20/07/2012

Το Μνημόνιο ανέτρεψε το μοντέλο Άμυνας

Οι αλλεπάλληλες περικοπές του αμυντικού προϋπολογισμού των τελευταίων ετών έχουν αποτελέσει αντικείμενο οξείας κριτικής για τα σημαντικά προβλήματα δυσλειτουργίας που επέφεραν στον αμυντικό μηχανισμό της χώρας. Τα προβλήματα αυτά είναι… πολύ μεγάλα και, συνδυαζόμενα με την αποφευχθείσα, την τελευταία στιγμή, μείωση των αποδοχών του στρατιωτικού προσωπικού -την οποία πιστώνεται τόσο η νέα πολιτική ηγεσία του ΥΠΕΘΑ όσο και η στρατιωτική ηγεσία- επισκίασαν ένα ακόμη μεγαλύτερο πρόβλημα. Το πρόβλημα αυτό είναι η εκ των πραγμάτων ανατροπή του «μοντέλου» Άμυνας που ακολουθούσε επί σειρά ετών η Ελλάδα, η οποία ανέκαθεν φρόντιζε να δίνει πρωταρχική σημασία στην ανάπτυξη του αεροπορικού όπλου, σε σχέση, δηλαδή, δυσανάλογη με την ανάπτυξη των άλλων Κλάδων των Ενόπλων Δυνάμεων.

Η προϊούσα έκπτωση της αμυντικής ισχύος της Ελλάδας είχε επισημανθεί προ πενταετίας περίπου από το συντάκτη του παρόντος από τις στήλες του τότε Κόσμου του Επενδυτή, γράφοντας ότι η Ελλάδα με την πολιτική που ακολουθούσε στον τομέα των εξοπλισμών στην ουσία παραιτείτο για πρώτη φορά μετά το 1974 από τη μέχρι τότε ακολουθούμενη πολιτική της «ισοπλίας» έναντι της Τουρκίας. Της τελευταίας, φυσικά, νοουμένης ως την αντιπαράθεση απέναντι στην τουρκική στρατιωτική ισχύ μιας ισχυρής αποτρεπτικής δυνάμεως, η οποία θα καθιστούσε ιδιαίτερα δαπανηρή και ως εκ τούτου αδύνατη κάθε τυχοδιωκτική προσπάθεια της Τουρκίας. Αφορμή για τη διατύπωση της συγκεκριμένης απόψεως ήταν η πολιτική που ακολουθήθηκε από το 2004 κι έπειτα, όταν εγκαταλείφθηκαν οι εξοπλισμοί με βάση τη λογική του «πρώτα να εξοφλήσουμε τις παραγγελίες του παρελθόντος και μετά προβαίνουμε σε νέες αγορές». Η εν συνεχεία εξέλιξη της καταστάσεως φαίνεται από τις απότομες μειώσεις των αμυντικών δαπανών, οι οποίες επιβλήθηκαν ή κατέστησαν αναγκαίες από το Μνημόνιο και ξεκίνησαν από τα 6,482 δις ευρώ το 2009 (βλ. Συγκριτικός Πίνακας Π/Υ ΥΠΕΘΑ 2009-2012), για να πέσουν μέσα σε δύο έτη στο επίπεδο των 3,491 δις το 2011 (βλ. «Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016»).

Με βάση το τελευταίο Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο, η εξέλιξη των αμυντικών δαπανών από το 2011 μέχρι και το 2016 έχει ως εξής:

ΕΤΟΣ
ΑΜΥΝΤΙΚΟΣ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ
(σε εκατ. ευρώ)
 2011
 3.491,82
 2012
 3.714,99
 2013
 4.165,76
 2014
 3.811,96
 2015
 3.850,96
 2016
 3.840,11

Με τα κονδύλια για τις αμοιβές προσωπικού να υπερβαίνουν πλέον κατά πολύ το 50% του συνολικού προϋπολογισμού -και δη για ένα στρατό με λίγους επαγγελματίες-, η εικόνα για τους εξοπλισμούς φαίνεται από τα σχετικά κονδύλια που προβλέπονται για τα παραπάνω έτη σε ταμειακή βάση και τα αντίστοιχα κονδύλια που αφορούν σε παραλαβές νέων οπλικών συστημάτων (τα ποσά σε εκατ. ευρώ):

ΕΤΟΣ
 ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΙ ΣΕ ΤΑΜΕΙΑΚΗ ΒΑΣΗ
 ΠΑΡΑΛΑΒΕΣ
 2011
 360,48
 0
 2012
 700,00
 0
 2013
 1.100,00
 0
 2014
 800,00
 0
 2015
 900,00
 0
 2016
 900,00
 0

Η προφανής εικόνα που προκύπτει από τον παραπάνω πίνακα είναι ότι τα κονδύλια που αναφέρονται σε ταμειακή βάση αφορούν σε αποπληρωμές υποχρεώσεων από παλαιότερα προγράμματα, τα οποία μετεφέρθησαν αρκετές φορές για αργότερα στο μέλλον, ενώ για ολόκληρη την παραπάνω περίοδο (2011-2016), όπου υπάρχει μηδενική παραλαβή οπλικών συστημάτων, προκύπτει λογικώς η πλήρης έλλειψη νέων παραγγελιών. Τούτο δε μετά την ουσιαστική απραξία στον τομέα των εξοπλισμών των τελευταίων τουλάχιστον εφτά ετών!

Το σημείο το οποίο επιχειρείται να αναδείξει το παρόν άρθρο είναι, όμως, κάτι άλλο και συγκεκριμένως η αδυναμία υλοποιήσεως -με βάση τα παραπάνω στοιχεία- του μείζονος προγράμματος της Πολεμικής Αεροπορίας για αγορά νέων μαχητικών αεροσκαφών τόσο για την αντικατάσταση των φυσιολογικά απωλεσθέντων αεροσκαφών όσο και για την αντιμετώπιση της τουρκικής απειλής. Και τούτο διότι το σημείο αυτό ανατρέπει το προαναφερθέν μοντέλο άμυνας που ακολουθούσε η Ελλάδα από το 1974 κι έπειτα. Η Πολεμική Αεροπορία είχε από το 2008 εκθέσει την κατάσταση στην πολιτική ηγεσία της χώρας, με βάση την εγκεκριμένη Δομή Δυνάμεων των 300 αεροσκαφών και την προβλεπόμενη Μελλοντική Δομή Δυνάμεων 2005-2020, τις ανάγκες της σε νέα αεροσκάφη με μια πλήρως τεκμηριωμένη Μελέτη Καθορισμού Προγράμματος (ΜΚΠ).

Τα βασικά στοιχεία της μελέτης ήταν ότι η εγκεκριμένη Μελλοντική Δομή Δυνάμεων 2005-2020 της Πολεμικής Αεροπορίας προέβλεπε την απόκτηση -ή μάλλον την είσοδο στο ελληνικό οπλοστάσιο- σύγχρονων μαχητικών αεροσκαφών μετά το 2015 για την αντιμετώπιση της απειλής από την απόκτηση αεροσκαφών JSF από την τουρκική Αεροπορία. Ομοίως, η μελέτη προέβλεπε την απόκτηση 60 σύγχρονων μαχητικών αεροσκαφών το 2010 για αντικατάσταση των Α-7 και F-4Ε SRΑ (South Region Ammendment), την ελεγχόμενη αποχώρηση των 43 Α-7 έως το 2010 -η οποία τελικώς δεν έγινε- στην αντικατάσταση απωλειών [Σ.Σ.: στην οκταετία 2000-2007 η Πολεμική Αεροπορία απώλεσε 25 αεροσκάφη, με μέσο όρο απωλειών 3 αεροσκάφη ετησίως] και ανέφερε ότι από την προβλεπόμενη προμήθεια 60 αεροσκαφών για το 2005-2020 υλοποιήθηκε η αγορά μόνο 30 αεροσκαφών (F-16 Block 52+ Αdv.).

Συνοπτικώς, η μελέτη, παρουσιάζοντας το ισοζύγιο μαχητικών αεροσκαφών Ελλάδας–Τουρκίας, ανέφερε ότι ο αριθμός των μαχητικών αεροσκαφών αναμένεται να εξελιχθεί για τα έτη 2008-2020 ως εξής:
- Το 2008, η Πολεμική Αεροπορία, αντί των 300 αεροσκαφών που προβλέπει η δομή της, θα διαθέτει 271 αεροσκάφη έναντι 411 της Τουρκίας, 
- το 2010 -με την προϋπόθεση αποσύρσεως των γηραιών Α-7- 258 έναντι 411 και το 2015 -με βέβαιη πλέον την καθυστερημένη απόσυρση των Α-7- 258 έναντι 461.

Το αποτέλεσμα όλων αυτών είναι ότι, σε περίπτωση που η Ελλάδα δεν προβεί άμεσα σε νέα αγορά αεροσκαφών, η αναλογία μαχητικών αεροσκαφών Ελλάδας – Τουρκίας το 2015 θα διαμορφωθεί στο 0,56 προς 1, που είναι η μικρότερη αναλογία σε βάθος εικοσαετίας. Επιπλέον, επισημαίνει η μελέτη, το 2020 η τουρκική Αεροπορία θα διαθέτει 74 -εκ των συνολικώς 100 προβλεπομένων- αεροσκάφη JSF, έναντι ουδενός για την Ελλάδα σύγχρονου αεροσκάφους της γενιάς του. Η μελέτη καταλήγει τελικώς στην εισήγηση για την προμήθεια από την Πολεμική Αεροπορία «με το χαρακτηρισμό του ΕΠΕΙΓΟΝΤΟΣ» [Σ.Σ.: τα κεφαλαία από τη μελέτη] «40 σύγχρονων μαχητικών αεροσκαφών με τον απαιτούμενο οπλισμό, με σκοπό την επίτευξη της προβλεπόμενης οροφής και την ανάκτηση της επιθυμητής αναλογίας δυνάμεων με την τουρκική Αεροπορία». Ο χώρος του περιοδικού δεν επαρκεί για λεπτομερή ανάλυση των συνεπειών από τη μη υλοποίηση των παραπάνω. Αντί τούτου, επισημαίνεται ότι το τι έγινε από εκεί και μετά είναι γνωστό, έπειτα από τις περικοπές του αμυντικού προϋπολογισμού που επέβαλε το Μνημόνιο.

Το τι προβλέπεται να γίνει προς την κατεύθυνση που εισηγείται η Πολεμική Αεροπορία προκύπτει από τα στοιχεία για τους αμυντικούς προϋπολογισμούς των επομένων ετών (μέχρι το 2016), τα οποία αποκλείουν κάθε προσπάθεια αγοράς αεροσκαφών. Το δε συμπέρασμα, προφανές: Οι περικοπές του Μνημονίου όχι μόνο οδήγησαν τη χώρα στη σημερινή κατάσταση, αλλά την ανάγκασαν να καταργήσει στην πράξη την πολιτική που ακολουθούσε στον τομέα της Άμυνας τα τελευταία τριάντα οχτώ χρόνια. Με άλλα λόγια και εάν τούτο συνδυασθεί με τις επιπτώσεις που είχε το Μνημόνιο στο σύνολο του αμυντικού μηχανισμού της χώρας (ανταλλακτικά, καύσιμα, πυρομαχικά), οι περίφημοι εταίροι μας -μεταξύ των οποίων και μία εταίρα, για να είμαστε ακριβείς-, κατάφεραν, εκτός από τη δυστυχία που επέβαλαν για το σύνολο του ελληνικού λαού, να του στερήσουν και την ικανότητα να αμυνθεί έναντι των ορατών απειλών που αντιμετωπίζει. Το ζητούμενο μετά την καταγραφή των παραπάνω είναι αυτό που έχει αναφέρει και άλλοτε ο συντάκτης του παρόντος: Αντί να κλείνουμε τα μάτια μπροστά στην πραγματικότητα και να προσπαθούμε να πείσουμε με λόγια εαυτούς και άλλους πόσο ισχυροί είμαστε, ας αναζητήσουμε ένα νέο μοντέλο Άμυνας.

Μάνος Ηλιάδης / Επίκαιρα
http://strategyreports.wordpress.com/2012/07/20/

No comments :

Post a Comment