Η Ε.Ε. και ο Καναδάς μπορεί να υπέγραψαν τελικά χθες την πρώτη ολοκληρωμένη εμπορική και οικονομική συμφωνία μεταξύ των δύο πλευρών, τη λεγόμενη CETA, ωστόσο, τα όσα μεσολάβησαν τις τελευταίες βδομάδες με τις αντιδράσεις της τοπικής κυβέρνησης της Βαλονίας (γαλλόφωνο Βέλγιο) δημιουργούν νέα δεδομένα σε σχέση με τις συμφωνίες της Ευρώπης με διεθνείς εταίρους. Το γαλλόφωνο Βέλγιο έδωσε το «πράσινο φως» για την υπογραφή της συμφωνίας, που θα αρχίζει να εφαρμόζεται προσωρινά μετά την επικύρωσή της από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το καναδικό. Θα πάρει οριστική μορφή όταν επικυρωθεί απ’ όλα τα εθνικά κοινοβούλια, διαδικασία που μπορεί να πάρει χρόνια. Η συμφωνία περιλαμβάνει 1.600 σελίδες, ενώ καταργεί το 99% των υφιστάμενων σήμερα δασμών. Η αρχική συμφωνία Ε.Ε.-Καναδά, δηλαδή πριν από την αμφισβήτησή της από τους Βέλγους, ήταν μια κακή συμφωνία για τους Ευρωπαίους, όσο κι αν η Κομισιόν ισχυρίζεται το αντίθετο. Ήταν κακή γιατί δημιουργούσε προηγούμενο για το μέλλον και κυρίως στις διαπραγματεύσεις με τους Αμερικανούς για τη συμφωνία ελεύθερου εμπορίου.
Καταρχήν το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διαπραγματεύεται εδώ και 7 χρόνια με τον Καναδά, χωρίς τα κράτη μέλη και τα εθνικά κοινοβούλια να γνωρίζουν λεπτομερώς την πορεία των συζητήσεων, είναι από μόνο του αρνητικό. Το μόνο που κάνει διαχρονικά η Κομισιόν, όχι μόνο με τον Καναδά αλλά και με όλες τις συμφωνίες που διαπραγματεύτηκε με τρίτες χώρες, είναι μια απλή ενημέρωση του αρμόδιου Συμβουλίου σε τακτά διαστήματα χωρίς λεπτομέρειες και λογοδοσία. Αρκεί η αρχική εντολή που της δίνεται από το Συμβούλιο για να πάει τη διαπραγμάτευση μέχρι το τέλος σε συνθήκες συσκότισης. Αυτό από μόνο του είναι «γκρίζο» και αποδείχθηκε εκ των πραγμάτων τις τελευταίες εβδομάδες. Πάντα σε σχέση με τη διαδικασία, η διαπραγμάτευση που έκανε το τοπικό κοινοβούλιο της Βαλονίας (μία από τις τέσσερις οντότητες του ομοσπονδιακού κράτους του Βελγίου) δημιουργεί πλέον προηγούμενο για το μέλλον για όλα τα εθνικά κοινοβούλια. Οι Βέλγοι διαπραγματεύτηκαν τόσο με την Κομισιόν όσο και με τον Καναδά, πήραν αυτά που ήθελαν για τους ίδιους, ενώ οι διευκρινίσεις που απέσπασαν ισχύουν και για τα άλλα κράτη μέλη. Για τους ίδιους απέσπασαν το δικαίωμα να αποχωρήσουν μέσα σε έναν χρόνο από την προσωρινή έναρξη υλοποίησης της συμφωνίας, εάν διαπιστώσουν ότι είναι επιζήμια για τη Βαλονία ή για οποιαδήποτε άλλη βελγική οντότητα. Αυτό δεν υπήρχε στο αρχικό κείμενο.
Κοινοτικές πηγές στις Βρυξέλλες υποστηρίζουν ότι η συμφωνία με τις ΗΠΑ (ΤΤΙΡ) δεν θεωρείται εφικτή σε έναν ορατό χρονικό ορίζοντα, γιατί πολλά κράτη μέλη, κυρίως η Γαλλία, αλλά και οι Σοσιαλδημοκράτες στη Γερμανία έκαναν δεύτερες σκέψεις και δεν είναι πλέον υποστηρικτές της. Ωστόσο, η συμφωνία Ε.Ε.-Καναδά θα απωθήσει από μόνη της τους Αμερικανούς, δεδομένου ότι φαντάζει αυτή τη στιγμή αδύνατο να αποδεχθούν οι αμερικανικές πολυεθνικές μια διαιτησία αποτελούμενη από δικαστές και όχι δικηγορικά γραφεία. Ούτε οι αμερικανικές αρχές θα δεχθούν την επίλυση των διαφορών μεταξύ των εταιρειών τους και κυβερνήσεων της Ε.Ε. από εθνικούς δικαστές. Από την άλλη, οι Ευρωπαίοι, μετά από αυτό που επέβαλαν οι Βέλγοι στη CETA, και να θέλουν δεν μπορούν πλέον να αποδεχθούν διαιτησία δικηγόρων. Για αυτό ο κ. Μανιέτ εμφανίστηκε κατηγορηματικός. Τα όσα έγιναν με τους Βέλγους και τον Καναδά, ασφαλώς θα κάνουν στο εξής και την Κομισιόν πιο προσεκτική, γιατί και εδώ δημιουργήθηκε ένα προηγούμενο. Οποιοδήποτε εθνικό κοινοβούλιο στο μέλλον θα μπορεί να κάνει το ίδιο. Κάποιοι στις Βρυξέλλες λένε ότι αυτό που έγινε με τους Βέλγους είναι κακό για την Ευρώπη γιατί δεν θα μπορούν στο μέλλον να συνάπτονται συμφωνίες. Πρόκειται για μια εσφαλμένη αντίληψη, γιατί ακριβώς εξαιτίας της έλλειψης διαφάνειας η Ε.Ε. έχει σήμερα απέναντι τους πολίτες, αλλά και ένα μεγάλο μέρος εθνικών βουλευτών. Αν η Κομισιόν ζητούσε τη γνώμη του πολίτη και των εθνικών κοινοβουλίων πιο συχνά και λάμβανε υπ’ όψιν τα προβλήματα της καθημερινότητας, σήμερα η Ε.Ε. δεν θα είχε απομακρυνθεί τόσο πολύ από τους πολίτες, ούτε θα υπήρχε αυτή η έξαρση των ακραίων αντιευρωπαϊκών κομμάτων.
Σε σχέση με την ουσία, η συμφωνία ήταν κακή για τους Ευρωπαίους, γιατί έδινε σημαντικά προνόμια στους Καναδούς, λιγότερα τώρα μετά τις διευκρινίσεις που δόθηκαν. Ειδικότερα, το πιο προβληματικό στοιχείο της αρχικής συμφωνίας, που προκαλεί πολλά ερωτηματικά για τη στάση της Κομισιόν, αφορούσε το δικαίωμα που δινόταν στις καναδικές επιχειρήσεις να αμφισβητήσουν έναν εθνικό νόμο διεκδικώντας αποζημιώσεις όχι από τα δικαστήρια, αλλά από μια «περίεργη» διαιτησία δικηγόρων. Κι αυτό γιατί άφηνε ανοικτό το ενδεχόμενο η διαιτησία αυτή να είναι δικηγορικά γραφεία, στα οποία θα προσέφευγε μια καναδική εταιρεία ζητώντας αποζημιώσεις για κάποιο νόμο που της προκάλεσε ζημιά. Ο κίνδυνος σύγκρουσης συμφερόντων στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν ορατός. Οι Βέλγοι εδώ δούλεψαν για όλους τους Ευρωπαίους γιατί πέτυχαν η διαιτησία να είναι πλέον ένα διεθνές δικαστήριο αποτελούμενο από 15 Ευρωπαίους και Καναδούς δικαστές πλήρους απασχόλησης, οι οποίοι θα διορίζονται από τις δύο πλευρές. Μάλιστα, οι συνεδριάσεις αυτού του οργάνου θα είναι δημόσιες, ενώ θα υπάρχει και δυνατότητα έφεσης. Αυτό πλέον αποτελεί προηγούμενο για όλες τις συμφωνίες που θα συναφθούν στο μέλλον με διεθνείς εταίρους. Μια άλλη ακατανόητη υποχώρηση της Κομισιόν αφορούσε τον γεωργικό τομέα, όπου είχε συμφωνήσει να μπορούν οι Καναδοί να κλείνουν προσωρινά τα σύνορά τους σε περίπτωση που οι εισαγωγές ενός προϊόντος από την Ε.Ε. διαταράσσουν την ομαλή λειτουργία της αγοράς τους, ωστόσο δεν προβλεπόταν το αντίστοιχο για τους Ευρωπαίους. Οι Ευρωπαίοι διαπραγματεύτηκαν και επέβαλαν την αμοιβαιότητα.
Αναφορικά με την επόμενη μέρα, δηλαδή τη «νομολογία» που επιβάλλει η συμφωνία Ε.Ε.-Καναδά, ο τοπικός πρωθυπουργός του Βελγίου, Πολ Μανιέτ, ήταν απολύτως κατηγορηματικός για μια άλλη συμφωνία που διαπραγματεύεται η Κομισιόν, εκείνη με τις ΗΠΑ (ΤΤΙP). «Μετά τις διευκρινίσεις και τις αλλαγές που πετύχαμε στις συζητήσεις με την Κομισιόν και τον Καναδά, αυτό που μπορώ να σας πω είναι ότι η υπό διαπραγμάτευση συμφωνία με τις ΗΠΑ έχει ήδη ενταφιαστεί», δήλωσε ο κ. Μανιέτ στο κοινοβούλιο της Βαλονίας. Η Ευρωπαία επίτροπος Σεσίλια Μάλμστρομ, που έκλεισε τη CETA και διαπραγματεύεται με τους Αμερικανούς, αντέκρουσε λέγοντας ότι δεν ευσταθεί αυτό που λέει ο κ. Μανιέτ, ωστόσο αναγνώρισε ότι δημιουργούνται τώρα κάποια νέα δεδομένα που θα πρέπει να ληφθούν υπ’ όψιν.
http://www.naftemporiki.gr/
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΟΛΟΚΛΗΡΗ ΤΗΝ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΕΔΩ: http://trade.ec.europa.eu/doclib/docs/2014/september/tradoc_152806.pdf
Καταρχήν το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διαπραγματεύεται εδώ και 7 χρόνια με τον Καναδά, χωρίς τα κράτη μέλη και τα εθνικά κοινοβούλια να γνωρίζουν λεπτομερώς την πορεία των συζητήσεων, είναι από μόνο του αρνητικό. Το μόνο που κάνει διαχρονικά η Κομισιόν, όχι μόνο με τον Καναδά αλλά και με όλες τις συμφωνίες που διαπραγματεύτηκε με τρίτες χώρες, είναι μια απλή ενημέρωση του αρμόδιου Συμβουλίου σε τακτά διαστήματα χωρίς λεπτομέρειες και λογοδοσία. Αρκεί η αρχική εντολή που της δίνεται από το Συμβούλιο για να πάει τη διαπραγμάτευση μέχρι το τέλος σε συνθήκες συσκότισης. Αυτό από μόνο του είναι «γκρίζο» και αποδείχθηκε εκ των πραγμάτων τις τελευταίες εβδομάδες. Πάντα σε σχέση με τη διαδικασία, η διαπραγμάτευση που έκανε το τοπικό κοινοβούλιο της Βαλονίας (μία από τις τέσσερις οντότητες του ομοσπονδιακού κράτους του Βελγίου) δημιουργεί πλέον προηγούμενο για το μέλλον για όλα τα εθνικά κοινοβούλια. Οι Βέλγοι διαπραγματεύτηκαν τόσο με την Κομισιόν όσο και με τον Καναδά, πήραν αυτά που ήθελαν για τους ίδιους, ενώ οι διευκρινίσεις που απέσπασαν ισχύουν και για τα άλλα κράτη μέλη. Για τους ίδιους απέσπασαν το δικαίωμα να αποχωρήσουν μέσα σε έναν χρόνο από την προσωρινή έναρξη υλοποίησης της συμφωνίας, εάν διαπιστώσουν ότι είναι επιζήμια για τη Βαλονία ή για οποιαδήποτε άλλη βελγική οντότητα. Αυτό δεν υπήρχε στο αρχικό κείμενο.
Κοινοτικές πηγές στις Βρυξέλλες υποστηρίζουν ότι η συμφωνία με τις ΗΠΑ (ΤΤΙΡ) δεν θεωρείται εφικτή σε έναν ορατό χρονικό ορίζοντα, γιατί πολλά κράτη μέλη, κυρίως η Γαλλία, αλλά και οι Σοσιαλδημοκράτες στη Γερμανία έκαναν δεύτερες σκέψεις και δεν είναι πλέον υποστηρικτές της. Ωστόσο, η συμφωνία Ε.Ε.-Καναδά θα απωθήσει από μόνη της τους Αμερικανούς, δεδομένου ότι φαντάζει αυτή τη στιγμή αδύνατο να αποδεχθούν οι αμερικανικές πολυεθνικές μια διαιτησία αποτελούμενη από δικαστές και όχι δικηγορικά γραφεία. Ούτε οι αμερικανικές αρχές θα δεχθούν την επίλυση των διαφορών μεταξύ των εταιρειών τους και κυβερνήσεων της Ε.Ε. από εθνικούς δικαστές. Από την άλλη, οι Ευρωπαίοι, μετά από αυτό που επέβαλαν οι Βέλγοι στη CETA, και να θέλουν δεν μπορούν πλέον να αποδεχθούν διαιτησία δικηγόρων. Για αυτό ο κ. Μανιέτ εμφανίστηκε κατηγορηματικός. Τα όσα έγιναν με τους Βέλγους και τον Καναδά, ασφαλώς θα κάνουν στο εξής και την Κομισιόν πιο προσεκτική, γιατί και εδώ δημιουργήθηκε ένα προηγούμενο. Οποιοδήποτε εθνικό κοινοβούλιο στο μέλλον θα μπορεί να κάνει το ίδιο. Κάποιοι στις Βρυξέλλες λένε ότι αυτό που έγινε με τους Βέλγους είναι κακό για την Ευρώπη γιατί δεν θα μπορούν στο μέλλον να συνάπτονται συμφωνίες. Πρόκειται για μια εσφαλμένη αντίληψη, γιατί ακριβώς εξαιτίας της έλλειψης διαφάνειας η Ε.Ε. έχει σήμερα απέναντι τους πολίτες, αλλά και ένα μεγάλο μέρος εθνικών βουλευτών. Αν η Κομισιόν ζητούσε τη γνώμη του πολίτη και των εθνικών κοινοβουλίων πιο συχνά και λάμβανε υπ’ όψιν τα προβλήματα της καθημερινότητας, σήμερα η Ε.Ε. δεν θα είχε απομακρυνθεί τόσο πολύ από τους πολίτες, ούτε θα υπήρχε αυτή η έξαρση των ακραίων αντιευρωπαϊκών κομμάτων.
Σε σχέση με την ουσία, η συμφωνία ήταν κακή για τους Ευρωπαίους, γιατί έδινε σημαντικά προνόμια στους Καναδούς, λιγότερα τώρα μετά τις διευκρινίσεις που δόθηκαν. Ειδικότερα, το πιο προβληματικό στοιχείο της αρχικής συμφωνίας, που προκαλεί πολλά ερωτηματικά για τη στάση της Κομισιόν, αφορούσε το δικαίωμα που δινόταν στις καναδικές επιχειρήσεις να αμφισβητήσουν έναν εθνικό νόμο διεκδικώντας αποζημιώσεις όχι από τα δικαστήρια, αλλά από μια «περίεργη» διαιτησία δικηγόρων. Κι αυτό γιατί άφηνε ανοικτό το ενδεχόμενο η διαιτησία αυτή να είναι δικηγορικά γραφεία, στα οποία θα προσέφευγε μια καναδική εταιρεία ζητώντας αποζημιώσεις για κάποιο νόμο που της προκάλεσε ζημιά. Ο κίνδυνος σύγκρουσης συμφερόντων στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν ορατός. Οι Βέλγοι εδώ δούλεψαν για όλους τους Ευρωπαίους γιατί πέτυχαν η διαιτησία να είναι πλέον ένα διεθνές δικαστήριο αποτελούμενο από 15 Ευρωπαίους και Καναδούς δικαστές πλήρους απασχόλησης, οι οποίοι θα διορίζονται από τις δύο πλευρές. Μάλιστα, οι συνεδριάσεις αυτού του οργάνου θα είναι δημόσιες, ενώ θα υπάρχει και δυνατότητα έφεσης. Αυτό πλέον αποτελεί προηγούμενο για όλες τις συμφωνίες που θα συναφθούν στο μέλλον με διεθνείς εταίρους. Μια άλλη ακατανόητη υποχώρηση της Κομισιόν αφορούσε τον γεωργικό τομέα, όπου είχε συμφωνήσει να μπορούν οι Καναδοί να κλείνουν προσωρινά τα σύνορά τους σε περίπτωση που οι εισαγωγές ενός προϊόντος από την Ε.Ε. διαταράσσουν την ομαλή λειτουργία της αγοράς τους, ωστόσο δεν προβλεπόταν το αντίστοιχο για τους Ευρωπαίους. Οι Ευρωπαίοι διαπραγματεύτηκαν και επέβαλαν την αμοιβαιότητα.
Αναφορικά με την επόμενη μέρα, δηλαδή τη «νομολογία» που επιβάλλει η συμφωνία Ε.Ε.-Καναδά, ο τοπικός πρωθυπουργός του Βελγίου, Πολ Μανιέτ, ήταν απολύτως κατηγορηματικός για μια άλλη συμφωνία που διαπραγματεύεται η Κομισιόν, εκείνη με τις ΗΠΑ (ΤΤΙP). «Μετά τις διευκρινίσεις και τις αλλαγές που πετύχαμε στις συζητήσεις με την Κομισιόν και τον Καναδά, αυτό που μπορώ να σας πω είναι ότι η υπό διαπραγμάτευση συμφωνία με τις ΗΠΑ έχει ήδη ενταφιαστεί», δήλωσε ο κ. Μανιέτ στο κοινοβούλιο της Βαλονίας. Η Ευρωπαία επίτροπος Σεσίλια Μάλμστρομ, που έκλεισε τη CETA και διαπραγματεύεται με τους Αμερικανούς, αντέκρουσε λέγοντας ότι δεν ευσταθεί αυτό που λέει ο κ. Μανιέτ, ωστόσο αναγνώρισε ότι δημιουργούνται τώρα κάποια νέα δεδομένα που θα πρέπει να ληφθούν υπ’ όψιν.
http://www.naftemporiki.gr/
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΟΛΟΚΛΗΡΗ ΤΗΝ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΕΔΩ: http://trade.ec.europa.eu/doclib/docs/2014/september/tradoc_152806.pdf
No comments :
Post a Comment