίχθηκαν όπως τα περιγράφει ο Τάκιτος, αποτελούν μεμονωμένο περιστατικό, και όχι κάποια νομοθεσία εναντίον των Χριστιανών ή ένα κυνήγι μεγάλης κλίμακας, που θα έπρεπε να είναι αν θέλουμε να μιλάμε για «διωγμό».

2) Όσον αφορά τον διωγμό του Δομιτιανού (κυβέρνησε από το 81 μέχρι το 96 μ.κ.ε), δεν υπάρχουν άλλα στοιχεία εκτός από του Ευσέβιου, του οποίου οι εξιστορήσεις αμφισβητούνται εκτενώς ως βιαστικές, περιστασιακές και αναξιόπιστες (Timothy D. Barnes, «Legislation Against the Christians»). Ο Δομιτιανός φορολογούσε τους Ιουδαίους και οι Χριστιανοί αρνούνταν να πληρώσουν το «φόρο του διδράχμου» καθότι δεν ήταν πλέον Ιουδαίοι. Σίγουρα οι Ρωμαίοι δεν αναγνώρισαν αυτήν την αυτόκλητη φοροαπαλλαγή και φερόντουσαν στους Χριστιανούς όπως σε όλους όσοι δεν πλήρωναν το φόρο. Και πάλι, ακόμα και αν οι ιστορίες μαρτύρων της εποχής αυτής είναι πραγματικές, αφορούν μεμονωμένα περιστατικά και δεν μπορούμε να μιλάμε για διωγμό της άσκησης ενός θρησκευτικού δόγματος. Μέχρι και την εποχή του Δομιτιανού δεν υπήρχε κανένας νόμος κατά των Χριστιανών.

3) Οι πρώτες αποδείξεις «δίωξης» Χριστιανών εμφανίζονται το 112 στην αλληλογραφία μεταξύ του Ρωμαίου αυτοκράτορα Τραϊανού και του κυβερνήτη Βιθυνίας και Πόντου, Πλινίου. Ανάμεσα στις 124 επιστολές που διασώθηκαν μεταξύ των δύο, οι οποίες απαρτίζονται από ερωτήματα του Πλινίου για διοικητικά θέματα και απαντήσεις του αυτοκράτορα, υπάρχει μια σύντομη συζήτηση για το πώς πρέπει να αντιμετωπίσει ο κυβερνήτης Χριστιανούς που παρουσιάζονται σε δικαστήρια. Η ίδια η ύπαρξη αυτής της αλληλογραφίας με το ερώτημα αυτό, αποτελεί απόδειξη ότι δεν υπήρχε κάποιος βασικός κανόνας για το πώς πρέπει να αντιμετωπίζονται οι Χριστιανοί. Ο κυβερνήτης δεν ήξερε καν πώς να ενεργήσει. Αν και δεν διευκρινίζεται ο λόγος που οι εν λόγω Χριστιανοί έφτασαν στο εδώλιο, και οι δύο Ρωμαίοι συμφωνούν στα γραπτά τους ότι οι Χριστιανοί δεν πρέπει να κυνηγιούνται. Άρα δεν υπήρχε κάποιο πρότυπο για το κυνήγι Χριστιανών, και ο Τραϊανός θεωρεί ότι δεν είναι δυνατόν να δημιουργηθεί κάποιο. Στην περίπτωση βέβαια που κάποιος Χριστιανός έφτανε στο δικαστήριο (για οποιονδήποτε λόγο) όφειλε να αποδείξει ότι λάτρευε τους ρωμαϊκούς θεούς. Σε αντίθετη περίπτωση θανατώνονταν. Ο Πλίνιος τους έδινε τρεις ευκαιρίες να δηλώσουν πίστη στην επίσημη θρησκεία και γράφει: «Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι, οποιοδήποτε κι αν είναι το θρήσκευμά τους, το πείσμα και η ανένδοτη ισχυρογνωμοσύνη πρέπει να τιμωρούνται.» Τιμωρείται δηλαδή όχι ο «Χριστιανός», αλλά ο «ανυπάκουος». Όταν γράφει αλλού ανησυχώντας για την απώλεια κρατικών εσόδων και τον αντίκτυπο στις τοπικές κοινωνίες από το άδειασμα των ναών και τη μείωση πωλήσεων ζώων για προσφορά θυσίας λέει: «η επιδημία αυτής της δεισιδαιμονίας έχει εξαπλωθεί όχι μόνο στις πόλεις, αλλά και στα χωριά και στις φάρμες.» Το ότι αποκαλεί τον Χριστιανισμό «δεισιδαιμονία» μας δείχνει ότι δεν τον θεωρούσε καν θρησκεία, δεν ενδιαφερόταν μάλιστα καθόλου για το περιεχόμενο του δόγματός του, κάτι που φαίνεται στις επιστολές του. Το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν οι οικονομικές και διοικητικές επιπτώσεις, και η υποταγή στην καθεστηκυία τάξη πραγμάτων.

4) Για τους «διωγμούς» του Μάρκου Αυρήλιου και του Σεπτίμιου Σεβήρου, υπάρχουν ελάχιστα στοιχεία, και όποια βιαιότητα έλαβε χώρα, θεωρείται ότι υπεύθυνοι ήταν τοπικοί κυβερνήτες και όχι κάποιο αυτοκρατορικό διάταγμα. Το πρόβλημα παραμένει ότι η μοναδική πηγή που υποστηρίζει ότι υπήρξε διωγμός είναι ο εκκλησιαστικός Ευσέβιος, ο οποίος είδαμε ότι θεωρείται αναξιόπιστος ως ιστορικός.

5) Τον Ιανουάριο του 250 μ.κ.ε. ο αυτοκράτορας Δέκιος δημοσίευσε ένα διάταγμα που πρόσταζε όλους τους κατοίκους της επικράτειας να θυσιάσουν στο όνομά του. Αυτοί που υπάκουαν θα λάβαιναν ένα πιστοποιητικό (libelus), σαν απόδειξη της θυσίας που είχαν κάνει. Το διάταγμα του Δέκιου δεν απευθυνόταν συγκεκριμένα στους Χριστιανούς, αλλά σε όλους τους υπηκόους του. Το αίτιο έκδοσης του διατάγματος ήταν η προάσπιση της κοινωνικής συνοχής. Όταν ο Δέκιος ανέλαβε την εξουσία, έπρεπε να αντιμετωπίσει πολιτικούς αντιπάλους καθώς και μια διχασμένη αυτοκρατορία. Το γεγονός ότι δεν είχε αριστοκρατική καταγωγή (γεννήθηκε στη σημερινή Σερβία) έκανε δυσκολότερη την εγκαθίδρυσή του στη Ρώμη. Ξεκίνησε λοιπόν μια εκστρατεία επαναφοράς των παραδοσιακών ρωμαϊκών αξιών και συντήρησης του οράματος της Pax Romana. Το ενδιαφέρον του για την αυτοκρατορική θρησκεία ήταν μέρος αυτής της προσπάθειας. Με το να επιβάλει τη συμμετοχή των υπηκόων του σε αυτήν τη θρησκεία, ήθελε να επαναφέρει τη Ρώμη στις ένδοξες μέρες της και να εστιάσει την προσοχή και την αφοσίωση των Ρωμαίων σε αυτόν. Το πιστοποιητικό αφορούσε κοινωνικό κομφορμισμό και πολιτική υπακοή και δεν ανέφερε συγκεκριμένα ότι αυτός που το κατείχε δεν είναι Χριστιανός ή ότι απαρνιέται τον Χριστό. Το διάταγμα αφορούσε ποινική δίωξη, όχι θρησκευτική. Επίσης, δεν είναι σαφές κατά πόσο γίνονταν έλεγχοι από τις αρχές για την παρουσίαση του πιστοποιητικού, ούτε πώς τιμωρούνταν όσοι δεν το κατείχαν, καθώς και πόσα ήταν τα θύματα αυτών που αρνήθηκαν να συμμορφωθούν με το διάταγμα, που έμεινε σε ισχύ επί μόλις 18 μήνες.

6) Ο αυτοκράτορας Βαλεριανός, το 258 μ.κ.ε. με διάταγμά του, διέταξε το θάνατο των Χριστιανών ιερέων και επισκόπων, και των Χριστιανών συγκλητικών και υψηλόβαθμων διοικητικών σε περίπτωση που δεν αποστατούσαν. Κατ’ αρχάς, πρέπει να μας κάνει εντύπωση ότι ούτε μία δεκαετία μετά το «διωγμό» του Δέκιου οι Χριστιανοί φέρονται να ανήλθαν τόσο εύκολα στην εξουσία ώστε να υπάρχουν ακόμα και υψηλόβαθμοι και συγκλητικοί Χριστιανοί! Πώς θα μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο αν συστηματικά η ίδια αυτή κυβέρνηση τους δίωκε; Όσον αφορά το διάταγμα του Βαλεριανού, είναι η πρώτη νομοθεσία συγκεκριμένα κατά Χριστιανών. Όχι όμως όλων των Χριστιανών. Το ενδιαφέρον του περιοριζόταν σε επισήμους, όχι σε όλο τον κλήρο. Σκοπός του ήταν η ακεραιότητα της ρωμαϊκής κυβέρνησης και ο περιορισμός της επιρροής μιας ομάδας εν δυνάμει καταστροφικής (στα δικά του μάτια). Μπορεί το μέτρο να μας φαίνεται ακραίο και βάναυσο (και φυσικά ήταν), αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ακόμα και σήμερα σε πολλές πολιτείες της Αμερικής δεν μπορούν άθεοι να εκλεγούν δήμαρχοι ή κυβερνήτες (βάση νόμου), στη Βρετανία η βασίλισσα απαγορευόταν μέχρι το 2011 να παντρευτεί ρωμαιοκαθολικό και στην Ελλάδα φαίνεται να υπάρχει ακόμα η ανάγκη θρησκευτικού όρκου κάθε νέας κυβέρνησης. Ελάχιστοι φαίνεται να είναι αυτοί που πέθαναν σαν αποτέλεσμα του διατάγματος του Βαλεριανού, το οποίο ακυρώθηκε το 260, με το θάνατό του. Είναι η πίστη ότι διώκεσαι που σε ωθεί να επιτεθείς σε άλλους. Η γλώσσα της δίωξης και των μαρτύρων είναι η γλώσσα του πολέμου.

7) Ο διωγμός του αυτοκράτορα Διοκλητιανού προσομοιάζει περισσότερο από κάθε άλλον την εικόνα που παρουσιάζεται για τους διωγμούς κατά Χριστιανών. Με διάταγμα, ο Διοκλητιανός το 303, έκανε παράνομες τις συναντήσεις Χριστιανών, δήμευσε τις περιουσίες τους, κατάσχεσε ιερά κείμενα, μετέτρεψε ελεύθερους Χριστιανούς σε σκλάβους. Ο βαθμός της θηριωδίας και η έκταση του διωγμού διέφερε ανά περιοχή. Στη Δύση μόνο σποραδικά επιβλήθηκε το διάταγμα και όχι στο σύνολο των λεπτομερειών του. Εξασθένησε η επιβολή του μέχρι το 304 και τερματίστηκε επίσημα το 306 από τον Κωνσταντίνο που μάλιστα όχι μόνο απελευθέρωσε σκλαβωμένους Χριστιανούς αλλά τους επέστρεψε και τις κατασχεμένες περιουσίες τους. Πιο βίαια επιβλήθηκε η δίωξη στη Βόρεια Αφρική, όπου το 304 με νέο διάταγμα υποχρεώνονταν όλοι, άντρες, γυναίκες, παιδιά, να μαζεύονται σε πλατείες και να προσφέρουν θυσίες. Σε περίπτωση άρνησης θανατώνονταν. Το παράξενο είναι ότι ακόμα και ο εκκλησιαστικός Ευσέβιος δε δίνει βαρύτητα σε επεισόδια στη Βόρια Αφρική. Ακόμα και στην ιστορία των Μαρτύρων της Παλαιστίνης μόνο οι 16 από τους 99 Χριστιανούς μάρτυρες φαίνεται να αναζητήθηκαν από τις αρχές, κάτι που μας αφήνει να υποθέσουμε ότι οι υπόλοιποι ενδεχομένως να παρουσιάστηκαν από μόνοι τους για να μαρτυρήσουν, συμπεριφορά που εκείνα τα χρόνια συνέβαινε περιστασιακά και μόνο αργότερα καταδικάστηκε από την Εκκλησία σαν πράξη παρόμοια με την αυτοκτονία. Η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρουμε πόσο άσχημη ακριβώς ήταν η δίωξη, αλλά ξέρουμε ότι τα διατάγματα δεν επιβάλλονταν ομοιόμορφα και ότι ακόμα και στην Ανατολή, όπου οι Χριστιανοί λένε ότι οι διώξεις ήταν χειρότερες, οι πιστοί σπάνια αναζητούνταν από τις αρχές. Όπως και να ‘χει, φαίνεται η δίωξη να τερματίστηκε το 305 με την απόσυρση του Διοκλητιανού και να συνεχίστηκε από τον Μαξιμίνο Β’ από το 311 μέχρι το 313. Υπολογίζεται ότι θανατώθηκαν 3.000 με 3.500 Χριστιανοί και όχι εκατοντάδες χιλιάδες (μέχρι και 20.000.000!!!) όπως προβοκατόρικα αναφέρεται αυθαίρετα σε κατηχητικά και σε site. Δεν πρέπει να ξεχνάμε επίσης ότι ο Διοκλητιανός δεν είχε στόχο αποκλειστικά τους Χριστιανούς. Ήδη από το 296 ζητούσε το θάνατο των Μανιχαϊστών και το κάψιμο των κειμένων τους, και ακόμα και οι Χριστιανοί, όταν απέκτησαν δύναμη, ζήτησαν την κατάργηση των πολιτικών δικαιωμάτων τους (381 μ.κ.ε.).

Όλες αυτές τις φρικαλεότητες πρέπει να τις δούμε υπό το πρίσμα της εποχής που συνέβησαν. Η Ρώμη δεν ήταν μια δημοκρατική, ανοιχτή κοινωνία όπως θέλουν να βλέπουν τον εαυτό τους οι σημερινές δυτικές. Κάποιος μπορούσε να εκτελεστεί με βάναυσο και ευφάνταστο τρόπο για σχετικά ασήμαντα αδικήματα όπως το κάψιμο σοδειάς ή η διατάραξη της νυχτερινής ησυχίας. Η βία που εξαπέλυσε ο Νέρωνας εναντίον των Χριστιανών μετά την πυρκαγιά δεν πρέπει να μας προκαλεί έκπληξη δεδομένης της βίαιης ιδιοσυγκρασίας του ίδιου και των γενικών κανόνων της ρωμαϊκής τιμωρίας. Με εξαίρεση λοιπόν, ίσως, την κλιμάκωση της αγριότητας της Μεγάλης Δίωξης (303-305), τίποτα στην αντιμετώπιση των Χριστιανών από τους Ρωμαίους δεν δικαιολογεί τον γενικευμένο μύθο που διδάσκεται στα σχολεία και στα κατηχητικά. Η εικόνα που έχουμε για τους διωγμούς κατά Χριστιανών που επί 3 αιώνες οδήγησαν στον φρικιαστικό θάνατο εκατοντάδες χιλιάδες Χριστιανούς πολίτες δεν μπορεί να είναι ρεαλιστική, δεδομένου του ότι, σύμφωνα με τα παραπάνω, βλέπουμε ότι οι Χριστιανοί δεν ήταν θύματα συνεχούς δίωξης από τους Ρωμαίους ούτε σε αυτοκρατορικό ούτε σε τοπικό επίπεδο, αλλά και του ότι οι Ρωμαίοι ήταν σχετικά ανεκτικοί όσον αφορά τη θρησκεία, συγκριτικά μόνο με άλλους αρχαίους λαούς όπως οι Σελευκίδες. Υπήρχε ανεκτικότητα και προσαρμογή των ξένων θρησκειών στον ρωμαϊκό πολυθεϊσμό (όπως του Δωδεκάθεου). Όταν η Ρώμη κατακτούσε μια πόλη ή περιοχή, ενσωμάτωνε στοιχεία της θρησκείας της στη ρωμαϊκή θρησκεία και άφηνε τους ντόπιους να την εξασκούν σχετικά ανενόχλητοι, αρκεί να μην ερχόταν σε αντίθεση με τους νόμους της αυτοκρατορίας. Οι Ρωμαίοι δεν είχαν πρόβλημα με ακίνδυνες πρακτικές όπως οι βαπτίσεις και οι ύμνοι. Είχαν πρόβλημα με εκείνες τις πλευρές του Χριστιανισμού που έμοιαζαν με προδοσία, επανάσταση ή καταπάτηση των νόμων και των ηθικών αρχών της αυτοκρατορίας. Η απειλητική για το ιμπεριαλιστικό κράτος ιδέα του αντιρρησία συνείδησης για παράδειγμα, ήταν ανήκουστη στη Ρώμη πριν τους Χριστιανούς. Όταν ένας δικαστής διέταζε έναν Χριστιανό να υπακούσει το νόμο του κράτους και αυτός απαντούσε ότι υπακούει μόνο το νόμο του Θεού, αυτό στα αυτιά του δικαστή ακουγόταν σαν στασιασμός και υπονόμευση του πολιτικού, όχι του θρησκευτικού, καθεστώτος. Το γεγονός ότι οι Ρωμαίοι παρεξηγούσαν πρακτικές όπως η «πόση του αίματος του Χριστού» και η «βρώση του σώματός του» για κανιβαλισμό καθώς και τις αναφορές στη «αδελφική αγάπη» για σεξουαλικές παρεκκλίσεις, δε βοηθούσε την ομιχλώδη οπτική τους για τη μυστηριακή αυτή θρησκεία. Ακόμα και σκλάβοι Χριστιανών (ναι, Χριστιανοί είχαν σκλάβους) κατηγορούσαν τους αφέντες τους για κανιβαλισμό και αιμομιξία.  

Οι Χριστιανοί που έζησαν επί Μεγάλου Κωνσταντίνου και αργότερα, δεν χάρισαν στους παγανιστές την θρησκευτική ανεκτικότητα που αυτοί ζητούσαν επί γενεές. Εξιστορήσεις με Χριστιανούς να καταστρέφουν παγανιστικούς ναούς και να επιτίθενται σε παγανιστικά θρησκευτικά κέντρα είναι εξαιρετικά συνήθεις. Με τη νομιμοποίηση του Χριστιανισμού, οι πιστοί μετατράπηκαν «από αμνούς σε λέοντες» (H. A. Drake).[1] Δεν έβλεπαν διαφορά μεταξύ αυτών και των μαρτύρων των διωγμών του Δέκιου ή του Διοκλητιανού. «Δεν υπάρχει έγκλημα για αυτούς που είναι με τον Χριστό.» (μοναχός Σενούθιος, 5ος αιώνας).

http://www.terrapapers.com/?p=66499

No comments :

Post a Comment