Κυττάζω (κυττῶ): ἀπὸ τὸ κυπτάζω-κυπτῶ, σκύβω δηλαδὴ νὰ δῶ μὲ προσοχή. Κυττάζω-κυττῶ σημαίνει βλέπω.
Κοιτάζω (κοιτῶ): ἀπὸ τὴν «κοίτη», δηλαδὴ τὸ κρεββάτι, τὴν κλίνη. Κοιτάζω σημαίνει κοιμᾶμαι.
Χρύσα Λίνδου
Φιλονόη
ΣΧΟΛΙΟ "ΙΣΧΥΣ":
1) Το επίτομο Λεξικό του «Ηλίου» αναφέρει στην σελίδα 260 στο λήμμα κυττάζω ως βλέπω, παρατηρώ.
2) Η παρατήρηση σαν ενέργεια, έχει σχέση με το σκύψιμο (κυττάζω από το κυπτάζω) που κάνει κάποιος για να πλησιάσει το αντικείμενο που προτίθεται να παρατηρήσει και όχι με την κοίτη (κοιτάζω), το κρεβάτι και τον ύπνο
Κοιτάζω (κοιτῶ): ἀπὸ τὴν «κοίτη», δηλαδὴ τὸ κρεββάτι, τὴν κλίνη. Κοιτάζω σημαίνει κοιμᾶμαι.
Χρύσα Λίνδου
Φιλονόη
ΣΧΟΛΙΟ "ΙΣΧΥΣ":
1) Το επίτομο Λεξικό του «Ηλίου» αναφέρει στην σελίδα 260 στο λήμμα κυττάζω ως βλέπω, παρατηρώ.
2) Η παρατήρηση σαν ενέργεια, έχει σχέση με το σκύψιμο (κυττάζω από το κυπτάζω) που κάνει κάποιος για να πλησιάσει το αντικείμενο που προτίθεται να παρατηρήσει και όχι με την κοίτη (κοιτάζω), το κρεβάτι και τον ύπνο
κτασου (κοιτάσου) στη γλώσσα της μάνας μας είναι κοιμήσου ,κατσε αυτού..... τυχαίο?
ReplyDelete