24/02/2012

Για εξοπλισμούς και των τριών Κλάδων των Ενόπλων Δυνάμεων για το 2012 προβλέπονται μόλις 216 εκατ. ευρώ

Ο αμυντικός προϋπολογισμός μειώθηκε από τα 6 και πλέον δις ευρώ στα κάτω από 4 δις [Σ.Σ.: με τις προβλεφθείσες από τον Ευ. Βενιζέλο μειώσεις των ετών 2013 και 2014 και τις περικοπές στις αμοιβές προσωπικού από εφέτος θα είναι λίγο πάνω από 3 δις], οι εξοπλιστικές δαπάνες από περίπου 1% του ΑΕΠ μειώθηκαν κατά 70% (!) για τη δεκαπενταετία 2011-2025 και αντιστοιχούν πλέον στο 0,3% του ΑΕΠ, τούτο δε κατόπιν εξοπλιστικής απραξίας εφτά και πλέον ετών και τούτο πάλι όχι για νέες αγορές, αλλά για εξόφληση παλαιοτέρων αγορών. 

Κοιτάξτε, για παράδειγμα, τι προβλέπεται για εξοπλισμούς και των τριών Κλάδων των Ενόπλων Δυνάμεων για το 2012, σύμφωνα με απάντηση του ΥΠΕΘΑ (8/2/2012) σε ερώτηση τεσσάρων βουλευτών του κόμματος του κ. Κουβέλη: Μόλις 216 εκατ. ευρώ -από 1,5-2 δις περίπου ετησίως που ήταν λίγα χρόνια πριν-, δηλαδή αρκετά λιγότερα από αυτά που δαπανώνται ακόμη και για έναν και μόνο σταθμό του μετρό – περί τα 250 εκατ. ευρώ

Σε αντίθεση με όλες σχεδόν τις χώρες του κόσμου, στις οποίες η αμυντική πολιτική αποτελεί θέμα που αντιμετωπίζεται στο πλαίσιο διαλόγου, με τη σοβαρότητα που απαιτεί η σημασία του για την επιβίωση ενός κράτους και… ανάλογου με τις απειλές που αντιμετωπίζει, η αμυντική πολιτική στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια προσεγγίζεται αποσπασματικά, ευκαιριακά και κυρίως ως απλό λογιστικό πρόβλημα, στο πλαίσιο των δυνατοτήτων του προϋπολογισμού. Σε ένα βαθμό, βέβαια, το τελευταίο ισχύει για όλες σχεδόν τις χώρες, μόνο που στην περίπτωση αυτή, ιδίως αν οι πιέσεις του προϋπολογισμού είναι μεγάλες, τίθεται θέμα γενικότερης αναθεωρήσεως της αμυντικής πολιτικής.

Η τελευταία μπορεί να περιλαμβάνει ακόμη και τη μετάπτωση σε ένα άλλο μοντέλο άμυνας, όπως, για παράδειγμα, τη μείωση της ενεργού δυνάμεως του στρατού, με έμφαση στην ενίσχυση της εφεδρείας και στην εκπαίδευσή της, αλλαγές στο σύστημα υποστηρίξεως των μειζόνων οπλικών συστημάτων -ανάθεσή τους στον ιδιωτικό τομέα-, την αύξηση της θητείας, την αλλαγή της σχέσεως μεταξύ κοινών και ειδικών δυνάμεων ή ριζικές αλλαγές στους εξοπλιστικούς στόχους, όπως, για παράδειγμα, την έμφαση στην απόκτηση όπλων μακρού πλήγματος (π.χ., πύραυλοι εδάφους – εδάφους) εις βάρος άλλων στοιχείων ισχύος.

Πίσω απ’ όλα αυτά υπάρχει, βέβαια, μια συγκεκριμένη Εθνική Στρατηγική και η απορρέουσα από αυτή Πολιτική Εθνικής Άμυνας (ΠΕΑ), καθώς και άλλα θεσμικά κείμενα, όπως η Εθνική Στρατιωτική Στρατηγική, η Στρατιωτική Αξιολόγηση Καταστάσεως (ΣΑΚ) και ο Εθνικός Αμυντικός Σχεδιασμός, ο Δεκαπενταετής Σχεδιασμός Εξοπλιστικών Στόχων (ΔΕΣΕΣ), τα ΕΜΠΑΕ κ.λπ., κείμενα τα οποία υπάρχουν στην Ελλάδα και το περιεχόμενο και οι κατευθυντήριες οδηγίες των οποίων πρέπει να λαμβάνονται υπ’ όψιν και να συνεκτιμώνται για τη διαμόρφωση των όποιων αλλαγών.

Τα τελευταία δυόμισι περίπου χρόνια, η πολιτική που ακολουθήθηκε στον τομέα της άμυνας με πρωταγωνιστή τον Ευάγγελο Βενιζέλο, ο οποίος αγνόησε όλα τα παραπάνω, ήταν ακριβώς προς την αντίθετη κατεύθυνση. Είχαμε, δηλαδή, την αντιστροφή της λογικής που διέπει κάθε στράτευμα και τον ίδιο τον τομέα της άμυνας, η οποία εδράζεται στην υπόθεση ότι επειδή μεγαλοφυΐες τύπου Μεγάλου Ναπολέοντα δεν υπάρχουν ή δεν επαρκούν σήμερα, είναι καλύτερη η υποκατάστασή τους με το σχεδιασμό, την οργάνωση, τη μεθοδολογία, εν γένει το «σύστημα».

Το αποτέλεσμα ήταν μέσα στο ίδιο διάστημα η αμυντική ισχύς της χώρας να υποστεί πραγματική καθίζηση και η αμυντική πολιτική να εκφράζεται διά κραυγαλέα ψευδών δηλώσεων, στα πρότυπα αυτών που λέγονται σε άλλους τομείς του κυβερνητικού έργου, όπως το εργασιακό, το ασφαλιστικό, η παιδεία, η υγεία κ.λπ. Η διαφορά εδώ είναι ότι ενώ στην τελευταία περίπτωση τα ψεύδη αυτά γίνονται σχεδόν αμέσως αντιληπτά από το λαό και δη κατά ιδιαίτερα οδυνηρό τρόπο, στην περίπτωση της άμυνας τα ψεύδη αυτά, που μπορούν να έχουν επιπτώσεις ακόμη και στη διατήρηση στοιχείων της εθνικής κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας, δεν γίνονται αντιληπτά μέχρι τη στιγμή που θα επέλθουν οι συνέπειες τους. Η κατάσταση αυτή προσομοιάζει με την πτώση ενός ατόμου από ένα δεκαώροφο κτίριο, η οποία είναι άνετη και χωρίς προβλήματα μέχρι τη στιγμή της προσκρούσεως στο έδαφος.

Με τέτοιες αμυντικές δαπάνες -των εξοπλιστικών συμπεριλαμβανομένων-, θα λέγαμε χωρίς ίχνος υπερβολής ότι στα παγκόσμια χρονικά δεν έχει υπάρξει στρατός που να έχει υποστεί το μισό από αυτές τις περικοπές μέσα σε τόσο σύντομο χρόνο χωρίς να έχει διαλυθεί και, φυσικά, στη δική μας περίπτωση το αποτέλεσμα ήταν ακριβώς αυτό. Αξίζει να σημειωθεί ότι η αιτιολόγηση για τις μειώσεις αυτές όχι μόνο δεν βασίστηκε σε κάποιο, στοιχειώδη έστω, σχεδιασμό ή στη σύμφωνη γνώμη των Γενικών Επιτελείων, αλλά διατυπώθηκε τελείως αυθαίρετα από τον ίδιο τον ΥΕΘΑ Ευ. Βενιζέλο, ο οποίος τη συνέχισε αργότερα και ως υπουργός Οικονομικών. Κατά τη γνωστή του δε τακτική αποφυγής ευθυνών, ζητούσε από τα Γενικά Επιτελεία να του υποβάλουν προϋπολογισμούς και εξοπλιστικά προγράμματα στο ύψος που ο ίδιος τους καθόριζε, τα οποία εν συνεχεία εμφάνιζε ως προτάσεις των Επιτελείων.

Για να δικαιολογηθούν οι εγκληματικές αυτές περικοπές, χρειάστηκε να προσφύγει σε μεθόδους που θύμιζαν τη γνωστή γλώσσα του Όργουελ («newspeak»), στην οποία οι μειώσεις των κονδυλίων αντικαταστάθηκαν από τις λέξεις «εξορθολογισμός» και «νοικοκύρεμα». Εξορθολογισμός, βέβαια, σημαίνει ότι πρώτα μελετάς ένα πρόβλημα και μετά περικόπτεις ό,τι είναι δυνατόν να περικοπεί, μέχρι να επέλθει η μέγιστη βελτιστοποίηση του οφέλους με το μικρότερο δυνατόν κόστος. Όταν πέρα του σημείου αυτού συνεχίζει κάποιος να περικόπτει -και χωρίς καμία μελέτη- με επίκληση στην ανάγκη εξορθολογισμού των δαπανών και μετά ψάχνει να βρει τις ζημιές που έκανε -π.χ., για να πληρώσει το λογαριασμό της ΔΕΗ του Στρατού (υπαρκτό το παράδειγμα) ή τα χρέη εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ για καύσιμα-, αυτό που έχει ανάγκη εξορθολογισμού δεν είναι οι δαπάνες, αλλά αυτός που τις περικόπτει έτσι αυθαίρετα.

Παράλληλα με αυτή την επιχειρηματολογία, οι κάθετες αυτές περικοπές των αμυντικών δαπανών υποστηρίχθηκαν κυρίως με το γνωστό επιχείρημα της ανάγκης κλεισίματος των διάσπαρτων στρατοπέδων σε όλη τη χώρα. Τα στρατόπεδα ήταν και είναι όντως ακόμη πολλά, αλλά ένας μεγάλος τους αριθμός ήδη έκλεισε και θα έκλειναν ακόμη περισσότερα, αν υπήρχαν και τα σχετικά κονδύλια προς τούτο. Γιατί ακόμη και για να κλείσεις ένα στρατόπεδο ορισμένοι ξεχνούν ότι χρειάζονται χρήματα, και στην περίπτωση αυτή χρήματα απλώς δεν υπάρχουν. Η αλήθεια, βέβαια, είναι ότι ακόμη κι αν έκλειναν τα μισά από αυτά -για να μην πούμε και όλα-, η εξοικονόμηση κονδυλίων δεν θα ανήρχετο ούτε στο 10% των περικοπών των 2 και πλέον δις ευρώ του αμυντικού προϋπολογισμού.

Αυτό που είναι εξοργιστικό στην περίεργη αυτή επιχειρηματολογία είναι η συνεχής χρήση του επιχειρήματος ότι όλα αυτά έγιναν και γίνονται «χωρίς να θίγεται καθόλου το αξιόμαχο των Ενόπλων Δυνάμεων», ένα… ανέκδοτο που συνέχισε να χρησιμοποιεί και ο επί μικρό διάστημα διάδοχος του Ευάγγελου Βενιζέλου, Πάνος Μπεγλίτης, και, δυστυχώς, και ο διάδοχος του τελευταίου, Δημήτρης Αβραμόπουλος. Ο τελευταίος, μάλιστα, κατά τη συζήτηση του Κρατικού Προϋπολογισμού του 2012 στη Βουλή, έκανε ένα ακόμη βήμα πιο πέρα, χαρακτηρίζοντας τον κουτσουρεμένο αμυντικό προϋπολογισμό του 2012 ως «προϋπολογισμό των περικοπών και των μεταρρυθμίσεων», χωρίς, βέβαια, να προσδιορίσει ποιες είναι αυτές οι τελευταίες και πώς μπορεί κανείς να μεταρρυθμίσει κάτι που ήδη πνέει τα λοίσθια. Αυτό που δεν παρέλειψε πάντως, όπως έκαναν συστηματικώς και κατά κόρον οι προκάτοχοι του, Πάνος Μπεγλίτης και Ευάγγελος Βενιζέλος, ήταν να επαναλάβει ότι «η οικονομική κρίση δεν έχει μειώσει, σας διαβεβαιώνω, στο ελάχιστο την αξιοπιστία, το φρόνημα και την ισχύ του στρατεύματος».

Εκτός από τις ίδιες διαβεβαιώσεις που επίσης έδιναν στο σύνολο της Βουλής οι δύο προκάτοχοι του, παραπλανώντας έτσι για την πραγματική κατάσταση στις Ένοπλες Δυνάμεις, ο κ. Αβραμόπουλος είπε τα ίδια και στον αρχηγό του ΛΑΟΣ, Γιώργο Καρατζαφέρη, στην Ντόρα Μπακογιάννη, που στο πλαίσιο του ρόλου της ως αρχηγού κόμματος επισκέφθηκε δις τον ΥΕΘΑ, στον αρχηγό του κόμματος του, Αντώνη Σαμαρά -τουλάχιστον αυτό προκύπτει από τις επίσημες ανακοινώσεις-, ακόμη δε και στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Κάρολο Παπούλια. Κι όλα αυτά ενώ είναι γνωστό σε όσους διαθέτουν πληροφόρηση για την κατάσταση που επικρατεί στον τομέα της άμυνας ότι οι Ένοπλες Δυνάμεις μας είναι στην ουσία σε αδυναμία εκτελέσεως των αποστολών που καθορίζει η Πολιτική Εθνικής Άμυνας.

Η υποκατάσταση της πολιτικής με ψέματα περιττόν να τονισθεί ότι ενέχει τεράστιους κινδύνους. Το χειρότερο, όμως, είναι ότι με τα ψέματα αυτά παραπλανάται το σύνολο του πολιτικού κόσμου, από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας μέχρι τον τελευταίο βουλευτή, με αποτέλεσμα το τεράστιο πρόβλημα της άμυνας της χώρας να παραμένει άγνωστο και, ως εκ τούτου, ανεπίλυτο. Γιατί το πρώτο βήμα για την επίλυση ενός προβλήματος είναι η γνώση της υπάρξεώς του.

Ο συντάκτης του παρόντος έχει πλειστάκις αναφερθεί από άλλο βήμα (Κόσμος του Επενδυτή) στην ανάγκη πραγματικής συζητήσεως για το θέμα της άμυνας, κατά τον ίδιο τρόπο που ανάλογες συζητήσεις γίνονται για άλλα θέματα της κυβερνητικής πολιτικής. Σε μια τέτοια συζήτηση θα ήταν σκόπιμο να κληθούν να εκφράσουν τις απόψεις τους όχι μόνον οι νυν, αλλά κυρίως όλοι οι προηγούμενοι αρχηγοί των Γενικών Επιτελείων και όσοι από τους πλείστους ανώτατους αξιωματικούς εν αποστρατεία που είναι ικανοί προς τούτο. Κι εάν δεν εκπλαγούν από αυτά που θα ακούσουν, μάλλον δεν θα εκπλαγούν ποτέ.

Mάνος Ηλιάδης / Επίκαιρα

No comments :

Post a Comment