25/05/2016

Η Γεωπολιτική της Γλώσσας

Στην ιστορική επιστήμη υπάρχει ένας νόμος: Την Ιστορία τη γράφουν οι νικητές. Ως εκ τούτου σε αρκετές περιπτώσεις η «ιστορική αλήθεια» εξυπηρετεί τις θέσεις του ισχυρού και όχι την αντικειμενικότητα. Η αναφορά σε παραδείγματα ιστορικών σφαλμάτων και χαλκευμένων ιστορικών στοιχείων είναι περιττή, όταν είμαστε μάρτυρες πολλαπλών προσπαθειών για αλλοίωση της πιο πρόσφατης ιστορίας μας, για περιόδους που υπάρχουν ακόμα εν ζωή αυτόπτες μάρτυρες. Ωστόσο επειδή «Εν αποδείξει και επιστήμη και νους» θα ήταν καλό να αναζητούμε κατά την ιστορική μελέτη αποδείξεις και όχι ενδείξεις. Επ’ ευκαιρίας της Πρώτης Παγκόσμιας Ημέρας Ελληνοφωνίας και Ελληνικού Πολιτισμού θεώρησα σκόπιμο να αναφερθώ σε ένα «ιστορικό έγκλημα» παραποίησης της ιστορικής αλήθειας, το οποίο σχετίζεται με το μεγαλύτερο, ίσως, κληροδότημα των αρχαίων προγόνων μας: την Ελληνική Γλώσσα. Η γλώσσα μας μπορεί να μας δώσει αμέτρητες πληροφορίες για ιστορικά δεδομένα. Για παράδειγμα αυτή τη στιγμή υπάρχουν διπλωματικοί κύκλοι που διατηρούν ζωντανό, για δικούς τους λόγους, το ιστορικό ατόπημα του ονόματος των Σκοπίων (σ.σ. διότι το όνομα της Μακεδονίας δεν αποτελεί ζήτημα προς εξέταση). Αν εξετάζαμε το όνομα του βασιλιά των Παιόνων, κατοίκων της βορείου Μακεδονίας και νοτίου Βαρδάρσκας, του Αυδολέοντος, θα βλέπαμε ότι πρόκειται για καθαρά ελληνικό (φωνή λέοντος). Οι Παίονες ήταν ελληνικό φύλο το οποίο αποδεικνύει και η αρχαιολογία, μέσω των ασπίδων τους που έφεραν ελληνικά γράμματα. Το ίδιο ισχύει και με τις περιπτώσεις Φιλίππου, Αλέξανδρου, Ολυμπιάδος, Πέλλας (πέτρα) κτλ. Βλέπουμε δηλαδή ότι με μία απλή γλωσσολογική μελέτη μπορούμε να καταρρίψουμε οποιαδήποτε χαλκευμένη ιστορία, γι’ αυτό και έχει ιδιαίτερη σημασία η γνώση και η ανάλυση μίας γλώσσας, ώστε να προκύψουν τα πρώτα κοινωνιολογικά και ιστορικά στοιχεία σε μία ιστορική έρευνα. Η μεγαλύτερη παραχάραξη της ιστορίας μας δεν είναι κάποιο ιστορικό ζήτημα ανάμεσα σε εμάς και τους γειτόνους μας Τούρκους, Σκοπιανούς και άλλους. Είναι η παραχάραξη της ίδιας της προέλευσης της φυλής μας! Είναι το αφήγημα, το οποίο διδασκόμαστε από την παιδική μας ηλικία περί κοινής προέλευσης όλων των Ευρωπαίων από μία και μόνο φυλή: την ινδοευρωπαϊκή!

Η θεωρία του ινδοευρωπαϊσμού προήλθε ως γνωστόν από την παρατήρηση ότι αρχαίες και νεώτερες γλώσσες (Σανσκριτική, Ελληνική, Κελτική, Λατινική, Γερμανική κλπ κλπ) παρουσιάζουν ουσιώδεις ομοιότητες. Η πιθανότητα κοινής καταγωγής κάποιων από τις γλώσσες, που τελικά συγκατελέγησαν στις ινδοευρωπαϊκές, προτάθηκε για πρώτη φορά, από τον Μάρκους Τσίριους φαν Μπόξχορν το 1647, που θεωρούσε ότι εξελίχτηκαν από τη σκυθική, μια ιρανική γλώσσα. Η θεωρία του φαν Μπόξχορν δεν έγινε ευρύτερα γνωστή και δεν είχε συνέχεια. Επίσης δεν έκανε λόγο για ινδοευρωπαϊσμό, αλλά για κοινή καταγωγή κάποιων γλωσσών από την σκυθική. Μην ξεχνάμε σε αυτό το σημείο ότι ο χρόνος, στον οποίο γεννάται αυτή η θεωρία δεν είναι τυχαίος. Στην Ευρώπη ο διαφωτισμός μόλις ξεκινά και ήδη ασχολούνται με αρχαία ελληνικά συγγράμματα και τα μέσα του 17ου αιώνα είναι ίσως το αποκορύφωμα των γενεσιουργών διαδικασιών αυτού του ρεύματος. Υπάρχει διάχυτη η ανάγκη ανακαλύψεων και συγγραφής ερευνών, προκειμένου, οι λόγιοι της εποχής, να αντιγράψουν τους "ήρωές" τους Σωκράτη, Πλάτωνα κτλ και να πάρουν δόξα, όπως ακριβώς δοξάζονταν στα ευρωπαϊκά σαλόνια οι αρχαίοι συγγραφείς. Γενικά πάντως είναι η εποχή, που όλη η «καλή κοινωνία» ασχολείται με την αρχαία Ελλάδα κι έτσι είναι φυσιολογικό να ακούγονται διάφορες απόψεις για το θέμα. Εν συνεχεία άλλος ένας που ασχολήθηκε με το θέμα ήταν ο καθηγητής Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο της Αγ.Πετρούπολης, Θεόφ. Μπάγιερ (1690-1738), ο πρώτος που παρατήρησε την ομοιότητα των ριζών, καταλήγοντας όμως στο συμπέρασμα ότι τα Σανσκριτικά προέρχονται από τα Ελληνικά και όχι το αντίθετο. Φυσικά δεν επιλέχτηκε ποτέ η διάδοση αυτής της εκδοχής, μιας και αυτό θα σήμαινε ότι η ελληνική γλώσσα, θα έπρεπε να γίνει αποδεχτή, ως μίας από τις αρχαιότερες γλώσσες του κόσμου.

Σκεφτείτε σε αυτό το σημείο ότι η Ελλάδα, την εποχή εκείνη, είναι υποδουλωμένη στους Τούρκους χωρίς κανένας στην Ευρώπη να πιστεύει, ότι θα απελευθερωθεί ποτέ. Η απόδοση στην Ελλάδα οποιουδήποτε προτερήματος, ή ιστορικού/πολιτισμικού κατορθώματος θα σήμαινε ότι αυτή η απόδοση, γίνεται στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Οι Οθωμανοί έχουν εκμηδενίσει κάθε τι ελληνικό, προσπαθώντας να αποφύγουν την παραδοχή κάθε εθνικής υπόστασης, εντός της επικρατείας τους. Την ίδια στιγμή θεωρούν κάθε κληροδότημα των αρχαίων προγόνων μας, ως δικό τους, αφού κατέχουν την περιοχή, ενώ και η Ιερή Συμμαχία αποφεύγει την αναγνώριση μίας ελληνικής μειονότητας, τόσο για τη διατήρηση καλών σχέσεων με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, όσο και για τη διασφάλιση της εξουσίας τους, από ταξικές επαναστάσεις. Επίσης εξαιρετικά σημαντικό είναι το γεγονός ότι οι Μεγάλες Δυνάμεις είχαν βιώσει τη διαδικασία και εξέλιξη του αποικιοκρατισμού, από θέση ισχύος, και είχαν διαπιστώσει πώς επηρεάζεται η αδύναμη σε ισχύ αποικιοκρατούμενη κοινωνία και την ανθεκτικότητα που παρουσιάζει ο ισχυρός αποικιοκράτης σε αυτή την επαφή. Μία αποδοχή πως οι ευρωπαϊκές γλώσσες προέρχονταν από την ελληνική θα ανέτρεπε όλο το «ευρωπαϊκό σύμπαν», ενώ στο μυαλό κάθε Ευρωπαίου ήταν πολύ πιο εύκολο να αποδεχτεί πως αυτός επηρέαζε για πάντα τους πάντες. Αναλογιστείτε πως η ελληνική κληρονομιά της γνώσης, της φιλοσοφίας και των επιστημών ήταν αδύνατο να μην αποτελέσει μήλον της έριδος για τις ευρωπαϊκές κοινωνίες της εποχής, οι οποίες δε θα δεχόντουσαν την οποιαδήποτε ανωτερότητα των κουρελήδων Ελλήνων ραγιάδων, καθότι ούτε η εικόνα βοηθούσε, αλλά ούτε και η ψυχοσύνθεση της βορείου Ευρώπης και των ηγεμόνων αυτής επέτρεπε κάτι τέτοιο. Ακόμη και ο ανούσιος ανταγωνισμός μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων της εποχής επέβαλε την αντιπαράθεση μεταξύ των σε κάθε πεδίο, ακόμα και στο ποιος διέθετε τον πιο παλιό ανθρώπινο σκελετό. Επρόκειτο τόσο για στράτευση της ιστορικής και αρχαιολογικής επιστήμης στην επίδειξη της υποτιθέμενης ανωτερότητας, όσο και μία προέκταση της οικογενειακής ιστορίας βασιλικών οικογενειών, που συγγένευαν μεταξύ τους και ως εκ τούτου το ίδιο θεωρούσαν ότι ίσχυε και για τους υπηκόους τους. Επιπλέον σε μία Ευρώπη με συνεχείς προσαρτήσεις και αλλαγές εδαφών με πληθυσμούς που μιλούσαν διαφορετικές γλώσσες αλλά ανήκαν στην εξουσία του ίδιου μονάρχη και με διάφορα θρησκευτικά, αιρετικά ρεύματα να γεννώνται ανά τακτά χρονικά διαστήματα η ιστορία είχε αποδείξει ότι μπορεί να επιτύχει την απαραίτητη συνοχή και το ακμαίο ηθικό για την υποστήριξη της εξουσίας του βασιλιά από κινδύνους, αλλά και την στήριξη της ιερατικής εξουσίας από νέες αιρετικές απειλές. Η αίσθηση, ιδιαίτερα την εποχή της Αναγέννησης, πως αυτές οι ετερόκλητες πληθυσμιακές ομάδες διαθέτουν ιδιαίτερες καταβολές εξυπηρετούσε τους σκοπούς της κοινής ιστορικής καταγωγής.

Πρώτος που φαίνεται πως "ανακάλυψε" τον όρο του ινδοευρωπαϊσμού ήταν ο ερασιτέχνης γλωσσολόγος και κατά επάγγελμα δικαστής, στην κατεχόμενη, από τους Άγγλους αποικιοκράτες, Καλκούτα, Γουλιέλμος-Ουίλιαμς Τζωουνς (1746-1794). Αυτός, σαν καλεσμένος και ομιλητής στα εγκαίνια της "Ασιατικής Εταιρείας της Βεγγάλης", στην πόλη Καλκούτα, θέλοντας να εγκωμιάσει την Ινδία, είπε: "Όλος ο αρχαιοελληνικός πολιτισμός οφείλεται σε εσάς, εφόσον οι Έλληνες προέρχονται από τους πανάρχαιους προγόνους σας". Με την Ελλάδα ανύπαρκτη ως εθνική και κρατική οντότητα ικανή να αντιδράσει, ήταν πολύ εύκολο για οποιονδήποτε επιτήδειο να καπηλευτεί όποιο κομμάτι της ιστορίας της επιθυμούσε. Επιχείρημά του ήταν ότι στις μελέτες του ανακάλυψε ότι τα Σανσκριτικά είχαν συγγένεια με άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες. Φυσικά μία μεγάλη λεπτομέρεια είναι πως δε νοείται γλώσσα, χωρίς έθνος που να την ομιλεί. Η δήλωση για την ύπαρξη μίας γλώσσας, αυτόματα επισύρει και τη δήλωση για την ύπαρξη ενός έθνους και ο Τζόουνς δεν έδειξε ποτέ στοιχεία για κάτι τέτοιο. Από εκεί και πέρα πολλοί ήταν οι λαοί που προσπάθησαν να κλέψουν λίγο από την δόξα και το μεγαλείο των αρχαίων Ελλήνων, προσπαθώντας να αποδείξουν ότι οι Έλληνες ήταν πρόγονοι τους, που μετανάστευσαν στην Ελλάδα, κάποια στιγμή στο παρελθόν. Ο λόρδος Μπούλβερ (1835) έγραψε ότι οι Έλληνες είναι απόγονοι των βορειοευρωπαίων επειδή ήταν ξανθοί (πρόκειται για γενίκευση μερικών στοιχείων επί όλων των ελληνικών φύλων), άρα κατέβηκαν από τον βορρά. Τέτοια επιχειρήματα μπορεί να ακούγονται γελοία σήμερα, ωστόσο εκείνη την εποχή ήταν αρκετά για να γίνουν πιστευτές τέτοιες θεωρίες. Το χειρότερο είναι πως οι σημερινές θεωρίες έχουν στηριχτεί σε αυτές τις σαθρές επιχειρηματολογικές βάσεις. Διότι η ανάπτυξη μίας γλωσσολογικής θεωρίας πάνω σε αντίστοιχες ανθρωπολογικές, απουσία αρχαιολογικών ευρημάτων, μόνο ως τέτοια μπορεί να χαρακτηριστεί.

Το ινδοευρωπαϊκό έθνος που χρησιμοποιείται αναγκαστικά από τους υποστηρικτές της εν λόγω θεωρίας, είναι μία καθαρή εφεύρεση για τη στήριξη της, λόγω του νόμου που προαναφέραμε περί σχέσεως Έθνους-Γλώσσας. Σύμφωνα με την ινδοευρωπαϊκή θεωρία, την 3η χιλιετία π.Χ., άνθρωποι από την Ινδία έφτασαν στα Ουράλια, όπου και εγκαταστάθηκαν. Στη συνέχεια μετανάστευσαν: ένα μέρος προς τη Δ. Ευρώπη και ένα άλλο κατήλθε μέχρι το νότο της χερσονήσου του Αίμου το 2000π. Χ. ως Ίωνες, το 1800π.Χ. ως Αχαιοί και το 1100 π.Χ. ως Δωριείς. Αργότερα, έτερη θεωρία, ανέφερε ως κοιτίδα των ινδοευρωπαϊκών ή ιαπετικών λαών τη βόρεια ή κεντρική Ευρώπη, από όπου ένα μέρος προχώρησε ως την Ινδία και οι υπόλοιποι δια μέσου της κοιλάδας του Αξιού έως τον ελλαδικό χώρο. Φαίνεται λοιπόν πως ακόμα και οι υποστηρικτές της ινδοευρωπαϊκής θεωρίας δεν έχουν σαφή εικόνα για τον τρόπο που η θεωρία αυτή μπορεί να στηριχτεί μέσω ενός φύλου. Αργότερα, το γερμανικό ετυμολογικό λεξικό Duden χρησιμοποιεί στον όρο «Ινδογερμανική ρίζα», παρ’ όλο ότι ο γερμανός γλωσσολόγος Φράντς Μπόπ, από τους πρώτους υποστηρικτές της ινδοευρωπαϊκής θεωρίας, στο βιβλίο του «Συγκριτική Γραμματική» το 1857 σημείωνε: «Δεν μπορώ να επιδοκιμάσω την έκφραση «Ινδογερμανική», επειδή δεν βλέπω γιατί θα πρέπει να θεωρήσουμε τους Γερμανούς ως εκπροσώπους των λαών της ηπείρου μας…» Ο λόγος της γέννησης του όρου ινδογερμανισμός έγκειται στο γεγονός ότι το γερμανικό κράτος είναι ένα συνονθύλευμα από βασίλεια–φέουδα, ενώ είναι εμφανής η ανάγκη μίας ιστορικής ρίζας για το κράτος της Πρωσίας, που βρίσκεται σε βρεφική ηλικία.

Σε αυτό το σημείο θα αναγκαστώ για άλλη μια φορά να αναφερθώ στις ιστορικές στιγμές της εποχής, ώστε η κριτική μας σκέψη να συμπλέει αρμονικά με την εποχή και το ιστορικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο διεξάγονται αυτές οι δηλώσεις. Ο Μποπ έζησε αρχικά τις ταπεινώσεις της Πρωσίας από το γαλλικό στρατό, στις μάχες της Ιένα και του Αουερστάντ. Οι ήττες αυτές και η κατάληψη περιοχών της Πρωσίας από τα γαλλικά στρατεύματα οδήγησαν στη γένεση του γερμανικού εθνικισμού. Η μάχη του Βατερλό αποτέλεσε την απαρχή της τόνωσης του ηθικού και του εθνικισμού των Πρώσων, οι οποίοι πλέον αναζητούσαν την επίδειξη της ανωτερότητάς τους εν μέσω, γεωγραφικά, της πολυπαθούς, από πολέμους, Ευρώπης. Την ίδια στιγμή οι γείτονες της νεοσύστατης Πρωσίας ήταν μεγάλες, πατροπαράδοτες δυνάμεις. Όλα αυτά οδήγησαν στη γέννηση των όρων «ινδογερμανισμός», «ινδογερμανική γλώσσα» κτλ και στην εμφάνιση και του όρου «άριος» (στα Σανσκριτικά σημαίνει ευγενής) από τους Γερμανούς, αναπτύσσοντας τη θεωρία της ομόκεντρης επέκτασης των ινδοευρωπαίων και φυσικά της άμεσης καταγωγής των ιδίων από αυτή τη φυλή. Μάλιστα η θεωρία αυτή των ευγενών φύλων αναπτύχθηκε με επιμονή από τον κόμη ντε Γκομπινώ (Comte de Gobineau) και αργότερα από τον Χιούστον Στιούαρτ Τσάμπερλαιν (Houston Stewart Chamberlain). Οι Γερμανοί, την ίδια στιγμή, άρπαζαν κάθε λογής αρχαιότητα και τη μετέφεραν στο Βερολίνο προκειμένου να στοιχειοθετήσουν την καπήλευση της αρχαίας ελληνικής ιστορίας.

Κατά την ινδοευρωπαϊκή θεωρία υπάρχει διαφωνία για την αρχική γεωγραφική θέση, η αποκαλούμενη «Urheimat» ή «κοιτίδα». Υπάρχουν σήμερα, κυρίως δύο προτάσεις:
1. οι στέπες, βόρεια της Μαύρης Θάλασσας και της Κασπίας (θεωρία Κουργκάν)
2. η Ανατολία (θεωρία Κόλιν Ρένφριου)
Οι υποστηρικτές της υπόθεσης Κουργκάν τείνουν να χρονολογούν την πρωτογλώσσα περίπου στο 4.000 π.Χ., ενώ οι υποστηρικτές της καταγωγής από την Ανατολία, συνήθως, τη χρονολογούν αρκετές χιλιετίες νωρίτερα, συνδέοντας τη διάδοση των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών με τη νεολιθική διάδοση της γεωργίας (Ινδοχεττιτική θεωρία), τέλος οι υποστηρικτές της παλαιολιθικής συνέχειας την χρονολογούν ακόμα παλαιότερα κάπου στην ανώτερη παλαιολιθική.

Επειδή η ινδοευρωπαϊκή θεωρία στηρίζεται στη σύγκριση γλωσσών, θα πρέπει να αναφερθούν κάποιοι βασικοί κανόνες της συγκριτικής γλωσσολογίας για να μπορέσουμε εν συνεχεία να αντιληφθούμε την πλάνη, διότι «πλάνη γεννώσα πλάνην, ή μέσω της διαχρονικής ομοιότητος απόδειξις»:
1ον: οι γλώσσες διακρίνονται πρώτα ως προς την Τυπολογία τους, και δη σε τρεις βασικές κατηγορίες, τις κλιτικές, τις συγκολλητικές και τις μονοσυλλαβικές.
2ον: Γλώσσες, οι οποίες ανήκουν στην ίδια τυπολογική κατηγορία έχουν διάφορη συντακτική δομή, η οποία οφείλει να ερμηνευθεί καταλλήλως. Η θέση του Υποκειμένου ή του Αντικειμένου, η ύπαρξη ή μη πτώσεων είναι ζητήματα, τα οποία χαρακτηρίζουν μια γλώσσα πολύ περισσότερο απ' ότι οι νεφελώδεις φωνητικές ομοιότητες.
3ον: Οι γλώσσες δεν είναι απλά γράμματα ως σύμβολα.

Υπάρχουν επίπεδα γλωσσικής δομής τα οποία είναι :
1. Το φωνητικό: δηλαδή η φωνητική δομή της γλώσσας, οι φθόγγοι της, τα ελάχιστα ηχητικά στοιχεία, τα οποία συνθέτουν την φυσική ή υλική κάθε γλώσσας.
2. Το φωνολογικό: πρόκειται για την φωνολογική δομή της γλώσσας, τα «φωνήματα». Με τον όρο «φωνήματα» εννοούμε τους φθόγγους, οι οποίοι έχουν διαφοροποιητική αξία, οι οποίοι και υπάρχουν ως στοιχεία συγκεκριμένης γλώσσας. Ένα παράδειγμα: στις λέξεις τόνος και πόνος, είναι φανερό ότι τα φωνήματα <τ> και <π> διαφοροποιούν δια της παρουσίας ή απουσίας τους το γλωσσικό σημείο.
3. Το μορφολογικό: δηλαδή η μορφολογική δομή της γλώσσας, τα μορφήματα, τα οποία αποτελούν τους ελάχιστους φορείς σημασίας, αφορούν δηλαδή στο περιεχόμενο ενός γλωσσικού σημείου, αντιθέτως προς τα φωνήματα, τα οποία στοιχειοθετούν την δήλωση αυτού. Στην λέξη λ.χ. «δυσνόητος» διακρίνουμε τα μορφήματα: δυσ- (δυσκόλως), νοη- (σημασία «νοώ»), -τος («που δύναται να?»).
4. Το μορφοφωνολογικό: οι παθήσεις των φωνημάτων τα οποία αντιπροσωπεύουν τα μορφήματα.
5. Το συντακτικό: ο μηχανισμός σύναψης των λέξεων σε μεγαλύτερες ενότητες (φράσεις, προτάσεις κτλ) και οι σχέσεις που προκύπτουν.
6. Το σημασιολογικό: οι λέξεις, καθώς και οι φραστικές και προτασιακές σημασίες (η φράση είναι υποδιαίρεση της προτάσεως). Δικαιούμαστε να ομιλούμε περί γενετικής συγγένειας δυο ή περισσοτέρων γλωσσών, μόνο εφόσον διατηρούν συστηματικές ομοιότητες σε όλα τα ανωτέρω επίπεδα Και μόνο για συγγένεια χωρίς να σημαίνει ότι μόνο με τα 6 αυτά στοιχεία καταλαβαίνουμε ποια είναι η μορφή αυτής της συγγένειας.
4ον: Επιπλέον όταν συγκρίνουμε λέξεις, τότε αναζητούμε κατά πρώτον την αρχική μορφή τους, την ρίζα τους: όταν έχουμε λ.χ. την λέξη «τροχός», θα ανατρέξουμε στην ρίζα της τρεχ- (τρέχω), δεδομένου ότι η λέξη «τροχός» αποτελεί προϊόν ετεροιώσεως, μετατροπής δηλαδή, του «ε» σε «ο».
5ον: Γενικά, δεν υπάρχει τίποτα πιο αντιεπιστημονικό από το να συγκρίνουμε τις λέξεις όπως τις βλέπουμε στα Λεξικά, κυρίως δε στα χρηστικά, τα οποία αποτυπώνουν την σύγχρονη μορφή των διαφόρων γλωσσών (του τύπου «A Lexicon of Contemporary English»)! Πρέπει να φθάσουμε στην κατά το δυνατόν παλαιότερη μορφή κάθε λέξης δια της μεθόδου της εσωτερικής επανασύνθεσης. Αν παραβούμε τον κανόνα αυτόν, τότε τα αποτελέσματα μπορούν να γίνουν κωμικοτραγικά: λ.χ. στην μαλαισιανή λένε τον οφθαλμό «μάτα», όπως και στην ελληνική «μάτι», άρα η μαλαισιανή προέρχεται από την ελληνική ή το αντίστροφο!!!
6ον: Αφού βρούμε όμως τα κοινά στοιχεία, το επόμενο βήμα είναι να προσδιορίσουμε τον τρόπο με τον οποίον αυτά εξελίχθηκαν. Τα κοινά χαρακτηριστικά μπορούν να αποτελούν νεωτερισμούς. Έστω ότι έχουμε δύο γλώσσες, την Α και την Β οι οποίες έχουν ομοιότητες. Οι τρεις δυνατοί τρόποι για να συσχετιστούν είναι:
1. Η Α είναι μητέρα της Β.
2. Η Β είναι μητέρα της Α.
3. Η Α και η Β είναι αδελφές, θυγατέρες μίας μαρτυρούμενης γλώσσας *Χ.

Αφού λοιπόν είδαμε τον τρόπο με τον οποίο συγκρίνονται οι γλώσσες πρέπει να δούμε και τι σημαίνει γλώσσα, δηλαδή τι είναι αυτό το οποίο συγκρίνουμε. Γλώσσα λοιπόν είναι ένας κοινός κώδικας επικοινωνίας, ο οποίος παρουσιάζει προφορική μορφή και δύναται να παρουσιάζει και γραπτή. Χρησιμοποιείται από κοινού μεταξύ των μελών μίας ομάδας προκειμένου να εκτελέσουν ομαδικές εργασίες, να μοιραστούν εμπειρίες και να τις καταγράψουν. Η αξία μίας γλώσσας έγκειται στον γραπτό λόγο. Αν μία γλώσσα δε διαθέτει αλφάβητο, ώστε να συνταχθεί ο γραπτός λόγος τότε σύντομα θα εκλείψει, από άλλες γλώσσες που διαθέτουν γραπτή μορφή και με τις οποίες θα έρθει σε επαφή. Ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που ένα νόμισμα σταματάει να κυκλοφορεί όταν οι πολίτες του κράτους, στο οποίο ανήκει, χρησιμοποιούν κάποιο άλλο νόμισμα πιο δυνατό. Έτσι επέρχεται η απαξίωση και η εξαφάνιση.

Συνεχίζοντας την έρευνα μπορούμε να ανατρέξουμε σε διάφορες εγκυκλοπαίδειες και να δούμε και την αντίθετη άποψη, από την ινδοευρωπαϊκή θεωρία.
Μία τέτοια εγκυκλοπαίδεια η οποία άρχισε να εκδίδεται στην Αθήνα το 1945 και η δεύτερη έκδοσή της ολοκληρώθηκε το 1960 είναι η εγκυκλοπαίδεια του ΗΛΙΟΥ : "Ο ισχυρισμός διαφόρων ξένων ιστορικών περί της καθόδου εις τας περιοχάς του Αιγαίου και της κυρίως Ελλάδος, των Ινδοευρωπαίων, είναι ένας μύθος ασφαλώς, αφού επίσης ουδέν αναφέρουν σχετικώς περί των Ινδοευρωπαίων αυτών αι πανάρχαιαι γνωσταί Ελληνικαί παραδόσεις" (ΝΕΩΤΕΡΟ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΟΝ ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ.)
Πέραν μίας ελληνικής εγκυκλοπαίδειας, που κάποιος φυσιολογικά θα ανέμενε ότι θα υποστήριζε την αντίθετη άποψη υπάρχουν αντίθετες απόψεις και στο εξωτερικό. Ο ανθρωπολόγος Julian Sorell Huxley, βραβευμένος από την UNESCO για το ερευνητικό του έργο επί της εξέλιξης, της βιολογίας και της ευγονικής (1881-1975) δήλωσε: "η ύπαρξις ινδοευρωπαϊκής ομοεθνίας αποτελεί φαντασίωση, λόγω του ότι έρχεται εις άκραν αντίθεση με την επιστήμη της ανθρωπολογίας"
Πολλές φορές αντί του όρου «ινδοευρωπαϊκή γλώσσα» χρησιμοποιείται ο όρος «Σανσκριτική» ρίζα, στην οποία αποδίδεται και η Ελληνική, πχ. στα Σανσκριτικά η λέξη miira σημαίνει ωκεανός, και στα Ελληνικά μύρα σημαίνει θάλασσα, όπως φαίνεται από τις λέξεις αλμύρα, πλημμύρα κτλ, εκ του μαρμαίρω=λάμπω, απαστράπτω.

Στα Σανσκριτικά αν ψάξουμε να βρούμε δείγματα γραπτών έργων βρίσκουμε στην κλασσική Ινδική Φιλολογία, τα γνωστά έπη Μαχαμπαράτα, Ραμαγιάνα, Βαρτριχάρι, Αμαρού, Ριχ-Βέδα κ.α… Η σανσκριτική χωρίζεται σε δύο περιόδους: την Βεδική, προ του 500 π.χ. και την νεώτερη μεταβεδική. Σημειωτέον ότι γραπτή φιλολογία δεν υπήρχε κατά την βεδική περίοδο (Βλ. Παγκ.Ιστορία πρώην ΕΣΣΔ τ.α2 σελ.954), και τη νεώτερη μεταβεδική. Υπήρξε μια γλώσσα αποκρυφιστική, μια γλώσσα κλειστού ιερατείου, γραπτή, η οποία ουδέποτε μιλήθηκε. Η Παγκόσμια Ιστορία της Ακαδημίας Επιστημών της πρώην ΕΣΣΔ συνοψίζει: «Από τις πολυάριθμες γλώσσες των λαών των Ινδιών, οι περισσότερες ανήκουν σε δύο ομάδες που διαφέρουν ουσιωδώς η μία από την άλλη, στην «ινδοευρωπαϊκή» και στην δραβιδική που αντιπροσωπεύει ξεχωριστή γλωσσική οικογένεια, άσχετη προς τις άλλες. Οι γλώσσες της πρώτης ομάδας επικρατούν στο μεγαλύτερο μέρος των Ινδιών, ενώ οι δραβιδικές μόνο στο νότιο μισό της Ινδικής χερσονήσου… Πως σχηματίσθηκε το εθνολογικό αυτό μωσαϊκό… Το γεγονός ότι ο πληθυσμός των Βορ. Ινδιών, στην εξωτερική μορφή και στην γλώσσα ομοιάζει πιο πολύ με τους λαούς που κατοικούν στο Ιράν και στην Κεντρική Ασία, παρά με τον πληθυσμό των Νοτ. Ινδιών, οδήγησε τους ευρωπαίους επιστήμονες του 19ου αι. στο συμπέρασμα πως οι Ινδίες δέχτηκαν κάποτε την εισβολή μιας ομάδας φυλών που μιλούσαν μια γλώσσα της «Ινδοευρωπαϊκής» οικογένειας… Γραπτή φιλολογία δεν υπήρχε και είναι άγνωστο μάλιστα αν οι Ινδοί, στην βεδική περίοδο, ήξεραν την ανεπτυγμένη γραφή.»

Έχουμε δηλαδή την παραδοχή ότι αν οι Ινδοί έμαθαν μία γλώσσα συγγενική προς τις ευρωπαϊκές αυτό έγινε με μετακίνηση πολιτισμικών στοιχείων από δυσμάς προς ανατολάς κι όχι το αντίθετο. Με ποιο τρόπο λοιπόν οι Έλληνες των προϊστορικών και των μυκηναϊκών χρόνων, με την ήδη διαμορφωμένη και γραπτώς γλώσσα τους, υποτίθεται ότι ήλθαν σε επαφή με αυτές τις απόκρυφες ρίζες, την στιγμή μάλιστα που τα πρώτα επιγραφικά μνημεία των Ινδών, τα περίφημα διατάγματα του Ασόκα, ανάγονται μόλις στον 3ο αιώνα π.X.; H μυστική Ινδική λογοτεχνία στην πραγματικότητα ανεπτύχθη ως καθαρή λογοτεχνία μόνο κατά τον 3ο ή 5ο αιώνα μ.Χ. Οι αναφορές σε αρχαιότατες ημερομηνίες, ως προς τις Βέδες είναι μόνο μια θεωρία, αφού οι Βέδες δεν διαδόθηκαν παρά μόνο κατά τρόπο περιορισμένο και προφορικά. Μία και μοναδική έκδοση των Βεδών έχει γίνει στην Ινδία τον 19ο μ.Χ. αι. από τον Γερμανό ινδολόγο Μάξ Μύλλερ (σημειωτέον ότι η σανσκριτική γραφή είναι συλλαβική) ο οποίος αναφέρει: «Συγκρίνοντας καλά την Σανσκριτική με την αρχαία Ελληνική, εύκολα αντιλαμβανόμεθα ότι η Ελληνική όχι μόνο είναι πιο αρχαία, αλλά και ότι, επί πλέον, όλοι οι συντακτικοί και γραμματικοί τύποι της είναι ανώτεροι και μεγαλυτέρας αξίας. Η δε σύνταξις καθ’ υπόταξιν είναι καθαρά Ελληνική.»
Βασικό σφάλμα της συγκριτικής αυτής γλωσσολογίας υπήρξε το ότι δεν πήρε καθόλου υπ’ όψιν την ιστορική εποχή των γλωσσικών καταστάσεων τις οποίες συνέκρινε. Προκύπτει δηλαδή σφάλμα στη Λογική Μέθοδο, εκ της μη ταυτοχρόνου γνώσεως των πραγμάτων. «Δέον όλον τι θεωρήσαι και μη τι μέρος μόνον». (Αριστοτέλης). Όπως γράφει και ο Ζώρζ Μουνέν στα «Κλειδιά της Γλωσσολογίας» (έκδοση μορφωτ. Ιδρύμ. της Εθνικής Τράπεζας) «Συνέκριναν τα Σανσκριτικά της 1ης χιλιετίας, τα Ελληνικά του 8ου αιώνος πχ., τα Λατινικά του 5ου αι.π.X., τα Γοτθικά του 4ου αι.μ.X. κλπ κλπ. Όμως η γλωσσική σύγκριση για να είναι έγκυρη και ακριβής πρέπει να είναι συγχρονική (ΜΕΤΗΟDE SYNCHRONIQUE) και όχι διαχρονική.»

Η ινδοευρωπαΙκή θεωρία χρησιμοποιεί δύο θεωρίες προκειμένου να μειώσει την αξία της ελληνικής γλώσσας, την Κάθοδο των Δωριέων και το Φοινικικό Αλφάβητο.

Θεωρία Δωριέων: Σε πρώτη φάση οι Δωριείς κατέβηκαν στον βόρειο ελλαδικό χώρο «κάπου από βόρεια και υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες» την δεύτερη χιλιετηρίδα π.Χ. Σε δεύτερη φάση εξαπλώνονται στην νοτιότερη Ελλάδα. Οι Δωριείς ήταν μαζί με τους Ίωνες, τους Αιολείς και τους Αχαιούς, τα τέσσερα μεγάλα ελληνικά φύλα, τα οποία εξαπλώθηκαν στην Ελλάδα σε διαφορετικές περιόδους κατά τη διάρκεια της 2ης χιλιετίας π.Χ. και διαμόρφωσαν το ελληνικό έθνος. Οι Δωριείς περιγράφονται ως πρωτόγονο και πολεμοχαρές φύλο, ενώ μαζί τους εμφανίζεται και η χρήση του σιδήρου. Γενικά, η εποχή της «Καθόδου των Δωριέων», που επέφερε μεγάλες αλλοιώσεις στον πολιτικό χάρτη της Ελλάδας και επέδρασε καθοριστικά στην ιστορική της πορεία, ονομάζεται «Ελληνικός Μεσαίωνας», επειδή ελάχιστα γνωρίζουμε γι’ αυτήν και παλαιότερα πιστευόταν ότι αποτελούσε μια εποχή βίαιης διακοπής της πολιτιστικής δημιουργίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι Δωριείς αποτελούν το τρίτο κύμα καθόδου των ινδοευρωπαίων που δίνουν στο τοπικό στοιχείο τη γλώσσα.

Η απάντηση

Θα πρέπει να τονίσουμε, πως Δώρος (από τον οποίο ονομάστηκε και το φύλο των Δωριέων) λεγόταν ο γιος του Ίωνα (από τον οποίο κατάγονταν οι Ίωνες, άλλο ελληνικό φύλο). Γεννάται, λοιπόν, το εύλογο ερώτημα, αν οι Δωριείς ήταν ελληνικό φύλο, πώς βρέθηκαν στα βόρεια; Στην πραγματικότητα δε θα έπρεπε να μιλάμε για κάθοδο, αλλά για επιστροφή τους, καθώς οι Έλληνες είχαν ήδη αναπτύξει πολιτισμό προ πολλών χιλιάδων ετών και υπάρχουν δείγματα των μετακινήσεών τους, εντός και πέριξ της Αιγηίδος. Οριστική απάντηση στη διαχρονική παρουσία των Μακεδόνων στο βορειοελλαδικό χώρο δίνουν τα αρχαιολογικά ευρήματα στην Αιανή Κοζάνης. Καταρρίπτουν την παλαιά θεωρία περί κατακλυσμικής εισβολής των Δωριέων στα τέλη της 2ης χιλιετίας, η οποία είναι αστήρικτη ούτως ή άλλως. Ενισχύει ταυτόχρονα την άποψη για την άμεση καταγωγή των Δωριέων από Μακεδονικά φύλα και την ειρηνική διείσδυσή τους στη νότια Ελλάδα, όπως φαίνεται και από την μυθολογία του γάμου της Ωραίας Ελένης.

Σε ομιλία της η προϊσταμένη της Λ’ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, Γεωργία Καραμήτρου-Μεντεσίδη, που οργάνωσε η Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών (ΕΜΣ), επισήμανε ότι τα ευρήματα της Αιανής δίνουν οριστική απάντηση στο ότι δεν υπήρξε «κάθοδος των Δωριέων», δηλαδή Μακεδόνες, οι οποίοι ως «βάρβαροι» και «αλλόφυλοι» κατέστρεψαν τους Μυκηναίους, Αχαιούς και Έλληνες. «Δεν υπάρχουν πλέον περιθώρια αμφιβολίας για τη νότια προέλευση της μακεδονικής αμαυρόχρωμης κεραμικής από φορείς, οι οποίοι επανέρχονται βόρεια-βορειοδυτικά (το 15ο αι. π.Χ. στην Αιανή) έπειτα από πολύ προγενέστερη (γύρω στο 2000 π.Χ.) κάθοδό τους ή από συνεχείς καθόδους και ανόδους λόγω του κτηνοτροφικού χαρακτήρα της οικονομίας και του νομαδικού τρόπου ζωής. Αυτοί δεν είναι άλλοι από τους Μακεδόνες των ιστορικών χρόνων, τους οποίους η φιλολογική παράδοση συνδέει άμεσα με τους Δωριείς.» Συνεπώς, υπογραμμίζει η Γ. Καραμήτρου-Μεντεσίδη, με το εύρημα της Αιανής αποκτάται το πλέον ισχυρό επιχείρημα για την απόρριψη της παλαιάς θεωρίας, περί κατακλυσμικής εισβολής των Δωριέων στα τέλη της 2ης χιλιετίας. Το μεγάλο πλήθος και τα είδη των μυκηναϊκών ευρημάτων, τονίζει, υποχρεώνουν την επιστημονική κοινότητα να αναθεωρήσει τις απόψεις της για τα όρια του μυκηναϊκού κόσμου και τις σχέσεις του με τα μακεδονικά και δωρικά φύλα, ενώ η άποψη για μόνιμη εγκατάσταση Μυκηναίων στην περιοχή τεκμηριώνεται ολοένα και περισσότερο. Όσον αφορά την χρήση του σιδήρου, αυτή τοποθετείται χρονολογικά τουλάχιστον μερικούς αιώνες πριν την υποτιθέμενη κάθοδο των Δωριέων. Συγκεκριμένα στη Λακεδαίμονα, βασίλειο του Μενελάου και της ωραίας Ελένης, η οποία ανακαλύφθηκε στην περιοχή Πελλάνα από τον κύριο Σπυρόπουλο, ανακαλύφθησαν και δύο χυτήρια μετάλλων τα οποία τοποθετούνται χρονολογικά πριν από το 2000 π.Χ.

Ο κ. Ντούμας, καθηγητής Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, μας λέει:
«Ωστόσο, όσο κι αν ο μύθος και η παράδοση δεν αποτελούν ιστορία, άλλο τόσο δε μπορεί να αποκλειστεί ο απόηχος κάποιου ιστορικού γεγονότος στο μύθο. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο (ΙΧ 27) οι Δωριείς, τμήμα κάποτε του μυκηναϊκού κόσμου, αυτοεξορίστηκαν προκειμένου να γλιτώσουν από την τυραννία των Μυκηναίων («φεύγοντες δουλοσύνην προς Μυκηναίων»). Λαμβάνοντας αυτό υπόψη, η παράδοση που αναφέρει επιστροφή των Ηρακλειδών γίνεται πιο κατανοητή: Για να επιστρέψει κανείς κάπου, πρέπει προηγουμένως να έχει φύγει. Άλλωστε, έχει γίνει αποδεκτό, ότι η λεγόμενη «Πρωτο-δωρική» είναι μία από τις διαλέκτους της Μυκηναϊκής Ελληνικής, η οποία έχει θεωρηθεί ως κοινωνικά κατώτερη, δηλαδή ότι ομιλείτο εκτός ανακτορικού περιβάλλοντος και γι' αυτό δε γραφόταν στις πινακίδες. Επίσης, σύμφωνα με τις αρχαίες πηγές, οι Δωριείς επέστρεψαν «κατιόντες», κατερχόμενοι. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να είχαν καταφύγει σε ψηλά μέρη, σε βουνά, όπου ένιωθαν μεγαλύτερη ασφάλεια από τους διωγμούς των Μυκηναίων. Οι ορεσίβιοι πληθυσμοί ασχολούνται σχεδόν αποκλειστικά με την κτηνοτροφία και την υλοτομία και φαίνεται ότι οι Δωριείς δεν αποτελούσαν εξαίρεση. Γι' αυτό και η παράδοση, τους σκιαγραφεί ως συντηρητικούς και άξεστους. Όταν δε οι λόγοι, για τους οποίους είχαν αυτοεξοριστεί, εξέλιπαν, μετά δηλαδή την κατάρρευση του μυκηναϊκού κόσμου, επέστρεψαν ως Ηρακλείδες «κατιόντες». «Κάτειμι» σημαίνει«κατέρχομαι από τα ψηλά μέρη στα χαμηλά», αλλά και «επιστρέφω από εξορία», σημασίες που ταιριάζουν στην περίπτωση των Δωριέων, οι οποίοι επέστρεψαν από την εξορία τους, «κατελθόντες». Η ερμηνεία που δίνουν οι σύγχρονοι ιστορικοί στο «κατιόντες» ως«κατερχόμενοι από το Βορρά» φαίνεται να προέκυψε από τη νεότερη χαρτογραφική σύμβαση, που θέλει την ανάρτηση του χάρτη με το γεωγραφικό Βορρά προς τα πάνω. Με άλλα λόγια, αν δεν υπήρχε αυτή η σύμβαση και αν είχαμε μάθει να κρεμάμε το χάρτη με το Νότο στο πάνω μέρος, το «κατιόντες» θα σήμαινε, σύμφωνα με την ερμηνεία των ιστορικών, «κατερχόμενοι από το Νότο».

Κάτι ακόμα που αξίζει να αναφερθεί είναι οι νεολιθικοί οικισμοί στην Ελλάδα, στους οποίους είναι διάχυτο το ελληνικό στοιχείο από τη δομή και την οχύρωση, μέχρι τη διακόσμησή τους. Αυτοί, βεβαίως, δε θα μπορούσαν να έχουν φτιαχτεί από ξένους εισβολείς, καθώς:
α) η αρχιτεκτονική τους - με κάποιες διαφοροποιήσεις - προσομοιάζει σ' εκείνη που χρησιμοποιούσαν και τα υπόλοιπα ελληνικά φύλα και
β) δείχνουν ήδη ανεπτυγμένο πολιτισμό για εκείνη την εποχή.
Ένας πολιτισμός για να ακμάσει χρειάζεται σταθερότητα, ώστε να αναπτύξει την καλλιέργεια της γης και κτηνοτροφία και, κατά συνέπεια, όλα τα υπόλοιπα. Ένας τέτοιος ανεπτυγμένος πολιτισμός, σαν των νεολιθικών οικισμών, τόσες χιλιάδες χρόνια πριν, δε θα μπορούσε παρά να έχει ακμάσει στη γη, όπου το επέτρεπαν οι κλιματολογικές και γεωλογικές συνθήκες. Τέτοιος προηγμένος πολιτισμός δε θα μπορούσε να προέλθει από νομάδες της στέπας.

Θεωρία Φοινίκων: Οι Φοίνικες που κατοικούσαν στην περιοχή του σημερινού Ισραήλ, πήραν από τους Αιγύπτιους ορισμένα γραφικά σύμβολα και με την εξέλιξή τους σχημάτισαν το πρώτο αλφάβητο (γνωστό κι ως σημιτικό αλφάβητο). Περιλάμβανε 22 γράμματα, σύμφωνα και ημίφωνα, χωρίς να έχει φωνήεντα. Από τα πρώτα αυτά γράμματα σχηματίστηκαν τα νεότερα αλφάβητα. Οι Έλληνες καθώς ταξίδευαν στα τέλη του 9ου π.Χ. αιώνα στην ανατολική Μεσόγειο, πήραν το αλφάβητο των Φοινίκων, το πλούτισαν με φωνήεντα και το προσάρμοσαν στην ελληνική γλώσσα.

Η απάντηση

Η θεωρία ότι το Αλφάβητο είναι εφεύρεση των Φοινίκων συντηρήθηκε εκτός των άλλων με το επιχείρημα ότι ορισμένα σύμβολα της φοινικικής γραφής μοιάζουν με τα αλφαβητικά γράμματα, π.χ. το φοινικικό Α (άλεφ) είναι αντεστραμμένο ή πλαγιαστό το ελληνικό Α κλπ. Το επιχείρημα αυτό φαινόταν ισχυρό μέχρι προ 100 ετών περίπου, όταν οι γλωσσολόγοι και οι ιστορικοί ισχυρίζονταν ακόμη ότι οι Έλληνες δεν γνώριζαν γραφή προ του 800 π.Χ.! Γύρω στο 1900 όμως ο Arthur Evans ανέσκαψε την ελληνική Μινωική Κρήτη και ανακάλυψε τις ελληνικές Γραμμικές Γραφές, των οποίων σύμβολα ήταν ως σχήματα πανομοιότυπα προς τα 17 τουλάχιστον εκ των 24 γραμμάτων του ελληνικού Αλφαβήτου. Με δεδομένα ότι:
α) τα αρχαιότερα δείγματα των ελληνικών αυτών γραφών (Γραμμική Α και Β), που στη συνέχεια ανακαλύφθηκαν και στην Πύλο, στις Μυκήνες, στο Μενίδι, στη Θήβα, αλλά και βορειότερα, μέχρι τη γραμμή του Δούναβη και χρονολογήθηκαν τότε πριν από το 1500 π.Χ. και
β) οι Φοίνικες και η γραφή τους εμφανίζονται στην ιστορία όχι πριν το 1300 π.Χ.,
Ο Evans στο έργο του Scripta Minoa διετύπωσε, πρώτος, αμφιβολίες για την αλήθεια της θεωρίας, ότι δηλαδή οι Έλληνες έλαβαν τη γραφή από τους Φοίνικες, εκφράζοντας ταυτόχρονα την επιστημονική υποψία ότι μάλλον συνέβη το αντίθετο: Οι Φοίνικες παρέλαβαν τη γραφή από τους Κρήτες αποίκους κατά τον 13ο αιώνα π.Χ., όταν αποίκησαν τις ακτές της Παλαιστίνης, ως Φιλισταίοι (Μύθος της τριανδρίας της Μινωικής Κρήτης και οι διωγμοί του Μίνωα προς τους αδελφούς του). Περίπου την ίδια εποχή ο Ρενέ Ντυσσώ διατύπωσε μία ανάλογη άποψη: «Οι Φοίνικες είχον παραλάβει πρωϊμότατα το αλφάβητον παρά των Ελλήνων, οίτινες είχον διαμορφώσει τούτο εκ της Κρητομυκηναϊκής γραφής». Για να το καταλάβουμε λοιπόν καλύτερα: η διαφορά είναι ότι το φοινικικό σύστημα παρέμεινε συλλαβάριο, όπως ακριβώς ΤΟ ΠΑΡΕΛΑΒΑΝ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ, ενώ η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ κατέληξε στο σημερινό γνωστό αλφαβητικό σύστημα γραφής.

Οι αμφιβολίες για την μη προτεραιότητα των Φοινίκων έναντι των Ελλήνων στην ανακάλυψη της γραφής, έγιναν βεβαιότητα, όταν ο καθηγητής Πωλ Φωρ, διεθνής αυθεντία της Προϊστορικής Αρχαιολογίας, δημοσίευσε στο αμερικάνικο αρχαιολογικό περιοδικό, εκδόσεως του Πανεπιστημίου της Ινδιάνας, Nestor, ανακοίνωση, στην οποία παραθέτει και αποκρυπτογραφεί πινακίδες ελληνικής Γραμμικής Γραφής, που βρέθηκαν σε ανασκαφές στο κυκλώπειο τείχος των Πιλικάτων της Ιθάκης και χρονολογήθηκαν με σύγχρονες μεθόδους στο 2700 π.Χ. Γλώσσα των πινακίδων είναι η Ελληνική και η αποκρυπτογράφηση του Φωρ απέδωσε φωνητικά το συλλαβικό κείμενο ως εξής: Α]RE-DA-TI. DA-MI-U-A-. A-TE-NA-KA-NA-RE(ija)-TE. Η φωνητική αυτή απόδοση μεταφράζεται, κατά τον Γάλλο καθηγητή πάντοτε, :«Ιδού τι εγώ η Αρεδάτις δίδω εις την άνασσαν, την θεάν Ρέαν:100 αίγας, 10 πρόβατα, 3 χοίρους». Έτσι ο Φωρ απέδειξε, ότι οι Έλληνες έγραφαν και μιλούσαν ελληνικά τουλάχιστον 1400 χρόνια πριν από την εμφάνιση των Φοινίκων και της γραφής τους στην ιστορία. Επίσης ότι οι Ολύμπιες θεότητες λατρεύονται από το 2700π.Χ. τουλάχιστον. Αυτό το γεγονός δείχνει ότι τα ελληνικά φύλα, που ήρθαν μεταγενέστερα στην περιοχή, λάτρευαν τον ίδιο Θεό. Αν ήταν αλλόθρησκοι και κατακτητές, οι θεότητές τους θα ήταν ανώτερες των τοπικών αν δεν είχαν εξαλείψει αυτές τις θεότητες, που θα έβρισκαν εδώ. Με κοινή γλώσσα και κοινή θρησκεία μόνο ως ομοεθνή φύλα θα πρέπει να τους αντιμετωπίσουμε.

Η «Φοινικική Θεωρία» καθιερώθηκε στην Ευρώπη σε μία εποχή που, όπως γράφει ο διαπρεπής σύγχρονος Άγγλος κλασσικός φιλόλογος S.G.Rembroke («The Legacy of Greece,εκδ. Oxford University Press,1984), «στους Φοίνικες γενικά εδίδετο ένας ρόλος ενδιαμέσων», που ξέφευγε από οιαδήποτε πληροφορία της ιστορίας, ένας ρόλος δηλαδή μεταφορέων της σοφίας και του πολιτισμού του περιουσίου λαού του Ισραήλ στους απολίτιστους λαούς και δη στους Έλληνες». Το πόσο στρατευμένη είναι η επιστήμη έναντι του ελληνισμού, προκειμένου ορισμένοι πανεπιστημιακοί κύκλοι να δοξαστούν, μέσω της διατύπωσης νέων θεωριών, με ανθελληνικό περιεχόμενο, που θα επιτρέψουν την ανάδειξη νέων εθνοτικών ομάδων στην περίοπτη ιστορική θέση των αρχαίων ημών προγόνων, φαίνεται ακόμα περισσότερο σε ένα καίριο ερώτημα.

Αποτελεί η φοινικική γραφή αλφάβητο;

Κατά τη Γλωσσολογία ως "αλφάβητο" ορίζεται το «σύνολο συμβόλων με ορισμένη σειρά και τάξη, που χρησιμεύουν για να αποδίδονται οι στοιχειώδεις φθόγγοι μιας γλώσσας, με τον περιορισμό ο κάθε φθόγγος ν' αντιστοιχεί σ' ένα μόνο σύμβολο και αντίστροφα». Στην αλφαβητική γραφή επομένως (δηλαδή τη γραφή των λαών της Ευρώπης, της Αμερικής, της Αυστραλίας αλλά και άλλων περιοχών του πλανήτη) κάθε γράμμα αποδίδει ένα στοιχειώδη ήχο. Τούτο δεν ισχύει στις ατελέστερες, της αλφαβητικής, συλλαβικές γραφές, στις οποίες κάθε σύμβολο αποδίδει μία συλλαβή (δύο ή και περισσότερους ήχους-φθόγγους). Επί παραδείγματι, στις συλλαβικές ελληνικές γραφές Γραμμική Α και Β ένα σύμβολο αποδίδει τη συλλαβή κο (κ+ο), άλλο σύμβολο τη συλλαβή πο (π+ο) κ.ο.κ. Στη φοινικική γραφή (που διαθέτει μόνο σύμφωνα και κανένα φωνήεν), στα ελάχιστα διασωθέντα δείγματά της, η κατάσταση είναι ακόμα "χειρότερη", δεδομένου ότι κάθε σύμβολό της δεν αποδίδει, ούτε καν μία συγκεκριμένη συλλαβή, αλλά διαφορετικές, που το διάβασμά τους αφήνεται στην "έμπνευση" του αναγνώστη. Έτσι π.χ. ένα σύμφωνο μπορεί να διαβαστεί ως μπα, μπου, μπε, μπι, μπο κ.ο.κ., ή κάποιο άλλο ως γκου, γκα, γκε, γκο κ.λπ. Επομένως, η φοινικική γραφή, όχι μόνο δεν αποτελεί αλφάβητο, αλλά δεν είναι ούτε καν εξελιγμένη συλλαβική γραφή, του βαθμού τελειότητας των αντιστοίχων ελληνικών συλλαβαρίων. Και είναι πράγματι καταπληκτικό το γεγονός, ότι έχει καθιερωθεί στην επιστήμη, κατά τα τελευταία 150 χρόνια περίπου, ο αντιφατικός όρος "φοινικικό αλφάβητο", προκειμένου για μία γραφή, που δεν έχει καμία σχέση με την αλφαβητική. Και είναι ακόμη πιο απίστευτη η επιβολή του επιστημονικού δόγματος, ότι το ελληνικό αλφάβητο προήλθε από το φοινικικό, το οποίο όχι μόνο δεν είναι αλφάβητο, αλλά είναι μία ατελέστερη γραφή από τις ελληνικές Γραμμικές Γραφές Α και Β. Για τους λόγους αυτούς κατά τον εκλιπόντα πρόεδρο της Εταιρείας Ελλήνων Φιλολόγων Παν. Γεωργούντζο, ο χαρακτηρισμός που έδωσε ο καθηγητής Γ. Μπαμπινιώτης στη φοινικική γραφή "οιονεί συλλαβικό αλφάβητο" (;!) απορρίπτεται και πρέπει να αντικατασταθεί με το ορθό "καθαρώς συνεπτυγμένο συλλαβικό" σύστημα γραφής (βλ. Παν. Γεωργούντζου, Το Αλφάβητον Εφεύρεσις Ελληνική). Επίσης, εκπληκτικό γεγονός αποτελεί η διατύπωση ότι ένας λαός που είναι γνωστός ως ΦΟΙΝΙΚΕΣ μετέδωσε το αλφάβητο στην Ελλάδα, όταν το ίδιο το όνομά τους είναι ελληνικό και σημαίνει ο ερυθρός, πορφυρός (εκ της ρίζας φόνου-φοίνιος-φονικός). Μάλιστα πατέρας του μυθολογικού προσώπου Φοίνικος ήταν ο Αγήνορας και αδέρφια του ο Κάδνος και η Ευρώπη.

Ιστορικά στοιχεία

Όλοι οι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς που αναφέρονται στο Αλφάβητο («Γράμματα», όπως το έλεγαν), το θεωρούν πανάρχαια ελληνική εφεύρεση (του Προμηθέα, του Παλαμήδη, του Λίνου κλπ.). Η θεωρία του «Φοινικικού» Αλφαβήτου πάντοτε στηριζόταν και στηρίζεται ακόμη από τους υποστηρικτές της σε μία εξαίρεση του κανόνα αυτού. Την εξαίρεση αυτή αποτελεί ένα απόσπασμα του Ηροδότου, που ο ίδιος παρουσιάζει ως προσωπική γνώμη του («ως εμοί δοκέει» = όπως μου φαίνεται…), την οποία σχημάτισε, όπως αναφέρει σε προηγούμενη παράγραφο, «αναπυνθανόμενος» (=παίρνοντας πληροφορίες από άλλους). Αλλά ας δούμε το κείμενο του Ηροδότου («Ιστορία, Ε 58″): «58. Οι δε Φοίνικες ούτοι οι συν Κάδμω απικόμενοι τών ήσαν Γεφυραίοι άλλα τε πολλά οικήσαντες ταύτην την χώρην εισήγαγον διδασκάλια ες τους Έλληνας και δη και γράμματα, ουκ εόντα πριν Έλλησι ως εμοί δοκέει, πρώτα μεν τοίσι και άπαντες χρέωνται Φοίνικες· μετά δε χρόνου προβαίνοντος άμα τη φωνή μετέβαλλον και τον ρυθμόν των γραμμάτων».
[58.Οι δε Φοίνικες αυτοί, που μαζί με τον Κάδμο αφίχθησαν, εκ των οποίων και οι Γεφυραίοι, και σε πολλά άλλα μέρη κατοικήσαντες την χώραν αυτήν εισήγαγαν και τέχνες (νέες ή άγνωστες) στους Έλληνες και μάλιστα και (κάποια) γραφή, η οποία δεν ήταν γνωστή πριν στους Έλληνες, καθώς εγώ νομίζω, πρώτα αυτήν την γραφή την οποίαν και όλοι οι Φοίνικες μεταχειρίζονται· μετά όμως με την πάροδο του χρόνου (οι Φοίνικες) μετέβαλλαν μαζί με τη γλώσσα (τους) και το είδος αυτό της γραφής.]
Στο απόσπασμα αυτό το σημαντικότερο είναι, ότι στην κρίσιμη φράση («άμα τη φωνή μετέβαλλον και τον ρυθμόν των γραμμάτων») αποκαλύπτεται, ότι οι Φοίνικες-Γεφυραίοι, που πήγαν στην Βοιωτία με τον Κάδμο, έφεραν από την Φοινίκη κάποια γραφή τους, αλλά καθώς οι Φοίνικες άλλαξαν τη γλώσσα τους (έμαθαν πιά δηλαδή τα Ελληνικά), άλλαξαν και αυτή τη γραφή τους (έγραφαν πιά δηλαδή με την υπάρχουσα στη Βοιωτία πανάρχαια ελληνική γραφή). Στη δήλωση λοιπόν αυτή του Ηροδότου οι μεταφραστές δίνουν το νόημα, ότι οι ντόπιοι Ελληνες Βοιωτοί και όχι οι Φοίνικες μετανάστες άλλαξαν την δική τους γλώσσα και γραφή και υιοθέτησαν τη φοινικική!

Λόγοι διάδοσης της θεωρίας

Η θεωρία του φοινικικού αλφαβήτου διαμορφώθηκε, προ της ανακάλυψης της Τροίας και των μινωικών αρχαιολογικών ευρημάτων στις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Είναι λογικό οι ευρωπαίοι ιστορικοί, που κατείχαν περίοπτες θέσεις σε μεγάλα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια να διετύπωσαν μία θεωρία, κατά τα πρότυπα της χριστιανικής διάδοσης της πίστης, όπως ακριβώς δηλαδή δίδασκε και το Βατικανό, το οποίο ιστορικά, αντιμαχόταν τους Έλληνες, ως συνεχιστές της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και της ορθόδοξης χριστιανικής εκκλησίας, εναντίον της οποίας είχαν οργανώσει ακόμα και σταυροφορία. Σε αυτή τη θεωρία οι «καλοί» Φοίνικες που δεν αναφέρονται ως Εβραίοι, μία λέξη που θα ενοχλούσε το αντισημιτικό καθολικό κατεστημένο των ευρωπαϊκών πανεπιστημιακών κύκλων, μετέφεραν τον πολιτισμό και τα γράμματα, όπως ακριβώς και ο «καλός» Απόστολος Πέτρος, ιδρυτής της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας, όπως αυτή θέλει να τον αποκαλεί, μετέφερε την χριστιανική πίστη στην Ευρώπη. Άλλωστε ο ρόλος των Εβραίων, ως έμποροι και νομάδες, επέτρεπε την ιστορική τους χρήση ως μεταφορείς ιδεών και γραμμάτων, προκειμένου αυτή η ιδιότητα να στηρίξει την ινδοευρωπαϊκή θεωρία.

Επί των θεωριών που είδαμε  προκύπτουν ορισμένα ερωτήματα:

1) Αναφέρονται μετακινήσεις μεγάλων πληθυσμιακών ομάδων. Ωστόσο δεν αναφέρεται ο λόγος για τον οποίο αναγκάστηκαν οι εν λόγω ομάδες να μετακινηθούν. Κανένας ποτέ δεν αποφάσισε να φύγει από τα εδάφη, που έχει εγκατασταθεί, χωρίς λόγο και μάλιστα προφανή, που να έχει αφήσει και σημάδια για τους ερευνητές. Οι Μάγιας μπορεί να εξαφανίστηκαν χωρίς ίχνος, αλλά εξαφανίστηκαν, δε μετακινήθηκαν. Αν μετακινούντο, θα είχαμε στοιχεία, για τους λόγους που τους εξανάγκασαν και τις διαδρομές που ακολούθησαν. Πως μετακινήθηκαν αυτές οι ομάδες και ειδικότερα πως πέρασαν τεράστια φυσικά εμπόδια (π.χ. τα Ουράλια); Μην ξεχνάμε ότι τα συγκεκριμένα όρη έχουν τεράστιες χιονοπτώσεις και κυρίως μιλάμε για μία εποχή, πολύ κοντινή στον τελευταίο παγετώνα. Επίσης δε θα πρέπει να λησμονούμε πως μιλάμε για μετακίνηση ενός ολόκληρου λαού, όχι ενός στρατού, δηλαδή στη μετακινούμενη ομάδα περιλαμβάνονται μωρά, γυναίκες και ηλικιωμένοι. Δεν αναφέρεται η ύπαρξη πλοίων, ούτε ο λόγος για τον οποίο ένα ολόκληρο φύλο αποφάσισε να κινηθεί στα τυφλά προς τελείως άγνωστες περιοχές.

2) Υποστηρίζεται ότι οι Ινδοευρωπαίοι κινήθηκαν αρχικά σε περιοχές της Βόρειας Ευρώπης και στη συνέχεια προς το νότο (και στον ελληνικό χώρο). Εφόσον βρισκόμαστε σε περίοδο τόσο κοντά σε αυτή των παγετώνων, δεν είναι φυσιολογικό ένα φύλο να μετακινηθεί σε περιοχές, με χειρότερες κλιματολογικές συνθήκες από αυτές που επικρατούν στη Μεσόγειο. Είναι αδιανόητο ένα φύλο να μετακινείται για καλύτερες συνθήκες διαβίωσης προς βορρά, όταν πλησίον αυτού υπάρχει η περιοχή της Μεσοποταμίας, γνωστή για τις πεδιάδες της.

3) Η καταγωγή των Ινδοευρωπαίων καλύπτει μια αχανή γεωγραφική έκταση, από τις Ινδίες μέχρι και τη Βόρεια Ευρώπη, συμπεριλαμβάνοντας ανθρώπους με εντελώς διαφορετικά ανθρωπολογικά χαρακτηριστικά. Ωστόσο ακόμα η κοιτίδα αυτών είναι απροσδιόριστη. Δεν υπάρχουν αρχαιολογικά ευρήματα (κτίσματα, εργαλεία) αυτού του μεγάλου πληθυσμιακού φύλου, που ήταν διάσπαρτο σε ένα τόσο μεγάλο κομμάτι γης. Δεν δικαιολογούνται οι ανθρωπολογικές διαφορές και ομοιότητες μεταξύ των λαών σήμερα, από τη στιγμή που οι Ινδοευρωπαίοι απλώθηκαν τόσο πολύ γεωγραφικά. Παραδείγματος χάρη μεταξύ Ούγγρων και Τσεχοσλοβάκων μπορούμε σήμερα να εντοπίσουμε ομοιότητες. Οι Ούγγροι δεν θεωρούνται Ινδοευρωπαίοι, ενώ στη χώρα τους κατοικούσαν τέτοιοι, ενώ οι Τσεχοσλοβάκοι θεωρούνται. Κατά τον ίδιο τρόπο θα πρέπει να εξετάσουμε ποιες είναι οι ομοιότητες Ινδών, Σουηδών και Ελλήνων. Ευρωπαϊκές φυλές, όπως οι Φιλανδοί, κατά την ινδοευρωπαϊκή θεωρία, δε θεωρούνται Ινδοευρωπαίοι σε αντίθεση με τους Αρμένιους, μια ασιατική φυλή. Φυσικά και μπορεί να υποστηριχτεί ότι αυτοί οι λαοί μετακινήθηκαν αργότερα και δημιούργησαν γλώσσα σε μεταγενέστερο χρόνο. Ωστόσο και οι Γερμανοί, που θεωρούνται ινδοευρωπαίοι επίσης μετακινήθηκαν αργότερα και θεωρούνται αυθαίρετα μέρος των ινδροευρωπαϊκών φύλων. Άλλο ένα σφάλμα της θεωρίας είναι πως οι Βάσκοι, ενώ έχουν ευρωπαϊκό DNA, δεν θεωρούνται ινδοευρωπαίοι και σε αντίθεση με τη θεωρία εξάπλωσης της ινδοευρωπαϊκής γλώσσας θεωρείται ότι αυτοί δεν επηρεάστηκαν εν αντιθέσει με όλους του υπόλοιπους λαούς. Προς επίρρωση αυτού θα αναφέρω πως οι Βάσκοι θεωρούν τους εαυτούς τους μακρινούς συγγενείς των Ελλήνων, οι οποίοι όμως αναφέρονται ως ινδοευρωπαίοι από τους «ιστορικούς». Η απάντηση για άλλη μία φορά θα πρέπει να αναζητηθεί στο χώρο της πολιτικής, αφού οι Βάσκοι αντιτίθενται στη βασιλεία του οίκου των Αψβούργων, που συγγενεύει με Άγγλους και Γερμανούς, άρα δε θα μπορούσαν να ανήκουν στην ομάδα των ινδοευρωπαϊκών φύλων.

4) Οι επιστήμονες υποστηρίζουν ότι την 3η π.Χ. χιλιετία αρχίζει ο διαχωρισμός των Ινδοευρωπαίων. Ωστόσο δεν αναφέρουν για άλλη μία φορά το λόγο. Δεν υπάρχει κάποιο κείμενο που να αναφέρεται σε αυτό το διαχωρισμό. Την ίδια στιγμή, ενώ οι ινδοευρωπαίοι καταλαμβάνουν τα τοπικά στοιχεία στην Ελλάδα το 1900 π.Χ. και καταστρέφουν τον προελληνικό πολιτισμό, δεν φαίνεται αλλαγή στα ήθη και έθιμα στον ελλαδικό χώρο.

5) Οι επιστήμονες θεωρούν ινδοευρωπαϊκές της λέξεις "δήμος" και "ψήφος", οι οποίες προέρχονται από τις σνασκριτικές λέξεις "damos" και "bhsa". Αυτό όμως θα σήμαινε ότι ένα νομαδικό φύλο, από το 3000π.Χ. γνωρίζει την έννοια της δημοκρατίας και ότι η δημοκρατία ανακαλύφτηκε ως πολιτειακό σύστημα πλησίον της Ινδίας. Ωστόσο είναι περιττό να αναφέρω ότι στην Ινδία και στον ευρύτερο γεωπολιτικό χώρο ουδέποτε εμφανίστηκε τέτοια μορφή πολιτεύματος.

6) Η μετακίνηση τέτοιων ομάδων, προς όλες τις κατευθύνσεις, και μάλιστα κατά κύματα προϋποθέτει ότι στην 3η χιλιετία π.Χ. υπάρχει μία πολυάριθμη κοινότητα με δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους, που μπόρεσαν να κατακτήσουν και να επιβληθούν σε όλες τις μάζες που βρήκαν στην πορεία τους και να τις υποτάξουν. Ωστόσο είναι εντελώς διαφορετικό να επιτυγχάνονται μερικές νίκες σε μάχες από την ολοκληρωτική νίκη ενός πολέμου. Τέτοια εγχειρήματα αποδείχτηκε ιστορικά πως απαιτούσε απίστευτα υψηλούς αριθμούς στρατιωτικών δυνάμεων. Ωστόσο δεν υπάρχουν ούτε καν μυθολογικά στοιχεία για τέτοια μετακίνηση δυνάμεων, που αν μη τι άλλο θα ήταν αξιοπρόσεχτη. Επίσης δε φαίνεται σε κανένα σημείο κατάληψη άλλων εδαφών από τη μακρινή ανατολή, όπως φαίνεται σε αντίστοιχες περιπτώσεις ιστορικών παραδειγμάτων (π.χ. Γότθοι)

7) Η γλώσσα και ο πολιτισμός είναι έννοιες που αναπτύσσονται σε μέρη πιο φιλικά προς την εξέλιξη του ανθρώπου, παρά σε μέρη που έχουν ταλαιπωρηθεί από πάγους. Αυτό όμως αντικρούεται από την ινδοευρωπαϊκή θεωρία η οποία υποστηρίζει τη μετακίνηση κατά κύματα και η οποία προφανώς οφείλεται σε κάποιον λόγο ανωτέρας βίας. Αυτό σημαίνει πως φύλα που προέρχονταν από τις αφιλόξενες βόρειες στέπες ανάπτυξαν σπουδαιότερο και πιο προηγμένο πολιτισμό από φύλα τα οποία ζούσαν στην πιο φιλόξενη, κλιματολογικά, Μεσόγειο. Είναι άτοπο να υποστηριχτεί πως τα «ινδοευρωπαϊκά φύλα» ήταν πιο εξελιγμένα από φύλα που γνώριζαν την τέχνη της ναυσιπλοΐας, της μεταλλουργίας, της γλυπτικής, διέθεταν τις γραμμικές γραφές κτλ. Ο πολιτισμός δε θα μπορούσε να γεννηθεί πουθενά αλλού, παρά σε έναν τόπο ευνοημένο από τις κλιματολογικές συνθήκες με άφθονο φαγητό και ήπιο κλίμα, όπως φαίνεται και από την παγκόσμια ιστορία, όπου οι μεγάλοι πολιτισμοί ανεδείχθησαν εκεί που ευνοείτο η συγκέντρωση πληθυσμών μετά την εποχή των παγετώνων.

8) Η ινδοευρωπαϊκή θεωρία συγκρίνει λέξεις ανάμεσα σε γλώσσες από όλα τα μέρη της Ευρώπης μέχρι και στην Ινδία, ωστόσο δε συγκρίνει όμως ονόματα πόλεων και ανθρώπων. Τα ελληνικά ονόματα πόλεων δίνονται με τον τρόπο ακριβώς που αναπτύσσεται η γλώσσα, δηλαδή οι λέξεις αυτές διαθέτουν κάποια σημασία. Οι πόλεις στον υπόλοιπο κόσμο δεν έχουν καμία σχέση με τα ελληνικά τοπωνύμια. Όπως και οι θεότητες δεν είναι οι ίδιες.

9) Κατά την ινδοευρωπαϊκή θεωρία οι ανατολικοί λαοί, διατήρησαν την ίδια γραφή επί χιλιετίες - από το 3000 π.χ. περίπου έως και αιώνες μ.Χ. Αν όμως παρατηρήσουμε την εξέλιξη της ελληνικής γλώσσας θα δούμε πως αυτή διήλθε από όλα τα στάδια γραφής(ιδεογραφική, Εικονογραφική-Ιερογλυφική, Γραμμική α, γραμμική β , αλφάβητο). Αυτό σημαίνει ότι η γλώσσα μας εξελίχτηκε μέσα από πέντε με έξι συνολικά στάδια και ότι αυτό σημειώθηκε από το 2000 έως το 800 π.χ. Αυτό με έναν απλό υπολογισμό σημαίνει ότι οι Έλληνες άλλαζαν γραφή κάθε 200 - 300 χρόνια κατά μέσο όρο, κάτι το οποίο ξεπερνά κάθε λογική.

10) Ένας λαός για να μπορέσει να αναπτύξει εργαλεία και ευφυείς κατασκευές είναι απαραίτητο να έχει ανακαλύψει, πρώτα, τη γλώσσα. Ο λόγος είναι πολύ απλός. Από τη στιγμή που αναπτύσσουμε την κοινωνικότητά μας, μπορούμε να ανταλλάξουμε ιδέες και εν συνεχεία να αντιγράψουμε τα διπλανά μέλη της ομάδας ή να τα διδάξουμε σε μία καινούρια τεχνική. Ξεκινούμε από τα πρωτόγονα εργαλεία και στη συνέχεια εξελίσσουμε τη δημιουργία, μέσα από εμπειρίες, που μεταφέρονται από τα μέλη της κοινωνικής ομάδας, από το παρελθόν. Αυτό για να γίνει, απαιτείται η παρουσίαση της γλώσσας, η οποία πολύ σύντομα αναπτύσσεται με ιερογλυφικά σύμβολα για να εξελιχθεί σε αλφάβητο. Οι Ινδοευρωπαίοι δεν επέδειξαν, όπως είπαμε, καμία κατασκευή εργαλείου, σε αντίθεση με τον ελλαδικό χώρο. Για παράδειγμα σε ανασκαφή της ΙΖ' Εφορείας στα Γιαννιτσά της Πέλλας βρέθηκε πήλινο βαθύ αγγείο, που έφερε στον πυθμένα του κοίλωμα, το οποίο σχηματίστηκε από την έντονη συστροφή ξύλινου στελέχους που «πατούσε» στη βάση του αγγείου ηλικίας οκτώ και πλέον χιλιάδων χρόνων, όπως τόνισε στην ανακοίνωση του, στη διάρκεια του «15ου επιστημονικού συμποσίου για το αρχαιολογικό έργο σε Μακεδονία και Θράκη» στη Θεσσαλονίκη, ο αρχαιολόγος Πανίκος Χρυσοστόμου, επικεφαλής στην ανασκαφή του παλαιολιθικού οικισμού. Πρόκειται για τον πρώτο αναδευτήρα στον κόσμο, το γνωστό σε όλους μας, από την εισβολή της αγγλικής στη ζωή μας, μίξερ.

Προς επίρρωση των ανωτέρω θα προσθέσω πως οι ανασκαφικές τομές στην περιοχή της Πέλλας έδωσαν, εκτός από κινητά ευρήματα, και δεκάδες πήλινα ανθρωπόμορφα και ζωόμορφα ειδώλια της αρχαιότερης νεολιθικής περιόδου. Οι κατοικίες που εντοπίστηκαν στη διάρκεια της ανασκαφής περιγράφονται ως συγκροτήματα τριών χώρων με κεντρικό πυρήνα ένα ευρύχωρο κτίσμα διαστάσεων 8Χ8 μέτρων, που χρονολογούνται ανάμεσα στο 6300 και στο 6000 π.Χ. Στο πήλινο δάπεδο αποκαλύφθηκαν θήκες, λάκκοι, θερμικές κατασκευές και μια κυκλική εστία. Σε γειτονικό χώρο με τις κατοικίες εντοπίστηκαν, επίσης, δύο ταφές νεογνών. Σύμφωνα με τις ραδιοχρονολογήσεις (ανάλυση δειγμάτων με τη μέθοδο του άνθρακα), η εποχή των ευρημάτων εντοπίζεται ανάμεσα στο 6250 και το 6700 π.Χ. Βάσει αυτών των ευρημάτων είναι αδύνατο να απουσιάζει η γλώσσα, σε ένα χώρο όπου κατασκευάζονται προηγμένα εργαλεία, χωριά, οικίες τριών χώρων με δάπεδο και έχει αναπτυχθεί θρησκεία. Ακόμα και αν η επέκταση των ινδοευρωπαίων ήθελε να γίνει μέσω θαλάσσης, τότε θα έπρεπε να αντιμετωπίσουν ναυτικές δυνάμεις, όπως ο Μινωικός και ο Κυκλαδίτικος πολιτισμός, ενώ είναι πολύ δύσκολο να εκτιμήσουμε ότι ένα ινδοευρωπαϊκό φύλο από τα βάθη των στεπών γνώριζε την τέχνη της ναυσιπλοΐας, καλύτερα από φύλα που ανέπτυξαν τον πολιτισμό τους σε θαλάσσιο χώρο. Όπως καταμαρτυρούν τα ευρήματα στο ναυάγιο της Λήμνου, είτε στο Φράχθι Ερμιονίδος, η ναυσιπλοΐα ήταν γνωστή στον ελλαδικό χώρο από το 8000 π.Χ. Τα ευρήματα αυτά καταμαρτυρούν τη δημιουργία ενός πολιτισμού, που είναι αδύνατο να προχωρήσει στην κατάκτηση τέτοιων γνώσεων, χωρίς την ανάπτυξη της γλώσσας.

Άλλος ένας ψευδής ισχυρισμός των ινδοευρωπαϊστών είναι και το μόνο «αρχαιολογικό εύρημα» της θεωρίας τους, οι καταστροφές που υπέστησαν οι νεολιθικοί οικισμοί, όπως της Λέρνης και του Σέσκλου, το οποίο αποτελεί και τον πρώτο νεολιθικό οικισμό της Ευρώπης. Οι υποστηρικτές της θεωρίας, αυθαίρετα, συμπληρώνουν τα κενά με συμπεράσματα, περί καταστροφής των οικισμών από μάχες, με φύλα που «κατήλθαν» από το βορρά. Ωστόσο, το γεγονός αυτό θα μπορούσε να έχει σημειωθεί από μάχες τοπικού χαρακτήρα και όχι από εισβολή, αφού η διάδοχος ισχυρή πόλη της θεσσαλικής πεδιάδας, το Δίμηνι, ακολουθεί το ίδιο πολεοδομικό σχέδιο με το Σέσκλο. Αν η Θεσσαλία είχε καταληφθεί από ινδοευρωπαίους, που δεν είχαν καμία σχέση με το γηγενές στοιχείο του ελλαδικού χώρου, τότε θα φαινόταν η διακοπή στην παράδοση, την τεχνοτροπία και την τεχνολογία. Το 5000 π.Χ. έχουμε πολιτισμική ανάπτυξη σε όλο τον ελλαδικό χώρο, όχι μόνο στη Θεσσαλία. Στην Αττική παρουσιάζονται δεκάδες νεολιθικές θέσεις, στη Νέα Μάκρη έχουμε τα απομεινάρια πλακόστρωτης οδού. Έργα οδοποιίας χρειάζονται σε πολιτισμούς που έχουν εξελίξει το εμπόριο και τις μεταφορές και που χρησιμοποιούν άμαξες και άρματα. Στη Νέα Μάκρη επίσης, δεν παρατηρείται καμία διαταραχή κατά τη μετάβαση από την αρχαιοτέρα στη μέση νεολιθική περίοδο, όπως το ίδιο συμβαίνει και στη Θεσσαλία. Άρα δε μπορούμε να ισχυριζόμαστε γενικευμένη εισβολή στην Ελλάδα ξένων φυλών. Κατά συνέπεια η περίπτωση των καταστροφών στη Θεσσαλία είναι μεμονωμένη και δεν επαναλαμβάνεται ούτε στην Αττική ούτε στην Εύβοια, όπου η κατοίκηση στον οικισμό Λευκαντί συνεχίζεται αδιάκοπα, έως τους Βυζαντινούς χρόνους. Ομοίως, πολύ αργότερα, κατά την καταστροφή των μυκηναϊκών βασιλείων, δεν υπάρχει καμία ξενική εισβολή, αφού πρόκειται σαφώς για εμφύλιες διαμάχες με πρωτεργάτες τους «Ηρακλείδες», οι οποίοι ως εξόριστοι επέστρεψαν και διεκδικούσαν πίσω το θρόνο τους. Το μυστικό σύμφωνα με τον κύριο Σπυρόπουλο, υπεύθυνο των ανασκαφών για το βασίλειο του Μενελάου στη Σπάρτη, κρύβεται στον τρωικό πόλεμο, που αδυνάτησε τη «μητέρα Ελλάδα», με αποτέλεσμα η κατάληψή της από τους «Ηρακλείδες» να είναι τρομερά εύκολη. Επίσης, πλην του βασιλείου του Μενελάου, αλλά και της Τροίας, ο ελλαδικός χώρος έχει να επιδείξει πανάρχαιες ελληνικές πυραμίδες, όπως του Ελληνικού, στο Άργος οι οποίες είναι αρχαιότερες αυτών της Αιγύπτου. Τέτοια ευρήματα δε δικαιολογούν την απουσία μίας ισχυρής γλώσσας. Ως εκ τούτου, ακόμα και η λέξη «πυραμίδα» είναι ελληνικής προέλευσης (πύρα + αμίς = σιτηρών δοχείο), όπως και οι αντίστοιχες λέξεις για το νερό: «ύδωρ», «αλς» και «μύρα», δηλαδή νερό, θαλασσινό νερό και θάλασσα.

Τα μειονεκτήματα της ινδοευρωπαϊκής θεωρίας όπως βλέπουμε είναι αρκετά, ώστε η θεωρία να μπορεί να καταρριφθεί. Επιγραμματικά θα επαναλάβουμε τα κάτωθι:
- Ο συλλήβδην χαρακτηρισμός, ως Ινδοευρωπαϊκών, διαφορετικών πολιτισμικών στοιχείων,
- η έλλειψη ανώτερων πολιτισμικών στοιχείων στην γενέτειρα του ινδοευρωπαϊσμού,
- η αδυναμία δημογραφικής εκρήξεως στην κοιτίδα των εν λόγω φύλων, όπου και αν τοποθετείται αυτή,
- η προϋπόθεση ύπαρξης ενός πολύπλοκου στρατηγικού σχεδίου μετανάστευση των Ινδοευρωπαϊκών πληθυσμών,
- η γεωμορφολογία τού εδάφους, από όπου πέρασαν τα εν λόγω φύλα,
- η έλλειψη λογιστικής υποστηρίξεως στους μετακινουμένους όγκους πληθυσμών,
- η απουσία «Ινδοευρωπαϊκών» στοιχείων στο μεγαλύτερο γεωγραφικό τμήμα της Ευρώπης,
- η μη λογικά ερμηνεύσιμη βιολογική ποικιλομορφία των πληθυσμών,
- η έλλειψη πληθυσμιακών αλλαγών στους τοπικούς πληθυσμούς κατά και μετά την υποτιθέμενη εμφάνιση των «Ινδοευρωπαίων»,
- η αποδοχή κοινωνικής ανωτερότητας των ινδοευρωπαίων, χωρίς στοιχεία και πολλά άλλα.

Η χαριστική βολή στην συγκεκριμένη θεωρία έρχεται από την Γιούρα Αλοννήσου. Η επιγραφή των Γιούρων Αλοννήσου, ένα καταπληκτικό εύρημα από τις Βόρειες Σποράδες έρχεται για να ταράξει την άποψη της διεθνούς επιστημονικής κοινότητος για την δημιουργία της γραφής. Πρόκειται για το θραύσμα (όστρακο) ενός αγγείου πάνω στο οποίο είναι χαραγμένα σύμβολα γραφής. Το εύρημα χρονολογείται γύρω στο 5.000-4500 π.Χ. (χρονολόγηση με την μέθοδο της στρωματογραφίας). Το σημαντικότερο όμως είναι ότι τα σήματα αυτής της γραφής μοιάζουν με τα γράμματα του ελληνικού Αλφαβήτου που υποτίθεται ότι «εμφανίστηκαν» γύρω στο 800 π.Χ. Τα χαράγματα στο όστρακο δεν σχετίζονται με κανένα γνωστό είδος εγχάρακτης διακοσμήσεως και αποτελούν σαφή σύμβολα γραφής. Τα χαράγματα έγιναν στην αρχική επεξεργασία του αγγείου. Μετά το αγγείο ψήθηκε και έτσι τα χαραγμένα σύμβολα έμειναν για πάντα. Επομένως τα σύμβολα γραφής χρονολογούνται την εποχή κατασκευής του αγγείου (5.000-4500π.Χ.) και αποτελούν μία συνειδητή ενέργεια του κεραμέως, γεγονός που αξιώνει την «Πινακίδα της Γιούρας» ως την αρχαιότερη απόδειξη γραφής στον ευρωπαϊκό χώρο. Σημειώστε εδώ, ότι το αρχαιότερο μέχρι τώρα γνωστό επιγραφικό τεκμήριο, προέρχονταν από τη Σουμερία και χρονολογείται στο 3200 π.Χ. Πρέπει, ωστόσο, να σημειώσουμε ότι τα σύμβολα πρωτογραφής των Γιούρων δεν είναι μοναδικά στον χώρο των πολιτισμών του Αιγαίου. Ο Γιώργος Χουρμουζιάδης, καθηγητής Προϊστορικής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, ανακοίνωσε ότι ανακάλυψε στον λιμνιαίο οικισμό του Δισπηλιού Καστοριάς μια ξύλινη πινακίδα με ίχνη γραφής, που χρονολογείται γύρω στο 5300 π.Χ.

Ο καθηγητής, ο οποίος ανέσυρε την πινακίδα του Δισπηλιού της Καστοριάς στην ανακοίνωσή του αναφέρει: «Ανήκω σ’ αυτούς που πιστεύουν ότι πρέπει κάποια στιγμή να ανατρέψουμε το περίφημο παραμύθι των Ινδοευρωπαίων… Όταν έχουμε έναν πλήρη πολιτισμό, όπως ο νεολιθικός του Δισπηλιού, με γνώση του χώρου, της αρχιτεκτονικής, της οικονομίας, της ιδεολογίας, αναρωτιέμαι τι τελικά έφεραν οι Ινδοευρωπαίοι. Υπάρχει αδιάσπαστη συνέχεια στον ελληνικό πολιτισμό, χωρίς τομές.»… … «Εδώ έχουμε από την 6η χιλιετία, μια μορφή της Γραμμικής Α στον Ελλαδικό χώρο, έναν τρόπο επικοινωνίας γραπτό. Άρα αυτός επένδυε μια γλώσσα, ήθελε δηλαδή να καταγράψει λέξεις, επένδυε έναν πολιτισμό.» Με λίγα λόγια, οι ημερομηνίες τα λένε όλα και τα λένε με αποδείξεις κι όχι με θεωρίες. Συν τοις άλλοις, ας λάβουμε υπ' όψιν ότι ο γραπτός λόγος έπεται του προφορικού, η αναζήτηση της δημιουργίας της ελληνικής γλώσσας θα μας πάει πολύ πιο πίσω χρονολογικά.

Η θεωρία των ινδοευρωπαίων και γενικά των ομογλωσσιών όχι μόνο δε στηρίζεται σε κανένα συγγραφικό, αρχαιολογικό και ανθρωπολογικό αρχαιολογικό εύρημα, αλλά αγνοείται ακόμη και από τις μυθολογίες όλων των λαών. Αν υπήρχε ινδοευρωπαϊκή φυλή, άρα και γλώσσα, τότε θα είχε αφήσει γραπτά ή αρχιτεκτονικά μνημεία. Η θεωρία της ινδοευρωπαϊκής οικογένειας και γλώσσας στηρίζεται απλώς και μόνο σε επιδέξιες λεξικές συγκρίσεις που κάνουν διάφοροι συγκριτικοί γλωσσολόγοι. Δηλαδή στο ότι π.χ. μεταξύ της ελληνικής, ινδικής κ.τ.λ. γλώσσας υπάρχουν πολλές κοινές λέξεις, όμως κοινές λέξεις υπάρχουν σε όλες τις γλώσσες, είτε λόγω των ηχοποιητικών λέξεων (βου…, μπου.. > βους > βόδι, bull, buffalo…), είτε λόγω των γλωσσικών δανείων. Αν παραβάλουμε π.χ. στην ελληνική τις λέξεις: βάρβαρος, δημοκρατία, κεφαλή, κάμινος, τέχνη.. και στην αραβική: μπουλ, barbar dimokratia, kafa, kamin, tacnia…. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι η αραβική και η ελληνική ανήκουν στην ίδια οικογένεια γλωσσών. Η θεωρία του ινδοευρωπαϊσμού δε μπορεί να πείσει και αμφισβητείται, καθότι πρόκειται για θεωρία μητρικής γλώσσας και πολύ περισσότερο θα δούμε τη σχέση που μπορεί να έχουν οι Έλληνες με τις γλωσσολογικές επιρροές που ορισμένοι γλωσσολόγοι προσπαθούν να εξηγήσουν με την ινδοευρωπαϊκή θεωρία.

Όπως αναφέραμε σε προηγούμενα μέρη της έρευνας στον ευρύτερο γεωγραφικό χώρο που περιβάλλει το Αιγαίο, έχει βρεθεί πληθώρα εξαιρετικά παλαιών αρχαιολογικών στοιχείων ακόμα και από φύλα και λαούς που δεν ήταν ελληνικά αλλά που έδρασαν με διακριτή πολιτισμική και γλωσσική ταυτότητα, και με συγκεκριμένες ονομασίες καταγεγραμμένες σε αρχαίες πηγές. Συνεπώς θα έπρεπε να είχαν ήδη βρεθεί και κάποια χειροπιαστά αρχαιολογικά ευρήματα κοινής ινδοευρωπαϊκής τεχνοτροπίας, ιδιαίτερα λαμβάνοντας υπόψη τη σημασία του και την επίδρασή του σε όλο τον κόσμο, μια και χρονικά τοποθετείται στην ίδια ή ακόμη και μεταγενέστερη εποχή, με αυτήν που αντιστοιχεί στα εν λόγω ευρήματα. Αυτονόητο είναι ότι ένας τέτοιος λαός, για να ήταν σε θέση να επηρεάσει τις γλώσσες τόσων πολλών και διαφόρων μεταξύ τους λαών, θα έπρεπε -εάν είχε ποτέ υπάρξει- να παρουσίαζε κατά την περίοδο της μεγαλύτερης ακμής του, λίγο πριν την υποθετική αυτή εξάπλωση προς νότο, κάποιες προϋποθέσεις με τα εξής τουλάχιστον χαρακτηριστικά :
1) Να κατείχε μια σχετικά εκτεταμένη γεωγραφική περιοχή,
2) Να διέθετε ένα σημαντικό πληθυσμό από άποψη αριθμών,
3) Να διατηρούσε μια ισχυρή πολιτισμική και γλωσσική συνοχή, όσο και μια αξιομνημόνευτη παρουσία.
Με τα παραπάνω δεδομένα και σύμφωνα με το μοντέλο της γνωστής θεωρίας, αν η εξάπλωση της πρωτογλώσσας είχε ξεκινήσει από κάποιο κεντρικό πυρήνα, όπως προτείνουν, θα είχαμε την δυνατότητα να παρατηρήσουμε, μαζί με την αργή επέκταση του λαού αυτού για εκμεταλλεύσιμα εδάφη, και μια παράλληλη διακτίνωση, αμοιβαία κατανοητών γλωσσών, κατά το πρότυπο π.χ. των σλαβικών γλωσσών, διότι προφανώς η αργή επέκταση θα προσέφερε και τον αντίστοιχο χρόνο για την απρόσκοπτη μετάδοση της ίδιας της γλώσσας τους.

Το διάγραμμα εξέλιξης της ινδοευρωπαϊκής γλώσσας δηλαδή, αν έτσι είχαν τα πράγματα, θα παρουσίαζε μια γραμμική, προβλέψιμη και σε γενικές γραμμές ομαλή εξελικτική πορεία στον χρόνο, με ταυτόχρονη, σχεδόν, επέκταση προς όλες τις κατευθύνσεις και ομαλά φθίνουσα επιρροή της γενέτειρας γλώσσας, όσο απομακρυνόμαστε από το επίκεντρο, όπως ακριβώς συμβαίνει και σε μία έκρηξη. Όμως, ένα τέτοιου είδους φαινόμενο δεν έχει παρατηρηθεί ποτέ, στην έκταση που ομιλούνται οι ‘ινδοευρωπαϊκές' γλώσσες, ούτε καν γύρω από τον Ελλαδικό χώρο. Είναι εξαιρετικά περίεργο, βάσει της εν λόγω θεωρίας, ο τρόπος που η σανσκριτική γλώσσα έχει αφήσει αρχαϊκά γλωσσικά κατάλοιπα στη βαλκανική χερσόνησο, σε αντίθεση με την ελληνική γλώσσα, όταν ο σανσκριτικός πυρήνας απέχει από τον εν λόγω χώρο, τουλάχιστον τριάντα φορές περισσότερο, από ότι ο αντίστοιχος ελληνικός. Με δεδομένο λοιπόν ένα τόσο εκτεταμένο γεωγραφικό χώρο κάλυψης, το μοντέλο εξάπλωσης των γλωσσικών συγγενειών, που πρέπει να αναζητήσουμε, θα πρέπει να είναι εντελώς διαφορετικό, ενώ η προγονική κοιτίδα θα πρέπει να αναζητηθεί σε έναν χώρο, με κάποιες γεωγραφικές ιδιαιτερότητες, που να υποδεικνύουν δύο τουλάχιστον ειδών διαφορετικές αιτίες, σχετικές όμως και οι δύο με το υδάτινο στοιχείο :  Αφ' ενός μεν μια απότομη και εσπευσμένη διασπορά του προγονικού λαού, προς όλες σχεδόν τις κατευθύνσεις -όπως π.χ καταδεικνύουν τα ίχνη της φυσικής καταστροφής που επέφερε ο κατακλυσμός του Αιγαίου και αφετέρου η κοιτίδα αυτή θα έπρεπε λογικά να βρίσκεται κοντά στην θάλασσα και να κατοικείται από έναν λαό με πολύ μεγαλύτερες δυνατότητες θαλάσσιας μετακίνησης συγκριτικά με τους γείτονές του. Είναι φυσικό να θεωρήσουμε τις δύο παραπάνω περιπτώσεις, ως τις αμέσως πιθανότερες για την ερμηνεία της ασύμμετρης εξάπλωσης των γλωσσικών συγγενειών, με δεδομένα τα μέσα μεταφοράς και τις περιορισμένες δυνατότητες μαζικής μετακίνησης των λαών την προϊστορική εποχή, έχοντας αποκλείσει την επίγεια ομαλή εξάπλωση, ως μη δυνάμενη να καλύψει εξολοκλήρου τις τεράστιες αποστάσεις που απέχουν λαοί, οι γλώσσες των οποίων έχουν χαρακτηρισθεί "ινδοευρωπαϊκές". (Από την Ισλανδία μέχρι τον κόλπο της Βεγγάλης, και από την Σιβηρία μέχρι την Ιβηρική )

Είναι απαραίτητο να επισημάνουμε ξανά ότι στον χώρο του Αιγαίου, έχουν βρεθεί τα αρχαιότερα ίχνη ναυσιπλοΐας στον κόσμο! Μάλιστα σχετικά πρόσφατα, τον Νοέμβριο του 2005, ο Δρ. A.J.Ammerman, του πανεπιστημίου Colgate, της Νέα Υόρκης, βρήκε στη θέση Νησί της Κύπρου ίχνη που απέδωσαν την εξής πολύ σημαντική διαπίστωση : Από το 10.000 π.Χ. έχουμε αποδείξεις για την δυνατότητα των κατοίκων του Αιγαίου για μεγάλα αλιευτικά ταξίδια 80 με 160 χιλιόμετρων ημερησίως. Τα ίχνη αυτά είναι ένα μικρό μέρος από τα πάμπολλα, που έχουν ήδη βρεθεί διάσπαρτα στο Αιγαίο. Το πρότυπο της ινδοευρωπαϊκής θεωρίας έχει επιβάλλει μια άτυπη παγίωση. Οι γλώσσες, που θεωρήθηκαν προερχόμενες από τον υποθετικό πρωτο-ινδοευρωπαϊκό λαό, να εκλαμβάνονται, μοιραία, ως η εξέλιξη ή παραφθορά μιας αρχικής μητέρας - γλώσσας, οπότε και οι όποιες γλωσσικές ομοιότητες μεταξύ τους- ως συνέπεια της εκτίμησης αυτής-, να θεωρούνται εκ προοιμίου κατάλοιπα της βασικής δομής, της υποθετικής αυτής γλώσσας. Δηλαδή οι ομοιότητες μεταξύ διαφόρων γλωσσών, εξηγούνται με τη θεωρία της κοινής κοιτίδας και οι διαφορές ως φθορά της γλώσσας, όσο αυτή απομακρύνεται από την κοιτίδα της. Όμως, το ενδεχόμενο ότι οι γλωσσικές ομοιότητες μπορεί και να αποτελούν ένα στοιχείο, μεταγενέστερο της αρχικής δημιουργίας των βασικών ομάδων των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών, δεν λήφθηκε ποτέ σοβαρά υπ' όψη. Ότι θα μπορούσαν δηλαδή οι κοινές λέξεις και δομές, να αποτελούν μια εξωτερική γλωσσική επίδραση, που εισήχθη σε αυτές, από κάποια κοινή γλωσσική πηγή, αλλά με έναν διαφορετικό τρόπο μετάδοσης, έξω από την φυσιολογική και μακρόχρονη διαδικασία μετάβασης από μια μητρική σε μια θυγατρική γλώσσα. Πρέπει λοιπόν να διερευνηθεί το ενδεχόμενο αν θα μπορούσε η Ελληνική ως υπαρκτή, ζωντανή και ιστορική γλώσσα, να ήταν στην αρχαϊκή της μορφή, η γενεσιουργός αιτία που δημιούργησε τις ποικίλες μεταξύ τους σχέσεις και όχι τις γλώσσες αυτές καθ’αυτές, οι οποίες άλλωστε θα μπορούσαν να έχουν αναπτυχθεί και από μόνες τους (σ.σ. εφόσον δεν πιστέψουμε πως κάποια «εξωγήινη» φυλή έφερε τη γλώσσα στον κόσμο για να εξημερώσει τους πιθήκους, τότε κάθε φυλή είχε τις ίδιες δυνατότητες γέννησης, ανάπτυξης και εξέλιξης της γλώσσας).

Κατά την άποψη του γράφοντος, θα έπρεπε να αξιολογηθούν, κατά κύριο λόγο, οι όποιες κοινές γλωσσικές καταβολές εντοπίζονται, επί του συνόλου μιας τόσο μεγάλης θεωρητικά οικογένειας και δευτερευόντως όσες προκύπτουν από την σύγκριση μικροτέρων και γεωγραφικά γειτονικών ομάδων γλωσσών (μέθοδος που έχει ακολουθηθεί στην περίπτωση της ινδοευρωπαϊκής θεωρίας). Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να εξετάσουμε αρχικά, εάν μπορούμε να θεωρήσουμε την Ελληνική ως μητέρα-γλώσσα, αποδίδοντας έτσι μητρογονική φύση στις σχέσεις της, με κάποιες γειτονικές της γλώσσες, όπως τα Λατινικά (τα οποία προέρχονται από την Χαλκίδα άρα δε μπορούν να θεωρούνται αδελφή γλώσσα προς την ελληνική). Θα πρέπει όμως να ληφθεί σοβαρά υπ' όψη το ενδεχόμενο, να αποδοθεί μια πατρογονική φύση στις γλωσσικές σχέσεις μεταξύ της ελληνικής και άλλων πιο απομεμακρυσμένων γλωσσών -σε διαφορετικές χρονικές περιόδους-. Η διαφορά του όρου μητρική και πατρογονική έγκειται στο γεγονός ότι η μητρική γλώσσα γεννά μία άλλη ενώ η πατρογονική εμπλουτίζει και εμβολιάζει. O παραλληλισμός αυτός με την εισαγωγή των αδόκιμων όρων 'μητρογονική' και ‘πατρογονική' έγινε για να καταδειχθεί η φύση της διαδικασίας αφενός, και αφ' ετέρου το μέτρο της διαφοράς στην ταχύτητα της διεκπεραίωσης των γλωσσικών γενετικών πράξεων, όπως αντίστοιχα ορίζεται εκ φύσεως για τον καθένα εκ των δύο γονέων διότι :
-για την μεν μητέρα η διαδικασία της γένεσης συμβαίνει να είναι χρονοβόρα και ενδοσωματική,
-για τον δε πατέρα είναι ταχύτατη και το κυριότερο: εξωσωματική.
Χρησιμοποιώντας το παράδειγμα αυτό σε αντιστοιχία με την γένεση των διαφόρων ‘ινδοευρωπαϊκών' γλωσσικών σχέσεων, θα αποδείξουμε ότι στις περισσότερες περιπτώσεις η δεύτερη διαδικασία αποδίδει ορθότερα την πορεία διαμόρφωσης τους, με την χρήση του όρου ‘πατρική γλώσσα', αντί για ‘μητρική' για την περιγραφή ενός κοινού γλωσσικού προγόνου, ο οποίος μετέδωσε, με σχετικά ταχείες όσο και πολλαπλές επαφές, τα γλωσσικά του χαρακτηριστικά, σε πολλές και διαφορετικές ‘μητέρες' γλώσσες και σε πολύ μικρότερους χρόνους απ' ότι γενικά θεωρείται φυσιολογικό για την «κυοφορία» μιας νέας γλώσσας!

Μέσα από συνδυασμένες γλωσσολογικές και κοινωνιολογικές αναλύσεις, σε λέξεις που είναι κοινές στις περισσότερες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες, μπορούμε να αποδείξουμε ότι, σύμφωνα με το πρότυπο που εισηγείται η ινδοευρωπαϊκή θεωρία, ούτε μία από της κύριες ομάδες γλωσσών της ινδοευρωπαϊκής οικογένειας δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ο κεντρικός πυρήνας της, και φυσικά ούτε και η Ελληνική μπορεί να ανήκει στο είδος της ‘μητρικής γλώσσας', που εκ του εαυτού της γέννησε κάποιες «ινδοευρωπαϊκές» γλώσσες, και αντίστοιχες φυλές, εκτός ίσως από μερικές γλώσσες πολύ κοντινές γεωγραφικά και γλωσσικά, όπως είναι η Λατινική. Όμως, όλα τα στοιχεία που υπάρχουν συγκλίνουν σε μια στέρεη πολυεστιακή απόδειξη : ότι η πρώτο-Ελληνική, σύμφωνα με τον παραπάνω ορισμό, είναι η πατρική γλώσσα των Ευρωπαίων, δηλαδή ο αναζητούμενος κοινός γλωσσικός παράγων, ο οποίος γονιμοποίησε πολλαπλές ‘μητέρες' γλώσσες επηρεάζοντας τις μορφογενετικά. Η πολυδιάστατη αυτή επιρροή, (σε διαφορετικά χρονικά, τοπικά και γλωσσικά επίπεδα) συνίσταται στο να τους έχει προσδώσει κοινά γλωσσικά χαρακτηριστικά, είτε με την μορφή δανείων, είτε θεσπίζοντας για πρώτη φορά ονομασίες, για άγνωστες για τους λαούς αυτούς έννοιες, όπως την ορολογία για τον καθορισμό σχέσεων συγγενείας, την ονοματοδοσία ανθρωπίνων εσωτερικών οργάνων (π.χ. καρδιά), νέων τεχνικών κατασκευών (π.χ. ζυγός), καθώς και τις ονομασίες των βασικών αριθμών στα πλαίσια του πολιτισμικού μοντέλου, που τους μετέδιδαν οι Πρωτοέλληνες. Η διαφορά πολιτισμικού επιπέδου αποτυπώθηκε πάνω στις γλώσσες της εν λόγω οικογένειας κατά τη διάρκεια των επαφών τους, όχι μόνο με την μορφή διάσπαρτων λέξεων, αλλά και με την μορφή της σύνταξης του λόγου, γεγονός το οποίο αντικατοπτρίζει μια ανεπιφύλακτη αποδοχή του τρόπου σκέψης των πρωτοελλήνων, και γενικά του πολιτισμικού τους προτύπου, κατά την χρονική στιγμή της ενσωμάτωσης τους.

Θα πρέπει να διευκρινίσουμε σε αυτό το σημείο ότι η διαφορά πολιτισμικού επιπέδου, μεταξύ πρωτοελληνικών και πρωτοευρωπαϊκών φυλών, πρέπει να αποδοθεί κυρίως στην κλιματική διαφορά που κράτησε την βόρεια και κεντρική Ευρώπη, κυριολεκτικά, στον πάγο, κατά την διάρκεια της μετάβασης από την λεγομένη μεσολιθική στην νεολιθική εποχή, και της στέρησε την δυνατότητα μιας ανάλογης εξέλιξης με την αντίστοιχη του περι-αιγιακού χώρου και όχι φυσικά σε κάποια ιδιαίτερη γενετική ανωμαλία του «ελληνικού» ή του «ευρωπαϊκού» DNA. Τα χαρακτηριστικά αυτά -αν και ολιγάριθμα σε σχέση με τον συνολικό, συγκρίσιμο, γλωσσικό όγκο, μεταξύ των 'ινδοευρωπαϊκών γλωσσών, είναι τόσο θεμελιώδη, ώστε δημιούργησαν την βεβαιότητα ότι προέρχονται από μια κοινή μητέρα γλώσσα. Το πιο πιθανό είναι ότι αυτή η βεβαιότητα μπόρεσε να εδραιωθεί, επειδή, συνήθως, οι ομοιότητες αποδεικνύονται περισσότερο ελκυστικές για την ανθρώπινη προσοχή, απ' ότι οι διαφορές. Η έμφυτη τάση του ανθρώπου να επικεντρώνεται στις ομοιότητες, ώστε να μπορεί να δημιουργεί συσχετισμούς, οδηγεί συχνά σε σφάλματα, και ιδίως όταν πρόκειται για συγκρίσεις μέσα από μεγάλες χρονικές διαστάσεις. Έτσι πιθανόν, εξηγείται η αιτία που δόθηκε εξ' αρχής μεγαλύτερη βαρύτητα στις υπαρκτές, βεβαίως, αλλά συγκριτικά, ολιγάριθμες γλωσσικές σχέσεις μεταξύ των κυρίων "ινδοευρωπαϊκών" ομάδων, ενώ οι τεράστιες αναλογικά γλωσσικές διαφορές τους, είτε αγνοήθηκαν, είτε αποδόθηκαν εσφαλμένα στην εκφυλιστική επίδραση του χρόνου. Όμως, όσοι ασχοληθούν σε βάθος με το θέμα, δεν θα μπορέσουν να εξηγήσουν, πώς η εκφυλιστική αυτή δύναμη του χρόνου επέδρασε τόσο επιλεκτικά, παραμορφώνοντας πλήρως τον κύριο όγκο των λέξεων, βασικών και δευτερευόντων εννοιών, αδιακρίτως, ενώ ταυτόχρονα επέτρεψε να διατηρηθεί, ασύμμετρα, σε σχέση με τους γραμματικούς κανόνες σχεδόν κάθε ινδοευρωπαϊκής γλώσσας, πλην της ελληνικής, ανέπαφο ένα πολύ μικρό τους μέρος, αποτελούμενο από βασικές λέξεις.

Είναι απαραίτητο στο σημείο αυτό να διευκρινισθεί, ότι όσο θα απείχαμε από την πραγματικότητα, εάν ισχυριζόμαστε ότι έχουν κοινή προέλευση η Αγγλική και η Αραβική, μόνο και μόνο επειδή περιέχονται στο λεξιλόγιο τους κοινές λέξεις, όπως ‘τηλέφωνο', και βάσει αυτών να αναζητούσαμε πάλι κάποια κοινή ‘μητέρα' τους, άλλο τόσο απέχει η αντίληψη ότι οι υπάρχουσες κοινές λέξεις και γραμματικές δομές επαρκούν για να προσδιορίσουν μια κοινή ινδοευρωπαϊκή μητέρα γλώσσα. Μόνο με ένα τόσο χονδροειδές παράδειγμα μπορεί να καταδειχθεί πόσο ανεδαφική είναι η άποψη ότι, η γνωστή σε εμάς γλωσσική εξελικτική διαδικασία στον Ευρωπαϊκό χώρο επαρκεί για να εντοπισθούν τα ίχνη ενός λαού, ο οποίος υποτίθεται ότι έχει θέσει τις βάσεις για την δημιουργία ενός αρχικού πυρήνα των κεντρικών ομάδων των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών, ως σύνολο. Η τεράστια αντοχή των γλωσσών, στο πέρασμα του χρόνου, μας έχει καταδείξει ότι οποιαδήποτε προσπάθεια να αναδιαταχθούν, τεχνητά, οι άπειρες διαδικασίες γλωσσικής εξέλιξης δεκάδων χιλιάδων χρόνων, δεν θα οδηγούσε παρά στην υποκατάσταση της επίπλαστης έννοιας «πρωτοινδοευρωπαϊκή φυλή», με κάποια άλλη αρχέγονη φυλή εξ' ίσου υποθετική και ανυπόστατη, εξασφαλίζοντας απλά την επανάληψη του σφάλματος της ινδοευρωπαϊκής θεωρίας με διαφορετική διατύπωση και διαφορετική κάθε φορά γεωγραφική τοποθέτηση της αρχικής της κοιτίδας. Ο λόγος που καθιστά αδύνατο τον προσδιορισμό της αρχικής προέλευσης των, κατά τα άλλα, υπαρκτών γλωσσικών ομάδων, όπως είναι η Γερμανική, η Σλαβική, η Κελτική, η Ινδοϊρανική κλπ, είναι πως αν ποτέ είχε υπάρξει μια τέτοια αρχική ενότητα, γεγονός εξαιρετικά αμφίβολο, αυτή θα έπρεπε να αναζητηθεί σε εποχές, πολύ πρωθύστερες των τελευταίων παγετώνων και γεωλογικών ανακατατάξεων του 9.500 π.Χ., τουλάχιστον. Στην πραγματικότητα, οι κύριες ομάδες γλωσσών απέκτησαν, στην πορεία του χρόνου, πάρα πολλές σχέσεις, λόγω των διαφόρων επαφών μεταξύ τους. Το γεγονός όμως ότι οι σχέσεις αυτές είναι ήδη αρχαιότατες, δεν σημαίνει ότι, από ένα χρονικό σημείο και μετά, παύουν να είναι και επίκτητες.

Παράλληλα, εξετάζοντας τις πιο κοινές από αυτές τις γλωσσικές ομοιότητες, όσες δηλαδή δεν θα μπορούσαν να είναι αποτέλεσμα διμερών σχέσεων, λόγω γειτνίασης, αφού εμφανίζονται στην πλειονότητα των γλωσσών της 'ινδοευρωπαϊκής οικογένειας', μπορούμε να εξάγουμε κάποια πολύ σημαντικά συμπεράσματα: Με δεδομένες τις τεράστιες αποστάσεις, που χωρίζουν τους λαούς, οι οποίοι τις έχουν ενσωματώσει στη γλώσσα τους και λόγω του ότι ορισμένες ετυμολογούνται μόνο στην Ελληνική (π.χ. η λέξη ζυγός) και ακόμη επειδή κάποιες άλλες υπακούουν σε γραμματικούς κανόνες της Ελληνικής (π.χ. οι λέξεις πατήρ, μήτηρ, φράτηρ και θυγάτηρ όπως θα δούμε αναλυτικότερα παρακάτω), μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι εμφανώς προέρχονται από μια ομόκεντρη πηγή πολιτισμού, με υψηλού επιπέδου γνώσεις στην ναυτιλία και τις επιστήμες, φέροντας μια επίσης υψηλού επιπέδου νοηματική γλώσσα, όπως αναγνωρίζεται παγκοσμίως η Ελληνική, διαχρονικά, καθώς όλα τα αρχαιολογικά και γεωλογικά στοιχεία, επίσης, συνάδουν προς αυτή την οπτική. Με το συμπέρασμα βέβαια αυτό δεν υπονοείται σε καμία περίπτωση ότι εκείνη η πρωτοελληνική γλώσσα θα μπορούσε να ήταν και ο αρχικός πρόγονος ή έστω το κατάλοιπο κάποιου κοινού γλωσσικού προγόνου όλων των υπολοίπων «ινδοευρωπαϊκών» γλωσσών, με βάση το γνωστό μοντέλο της εν λόγω θεωρίας. Κάτι τέτοιο δεν μπορεί να θεωρηθεί πιθανό, τη στιγμή που ο πυρήνας της κάθε μιας από αυτές τις ξεχωριστές κύριες ομάδες της λεγόμενης «ινδοευρωπαϊκής» οικογένειας, δεν παρουσιάζει ορατή σύγκλιση, προς καμία γνωστή γλώσσα, που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως ‘μητέρα' των υπολοίπων, με δεδομένη την μεγάλη γλωσσική ανομοιογένεια και απόκλιση των κύριων ‘ινδοευρωπαϊκών' ομάδων μεταξύ τους, αφ' ενός, αλλά και του τεράστιου χρονικού διαστήματος, που θα απείχε ο ζητούμενος αρχικός πυρήνας της θρυλικής προπατορικής πρωτογλώσσας από την σχετικά πρόσφατη περίοδο της προϊστορίας.

Αυτό που μπορούμε να τεκμηριώσουμε είναι το εξής: ότι ο λαός που ομιλούσε την αρχαϊκή πρωτοελληνική Ιαπετική γλώσσα, με την δύναμη των πολιτισμικών στοιχείων, που κόμιζε, όσο και με την διείσδυση του μέσα σε διαφορετικούς λαούς, κατέστησε και τότε τη γλώσσα του αποδεκτή, ως αρχέτυπο, σε ένα πολύ μεγάλο μέρος του πλανήτη, δρώντας εποικοδομητικά και συμπληρωματικά, επί υπαρκτών γλωσσών της απόμακρης εκείνης εποχής, όπως ακριβώς συνεχίζει να δρα και σήμερα με την ανάμιξη των ποικίλων νοημάτων, της περισσότερο γνωστής και αρκετά νεότερης, κλασσικής Αρχαιοελληνικής γλώσσας, σε όλες ανεξαιρέτως τις γλώσσες του κόσμου.

Στην συνέχεια θα δούμε ένα αντίστοιχο γλωσσολογικό συγκριτικό παράδειγμα με το οποίο στοιχειοθετείται ότι η ινδοευρωπαϊκή θεωρία, έχει μεν εντοπίσει ορθά τις ομοιότητες μεταξύ των γλωσσών, έχοντας τοποθετήσει αυτές σε ομάδες, ωστόσο έχει υποπέσει στο ίδιο σφάλμα που υποπίπτουν όσοι γνωρίζουν το αποτέλεσμα και ψάχνουν απλά τον τρόπο με τον οποίο μπορεί κάποιος να καταλήξει σε αυτό, την ίδια στιγμή που λείπουν από την ανθρωπότητα βασικά στοιχεία για την προέλευσή της. Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά δείγματα των γλωσσικών σχέσεων, που παρατηρούνται ανάμεσα στις περισσότερες από τις "ινδοευρωπαϊκές" γλώσσες, αποτελούν και οι λέξεις που δηλώνουν την εξ' αίματος συγγένεια : Φράτηρ ή φράτωρ είναι μια αρχαιότατη Δωρική λέξη, εννοιολογικά πολύ κοντά στην λέξη ‘αδελφός', με την έννοια του γόνου της κοινωνικής ομάδος, που λεγόταν Φράτρα, που και αυτή ως όρος έφερε το νόημα της Αδελφότητας. Όμως, ως έννοια αυτόνομη, όταν δηλαδή δεν συνοδευόταν από διευκρινιστικούς επιθετικούς προσδιορισμούς όπως π.χ. ‘ομόδελφος' ή ‘ομόπατρος', ο γενικός όρος ‘φράτηρ' συμπεριελάμβανε αδιακρίτως κοινωνικές σχέσεις, οι οποίες σήμερα είναι σαφώς διακριτές μεταξύ τους, σύμφωνα με την τρέχουσα κοινωνική αντίληψη:
* την σημερινή έννοια αδελφός,
* την σημερινή έννοια ετεροθαλής αδελφός,
* την σημερινή έννοια εξάδελφος,
Αν κάποιος συγκρίνει την ελληνική λέξη ‘φράτηρ', με τις αντίστοιχες 'ινδοευρωπαϊκές" λέξεις για την έννοια ‘αδελφός', θα παρατηρήσει μια μεγάλη ομοιότητα, καθώς αυτή η πάρα πολύ βασική, για τις ανθρώπινες σχέσεις, λέξη, έχει το θέμα ‘fra > bra > bro' κοινό σε όλες τις γλώσσες, αρχαίες και νεότερες: Brodir στα Ισλανδικά, για να πιάσουμε το ένα άκρο, brathir παλαιο-Ιρλανδικά, brodor στα παλαιο-Αγγλικά, brawd Ουαλλικά, brathor / brathair Κέλτικα, fraire Γαλλικά, frater στα Λατινικά, bruder στα Γερμανικά, bror Νορβηγικά, brobar στα Γοτθικά, broder στα Δανικά και Σουηδικά, στα Λιθουανικά brolis, Πρωσικά brate, Ρωσικά, Σερβικά, Πολωνικά brat , Τσέχικα bratr, παλαιο-Σλαβικά bratru, και από το άλλο άκρο στα Περσικά baradar, Ζενδικά bratar, Παχλεβί bradar, Κουρδικά bira, Φρυγικά βράτερε, Ουζμπεκικά birodar (παρ' ότι είναι μη ‘ινδοερωπαϊκή' γλωσσά, και αυτό είναι μια σημαντική ένδειξη ότι η λέξη είναι δυνατόν και να δανεισθεί) Τοχαρικά pracer ή pracar, Σανσκριτικά bhratr και Βεγγαλέζικα bhrata, καλύπτοντας έτσι μια τεράστια περιοχή του κόσμου. Είναι όμως εξ' ίσου σημαντικό να παρατηρήσουμε και αντίστροφα μια επίσης ουσιαστική λεπτομέρεια : ότι η ίδια αυτή λέξη διαφέρει πάρα πολύ και ως προς το θέμα (που στις 'ινδοευρωπαϊκές' είναι συνήθως fra > bra > bro), αλλά και ως προς την παραγωγική κατάληξη -τηρ σε κάποιες άλλες, -μερικές εξ' ίσου αρχαίες- γλώσσες, από διαφορετικές όμως γλωσσικές οικογένειες, παρ' όλο ότι αυτές υπήρξαν γεωγραφικά πολύ κοντινές και συχνά γειτονικές με τις παραπάνω, και μάλιστα παραμένουν γειτονικές για κάποιες χιλιάδες χρόνια.

Η λέξη ‘αδελφός' σε αυτές τις γλώσσες έχει τελείως διαφορετικό θέμα, κατάληξη, ήχο και ετυμολογία: Ουγγρικά fiutestver, Φινλανδικά veli, Εσθονικά vend, Βασκικά anaia, Αρχαία Αιγυπτιακά sn (μόνο τα σύμφωνα μας είναι γνωστά ), Ετρουσκικά ruva, Αραμαϊκά akha, Αραβικά Ah, Εβραϊκά Ah, Τουρκικά kardesh. Αυτό δείχνει ότι η λέξη ‘αδελφός' ως όρος, αφ' ενός δεν δανείζεται εύκολα, και αφ' ετέρου είναι από τις πιο ανθεκτικές στη φθορά του χρόνου, όπως στις γλώσσες με κοινή επιρροή από την Ελληνική γλώσσα, απ’ όπου προέρχεται και η λέξη φράτηρ, όπως θ' αποδείξουμε παρακάτω, βλέποντας ότι οι λαοί, που μιλούσαν τις παραπάνω ‘ινδοευρωπαϊκές', λεγόμενες, γλώσσες διατήρησαν σχεδόν αναλλοίωτο το βασικό θέμα της λέξης φράτηρ, παρόλο ότι πέρασαν πολλές χιλιάδες χρόνια, και φυσικά αναμίχθηκαν με διάφορους τρόπους με τοπικούς πληθυσμούς και γλώσσες, αλλά το ίδιο ακριβώς φαινόμενο παρατηρείται και αντίστροφα: οι γλώσσες δηλαδή που δεν ανήκουν σε αυτήν την ομάδα, δεν επηρεάσθηκαν δανειζόμενες μια ξένη για τους λαούς αυτούς λέξη, όπως αυτές με το κοινό θέμα ‘fra-, για μια τόσο ουσιαστική έννοια, όσο κοντά κι αν βρέθηκαν ως γείτονες με τις παραπάνω ινδοευρωπαϊκές γλώσσες, και για την ίδια μεγάλη χρονική διάρκεια. Αυτό το φαινόμενο μας οδηγεί στη σκέψη ότι είναι πιθανό, η μετάδοση της λέξης αυτής να ήταν για τους "ινδοευρωπαϊκούς" λαούς το αποτέλεσμα όχι ακριβώς δανεισμού, γιατί όντως είναι δύσκολο να δανεισθεί ως όρος για να αντικαταστήσει πλήρως έναν προηγούμενο τοπικό, αλλά αποτέλεσμα μιας πρωταρχικής υιοθέτησης του για την απόδοση των κοινωνικών τους δεσμών, προερχόμενος από την άμεση επαφή τους με πρωτοελληνικά φύλλα ! Ας δούμε λοιπόν ποιά είναι τα στοιχεία που μας βεβαιώνουν ότι η λέξη φράτηρ και οι άλλες, που σημαίνουν εξ αίματος συγγένεια (πατήρ, μήτηρ, και θυγάτηρ), προέρχονται από μια πρωτοελληνική πηγή αφ' ενός, και αφ' ετέρου το γιατί δεν θα μπορούσαν να είναι κατάλοιπα κάποιας κοινής μητέρας γλώσσας / λαού από τον βορρά...

Η διάσταση που δίνει μεγάλη αποδεικτική αξία στην λέξη φράτηρ, πέρα από την ταυτόχρονη φωνολογική και νοηματική σύνδεση μεταξύ αυτής και των παραγώγων της στις παραπάνω γλώσσες, είναι το κοινωνικό σύστημα στο οποίο ανήκει, ειδικά όταν συνδυαστεί με την χρονική περίοδο που αυτό το κοινωνικό σύστημα αντιπροσωπεύει μέσα στον Ελληνικό χώρο, ερμηνεύοντας τον τρόπο που αντιλαμβάνονταν οι πρωτοέλληνες την κοινωνική και βιολογική σχέση ‘αδελφός', ζώντας μέσα σε μητριαρχικό σύστημα, και πως αντιλαμβάνονταν τη ίδια σχέση αργότερα, μέσα από το πατριαρχικό! Στα πλαίσια του μητριαρχικού συστήματος, φράτηρ ήταν ο γόνος της φρατρίας ή φατρίας, μιας από τις κοινωνικές ομάδες που αποτελούσαν τις υποδιαιρέσεις της φυλής. Κάθε φυλή είχε τρεις φράτρες ή φατρίες, και ο αρχηγός της κάθε μιας από αυτές τις ομάδες λεγόταν φρατριάρχης ή φρατρίαρχος, με κάθε φράτρα να έχει τριάντα γένη, και το κάθε γένος να έχει τριάντα άνδρες... Τα μέλη των φρατριών λέγονταν φράτερες ή φράτορες και είχαν, όπως θα δούμε, δεσμούς αίματος μεταξύ τους, ενώ τα μέλη ολόκληρης της φυλής γενικότερα ονομάζονταν φυλέται. Το σύστημα αυτό αποτελούσε την βάση του μητριαρχικού συστήματος. Στην εξέλιξη των πραγμάτων και με το πέρασμα από το μητριαρχικό στο πατριαρχικό σύστημα, για την απόδοση της αντίστοιχης με την σημερινή έννοια ‘αδελφός' χρησιμοποιήθηκαν αρχικά οι σύνθετες λέξεις αυτάδελφος ή ομόδελφος που χρησίμευαν ήδη από την εποχή του μητριαρχικού συστήματος για να διακρίνουν μέσα στα όρια του γένους, όσους φράτερες είχαν την ίδια μητέρα. (μια διάκριση που γινόταν προφανώς για τον καθορισμό της ειδικότερης αδελφικής σχέσης, αλλά και προς αποφυγή αιμομιξιών). Άλλωστε και η ίδια η ανάγκη για την επινόηση ειδικών όρων όπως ‘αυτάδελφος΄ ή ‘ομόδελφος', ώστε να περιγραφεί ακριβέστερα κάποιος ως αδελφός από την ίδια μητέρα, αποδεικνύει πως δημιουργήθηκαν για να αντιδιασταλούν με κάποιον υπάρχοντα όρο, αυτόν του αδελφού από ίδιο πατέρα (ομόπατρος), και θα πρέπει να υιοθετήθηκαν από τις απαρχές της εφαρμογής του μητριαρχικού συστήματος, οπότε οι πρόδρομοι αυτοί του σημερινού ουσιαστικού ονόματος αδελφός, είχαν αρχικά τεθεί διευκρινιστικά, ως επίθετα επί του ουσιαστικού φράτηρ: φράτηρ ομόδελφος ή αυτάδελφος για τον αδελφό από την ίδια μητέρα, και φράτηρ ομόπατρος για τον αδελφό από ίδιο πατέρα.

Η λέξη φράτηρ ως αυτόνομο ουσιαστικό, χωρίς την προσθήκη των δύο παραπάνω επιθέτων, είχε μόνο μια γενικότερη ταξινομική σημασία. Εξομοίωνε λοιπόν, κατά μια έννοια, όλους αυτούς τους γόνους της κοινωνικής ομάδας, που λεγόταν γένος, τους οποίους ονόμαζαν γενικώς και ‘ομογάλακτους', ακριβώς λόγω της κοινής ανατροφής και συμβίωσης στα όρια του κοινωνικού συστήματος που επικρατούσε! Κατά τη διάρκεια του μητριαρχικού συστήματος, η γυναίκα επέλεγε σύντροφο, ενώ τα παιδιά της αδιακρίτως πατρότητας ακολουθούσαν την μητρογονική γενεαλογική γραμμή, όπως επίσης και η οικογενειακή περιουσία, μια πανάρχαια συνήθεια, κατάλοιπο της οποίας έχει επιζήσει μέχρι τις μέρες μας με την μορφή της προίκας (σ.σ. η προίκα κατά την παράδοση ακολουθεί τη γυναίκα και όχι όπως αργότερα επικράτησε από προικοθήρες που εκμεταλλεύτηκαν τη συνήθεια αυτή, κακοδιαχειριζόμενοι την περιουσία της συζύγου τους). Η κοινωνική μεταρρύθμιση, που επέφερε η μετάβαση στο πατριαρχικό σύστημα, είναι και η κύρια αιτία που η λέξη φράτηρ δεν χρησιμοποιείται σήμερα στο Ελληνικό λεξιλόγιο, σε αντίθεση με όλους αυτούς τους λαούς που προαναφέραμε, παρόλο ότι είναι μια Ελληνικότατη λέξη! Βρίσκεται απλά σε αδράνεια, επειδή τα τελευταία 3200 χρόνια δεν υπάρχει στην Ελλάδα εκείνη η κοινωνική συγκρότηση που δημιουργούσε και αναγνώριζε το είδος της συγγενικής σχέσης, που η λέξη αυτή εκφράζει! Ο αρχαίος πρωτοελληνικός λαός, λοιπόν, έκανε μια σαφή και συνειδητή διάκριση μεταξύ του συλλογικού όρου φράτηρ και των πιο εξατομικευμένων φράτηρ ομόδελφος, ή φράτηρ αυτάδελφος.Όταν οι συγγένειες του συστήματος, που οι όροι αυτοί εξέφραζαν, έπαψαν να υφίστανται, ως κοινωνικός θεσμός, τότε έπαψε και να χρησιμοποιεί τον πρώτο με την συλλογική του έννοια, αποκόπτοντας το ουσιαστικό φράτηρ ως αυτονόητο, ενώ συντόμευσε τον δεύτερο όρο, (αντί ομόδελφος ή αυτάδελφος, έγινε απλά ‘αδελφός') αποδίδοντας έτσι μεγαλύτερη βαρύτητα στο πρώην επίθετο αυτάδελφος, με τη συγκεκριμένη σημασία και χρήση ως ουσιαστικού πλέον ονόματος!

Αντίθετα με αυτήν την γλωσσική εξέλιξη στα όρια του Ελληνικού χώρου, η οποία προφανώς συμβαδίζει με την εναλλαγή των τοπικών κοινωνικών όρων και την φυσιολογική παράλληλη πορεία εννοιολογικών και γλωσσολογικών μεταβολών, μέσα στα όρια της Ελληνικής γλώσσας, στους υπόλοιπους λαούς που υιοθέτησαν τη λέξη φράτηρ από τους πρωτοέλληνες, η εξέλιξη της ως όρος καθηλώθηκε, παραμένοντας αυτούσια στο λεξιλόγιο τους, ως παρελήφθη. Αυτό συνέβη κυρίως διότι η μεταρρύθμιση που επήλθε με την αλλαγή του κοινωνικού συστήματος στον ελλαδικό χώρο, δεν σήμανε μεταβολή του αντίστοιχου όρου, σε όσους λαούς τον είχαν αποδεχθεί, όπως θα ήταν αναμενόμενο, αν είχαν τις κοινές φυλετικές και πολιτισμικές καταβολές, που συνήθως μεταφέρει η επίδραση μιας 'μητέρας' γλώσσας και άλλωστε αυτή η κοινωνική αλλαγή συνέβη πολύ μεταγενέστερα, σε εποχές όπου η πρωτοελληνική επιρροή στις χώρες αυτές είχε προφανώς παρέλθει. Συνέπεια λοιπόν των διαφορών και της απόστασης μεταξύ τους ήταν να μην υπάρξει αντίστοιχη αλλαγή στην κοινωνική ζωή των λαών ομιλούντων 'ινδοευρωπαϊκές' γλώσσες, έτσι ώστε ακόμα και σήμερα εξακολουθούν να χρησιμοποιούν κάποιο κατάλοιπο της λέξης 'φράτηρ' για να εκφράσουν την έννοια 'αδελφός'.

Τα ποικίλα αίτια που συνέβαλαν σε αυτήν την ασύμμετρη διάδοση και εξέλιξη της λέξης φράτηρ και των υπολοίπων όρων συγγενείας συνοψίζονται στους παρακάτω λόγους, οι οποίοι αν και διαφέρουν αρκετά μεταξύ τους, το πιο πιθανό είναι να ισχύουν όλοι -άλλος λιγότερο και άλλος περισσότερο- μια και το χωροχρονικό πλαίσιο, όπου πρέπει να τοποθετηθούν, είναι τεράστιο:
* Επειδή τα πρώτα κύματα πρωτοελλήνων μεταναστών, μετά τον κατακλυσμό, με μητριαρχικό σύστημα κοινωνικής οργάνωσης, μετέδωσαν επιλεκτικά την μόνη τότε ουσιαστική γι' αυτούς ονομασία για την έννοια αδελφός, δηλαδή φράτηρ, θεωρώντας την εποχή εκείνη τους όρους ομόπατρος ή ομόδελφος υπερβολικά εξειδικευμένους για λαούς μη οργανωμένους κοινωνικά.
* Η λέξη φράτηρ πιθανόν να εξελήφθη και από τους ίδιους τους μη πρωτοελληνικούς λαούς ως το ουσιαστικό, -η ουσία δηλαδή της έννοιας αδελφός- επειδή πιθανότατα απέρριψαν ως πλεονάζοντες επιθετικούς προσδιορισμούς τις λέξεις ομόδελφος ή ομόπατρος, ακούγοντας τους να έπονται της λέξης φράτηρ, καθώς δεν γνώριζαν τίποτα για την σύνθετη μητριαρχική δομή των πρωτοελλήνων, και τις διαβαθμίσεις συγγενείας της.
* Στη διάρκεια εκπολιτιστικών εκστρατειών των πρωτοελλήνων κατά την προϊστορία, η λέξη ‘φράτηρ' μαζί με τις άλλες που σημαίνουν βαθμούς συγγενείας (πατήρ, μήτηρ, θυγάτηρ) καταγράφηκαν όλες μαζί και στα Σανσκριτικά, διότι ήταν τότε που θεσμοθετήθηκαν οι οικογενειακές σχέσεις, ως επίδραση των εκπολιτιστικών αυτών εκστρατειών.
* Οι ίδιοι οι πρωτοέλληνες επέλεξαν συνειδητά τη χρήση της έννοιας φράτηρ με τους λαούς, τους οποίους ήλθαν σε επαφή, για να εκφράσουν την φιλική διάθεση τους προς αυτούς, χρησιμοποιώντας την μεταφορικά, ως μια πλατύτερη έκφραση φιλαδελφείας, έναντι της ουσιαστικότερης -εξ αίματος συγγενείας έννοια- ‘αυτάδελφος'.
* Ως δισύλλαβη η λέξη (φρά-τηρ) ήταν γενικά πολύ ευκολότερο να προφερθεί από ξένους, σε σχέση με μία πολυσύλλαβη (αυ-τά-δελ-φος) ή έστω αργότερα τρισύλλαβη (α-δελ- φός).
* Σε άλλες περιπτώσεις οι λαοί που σχετικά πρόσφατα και έμμεσα δέχθηκαν τον όρο φράτηρ, του απέδωσαν την έννοια ‘αδελφός' σύμφωνα με την δική τους πατριαρχική αντίληψη, διατηρώντας τον παράλληλα με την δική τους προϋπάρχουσα ορολογία. (π.χ. στα Ουζμπεκικά αν και είναι Αλταϊκή-Τουρανική γλώσσα, η λέξη αδελφός είναι aka ή uka αλλά και birodar).
* Η λέξη 'φράτηρ' με το ίδιο θέμα ‘fra > bra > bro', μετά την αρχική αφομοίωσή της από λαούς, που το παρέλαβαν από πρωτοελληνικά φύλα, έμμεσα μεταδόθηκε και μεταξύ των θυγατρικών ή γειτονικών τους φυλών κατά την πορεία της εξέλιξής τους, χωρίς καμία ανάμιξη πρωτοελλήνων (όπως π.χ. μεταξύ των διαφόρων σλαβικών, κελτικών ή ινδοϊρανικών λαών).
Βλέπουμε λοιπόν ακόμη ότι και από την κοινωνική της πλευρά, η λέξη φράτηρ δείχνει να χάνεται στα βάθη του χρόνου, αφού το καθ' εαυτώ νόημα της συνδέεται άμεσα με ένα πανάρχαιο κοινωνικό / γενεαλογικό σύστημα, όπως αυτό της μητριαρχίας.

Όμως η αξία και οι διαστάσεις που παίρνει η λέξη φράτηρ με βάση τους παραπάνω συσχετισμούς, δεν περιορίζονται στην ίδια τη λέξη, αλλά συνδυαζόμενη με κάποιες άλλες λέξεις, εξ' ίσου βασικές και συγγενικές μεταξύ τους από κάθε εννοιολογική και ετυμολογική άποψη, μας δίνουν τη βεβαιότητα ότι συνθέτουν μαζί, ένα ακόμη πιο σταθερό αποδεικτικό σύνολο λέξεων! Οι λέξεις αυτές δεν είναι παρά οι Ελληνικές λέξεις πατήρ, μήτηρ και θυγάτηρ! Πρώτα απ’ όλα ανήκουν όλες στην ίδια γραμματική κατηγορία της ίδιας συγκροτημένης και πλήρως διαρθρωμένης Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας με τις ίδιες εναλλαγές στην κατάληξη : -τηρ, ή -τερ ή -τωρ! Οι ίδιες φωνητικές τροπές της κατάληξης που εναλλάσσονται στη λέξη φράτηρ: δηλαδή φράτερ και φράτωρ, όπως συναντώνται στους διάφορους γραμματικούς τύπους των τοπικών Ελληνικών διαλέκτων διαχρονικά, παρατηρούνται επίσης και στις λέξεις πατήρ (πάτερ πάτωρ), μήτηρ (μήτερ μήτωρ,) και θυγάτηρ (θυγάτερ θυγάτωρ) είτε ως αυτόνομες λέξεις είτε ως συνθετικά λέξεων (π.χ. προπάτωρ ή βασιλομήτωρ). Αυτό είναι δείγμα όχι μόνο της άμεσης συγγενικότητας των ελληνικών διαλέκτων, αλλά και της μακρόχρονης συγγενικότητας των ίδιων των τεσσάρων αυτών λέξεων μεταξύ τους, επιδεχόμενες τις ίδιες ακριβώς φωνητικές μετατροπές σε διαφορετικούς γραμματικούς τύπους! Οι λέξεις αυτές ανήκουν σε έναν συγκεκριμένο και κοινό γραμματικό τύπο της αρχαίας Ελληνικής γλώσσας, και της σημερινής εξέλιξης της, όντας όλες μακρόχρονα ουσιαστικά ονόματα, και συμβαδίζουν ως προς την κλίση τους στις διάφορες πτώσεις, πράγμα που δεν συμβαίνει στις παραπάνω γλώσσες. Αποτελούν παράγωγα των Ελληνικών ονομαστικών καταλήξεων, που προσδιορίζουν κάποια συγκρίσιμη χρήση και λειτουργία και ενεργούν ως νοηματικό πλαίσιο, όπως και στην ομάδα λέξεων με κατάληξη -τηρ.

Στο σημείο αυτό πρέπει να προσθέσουμε ότι σύμφωνα με την γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής, όπως έχει διαμορφωθεί σήμερα, θα έπρεπε να κατατάξουμε τους όρους συγγενείας ως: τριτόκλιτα, υγρόληκτα συγκoπτόμενα, διπλόθεμα, ακατάληκτα ουσιαστικά εις -ηρ', αποδίδοντας έτσι το -τ- στο θέμα και όχι στην κατάληξη. Όμως η δυσνόητη και συσσωρευτική αυτή ορολογία διαμορφώθηκε, προφανώς, κάποιες χιλιάδες χρόνια μετά από την δημιουργία των συγκεκριμένων όρων, ενώ στην προκειμένη περίπτωση το φαινόμενο εξετάζεται, κυρίως, από φωνολογική και νοηματική άποψη, και δευτερευόντως από τυπολογική, επειδή και η σύγκριση με τις υπόλοιπες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες γίνεται, κυρίως, σε ένα φωνολογικό και νοηματικό επίπεδο που προκύπτει από την ετυμολογία. Ειδικότερα το φαινόμενο μας ενδιαφέρει για την ετυμολογία του, η οποία ως υποδιαίρεση της γραμματικής, αποτελεί μια περισσότερο εννοιολογική συστηματοποίηση, παρά τυπολογική. Σύμφωνα με τα παραπάνω, και οι τυχόν ανωμαλίες στην κλίση των υπολοίπων ονομάτων που λήγουν εις -τηρ, (συναίρεση) δεν αλλάζουν το γεγονός ότι οι 4 αυτές λέξεις συγγενείας (πατήρ μήτηρ φράτηρ θυγάτηρ) φωνητικά εντάσσονται σε ένα ευρύτερο σύνολο ομοιοκατάληκτων λέξεων οι οποίες είναι όλες ουσιαστικά ονόματα και ανήκουν στην μεγάλη πλειονότητα τους στην ίδια ευρύτερη γραμματική κατηγορία, όπου διαφαίνεται εμφανώς η χρήση τους ως εκφράζουσες την ίδια λειτουργία του σημαίνοντος προσώπου, όπως ακριβώς συμβαίνει και με τις υπόλοιπες που λήγουν εις -τηρ.

Η εν λόγω λοιπόν ονομαστική κατάληξη όντας παραγωγική, (όπως και οι καταλήξεις εις -εύς, -τος, -τής, -τωρ κλπ), έχοντας δηλαδή μια συγκεκριμένη λειτουργία, παράγουσα νοηματική αξία στην ελληνική γλώσσα σε συνδυασμό με την προσθήκη ρήματος και προσφύματος, υποδηλώνει το ενεργούν πρόσωπο , και κατ' επέκταση το όργανο, (δηλαδή η σημασία του οργάνου αποδίδεται μεταφορικά κατ' αναπαράσταση κάποιου ενεργούντος προσώπου), δια των οποίων μεταβιβάζεται η ενέργεια σε κάποιο προφανές αντικείμενο, και συνδέεται με αυτό, δίνοντας ως δεύτερο συνθετικό των λέξεων μια γενικότερη νοηματική συνοχή σε αυτές που διαμορφώνει : αορτήρ, αστήρ, βατήρ, βραστήρ, γαστήρ, δοτήρ, ζευκτήρ, ζωστήρ, θετήρ, θυγάτηρ, καθετήρ, καυτήρ, κλητήρ, κλωστήρ, κρατήρ, κοπτήρ, λαμπτήρ, λουτήρ, μήτηρ, νιπτήρ, οπτήρ, πατήρ, πλαστήρ, πλωτήρ, ρητήρ, στατήρ, στρωτήρ, σφιγγτήρ, σωτήρ, φυσητήρ, φράτηρ, φραστήρ, φωστήρ, χρωστήρ. Δεν υπάρχει όμως αντίστοιχη ομάδα από ομοιοκατάληκτες λέξεις με ανάλογη νοηματική σύνδεση σε άλλη «ινδοευρωπαϊκή» γλώσσα, που να πλαισιώνει αντίστοιχα κατάληξη –τηρ σε λέξεις όπως για παράδειγμα τις λέξεις pitar, madar, bradar και duhitar στην Σανσκριτική, φέροντας και αυτή κάποιες ενδογενείς παραγωγικές καταλήξεις (που ενδεχομένως θα έληγαν σε ένα -dar ή -tar ανάλογα ) και θα πιστοποιούσαν έτσι την δομική ένταξη τους σε αυτήν, ή σε κάποια άλλη γλώσσα, όπως συμβαίνει οι ελληνικές λέξεις που λήγουν σε -τηρ να εντάσσονται γραμματολογικά και φωνολογικά στην ευρύτερη δομή της Ελληνικής γλώσσας. Γενικότερα λοιπόν, μπορούμε να πούμε ότι ενώ όλες οι λεγόμενες ‘Ινδοευρωπαϊκές' γλώσσες, στην συγκεκριμένη ομάδα των τεσσάρων λέξεων, διατηρούν πάντα κάποιο κατάλοιπο αυτής της πρωτοελληνικής παραγωγικής κατάληξης -τηρ, (λήγουν δηλαδή σε κάποιο -dar, -tar, -ter -tir, -thair, -dor κλπ), παρ' όλα αυτά δεν παρατηρούμε σε καμία άλλη γλώσσα της οικογένειας, (με εξαίρεση τα Λατινικά) το κατάλοιπο αυτό να ανήκει λειτουργικά στην δομή τους, και να διαμορφώνει με την παραγωγική λειτουργία του ως κατάληξη, μια ανάλογη ομάδα ομοιοκατάληκτων λέξεων με νοηματική διασύνδεση, όπως συμβαίνει στην Ελληνική!

Ας πάρουμε για παράδειγμα μια πολύ κοινή γλώσσα όπως η Αγγλική που τυχαίνει να θεωρείται και 'ινδοευρωπαϊκή', ώστε να γίνουν τα παραπάνω πιο κατανοητά, αν και γλωσσολογικά δεν θα ήταν η πιο κατάλληλη, επειδή γενικά η Αγγλική έχει πάρα πολλές ιδιομορφίες και βρίσκεται σε ένα εντελώς διαφορετικό στάδιο εξελίξεως. Εν τούτοις, στην συγκεκριμένη περίπτωση το παράδειγμα είναι ενδεικτικό, ως προς το φαινόμενο που θέλουμε να καταδείξουμε και ιδιαίτερα χρήσιμο, λόγω του ότι η γλώσσα αυτή είναι ευρέως γνωστή. Μπορούμε να πούμε λοιπόν σε γενικές γραμμές ότι στην Αγγλική γλώσσα, νοηματική ενότητα ανάλογη με αυτήν που δίνει η κατάληξη -τηρ δίνουν οι καταλήξεις -ation, -ish, -ity, -ing, καθώς τοποθετούν τις λέξεις που σχηματίζει η κάθε μια, σε κάποια γραμματική κατηγορία, ενώ τα ονόματα που τις φέρουν, αποκτούν ένα επιπρόσθετο νόημα που είναι διάφορο από αυτό που σημαίνει η κυρίως λέξη.(π.χ. η κατάληξη -ing σημαίνει ότι η όποια ενέργεια του ρήματος, συμβαίνει σε ενεστώτα χρόνο διαρκείας) Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο όταν έλθουμε στην κατάληξη -ther, των αγγλικών λέξεων father, mother, brother, και daughter, η οποία αποτελεί την απόδοση με αγγλική προφορά της κατάληξης -τηρ, των ελληνικών λέξεων συγγενείας, χωρίς όμως να παράγει αντίστοιχα καμία νοηματική γέφυρα με άλλες αγγλικές λέξεις που επίσης λήγουν εις -ther ! Για παράδειγμα, ίδια κατάληξη -ther βρίσκεται σε πολλές άλλες αγγλικές λέξεις όπως : anther, bother, either, neither, farther, feather, further, gather, heather, leather, other, rather, together, weather ή whether. Όμως, το μόνο που φαίνεται να τις συνδέει, είναι μια γενικότερη φωνολογική σχέση, η οποία κατά τ' άλλα είναι ασαφής και δεν ταυτίζεται με κάποια πρόσθετη νοηματική επισήμανση, που να προέρχεται από τη συγκεκριμένη κατάληξη. Αυτό που δείχνει προφανές είναι ότι, ως εισαγόμενη η κατάληξη -τηρ, ταυτίστηκε από τον Αγγλικό λαό - αποδέκτη, με την πιο ουδέτερη και φωνητικά πλησιέστερη προς την Ελληνική κατάληξη της γλώσσας του, δηλαδή την -ther μια και για τους ίδιους, η κατάληξη αυτή δεν προσέθετε κανένα επιπλέον νόημα στους 4 όρους συγγενείας, όπως δεν προσέθετε άλλου είδους νόημα ούτε και στις παραπάνω αγγλικές λέξεις, πέρα από το αρχικό του θέματος! Οι υπόλοιπες αγγλικές λέξεις που λήγουν εις -ther λοιπόν, ως συνέπεια των παραπάνω, δεν διαθέτουν νοηματική ή γραμματική διασύνδεση ούτε μεταξύ τους, ούτε με τα συγγενείας σημαντικά ονόματα, ούτε με κάποια άλλη ομάδα, ως σύνολο μέσα στην αγγλική γλώσσα. Σε αντίθεση με την Ελληνική, όπου η κατάληξη -τηρ ως ονομαστική παράγει αποκλειστικά ουσιαστικά ονόματα, στην Αγγλική η αντίστοιχη κατάληξη -ther συνθέτει άλλοτε ουσιαστικά, άλλοτε επίθετα, άλλοτε ρήματα και άλλοτε επιρρήματα !

Ανάλογα φαινόμενα συμβαίνουν και στις υπόλοιπες γλώσσες της λεγομένης 'ινδοευρωπαϊκής' οικογένειας, -με μόνη εξαίρεση τα Λατινικά για τους λόγους που προαναφέραμε- και καταδεικνύουν ότι οι 4 αυτοί όροι δεν ανήκουν δομικά σε καμία άλλη, από τις λεγόμενες, ινδοευρωπαϊκές γλώσσες, αλλά όντας ξένοι προς αυτές, παραμένουν αναλλοίωτοι ως γλωσσικά απολιθώματα, χωρίς να λειτουργούν, σύμφωνα με τους κανόνες, της κάθε γλώσσας, όπως αντίθετα συμβαίνει μέσα στην γλώσσα που τους γέννησε, δηλαδή την Ελληνική! Ταυτόχρονα παρατηρούμε το φαινόμενο, η κάθε ' ινδοευρωπαϊκή' γλώσσα να έχει δώσει και από μια διαφορετική χροιά στο αντίστοιχο θέμα, και κυρίως στις κοινές καταλήξεις της ίδιας ομάδας λέξεων, αντιστοίχων με τις : πατήρ, μήτηρ, φράτηρ και θυγάτηρ, ανάλογα με την προφορά του κάθε λαού που τις ενσωμάτωσε στο λεξιλόγιο του, και την εκάστοτε ακουστική του αντίληψη. Ένα δεύτερο φαινόμενο που μπορούμε να παρατηρήσουμε ακόμα, είναι ότι ο κάθε λαός πρόφερε τις 4 αυτές βασικές λέξεις με μια δικής του απόδοσης ομοιομορφία στις καταλήξεις, σύμφωνα με την διαφορετική κάθε φορά τοπική ακουστική αντίληψη, σε μια προσπάθεια να μιμηθεί την αρχική τους ομοιομορφία, αυτήν δηλαδή που ηχητικά παρουσίαζαν οι καταλήξεις των 4 πρωτοελληνικών λέξεων πατήρ, μήτηρ, φράτηρ και θυγάτηρ κατά την χρονική στιγμή της ενσωμάτωσης τους στην κάθε τοπική γλώσσα, είτε ως ομάδα, είτε ως επί μέρους λέξεις ...

Από τη στιγμή βέβαια που στην Ελληνική, το κοινό τμήμα των 4 λέξεων, δηλαδή η κατάληξη, δεν εκφράζει απλώς μια ακόμα τοπική φωνολογική ιδιομορφία στερημένη από νοηματικές προεκτάσεις, όπως συμβαίνει στις υπόλοιπες «ινδοευρωπαϊκές» της παραλλαγές, αλλά αντίθετα επιμερίζει σε όλες τις παραγόμενες λέξεις μια συγκεκριμένη νοηματική προσθήκη, το ότι δηλαδή υποδηλώνει το ενεργούν πρόσωπο, το φαινόμενο αυτό δεν είναι δυνατόν να αγνοηθεί, καθώς καταδεικνύει την λειτουργική υπαγωγή του στην ελληνική γλώσσα, υπακούοντας σε δικούς της ετυμολογικούς κανόνες! Ταυτόχρονα, με το συνδυαζόμενο γεγονός ότι οι παραγόμενες ομοιοκατάληκτες λέξεις (είτε είναι αρχαίες είτε έχουν δημιουργηθεί αργότερα, έχουν πάντα την ίδια λογική καταδεικνύοντας τη συνέχεια της Ελληνικής γλώσσας ) είναι αριθμητικά πολύ περισσότερες στην ελληνική, απ' ότι σε οποιαδήποτε άλλη ινδοευρωπαϊκή γλώσσα, αποδεικνύεται με σχεδόν μαθηματικό τρόπο ότι οι λέξεις πατήρ, μήτηρ, φράτηρ και θυγάτηρ, ανήκουν και προέρχονται ως σύνολο από την Ελληνική γλώσσα, και ότι βάσει αυτών δημιουργήθηκαν μεταγενέστερα όλες οι «ινδοευρωπαϊκές» τους παραλλαγές, όπως αυτές που είδαμε στο παράδειγμα των γλωσσών για την λέξη αδελφός! Επίσης το γεγονός ότι ο όρος ‘φράτηρ' προέρχεται από τον όρο ‘φράτρα', ο οποίος τυγχάνει να είναι διαβάθμιση του οργανωμένου μητριαρχικού κοινωνικού συστήματος στον Ελλαδικό χώρο, πρακτικά σημαίνει ότι, αρχαιότερη πηγή αυτής της ορολογίας είναι η πρωτοελληνική γλώσσα, η οποία παρεμπιπτόντως συμπεριλαμβάνει και όσους άλλους όρους συγγενείας χαρακτηρίζονται ως κοινοί στις υπόλοιπες ‘ινδοευρωπαϊκές ' γλώσσες (πατήρ, μήτηρ, και θυγάτηρ). Τούτο συμβαίνει επειδή στις άλλες ‘ινδοευρωπαϊκές' γλώσσες οι αντίστοιχοι όροι (frater, fraire, bruder, bhrata κλπ) δεν αποτελούν παράγωγο ή υποδιαίρεση μιας αντίστοιχης ορολογίας, που να αναφέρεται σε συγκεκριμένες διαβαθμίσεις ή υποσύνολα κοινωνικών ομάδων, τη στιγμή που η οικογένεια αποτελεί θεμελιώδες μέρος του κοινωνικού συνόλου και το μικρότερο κύτταρο αυτού.

Όλες οι υπόλοιπες γλώσσες με τους όρους συγγενείας σε εμφανέστατη αντιστοιχία και ομοιότητα με τις 4 αυτές ελληνικές λέξεις, έχουν δεχθεί τουλάχιστον κοινή επιρροή από την πρωτοελληνική, και μάλιστα σε ένα πολύ αρχικό, προφανώς, και καθοριστικό σημείο της εξελικτικής τους πορείας, όπως είναι η περίοδος της δημιουργίας κοινωνικής ορολογίας και καθορισμού συγγενικών σχέσεων και το γεγονός αυτό, αποδεικνύει ταυτόχρονα την εξαιρετική αρχαιότητα και βιωσιμότητα της Ελληνικής γλώσσας, όσο και την τεράστια διαφορά επιπέδου μεταξύ των πρωτοελλήνων και των λαών-αποδεκτών της ορολογίας αυτής, κατά την χρονική στιγμή της αφομοίωσης τους. Επομένως, αυτή η ομάδα λέξεων, αποτελεί κοινά πρωτοελληνικά κατάλοιπα, που, με την πάροδο των χιλιετιών, η προέλευση τους απέβη όλο και πιο δυσδιάκριτη, μέσα από τις διάφορες γλωσσικές ζυμώσεις, στην κάθε γλώσσα-αποδέκτη. Οι γλωσσολόγοι που ακολουθούν το ινδοευρωπαϊκό πρότυπο, έχουν αποκλείσει, εκ προοιμίου, το ενδεχόμενο, ο λαός- φορέας μιας προϊστορικής γλώσσας, να έχει μεταδώσει τόσο βασικές έννοιες σε γλώσσες συγχρόνων του λαών, και μάλιστα όχι με τη διάσπαση του, αλλά με την δυνατότητα του να ταξιδεύει, να δημιουργεί αποικίες σε μεγάλες αποστάσεις, και να μεταδίδει ένα κοινωνικό μοντέλο με την εισαγωγή τους, ως νέα κοινωνική ορολογία. Με αυτόν τον αποκλεισμό, οι γλωσσολόγοι αξιώνουν έμμεσα το αλάνθαστο της άποψης, ότι το πολιτισμικό επίπεδο των λαών της προϊστορικής εποχής ήταν εξ' ίσου πρωτόγονο για όλους τους λαούς! Όμως καμία άλλη από τις γλώσσες των παραπάνω παραδειγμάτων δεν αποδεικνύεται τόσο παλαιά και διαχρονική, ώστε να έχει διατηρήσει δύο δικές της ξεχωριστές ορολογίες -όπως η Ελληνική με τις λέξεις φράτηρ και αδελφός-, για την απόδοση συγγενικών σχέσεων, προερχόμενες από δύο διαφορετικά κοινωνικά συστήματα όπως το μητριαρχικό και το πατριαρχικό!

Μπορούμε να πούμε τέλος, ότι τα παραδείγματα των λέξεων συγγενείας που αναλύονται παραπάνω, εφ' όσον τοποθετηθούν στην πραγματική χρονική, κοινωνική και ιστορική τους διάσταση, θα ήταν και από μόνα τους επαρκή για να αντικρούσουν με σαφήνεια την θεωρητική πλευρά του ινδοευρωπαϊκού προτύπου, και να αποδείξουν τις διαδρομές εξάπλωσης του ζητούμενου προγονικού λαού, με εκκίνηση από τον Ελλαδικό χώρο και κατεύθυνση προς όλες τις σχετικές, με την μεταναστευτική και ναυτική του δράση, περιοχές. Όμως, αν περιοριζόμασταν σ' αυτά τα δεδομένα, θα διαπράτταμε το ίδιο σφάλμα με τους αρχικούς εμπνευστές της ινδοευρωπαϊκής θεωρίας: Θα καλύπταμε δηλαδή και πάλι, μόνο μία από τις πολλές διαστάσεις του όλου ζητήματος, τη γλωσσολογική, ενώ οι υπόλοιπες θα παρέμεναν μετέωρες, αναζητώντας έδαφος από τη φαντασία μας για να στηριχθούν. Γι' αυτό είναι απαραίτητη η σύνδεση της γλωσσολογικής διάστασης με την προϊστορική φάση του Αιγαίου, όπου υπάρχει πληθώρα άλλων γλωσσολογικών, αρχαιολογικών, γεωλογικών, και ιστορικών στοιχείων. Το κυριότερο που θα πρέπει να θυμόμαστε είναι πως οι ινδοευρωπαϊκές γλώσσες, όπως ονομάζονται, είναι αποτέλεσμα εμπεριστατομένων ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΚΩΝ ερευνών και σε καμία περίπτωση δεν αμφισβητούμε τα αποτελέσματα των συγκρίσεων αυτών. Ωστόσο ΔΕΝ αποτελούν ιστορικά δεδομένα και ΔΕΝ στηρίζονται σε αρχαιολογικά ευρήματα δηλαδή ΔΕΝ αποτελούν ιστορία, αλλά ενδείξεις που μας οδηγούν σε αναζήτηση αποδείξεων. Αυτό που αμφισβητείται λοιπόν δεν είναι οι ομοιότητες που ανακάλυψαν κάποιοι γλωσσολόγοι, αλλά οι ιστορίες που ανακαλύπτουν σε μία ανεξήγητη προσπάθεια μετάλλαξής τους από γλωσσολόγους σε ιστορικούς και αρχαιολόγους.

Γιώργος Αϊβαλιώτης, Αναλυτής γεωστρατηγικής και γεωπολιτικής ασφάλειας
http://www.geopolitics.com.gr/

ΣΧΕΤΙΚΑ:
AΣ ΜΙΛΗΣΟΥΜΕ ΓΙΑ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΙΟΥΣ...Φοινικικό αλφάβητο. Ποιό αλφάβητο;;;
Φοινικικό Αλφάβητο - Μία ιστορική απάτη
"Ο Όμηρος και η προέλευση του Ελληνικού Αλφαβήτου" του Αμερικάνου κλασσικιστή Barry Powell

No comments :

Post a Comment