29/10/2016

Π.Α: Επικίνδυνη Αυταρέσκεια και προβλήματα

Από τη δεκαετία του 1970 η Πολεμική Αεροπορία (Π.Α.) απέκτησε και διατηρεί μέχρι σήμερα ένα αξιοζήλευτο επίπεδο επιχειρησιακής ικανότητας. Το επίπεδο αυτό αποδεικνύεται συνεχώς και αναμφίβολα από τις κορυφαίες επιδόσεις των ελληνικών πληρωμάτων σε διεθνείς ασκήσεις και συνασκήσεις -διαγωνιστικές ή μη, από τις νατοϊκές αξιολογήσεις των μονάδων, από τα αποτελέσματα των αεροπορικών αντιπαραθέσεων με τους φίλους και γείτονες όταν αυτές προκύπτουν στο πλαίσιο της πολιτικής εντάσεως, αλλά και από την εσωτερική εικόνα της Π.Α., όπως αυτή προκύπτει μέσω πολλαπλών μηχανισμών ελέγχου και αξιολόγησης. Μάλιστα, η ποιότητα αυτή -έστω και απλοϊκά κατανοητή- αποτελεί ένα στοιχείο δίκαιης υπερηφάνειας και αυτοπεποίθησης του ελληνικού λαού, σε μία περίοδο που δεν υπάρχουν πολλά να του εμπνέουν υπερηφάνεια ή αυτοπεποίθηση. Είναι επίσης κοινός τόπος ότι το αεροπορικό ισοζύγιο ισχύος μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας είναι ίσως η κρισιμότερη παράμετρος της συνολικής ελληνοτουρκικής στρατιωτικής ισορροπίας και όσων πολιτικών ζητημάτων εξαρτώνται από αυτήν. Για τον λόγο αυτόν, και χωρίς να παραγνωρίζεται η σημασία των δύο άλλων Κλάδων, η κατάσταση και η ισχύς της Πολεμικής Αεροπορίας αποτελεί το σημαντικότερο στοιχείο του αμυντικού συστήματος της Χώρας. Όμως, παρά τις εξαιρετικές επιδόσεις σε συγκεκριμένους τομείς, η Πολεμική Αεροπορία έχει οξύτατα προβλήματα σε άλλους τομείς, εξ ίσου σημαντικούς για την επίδοσή της στον αεροπορικό πόλεμο. Τα προβλήματα αυτά τείνουν να παραβλέπονται εντός της Π.Α., και δεν είναι ευρέως αντιληπτά από το ευρύ κοινό˙είναι όμως κρίσιμα για την έκβαση μιας πραγματικής πολεμικής αναμέτρησης. Ενδεικτικά, στη συνέχεια θα αναφερθούν δύο από τα κρισιμότερα.

Τα προβλήματα

Ηλεκτρονικός Πόλεμος

Η Πολεμική Αεροπορία έχει δραματική υστέρηση στον τομέα του Ηλεκτρονικού Πολέμου (Η.Π.). Η υστέρηση αυτή αφορά:
- τον εξοπλισμό σε μέσα Η.Π., δηλαδή σε μέσα Ηλεκτρονικής Επίθεσης (Electronic Attack – E.A.) καθώς και σε μέσα Ηλεκτρονικής Υποστήριξης (Electronic Support – E.S.)
- τις δυνατότητες διαφόρων συστημάτων -που δεν είναι καθ’ εαυτά μέσα Η.Π.- να ανταποκριθούν σε περιβάλλον Η.Π., δηλαδή για τις δυνατότητες Ηλεκτρονικής τους Προστασίας (Electronic Protection – E.P.) ή, με πιο απλά λόγια, για την αντοχή αισθητήρων και συστημάτων τηλεπικοινωνιών σε αναγνώριση, παρεμβολή ή υποκλοπή.
- το συνολικό πλαίσιο δόγματος και επιχειρησιακής εκπαίδευσης των μονάδων σε περιβάλλον Η.Π. και σε επιχειρήσεις Η.Π., είτε πρόκειται για τις μοίρες μαχητικών αεροσκαφών, είτε για τις εξειδικευμένες μοίρες άλλων ρόλων που όμως παίζουν οργανικό ρόλο στις αεροπορικές επιχειρήσεις.

Μια στοιχειώδης αλλά χαρακτηριστική ένδειξη της υποβάθμισης του Η.Π. είναι η πορεία του εξοπλιστικού προγράμματος ASPIS II. Ο όγκος των μαχητικών της Π.Α. αφέθηκε επί χρόνια να επιχειρεί χωρίς βασικά στοιχεία εξοπλισμού Η.Π.. Τα στοιχεία αυτά δεν αποτελούν απλώς «αξεσουάρ» ενός μαχητικού αεροσκάφους, έστω και «σημαντικά»: ο τρόπος που ενεργεί ένα πακέτο COMAO του οποίου τα αεροσκάφη είναι εξοπλισμένα με αυτά, είναι πολύ διαφορετικός από αυτόν ενός «γυμνού» COMAO – και η αποτελεσματικότητά τους επίσης πολύ διαφορετική.Φυσικά, στο συγκεκριμένο παράδειγμα μπορεί κανείς να επικαλεστεί τα προβλήματα με την προμηθεύτρια εταιρεία, που υπήρξαν σημαντικά (;) και δεν αποτέλεσαν υπαιτιότητα της Π.Α.. Αυτό είναι ακριβές, μόνον που το ενδεικτικό εδώ είναι -χωρίς να γίνει εδώ εκτενής αναφορά στο ζήτημα- η στάση της Π.Α. στο θέμα αυτό: με τον έναν ή άλλον τρόπο, η Π.Α. επέλεξε ή, έστω, ανέχτηκε, να έχει το μεγαλύτερο μέρος της δύναμής των μαχητικών της «γυμνό» επί χρόνια, πράγμα που δε θα έπραττε π.χ. αν το πρόβλημα αφορούσε τα ραντάρ των μαχητικών.

Φυσικά, τα συστήματα αυτοπροστασίας αποτελούν απλώς την κορυφή του παγόβουνου, αφού αφορούν υποσύστημα των μαχητικών αεροσκαφών, τα οποία κυρίως αποσπούν το ενδιαφέρον του κόσμου. Εκεί που πραγματικά είναι η τραγωδία, είναι τα μέσα (δηλαδή η έλλειψη μέσων) Ηλεκτρονικής Υποστήριξης (Electronic Support – E.S.) και το επίπεδο E.P. των περισσοτέρων μέσων της Π.Α..Η έλλειψη μέσων Η.Π. και αντίστοιχα η έλλειψη προηγμένου δόγματος και εκπαίδευσης στον Η.Π. δεν αποτελεί ένα «επί μέρους» ή «περιορισμένο» πρόβλημα που πρέπει να «προσεχθεί». Παρά τους «Αργοναύτες» και τους «Δουρείους Ίππους», η συνολική εξοικείωση της Τακτικής Αεροπορίας με επιχειρήσεις που διεξάγονται σε περιβάλλον Η.Π. είναι περιορισμένη και πολύ προβληματική. Αν οι ικανότητες της Π.Α. στον τομέα της αεροπορικής τακτικής αποδεικνύονται από τους δείκτες που αναφέρθηκαν στην αρχή, τότε οι αντίστοιχοι δείκτες για τον Η.Π. θα έπρεπε να αφήνουν άυπνους τους υπευθύνους του Α.Τ.Α. και του Γ.Ε.Α..

Δυστυχώς, η κατάσταση του Η.Π. στην Π.Α. δεν αποτελεί κοινό πρόβλημά της με τον βασικό αντίπαλό της, την Τουρκική Αεροπορία (Τ.Α.). Με συστηματική προσπάθεια σε βάθος χρόνου, όπως συχνά κάνουν οι τούρκοι, το επίπεδο της αεροπορίας τους στον τομέα αυτό δεν είναι απλώς «καλύτερο»˙ είναι καταθλιπτικά ανώτερο. Το θέμα των συστημάτων αυτοπροστασίας που χρησιμοποιήθηκε προηγουμένως ως ένδειξη, είναι διαφωτιστικό για το πώς αντιλαμβάνονται τη σημασία του Η.Π. στα ανατολικά μας. Αλλά αυτό θα ήταν το λιγότερο. Το συνολικό επίπεδο εξοπλισμού, ιδίως σε μέσα που δεν αφορούν τις πολεμικές μοίρες αλλά τις εξειδικευμένες μονάδες τους, είναι μακράν ανώτερο από το δικό μας. Και αν οι ενδείξεις που αναφέρθηκαν στην αρχή για την ανωτερότητα της Π.Α. στον τομέα της αεροπορικής τακτικής ισχύουν, τότε οι αντίστοιχες ενδείξεις στον τομέα του Η.Π. είναι τρομακτικές. Η Τ.Α., τόσο λόγω εξοπλισμού όσο και λόγω εκπαίδευσης, θεωρείται από τις ισχυρότερες αεροπορίες του ΝΑΤΟ στον τομέα αυτόν, προηγμένη και ηγετική δύναμη που δεν απορροφά απλώς τεχνογνωσία και εμπειρία από άλλους, αλλά επηρεάζει και διαμορφώνει εξελίξεις.

Το βάθος του προβλήματος που υπάρχει σήμερα πάει πολύ πίσω. Κατά την -επαναστατική για την εποχή της- αγορά των αεροσκαφών F-4E από την Π.Α., επελέγη αυτά να αγοραστούν χωρίς Σύστημα Αυτοπροστασίας. Η Π.Α. είχε τη δυνατότητα να προμηθευτεί Σ/Α για τα αεροσκάφη, και εξ αιτίας του πολέμου του Βιετνάμ γνώριζε (ή όφειλε να γνωρίζει), ήδη από τότε, τη σημασία του Η.Π., όμως επέλεξε να τον αγνοήσει. Τη σημασία του τη διαπίστωσε λίγα χρόνια αργότερα, όταν η Τ.Α. προμηθεύτηκε και αυτή αεροσκάφη F-4E, προμηθευόμενή τα όμως μαζί με Σ/Α, που σε πολλές περιπτώσεις έκαναν -αφελώς, ίσως, τότε- επίδειξη του Σ/Α.

Η Πολεμική Αεροπορία έχει συνηθίσει ή έχει επιλέξει (έστω και υποσυνείδητα) να παραβλέπει το ζήτημα του Η.Π.. Σε καιρό ειρήνης έχει την άνεση και τη συνήθεια να ασκείται σε περιβάλλον χωρίς Η.Π., και αυτός να αντιμετωπίζεται μεμονωμένα στις ειδικές ασκήσεις. Το καθεστώς αυτό επιτρέπει να υποτιμώνται τα δυσάρεστα συμπεράσματα που προκύπτουν και να αντιμετωπίζεται ο Η.Π. ως μία προβληματική «περίπτωση», ανάμεσα όμως σε πολλές άλλες περιπτώσεις στις οποίες όμως τα αποτελέσματα είναι εξαιρετικά. Το γεγονός ότι ούτε τώρα, ούτε στο παρελθόν, η Π.Α. υπέστη πραγματική πίεση στον τομέα αυτόν -όπως για παράδειγμα υπέστη πραγματική πίεση από την Τ.Α. στον τομέα της αεροπορικής τακτικής- ώστε να αναγκαστεί να συνειδητοποιήσει το πρόβλημα και να ανταπεξέλθει, έχει επιτείνει τον εφησυχασμό. Όμως ειδικά ο Η.Π. είναι ένας τομέας στον οποίον ο καθένας περιμένει τον πόλεμο για να δείξει τα δόντια του και δεν τον χρησιμοποιεί ως μέσον πολιτικής επίδειξης.

Ο Η.Π. δεν είναι «μία κατηγορία επιχειρήσεων ανάμεσα στις άλλες». Ο Η.Π. αποτελεί το περιβάλλον διεξαγωγής ΟΛΩΝ των πολεμικών επιχειρήσεων. Ο πραγματικός αεροπορικός πόλεμος, εάν ποτέ διεξαχθεί, θα διεξαχθεί πλήρως και εξ ολοκλήρου σε καθεστώς πυκνού περιβάλλοντος Η.Π. Οι επιδόσεις στην εν γένει αεροπορική τακτική θα έχουν τόση μόνον αξία, όση έχουν όταν επιτυγχάνονται σε περιβάλλον εντατικού Η.Π. Κι αν έχει επιτραπεί στον εχθρό να υπερέχει αποφασιστικά στις επιχειρήσεις Η.Π., η υπεροχή στην αεροπορική τακτική θα είναι δώρον άδωρον. Τι να το κάνεις αν έχεις μάθει να εκμεταλλεύεσαι το αεροσκάφος σου στα όρια των δυνατοτήτων του -που εν πολλοίς σημαίνει στα όρια των δυνατοτήτων των αισθητήρων του- αν τα όρια αυτά υποβαθμιστούν ριζικά και αιφνιδιαστικά στις πραγματικές επιχειρήσεις; Και πολύ περισσότερο, πώς να ανταπεξέλθεις αν τα δικά σου όρια υποβαθμιστούν δραματικά, ενώ του αντιπάλου ελάχιστα ή πάντως πολύ λιγότερο, κι αυτός έχει συνηθίσει να επιχειρεί σε αυτή την κατάσταση, κι έχει επιπλέον συνηθίσει να αποκομίζει τακτικά οφέλη από αυτήν; Οι απαντήσεις είναι προφανείς -και δυσάρεστες.

Η δικτύωση των αεροπορικών δυνάμεων

Εδώ και αρκετές δεκαετίες, οι αμερικανικές Ένοπλες Δυνάμεις ανέπτυξαν την έννοια και τα μέσα του δικτυοκεντρικού πολέμου – «netcentric warfare». Ασχέτως με τη θεωρητική σύλληψη, η υλική και τεχνολογική βάση αυτής της εξέλιξης υπήρξε η ανάπτυξη και διάδοση ασυρμάτων (τυπικά: ασυρμάτων δικτύων μετάδοσης δεδομένων) τα οποία είχαν τη δυνατότητα αυτόματης μετάδοσης μεγάλου όγκου τυποποιημένων δεδομένων τακτικής καταστάσεως, με πρακτικό αποτέλεσμα, όλες οι δικτυωμένες μονάδες να λαμβάνουν μία κοινή εικόνα του πεδίου μάχης, όπως αυτή δημιουργείται από τα δεδομένα όλων των αισθητήρων μονάδων που είναι δικτυωμένες.[i] Η λειτουργία τέτοιων δικτύων γίνεται βάσει τυποποιημένων δικτύων, με το πρωτόκολλο που κυριαρχεί στον δυτικό κόσμο αυτή τη στιγμή να είναι το Link-16. Ασχέτως του πόσο έντονα μπορεί η χρήση των δικτύων δεδομένων να επηρεάσει στο μέλλον τη μορφή και το δόγμα των στρατιωτικών δυνάμεων -και γίνονται μεγάλες συζητήσεις γι’ αυτό-, στην παρούσα φάση είναι ένα εξαιρετικά ισχυρό εργαλείο το οποίο αλλάζει θεαματικά τις δυνατότητες των μονάδων που το χρησιμοποιούν, τόσο σε τακτικό όσο και σε επιχειρησιακό επίπεδο. Όσοι στρατιωτικοί, όλων των επιπέδων, ειδικοτήτων και υποβάθρων, το χρησιμοποιούν, εντυπωσιάζονται από τις δυνατότητές του και θεωρούν ότι αλλάζει το πεδίο της μάχης και τον τρόπο δράσης των μονάδων σε αυτό. Δεν είναι της παρούσης να γίνει παρουσίαση ή ανάλυση των διαφόρων ζεύξεων δεδομένων και της σημασίας τους. Η ουσία είναι ότι αποτελούν μια θεμελιώδη, αποφασιστική αλλαγή στο πεδίο της μάχης, και ιδιαίτερα (αλλά όχι αποκλειστικά) στον αεροπορικό και ναυτικό (και αεροναυτικό) πόλεμο.

Δυστυχώς, η Π.Α. ως οργανισμός φαίνεται μάλλον αδιάφορη απέναντι σε αυτή τη μείζονα εξέλιξη του αεροπορικού πολέμου. Τα μόνα μαχητικά αεροσκάφη της Π.Α. που είναι εξοπλισμένα με Link-16 είναι τα 30 F-16 Block 52+ Adv. ενώ όλα τα υπόλοιπα μαχητικά παραμένουν μέχρι σήμερα χωρίς Link-16[ii], παρ’ όλο που οι χειριστές των μοιρών που το χρησιμοποιούν (καθώς ΚΑΙ οι Ελεγκτές Αεράμυνας) είναι σχεδόν… εκστασιασμένοι με τις δυνατότητες που τους παρέχει. Η Π.Α. παραμένει σχεδόν ατάραχη απέναντι σε αυτή την αλλαγή της φύσης του πεδίου της μάχης, παρ’ όλο που η σχετική εξοπλιστική δαπάνη είναι ελάχιστη μπροστά σε άλλες προτεραιότητες, τόσο του παρελθόντος όσο και του παρόντος. Και πάλι, η σύγκριση με την Τ.Α. είναι εξαιρετικά δυσάρεστη. Το σύνολο των F-16 της Τ.Α. -με εξαίρεση τα 37 παλαιότερα F-16 Block 30, τα οποία χρησιμοποιούνται σε ρόλο μετεκπαίδευσης- είναι εξοπλισμένο με Link-16 και μόνον τα προς απόσυρση F-4E/2020 δεν έχουν εξοπλιστεί. Η επίδειξη ισχύος που η Τ.Α. ήδη κάνει προς την Π.Α. χρησιμοποιώντας στοιχειώδεις δυνατότητες των ζεύξεων δεδομένων είναι, το λιγότερο, εξαιρετικά ανησυχητική -κι αυτό αποτελεί μία πολύ συγκρατημένη διατύπωση. Ούτε και αυτή η, έμπρακτη, επιχειρησιακή, επίδειξη ισχύος φαίνεται να κινητοποιεί τους επιτελείς της Π.Α. για να κινηθούν δραστήρια προς αυτήν την κατεύθυνση. Αν ούτε οι εισηγήσεις των χειριστών που εκμεταλλεύονται το σύστημα, ούτε οι τουρκικές επιδείξεις ισχύος (με την εκμετάλλευση ελάχιστου μέρους των δυνατοτήτων) μπορούν να κινητοποιήσουν έναν οργανισμό, τότε ο οργανισμός αυτός έχει σοβαρότατο πρόβλημα.
Τα συστηματικά αίτια των προβλημάτων

Αναφέρθηκαν δύο συγκεκριμένες -προφανώς όχι οι μοναδικές- περιπτώσεις αδυναμίας της Πολεμικής Αεροπορίας. Θα ήταν λάθος να θεωρηθεί ότι τα δύο αυτά προβλήματα είναι απλώς περιστασιακές λανθασμένες επιλογές ή αμέλειες της Πολεμικής Αεροπορίας, οι οποίες μπορούν να επανορθωθούν από τα αρμόδια όργανα με «λίγο μεγαλύτερη προσοχή». Τα προβλήματα αποτελούν εκδηλώσεις βαθύτερων προβλημάτων του οργανισμού της Πολεμικής Αεροπορίας καθώς και αδυναμιών της χώρας σε επίπεδο που υπερβαίνει την Πολεμική Αεροπορία και τις Ένοπλες Δυνάμεις. Συγκεκριμένα:

Ο Οργανισμός της Πολεμικής Αεροπορίας

Οι βασικές ειδικότητες των αξιωματικών της Πολεμικής Αεροπορίας, αυτές που παράγονται από τη Σχολή Ικάρων και έχουν βαρύτητα για τον οργανισμό της, είναι τρείς: Οι Ιπτάμενοι, οι Μηχανικοί και οι Ελεγκτές Αεράμυνας. Όπως είναι αναμενόμενο -και συμβαίνει άλλωστε σε όλες τις αεροπορίες του κόσμου- στη διοίκηση της Πολεμικής Αεροπορίας κυριαρχούν οι Ιπτάμενοι, που αποτελούν και τους οργανωτικούς και τους επιχειρησιακούς σχεδιαστές της. Η ηγεσία της Πολεμικής Αεροπορίας, αυτονοήτως και δικαίως, προέρχεται από τους Ιπταμένους αξιωματικούς της. Οι Μηχανικοί της Πολεμικής Αεροπορίας, που διακρίνονται σε Μηχανικούς Αεροσκαφών, Ηλεκτρονικών και Εγκαταστάσεων, στο πλαίσιο του οργανισμού της Π.Α. είναι προσανατολισμένοι κυρίως στην τεχνική και εφοδιαστική υποστήριξη της Π.Α. Όμως ο Η.Π. αποτελεί ένα ιδιαίτερο αντικείμενο στο οποίο η τεχνολογία σχετίζεται με την τακτική και το δόγμα περισσότερο από ότι σε οποιονδήποτε άλλο τομέα. Το αντικείμενο έχει τέτοια τεχνική εκζήτηση, που στην πράξη απαιτεί την ενεργό, ακόμη και την πρωταγωνιστική συμμετοχή των Μηχανικών Ηλεκτρονικών, με το ακαδημαϊκό και τεχνολογικό υπόβαθρο που αυτοί διαθέτουν.

Αλλά για να γίνει αυτό, πρέπει να ξεπεραστούν δύο βασικά οργανωτικά προβλήματα της Π.Α.
- Αφ’ ενός οι Μηχανικοί Ηλεκτρονικών, δηλαδή οι ειδικοί εμπειρογνώμονες της Π.Α. στον Η.Π., έχουν πολύ περιορισμένη εμπλοκή με επιχειρησιακά θέματα και ελάχιστες υπηρεσιακές θέσεις που αφορούν τον Η.Π. σε επίπεδο δόγματος, επιχειρήσεων και εκπαιδεύσεως. Η εμπλοκή τους στο αντικείμενο περιορίζεται κυρίως στο επίπεδο της «τεχνικής υποστήριξης», δηλαδή της αξιολόγησης συστημάτων, της συντήρησής τους και σε πολύ περιορισμένο βαθμό, της παρέμβασής τους σε αυτά.
- Ταυτόχρονα και εξ αιτίας της υπάρξεως των Μηχανικών Ηλεκτρονικών, οι κατ’ εξοχήν επιχειρησιακοί αξιωματικοί, δηλαδή οι Ιπτάμενοι, έχουν μια «απόσταση» από το -εξαιρετικής τεχνικής πολυπλοκότητας, ακόμη και σε λειτουργικό επίπεδο- αντικείμενο του Ηλεκτρονικού Πολέμου.
Με άλλα λόγια: αυτοί που στην Π.Α. έχουν το τεχνολογικό υπόβαθρο για να διευρύνουν σημαντικά τις δυνατότητες σε θέματα Η.Π. κρατιούνται μακριά από τα επιχειρησιακά θέματα, (σχετικά, τουλάχιστον, αλλά το «σχετικά» είναι κρίσιμο…) και αυτοί που διαμορφώνουν την επιχειρησιακή πραγματικότητα της Π.Α. δεν έχουν το τεχνολογικό υπόβαθρο και ακαδημαϊκό υπόβαθρο που απαιτεί η τεχνική φύση του Η.Π.
Με άλλα λόγια: ενώ στον αεροπορικό πόλεμο οι επιχειρήσεις Η.Π. αποτελούν ένα ιδιότυπο -αλλά κυρίαρχο- πεδίο συνδυασμού επιχειρησιακών και τεχνικών θεμάτων, πολύ περισσότερο απ’ ότι όλα τα υπόλοιπα πεδία του αεροπορικού πολέμου, σε επίπεδο ανθρωπίνου δυναμικού η Π.Α. δεν έχει στη διάθεσή της το αντίστοιχο μείγμα. Οι δύο πλευρές χωρίζονται από ένα διοικητικό και οργανωτικό κενό, με τους τεχνικούς αξιωματικούς να είναι εκτός. Η στρατιωτική ιστορία όμως, από την αρχή του Η.Π. μέχρι σήμερα, δείχνει ότι μόνον αεροπορίες με ισχυρότατη και άμεση εμπλοκή υψηλού επιπέδου μηχανικών στα θέματα Η.Π. επιτυγχάνουν αξιόλογες επιδόσεις στον τομέα αυτόν.

Το κενό μεταξύ επιχειρησιακών αξιωματικών και μηχανικών στην Π.Α. επιτείνεται δραματικά από την απόλυτη -σχεδόν ακραία- κυριαρχία των Ιπταμένων Αξιωματικών σε όλες τις θέσεις διοίκησης και ευθύνης του οργανισμού της. Ενώ η πρωτοκαθεδρία τους είναι αυτονόητη, και άλλωστε δεδομένη σε όλες τις αεροπορίες του κόσμου, στην Π.Α, εξ αιτίας μιας νοοτροπίας που μπορεί να χαρακτηριστεί «συντεχνιακή», έχουν αποδοθεί στους Ιπταμένους όλες οι θέσεις διοικήσεως, ακόμη κι εκείνες που θα όφειλαν να έχουν δοθεί σε Ελεγκτές Αεράμυνας ή σε Μηχανικούς Αεροσκαφών. Το βασικό όργανο που κατευθύνει την οργάνωση και το δόγμα της Π.Α., το Ανώτατο Αεροπορικό Συμβούλιο (ΑΑΣ), απαρτίζεται στην Ολομέλειά του από δέκα εννέα (19) μέλη, εκ των οποίων δεκατρείς (13) Ιπτάμενοι, τρείς (3) Μηχανικοί, ένας (1) Ελεγκτής Αεράμυνας, ένας (1) αξιωματικός του Οικονομικού και ένας (1) του Υγειονομικού. Στη Βασική Σύνθεση του (που έχει και τη μεγαλύτερη σημασία για τα οργανωτικά και επιχειρησιακά θέματα), συμμετέχει ένας (1) Αντιπτέραρχος Μηχανικός, παραδοσιακά Μηχανικός Αεροσκαφών. Έτσι, στην τρέχουσα Ολομέλεια του ΑΑΣ υπάρχει ένας (1) Μηχανικός Ηλεκτρονικών και στην τρέχουσα Βασική Σύνθεση ούτε ένας (0). Είναι προφανές ότι στο επίπεδο λήψης στρατηγικών αποφάσεων, η παρουσία στελεχών με καλή αντίληψη του αντικειμένου και τη σημασίας του είναι αμελητέα. Η κατάσταση στο ΑΑΣ αποτελεί απλή αντανάκλαση της κατάστασης σε όλο το εύρος του οργανισμού της Π.Α.[iii]

Η κατάσταση αυτή γίνεται ακόμη πιο προβληματική αν ληφθεί υπ΄όψιν ότι οι αξιωματικοί που παραγκωνίζονται τόσο ολοκληρωτικά από την επιρροή στην Π.Α. είναι στελέχη εξαιρετικά υψηλού επιπέδου. Οι Μηχανικοί απόφοιτοι της Σ.Ι. έχουν παραδοσιακά και μέχρι σήμερα εξαιρετικά αυστηρά κριτήρια επιλογής και ολοκληρώνουν ένα ιδιαίτερα απαιτητικό ακαδημαϊκό πρόγραμμα. Αποτελούν ένα σύνολο με εξαιρετικές δυνατότητες, που παραμένει παραγκωνισμένο κατά τρόπο που όχι μόνον είναι άδικος, αλλά κυρίως που στερεί την Π.Α. από κρίσιμες επιχειρησιακές δυνατότητες. Μια σύγκριση του οργανισμού της Π.Α. με αυτόν του Πολεμικού Ναυτικού είναι διαφωτιστική. Στο Πολεμικό Ναυτικό οι αξιωματικοί που είναι υπεύθυνοι για όλες τις πτυχές του Ηλεκτρονικού Πολέμου, συμπεριλαμβανομένων τόσο των επιχειρησιακών όσο και τεχνικών θεμάτων, ακόμη και της συντήρησης, είναι οι Μάχιμοι Αξιωματικοί του Π.Ν. Αυτό αποτελεί μια ρητή πρόβλεψη του οργανισμού˙ οι Μηχανικοί είναι προσανατολισμένοι στο μηχανολογικό και ναυπηγικό αντικείμενο, δηλαδή το λιγότερο «επιχειρησιακό». Ταυτόχρονα, είναι το Π.Ν. αποδίδει ιδιαίτερη έμφαση στην εκπαίδευση των Μαχίμων σε τεχνολογικά θέματα, πολύ μεγαλύτερη από αυτήν που αποδίδει η Π.Α. στην τεχνολογική εκπαίδευση των Ιπταμένων της. Είναι ενδεικτική η το πλήθος και η ποιότητα των μεταπτυχιακών εκπαιδεύσεων των Μαχίμων Αξιωματικών του Π.Ν.[iv], που είναι προσανατολισμένες σε τεχνικά θέματα. Έτσι εξηγείται εύκολα η ανώτερη επίδοση του Π.Ν. σε θέματα Η.Π. έναντι της Π.Α., παρ’ όλο που το ζήτημα έχει για την Π.Α. πολύ μεγαλύτερη σημασία από ότι για το Ναυτικό.[v]

Βιομηχανία και Τεχνολογία στην Ελλάδα

Οι δυνατότητες μιας χώρας στον Η.Π., όπως άλλωστε το σύνολο της αμυντικής ισχύος μιας χώρας, εξαρτάται ουσιωδώς από τη δυνατότητα της χώρας να ανταποκριθεί στις τεχνολογικές και βιομηχανικές απαιτήσεις του αντίστοιχου εξοπλισμού. Η αντίληψη ότι μια στρατιωτική δύναμη μπορεί να έχει ιδιαίτερες επιδόσεις στον Η.Π. αγοράζοντας τον αντίστοιχο εξοπλισμό από ξένες πηγές και χειριζόμενή τον «με ικανότητα», αποτελεί μια επικίνδυνη ψευδαίσθηση που βασίζεται στην άγνοια της φύσης του αντικειμένου αυτού. Αν και η αμυντική ισχύς μιας χώρας εξαρτάται, ούτως ή άλλως, από την ικανότητά της να υποστηρίξει την ισχύ αυτή βιομηχανικά και τεχνολογικά, η εξάρτηση αυτή στον τομέα του Η.Π. είναι στενότερη από ότι σε οποιονδήποτε άλλον επί μέρους τομέα. Γιατί είναι πιο στενή η αλληλεξάρτηση μεταξύ επιχειρησιακής ικανότητας των ενόπλων δυνάμεων μιας χώρας στον Η.Π. και τεχνολογικής και βιομηχανικής ικανότητας της χώρας στον τομέα αυτόν απ’ ότι είναι η αλληλεξάρτηση για άλλους τομείς; Η απάντηση έχει σχέση με τις ιδιαιτερότητες του Η.Π.:

Σε αντίθεση με τα άλλα κύρια οπλικά συστήματα, των οποίων οι δυνατότητες είναι πάντοτε ένας συμβιβασμός μεταξύ της τεχνικής αρτιότητας και του κόστους παραγωγής που επιφέρει η σχετικά μαζική παραγωγή τους, τα συστήματα Η.Π. είναι, σε γενικές γραμμές, περιορισμένης παραγωγής. Το κόστος παραγωγής τους καθ’ εαυτό είναι σχετικά μικρής σημασίας παράμετρος. Η αξία του συστήματος έγκειται στο πόσο τεχνικά προηγμένο είναι, και σ’ αυτό οι απαιτήσεις είναι απόλυτες, και το κόστος του οφείλεται κυρίως στην εξέλιξή του. Επιπλέον, λόγω της φύσης του αντικειμένου οι εξελίξεις της τεχνολογίας και ο ανταγωνισμός των συστημάτων είναι συνεχείς, οι ρυθμοί εξέλιξης των συστημάτων είναι ραγδαίοι, κατά πολύ ταχύτεροι έναντι των εξελίξεων σε άλλους τομείς της αμυντικής τεχνολογίας. Τα συστήματα Η.Π., ή τα υποσυστήματα οπλικών συστημάτων που σχετίζονται με τον Η.Π. είναι αυτά που κατ’ εξοχήν όχι απλώς ανανεώνονται ή εκσυγχρονίζονται πιο συχνά, αλλά αυτά στα οποία οι παρεμβάσεις είναι συνεχείς.

Έτσι, ο συνδυασμός των ακόλουθων παραγόντων: της πολύ ταχύτερης εξέλιξης των τεχνολογιών που σχετίζονται με τον Η.Π. σε σχέση με άλλους τομείς τεχνολογίας οπλικών συστημάτων, του γεγονότος ότι οι απαιτήσεις παραγωγής είναι σχετικά περιορισμένες, ότι τα κέρδη που αποδίδει η κυριαρχία στον τομέα Η.Π. είναι δυσανάλογα προς την αριθμητική δύναμη των συστημάτων, ότι η ακριβής γνώση της τεχνολογίας και της διαμόρφωσης των συστημάτων Η.Π. είναι επιχειρησιακά πολύ πιο πολύτιμη από την αντίστοιχη γνώση π.χ. για ένα άρμα, έχουν ως αποτέλεσμα ότι η κάθε χώρα διαθέτει σε τρίτους μόνον περιορισμένες δυνατότητες και συστήματα, και διαφυλάττει τα πλέον αποτελεσματικά και πολύτιμα μέσα για τον εαυτό της. Αυτό με τη σειρά του σημαίνει πως κατ’ εξοχήν στον Η.Π., κάθε χώρα είναι τόσο ισχυρή όσο της επιτρέπουν τα ίδια μέσα: οι ίδιες τεχνικές δυνατότητές της. Ο Η.Π. είναι ακριβό σπορ, και στην πραγματικότητα δεν αγοράζεται.

Στην περίπτωση της Π.Α. και των Ε.Ε.Δ. γενικότερα, αυτό σημαίνει ότι η καχεξία της σχετικής βιομηχανίας στην Ελλάδα δεν της επιτρέπει να συμμετέχει στον τεχνολογικό και εξοπλιστικό ανταγωνισμό του πεδίου παρά στο μέτρο των -πολύ πενιχρών- οικονομικών της δυνατοτήτων. Στην πράξη, η Π.Α. μπορεί να στηρίζεται για την υποστήριξη της -όχι σε επίπεδο συντηρήσεως αλλά παρεμβάσεων, βελτιώσεων και ανάπτυξης- μόνον στο οργανικό της Εργοστάσιο Τηλεπικοινωνιακών – Ηλεκτρονικών Μέσων (ΕΤΗΜ). Όσο καλό κι αν είναι το προσωπικό του ΕΤΗΜ, και όσο φιλότιμες προσπάθειες και να καταβάλει, το αποτέλεσμα είναι θέμα κλίμακας… Κατά τα άλλα, ο τομέας ηλεκτρονικών στην Ελλάδα είναι εξαιρετικά περιορισμένος, και αυτός που υπάρχει δεν έχει εμπλοκή στον αμυντικό τομέα. Επιπλέον, η βιομηχανική πολιτική επί του θέματος δεν υπάρχει, και στον βαθμό που «υπάρχει» αποτελεί μια προσχηματική ιλαροτραγωδία.

Στον αντίποδα αυτής της καταστάσεως, η Τουρκία έχει αναπτύξει, με συστηματική προσπάθεια σε βάθος χρόνου, μια αξιοσημείωτη βιομηχανία ηλεκτρονικών, και μάλιστα αμυντικών ηλεκτρονικών, η οποία παράγει συνεχώς ιδιαίτερα αξιόλογα συστήματα που εξοπλίζουν τις Τ.Ε.Δ και, εν προκειμένω, την Τ.Α. Φυσικά, τα τουρκικά συστήματα δεν είναι τα κορυφαία διεθνώς (κατά πάσα πιθανότητα – αυτό δεν είναι παρά μια εικασία που μπορεί και να μην ισχύει), όμως αυτό έχει ελάχιστη σημασία. Ό,τι έχει σημασία είναι πως: (i) η Τ.Α. έχει ήδη συστήματα Η.Π. σε πολλές κατηγορίες, ενώ η Ελλάς δεν έχει, (ii) μας είναι άγνωστες οι δυνατότητες των τουρκικών συστημάτων, πληροφορίες που είναι απολύτως κρίσιμες για τον σχεδιασμό των επιχειρήσεων (iii) η Τ.Α. έχει τη δυνατότητα να παραγγέλνει και να αναπτύσσει -ή να βελτιώνει και να τροποποιεί- συστήματα Η.Π. κατά βούληση- τα οποία εμείς μπορεί να γνωρίζουμε ή να μη γνωρίζουμε, (iv), έχει αναπτύξει όλη εκείνη τη βιομηχανική υποδομή που αναπόφευκτα, αργά ή γρήγορα, αποδίδει υψηλής ποιότητας συστήματα. Το τι σημαίνει αυτό για το ελληνο-τουρκικό αεροπορικό ισοζύγιο ισχύος, δεν είναι δύσκολο να το εκτιμήσει κανείς. Η εικόνα , με τα τρέχοντα στοιχεία και την πρόβλεψη για την εξελιξή τους κατά την ερχόμενη δεκαετία, θα όφειλε να αφήνει τους υπευθύνους άυπνους:


Επίλογος

Το συμπέρασμα των παραπάνω δεν είναι δύσκολο να εξαχθεί. Ό,τι έχει μέχρι σήμερα επιτύχει η Π.Α. είναι εντυπωσιακό και άξιο κάθε θαυμασμού και εκτίμησης. Όμως η Π.Α. έχει και σοβαρότατα προβλήματα, που απαιτούν και επίλυση και εγρήγορση, και τα οποία δεν έχουν καθόλου απλές ή εύκολες λύσεις. Και κάποια από αυτά, δεν είναι καν στο χέρι της να τα λύσει. Αποτελούν ευθύνη συνολικά μιας χώρας που παραπαίει.

Παραπομπές

[i] Προφανώς η περιγραφή αυτή είναι απλοϊκή, αλλά είναι επαρκής για τις ανάγκες του παρόντος άρθρου.
[ii] Περιορισμένη δικτύωση έχουν -μεταξύ τους και μόνον- τα Mirage 2000-5, με το σύστημα Intraflight Data Link – IDL που όμως υστερεί δραματικά έναντι του L-16, και τα F-16 Block 52+ με το Improved Data Modem, που και αυτό εξασφαλίζει περιορισμένη μόνο δικτύωση μεταξύ των αεροσκαφών που το φέρουν, υστερεί όμως δραματικά έναντι του L-16 που εντάσσει όλους τους φορείς του σε μία ενιαία εικόνα.
[iii] Ακόμη και ο διοικητής της… 350 Πτέρυγας Κατευθυνομένων Βλημάτων είναι Ιπτάμενος αξιωματικός με τον βαθμό του Σμηνάρχου.
[iv] Γενικά στο Naval Postgraduate School του Αμ. Ναυτικού και στο Βρετανικό «ημι-στρατιωτικό» πανεπιστήμιο του Cranfield, αμφότερα εξαιρετικής ποιότητας ακαδημαϊκά ιδρύματα.
[v] Είναι εξόχως ενδεικτικό ότι τα δύο μοναδικά -και αξιόλογα- τεχνικά βιβλία που υπάρχουν στην ελληνική βιβλιογραφία σχετικά με τον Η.Π. (ή και το ένα, μοναδικό, με την αυστηρή έννοια) έχουν συγγραφεί από δύο μάχιμους αξιωματικούς του Π.Ν. (αποστράτους πλέον), τον Νικόλαο Μαλαχία και τον Γεώργιο Σάγο. Πρόκειται για τα βιβλία «Αρχές Ραντάρ και Ηλεκτρονικού Πολέμου», 1998, και «Αρχές ηλεκτρο-οπτικών συστημάτων και στρατιωτικές εφαρμογές», 2000, των εκδόσεων Παπασωτηρίου. Είναι επίσης εξόχως ενδεικτικό ότι το τελευταίο σχετικό βιβλίο στην ελληνική βιβλιογραφία έχει εκδοθεί το 2000 (ή το 1998, με την πιο στενή έννοια), δηλαδή πριν από 16-18 έτη.

No comments :

Post a Comment