30/05/2011

Η Κατάσταση της Ελληνικής Γλώσσας

Από την αρχαιοελληνική φιλοσοφική κληρονομιά είναι γνωστό ότι η παρατήρηση είναι το πρώτο στάδιο για το διάλογο και την επιστήμη. Στο πνεύμα αυτό, η ανά χείρας ερευνητική εργασία περιλαμβάνει τις παρατηρήσεις ενός σύγχρονου χρήστη της Ελληνικής σχετικά με τη σημερινή κατάσταση της γλώσσας μας. Επομένως, τα πορίσματα της εργασίας θα πρέπει να θεωρηθούν προσωρινά μέχρι και άλλοι μελετητές να τα επιβεβαιώσουν ή να τα απορρίψουν. Η εργασία έχει επίσης το σκοπό της διαφώτισης με την έννοια ότι επιχειρεί να βοηθήσει τον αναγνώστη να διακρίνει τα περί γλώσσης δια μέσου των μηνυμάτων που δέχεται στην καθημερινή του ζωή. Η διατήρηση της γλώσσας είναι σημαντικό ζήτημα για την επιβίωση του Ελληνισμού. Είναι επίσης επίκαιρο, καθώς κυριαρχεί σήμερα στη χώρα μας ελληνικός ανθελληνισμός, ειδικά στους θεσμούς που έχουν τη μεγαλύτερη επιρροή όπως μέσα πληροφόρησης και Πανεπιστήμια. Σε ένα κλίμα απογοήτευσης όπου ο πολίτης χάνει τις ελπίδες του και γίνεται ευάλωτος, όσοι αγαπούμε τη χώρα αυτή οφείλουμε να δούμε ποιές είναι οι κατ’ εξοχήν κοινές ελληνικές αξίες και να τις διατηρήσουμε.

Το σύγχρονο σύστημα εξουσίας ενθαρρύνει την εσωτερική αντιπαλότητα και τον κατακερματισμό των εθνών σε πολλά τμήματα (πολιτικά κόμματα, αθλητικές ομάδες, θρησκείες, κλπ.) και το ελληνικό έθνος δεν αποτελεί εξαίρεση. Για το λόγο αυτό, είναι στοιχειώδες να αναζητήσουμε τα κοινά σημεία που θα κρατήσουν ζωντανό τον ελληνισμό. Η γλώσσα είναι το ύψιστο ελληνικό δημόσιο αγαθό και το πλέον σημαντικό σημείο επαφής όλων μας. Η ελληνική γλώσσα δέχεται τα τελευταία χρόνια βάναυση επιρροή, αν όχι επίθεση, από τη μαζική χρήση της αγγλικής γλώσσας. Στα Πανεπιστήμια, στις εφημερίδες, τα τηλεοπτικά μέσα ενημέρωσης, το ραδιόφωνο, τα λεξικά, τις τράπεζες, το εμπόριο και το διαδίκτυο παρατηρώ τη χρήση των αγγλικών εκεί που δεν χρειάζεται. Ενώ η εργασία συνεξετάζει θεωρίες που εξηγούν το φαινόμενο της διείσδυσης της Αγγλικής, το άμεσο συμπέρασμα που εξάγεται είναι ότι μοιάζει σαν κάποιος να μας εκπαιδεύει να μάθουμε την αγγλική και να ξεχάσουμε την ελληνική γλώσσα. Όμως απαιτείται η συνδρομή περισσότερων ανθρώπων με μακροχρόνια βιώματα και γνώσεις για να γίνει κατανοητό το πρόβλημα και να εξαχθούν πιο στέρεα και συγκεκριμένα συμπεράσματα. 

Η δομή της εργασίας έχει ως εξής: Στις αμέσως πέντε επόμενες ενότητες, παρατίθενται παραδείγματα από την καθημερινή ζωή και την παιδεία, γίνονται νύξεις και διατυπώνονται σχόλια. Μετά ακολουθούν θεωρητικές εξηγήσεις του φαινομένου και προτάσεις για αντιμετώπιση του προβλήματος που διαπιστώθηκε.


1) Μέσα ενημέρωσης και επικοινωνίας

Το πρώτο που παρατηρούμε άμεσα στις οθόνες των τηλεοράσεων είναι τα αγγλικά ονόματα των τηλεοπτικών σταθμών, πράγμα που δεν έχει νόημα εφόσον αυτοί ιδρύθηκαν και εκπέμπουν στην Ελλάδα και απευθύνονται σε Έλληνες. Κατόπιν, βλέπουμε ότι έχουν γεμίσει αγγλικές λέξεις (όπως «νιούς», «λάιβ», «τι βι», «τοπ στόρις», «ί-μέιλ», «φαξ», «γουίκεντ», «σούπερ», «τοπ», «μάστ», «ΟΚ», «σόου μπιζ», κ.ά., με λατινικούς χαρακτήρες και πρόσφατα το διακριτικό γράμμα «άι», αρχικό της λέξης «ινφορμέισον» - πληροφορίες) τη στιγμή που παρουσιάζουν ειδήσεις και άλλα ενημερωτικά προγράμματα στην Ελληνική. Το περιεχόμενο μπορεί να είναι ελληνικό όπως για παράδειγμα η κατάσταση της ελληνικής παιδείας. Όμως, τα ονόματα εκπομπών μπορεί να είναι στα αγγλικά τόσο με αγγλικούς όσο και με ελληνικούς χαρακτήρες, πάλι ανεξαρτήτως περιεχομένου, ακόμη και στους κρατικούς σταθμούς. Παρακάτω θα αναφερθούμε και στη διαφορά μεταξύ των δύο προσεγγίσεων, δηλ., αγγλικά με ελληνικούς ή αγγλικούς χαρακτήρες. Πάντως, οι λατινικοί χαρακτήρες γίνονται αντιληπτοί ως αγγλικοί, δεδομένης της εκτεταμένης χρήσης της γλώσσας. Όσον αφορά τα παιδικά τηλεοπτικά προγράμματα, είναι γεμάτα με αγγλικά ονόματα και λέξεις, ίσως επειδή εισάγονται από τις ΗΠΑ στην πλειοψηφία τους. Μέσω των προγραμμάτων αυτών το παιδί δέχεται πάρα πολλά μηνύματα. Ο χρόνος που τα παιδιά σήμερα παρακολουθούν τηλεόραση και απασχολείται γενικά με το θέαμα είναι γνωστό ότι έχει αυξηθεί, εν μέρει επειδή αμφότεροι γονείς της οικογένειας αναγκάζονται να εργάζονται και επειδή η τηλεόραση επιλέγεται ως λύση απασχόλησης.

Το ότι το παιδί επηρεάζεται από τα μηνύματα που δέχεται είναι ζήτημα που κατανοούμε χωρίς να είμαστε ειδικοί. Όσον αφορά όμως τον ισχυρισμό ότι προωθείται η Αγγλική μέσω των προγραμμάτων, χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν παιδικές εκπομπές στις οποίες τα νήπια/ακροατές συμμετέχουν και προφέρουν τα αγγλικά. Για παράδειγμα, παροτρύνονται να τραγουδούν σε χαρούμενο σκοπό στίχους όπως «μαθαίνω αγγλικά κι ελληνικά, μ’ αρέσουν και τα δυό και τραγουδώ...» ή κάτι παρόμοιο. Μαθαίνουν δηλαδή μερικές βασικές αγγλικές λέξεις και εκφράσεις. Γενικά, η αποτελεσματική συμμετοχή των νηπίων στα διαδραστικά προγράμματα της τηλεόρασης βασίζεται σε θεωρίες από την ψυχολογία σύμφωνα με τις οποίες ο ανθρώπινος εγκέφαλος έχει την ανάγκη να συμπληρώσει το λογικό κενό. Η πρακτική αυτή, αν γίνει σωστά, οδηγεί σε επικέντρωση της προσοχής, μάθηση και αποδοχή. Τη χρησιμοποιούν κατά κόρον όσοι εργάζονται στον τομέα της διαφήμησης, τη χρησιμοποιούμε και εμείς στις διαλέξεις μας όταν κάνουμε ρητορικές ερωτήσεις. Εδώ όμως έχουμε να κάνουμε με την πνευματική υγεία των νηπίων. Και ενώ διίστανται οι απόψεις για το αν τα νήπια πρέπει να μαθαίνουν περισσότερες από  μια γλώσσες, δεν απορρίπτεται και η υπόθεση ότι όταν αυτά εξοικειώνονται «από την κούνια» με τα αγγλικά, θα τα μιλούν κανονικά όταν θα μεγαλώσουν (και τι αντιστάσεις να έχει τώρα ένα νήπιο).

Στο ραδιόφωνο, το οποίο ως γνωστόν έχει μερικά στοιχεία αξιοπιστίας για τους ακροατές, τα πράγματα δεν είναι πολύ διαφορετικά. Απλά τα μηνύματα είναι ακουστικά. Εκατοντάδες ξένες λέξεις χρησιμοποιούνται για την πληροφόρηση και για διασκέδαση, με αποτέλεσμα να είναι δραματική η δυσκολία που έχουν οι παρουσιαστές να προφέρουν τους αγγλικούς φθόγγους σε ένα κείμενο όπου οι ελληνικές λέξεις αποτελούν μειονότητα. Είναι αξιοθαύμαστη η ικανότητα των παρουσιαστών να εκφωνούν τις αθλητικές ειδήσεις και την περιγραφή αθλητικών αγώνων, διότι στον αθλητισμό επικρατεί η αγγλική ορολογία. Στον κλάδο της έντυπης ενημέρωσης η κατάσταση είναι το ίδιο απαράδεκτη. Οι εφημερίδες έχουν την τάση να χρησιμοποιούν αγγλικές λέξεις αλλά με ελληνικούς χαρακτήρες στο κυρίως σώμα τους, ενώ στα εβδομαδιαία ένθετά τους ξεφεύγουν τελείως. Τα ονόματα των περιοδικών αυτών είναι στα αγγλικά, και πολλοί τίτλοι ενοτήτων είναι στα αγγλικά σε βαθμό που νομίζεις ότι ζεις στην Αγγλία ή στην Αμερική. Τα περιοδικά μόδας και τεχνολογίας έχουν αγγλικά ονόματα και ανακατεμένους τίτλους. Για παράδειγμα «τρέντι τοπς για κάζουαλ λουκ εξόδους» ή «σέρφινγκ στο ιντερνετ με 20 εμ μπι πι ες» (αντικαταστήστε με αγγλικούς χαρακτήρες όπου δει).

Εκτός από τα μέσα ενημέρωσης, οπουδήποτε να πάει κανείς δέχεται ηχητικό βομβαρδισμό από τραγούδια στα αγγλικά σε θαλάμους αναμονής, σε καταστήματα ρούχων, στους χώρους εστίασης και στα μέσα μεταφοράς. Στον υπόγειο σιδηρόδρομο, το μεταφορικό μέσο όπου ο ηρωικός Έλληνας εργαζόμενος ξαποσταίνει όρθιος, δέχεται τον βομβαρδισμό της προαναγγελίας των σταθμών στα αγγλικά («νεξτ στέισον...»). Δήθεν κατάλοιπο από τους Ολυμπιακούς Αγώνες, η προαναγγελία των σταθμών δεν έχει κανένα νόημα πλέον τη στιγμή που υπάρχουν πινακίδες στους σταθμούς με λατινικούς χαρακτήρες. Πάντως, αποτέλεσμα είναι να μαθαίνουμε άριστα πώς προφέρονται χιλιάδες αγγλικές λέξεις που τελειώνουν σε «έισον». Τέλος, πρέπει να επισημάνουμε κάποια οικονομικά και άλλα χαρακτηριστικά του κλάδου της ευρύτερης ενημέρωσης διότι θα μας χρειαστούν παρακάτω για τα συμπεράσματά μας. Διεθνώς αλλά και στη χώρα μας υπάρχει μεγάλη συγκέντρωση στις εταιρείες του κλάδου, πράγμα που σημαίνει ότι η ιδιοκτησία των σταθμών ανήκει σε πολύ λίγους ομίλους εταιρειών. Είναι γνωστή επίσης η πολιτική ισχύς που κατέχει ο κλάδος, ισχύς που απορέει από τον έλεγχο της ροής της πληροφόρησης προς τον πολίτη που είναι και ψηφοφόρος. Σε καιρό πολέμου, ο κλάδος αναγκάζεται να συμμετέχει στις κατευθυνόμενες προσπάθειες παραπληροφόρησης του κοινού για το καλό ή το κακό της χώρας. Συνάγεται ότι σε χώρες οι οποίες εμπλέκονται συνεχώς σε πολέμους, ο κλάδος της ενημέρωσης είναι μονίμως κατευθυνόμενος, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την αλήθεια και τη δημοκρατία στις χώρες αυτές.

2) Διασκέδαση, θέαμα και τεχνολογία

Αληθεύει ότι πολλές φορές η χρήση ξένων λέξεων οφείλεται σε άγνοια ή σε λόγους προώθησης προϊόντων ή απλά σε συνήθεια. Κατά κάποιον τρόπο, η ξένη λέξη φέρνει στον καταναλωτή συνειρμούς καλύτερης ποιότητας, τη στιγμή μάλιστα που κάθε τι ελληνικό απαξιώνεται σε κάθε ευκαιρία. Και οι συνήθειες δύσκολα κόβονται. Πολλοί από μας ευχαρίστως χρησιμοποιούμε προϊόντα ή υπηρεσίες που μας έρχονται από το εξωτερικό (τρόφιμα, ρούχα, αυτοκίνητα, τέχνη, κλπ.), αλλά οι περισσότεροι δεν γνωρίζουμε και τους κινδύνους που έχει η συστηματική χρήση των αγγλικών όρων στη γλώσσα. Όσον αφορά τον κινηματογράφο, οι αγγλόφωνε κινηματογραφικές ταινίες συνήθως δεν μεταγλωτίζονται. Πιο πιθανό ίσως είναι να μεταγλωτιστούν άλλες ταινίες ή τηλεοπτικές σειρές που είναι σε άλλη ξένη γλώσσα όπως τα ισπανικά. Ως αποτέλεσμα του γεγονότος αυτού, ο εγκέφαλος του Έλληνα εκπαιδεύεται δεκαετίες τώρα να εξοικειώνεται με το άκουσμα της Αγγλικής και συγκεκριμένα της αμερικανικής Αγγλικής. Ο κλάδος της μουσικής στη χώρα μας προωθεί, ίσως για λόγους εμπορικότητας, αποκλειστικά την αγγλόφωνη μουσική και τα τραγούδια, ιδιαίτερα αυτά που προέρχονται από τις ΗΠΑ. Το ελληνικό τραγούδι όσο πάει και εμπορευματοποιείται όλο και περισσότερο και, από ό,τι λένε οι ειδικοί, χάνει διαρκώς έδαφος και ως προς την ποιότητα. Πάντως, παρατηρούμε πως οτιδήποτε παραπέμπει στο εθνικό στοιχείο, όπως για παράδειγμα η παραδοσιακή μουσική, δεν ακούγεται.

Η επίδραση των μέσων διασκέδασης έχει οδηγήσει στην υιοθέτηση συγκεκριμένης συμπεριφοράς από τους σύγχρονους Έλληνες ακόμη και σε κοινωνικής φύσης εκδηλώσεις. Αξιοπερίεργο παράδειγμα είναι ότι σε εορτές γενεθλίων, έχουμε την ανάγκη να τραγουδάμε «χάπι μπέρθντεϊ του γιού», κατασκεύασμα αμερικανικής κινηματογραφικής εταιρείας. Η ευρύτερη «βιομηχανία» του θεάματος χαρακτηρίζεται διεθνώς από υψηλή συγκέντρωση σε λίγες εταιρείες με μεγάλη οικονομική επιφάνεια που έχουν δεσμούς αίματος με τον κλάδο της ενημέρωσης, του εντύπου και της μουσικής. Η βιομηχανία των κινηματογραφικών έργων κυριαρχείται από αμερικανικές κυρίως εταιρείες, λόγω του ελέγχου από τις τελευταίες των δικτύων διανομής. Ως προς τα άλλα χαρακτηριστικά του ο κλάδος διακρίνεται για τη στενή του σχέση με την πολιτική εξουσία. Για παράδειγμα, μια ταινία με θέμα κάποιον υπερήρωα μπορεί να συμπίπτει με τις εκλογές για την προεδρία στις ΗΠΑ (1980, 2008) ή αλλού. Υπάρχει επίσης στενή σχέση με την εκάστοτε επίσημη κυβερνητική πολιτική για διάφορα διεθνή θέματα. (Πάντα βρίσκουν τρόπο να αμαυρώσουν την εικόνα του εκάστοτε «κακού» έθνους της εποχής, αναλόγως με τον πόλεμο που βρίσκεται σε εξέλιξη.)

Παρενέργεια του συστήματος για τη δημοκρατία στην υφήλιο είναι και η διάδοση εικόνων σχετικά με κάθε έθνος επί της γης που δεν έχουν καμμιά σχέση με τον πολιτισμό του ούτε με την ιστορία του. Στην Ελλάδα ο κλάδος είναι μικρογραφία των παραπάνω με τις ιδιαιτερότητές του. Στην ουσία, το θέαμα και η ενημέρωση πάσης φύσεως ανήκουν σε λιγοστούς ομίλους εταιρειών που ενδεχομένως να έχουν συμφέροντα να ελέγχουν τη διάδοση των ιδεών, ίσως και όχι, αλλά δεν μπορούμε να το αποκλείσουμε ως ενδεχόμενο. Με την πολυετή ενασχόλησή μας με τα τεχνολογικά μέσα όπως Η/Υ που εξελίσσονται γρήγορα, δεν έχουμε προλάβει ή ενδιαφερθεί να αποδόσουμε σωστά τους ξένους τεχνικούς όρους στα ελληνικά. Για παράδειγμα, λέμε «στείλε το αρχείο στον πρίντερ» αντί για το σωστό «εκτύπωσε το αρχείο». Λέμε «κόμπακτ ντισκ» με αρχικά «Σι Ντι», ενώ υπάρχουν οι δόκιμες λέξεις «συμπαγής δίσκος» και τα αρχικά τους «Σίγμα Δέλτα». Σε ερώτησή μου σε τεχνικό περιοδικό δικτύων γιατί να μη χρησιμοποιούμε τη λέξη διαδίκτυο, μου απάντησαν ότι η λέξη «ίντερνετ» είναι ήδη μέρος της καθομιλουμένης. Η ειρωνία είναι ότι το διαδίκτυο είχε τότε περίπου 3-4 χρόνια ζωής στη χώρα μας. Πώς μπορεί λοιπόν μια τέτοια λέξη να αποτελεί μέρος της καθομιλουμένης; Και ποιός το αποφασίζει;

Το διαδίκτυο και η φορητή τηλεφωνία έχουν δώσει τη δυνατότητα στους Έλληνες χρήστες να έχουν πρόσβαση σε πληθώρα πληροφοριών και γνώσης. Τους έχει επίσης μεταβάλλει σε μανιώδεις γραφείς επιστολών. Ένα τεχνικό ζήτημα που προκύπτει έχει να κάνει με την αποκωδικοποίηση των ελληνικών χαρακτήρων, καθώς μερικές φορές δεν είναι αναγνώσιμα τα κείμενα. Έτσι, οι χρήστες των δικτύων στρέφονται σε «ελληνικά» με λατινικούς χαρακτήρες, συγκοπτόμενες λέξεις και ακρονύμια. Ως προς την αποτελεσματική απόδοση στα ελληνικά (και σε κάθε άλλη γλώσσα) των μηνυμάτων, είναι περίεργο γιατί αποτελεί πρόβλημα. Τη στιγμή μάλιστα που υπάρχει η τεχνογνωσία (αυτόματοι μεταφραστές κειμένων, για παράδειγμα), θα μπορούσε αυτή να αναπτυχθεί περισσότερο και να λύσει το πρόβλημα της επικοινωνίας μέσω υπολογιστών και δια ζώσης. Τα χαρακτηριστικά των κλάδων της ευρύτερης διασκέδασης, των τηλεπικοινωνιών και της τεχνολογίας (από μικροεπεξεργαστές έως ηλεκτρονικά παιχνίδια και πολυμέσα) διακρίνεται από υψηλότατη συγκέντρωση. Πολύ λίγες εταιρείες ελέγχουν τις παγκόσμιες αγορές. Υπάρχουν δε και επικαλύψεις (π.χ., εταιρείες τηλεφωνίας να εισέρχονται σε κλάδους υπολογιστών ή διασκέδασης με την καλωδιακή ή δορυφορική τηλεόραση, κλπ.) καθώς και με τον κλάδο της ενημέρωσης.

3) Τράπεζες, διαφήμηση και εμπόριο

Οι τράπεζες, χρηματιστηριακές και οι εταιρείες του ευρύτερου χρηματοπιστωτικού συστήματος έχουν μετατρέψει τα επίσημα ονόματά τους στην Αγγλική. Οι παλαιότεροι θα θυμούνται τη σταδιακή μεταμόρφωση του ονόματος μερικών τραπεζών από τα ελληνικά στα αγγλικά. Οι τράπεζες αφιερώνουν πόρους για τη διαφήμηση που είναι εν μέρει στα αγγλικά και δίνουν στις υπηρεσίες και τα προϊόντα τους αγγλικά ονόματα. Η ασματική υπόκρουση στις διαφημίσεις είναι πάντα στα αγγλικά. Πρόσφατα, μεγάλη χρηματιστηριακή εταιρεία διένειμε ερωτηματολόγια στους πελάτες της με σκοπό την αναθεώρηση των συμβάσεων. Το απαντητικό δελτάριο περιείχε μια επιλογή όπου ο πελάτης έπρεπε να συμφωνήσει αν ήθελε να του αποστέλλονται στα αγγλικά οι μηνιαίες καταστάσεις λογαριασμού, πράγμα βέβαια περίεργο καθώς η κύρια αγορά της τράπεζας είναι η ελληνική επικράτεια.

Ο ευρύτερος χρηματοπιστωτικός κλάδος διακρίνεται από συγκέντρωση εταιρειών, με λίγες μεγάλες εταιρείες να ελέγχουν υπερβολικά μεγάλο ποσοστό της αγοράς καταθέσεων και δανείων. Η υψηλή συγκέντρωση του διεθνούς τραπεζικού κεφαλαίου, μεταξύ άλλων, ενδεχομένως να ευθύνεται και για την πρόσφατη κατάρρευση των μεγαλύτερων τραπεζικών οργανισμών στις ΗΠΑ και αλλού (2007-2008). Ενώ οι δραστηριότητες του κλάδου του ως ενδιαμέσου αποτελούν τη βασική χρησιμότητά του στην οικονομία, δυστυχώς το στοιχείο της απληστίας οδηγεί τους μετόχους και τις διοικήσεις των τραπεζών σε ριψοκίνδυνες ενέργειες που βλάπτουν το σύνολο. Πάντως, η πτώχευση των τραπεζών και οι προσπάθειες διάσωσής τους από τις ΗΠΑ και την Ε.Έ. καταδεικνύουν και την πτώχευση θεωριών όπως ο (νεο)φιλευθερισμός που διδάσκονται στα Πανεπιστήμια και εφαρμόζονται από τις κυβερνήσεις του κόσμου ως δήθεν η λύση όλων των προβλημάτων της κοινωνίας.

Στις τηλεοπτικές διαφημήσεις παρατηρείται με αυξανόμενη συχνότητα η χρήση των αγγλικών. Εκτός από το όνομα του προϊόντος και το λογότυπο της εταιρείας, ολόκληρο το μήνυμα ηχητικό και οπτικό μπορεί να είναι στα αγγλικά. Θεωρώ ότι οι διαφημήσεις στα διαλείμματα των παιδικών τηλεοπτικών προγραμμάτων αποτελούν επαίσχυντη πρακτική, σε οποιαδήποτε γλώσσα και αν εκπέμπονται. Πάντως, οι συγκεκριμένες διαφημήσεις είναι φορτωμένες με αγγλικές λέξεις για κούκλες, ηλεκτρονικά παιχνίδια, ήρωες, κλπ. Πέντε λεπτά τηλεθέασης είναι αρκετά για τους γονείς να διασταυρώσουν την πληροφορία αυτή. Ενδεχομένως να μην προσέχουμε πολλές διαφημήσεις αλλά η επανάληψη οδηγεί στην εξοικείωση με την προφορά και το νόημα των αγγλικών λέξεων και διευκολύνει στην αποδοχή τους από το κοινό, ιδιαίτερα τα παιδιά.

Όσον αφορά τη ραδιοφωνική διαφήμηση, το καλύτερο παράδειγμα που περιγράφει την κακομεταχείριση της γλώσσας είναι το εξής διαφημιστικό μήνυμα: «Ντάουν-λόουντ τα πιο χοτ και τρέντι ρίνγκ-τόουνς για το κινητό σας!» Οι αγγλικές λέξεις είναι τόσες που έχουν κυριολεκτικά καταβροχθίσει τις ελληνικές. (Και το σωστό δεν είναι «κινητό» τηλέφωνο αλλά «φορητό». Αλλά ποιός ενδιαφέρεται; Σε λίγο θα το λένε «σελ-φόουν» και θα τελειώσει η συζήτηση.) Η διάθεση όμως αστεϊσμού, όταν ο άνθρωπος ρίχνει τις ασπίδες του, είναι τρόπος να παρουσιάζονται διαφημήσεις στο ραδιόφωνο ή την τηλεόραση. Το αστείο χρησιμοποιείται για να μεταδοθούν στα αγγλικά διαφημήσεις για προϊόντα ή υπηρεσίες. Ταυτόχρονα μπορεί να χλευάζονται και ελληνικά στοιχεία, όπως π.χ., το δημοτικό τραγούδι ή οι παραδοσιακές φορεσιές. Στη χώρα μας όπου οι αρχές της ελευθερίας του λόγου μας έχουν κληρονομηθεί από αιώνες, τις έχουμε άλλωστε έμφυτες, δεν αντιδρούμε σε τέτοιες επιθέσεις. Αυτό είναι υγιές από μια σκοπιά. Έχουν όμως πυκνώσει οι περιπτώσεις όπου χρησιμοποιείται η μέθοδος του αστεϊσμού στη διαφήμηση που εκφράζεται με αγγλικά ή τέλος πάντων με κάποιο λογοπαίγνιο γύρω από τα αγγλικά, δηλαδή με κοινό παρονομαστή τα αγγλικά. Δεν γνωρίζω τι μένει από όλα αυτά, αλλά η θεωρία λέει ότι γίνεται ευκολότερα η εξοικείωση με την ξένη γλώσσα επειδή συνδέεται με το συναίθημα της ευφορίας. Τελικά υιοθετούμε το πώς εκφράζεται το συγκεκριμένο ευχάριστο συναίσθημα στα αγγλικά.

Κάτι άλλο τώρα από την καθημερινότητα: Οδηγούμε στο δρόμο και παρατηρούμε την πινακίδα στο προπορευόμενο αυτοκίνητο. Δεν περιέχει ποτέ τα γράμματα Γ, Δ, Θ, Λ, Ξ, Π, Σ, Φ, Ψ, Ω, ίσως επειδή είναι τα μόνα που δεν έχουν εμφανισιακό αντίστοιχο στα αγγλικά. Τα ευρωπαϊκά αυτοκίνητα όμως που επισκέπτονται την Ελλάδα έχουν στις πινακίδες τους και το «ελ» και το «εφ» και το «τζι» και το «τζέι» και το «ντάμπλιγιου» και πολλά άλλα γράμματα. Προφανώς, σε εκείνες τις χώρες η εθνική τους κληρονομιά είναι σημαντική, ενώ στη δική μας έχουν δρομολογηθεί σχέδια προσέγγισης των ξένων γλωσσών και εγκατάλειψης της Ελληνικής εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Επικολημμένο στο πίσω μέρος των ελληνικών αυτοκινήτων είναι και το όνομα της αντιπροσωπείας, πάντα στα αγγλικά (να λέει π.χ., κάτι για «μότορς»). Στις διαφημήσεις στην άκρη του δρόμου ένας οχετός από μηνύματα στα αγγλικά μας παροτρύνουν να αγοράσουμε το προϊόν. Ο προβληματισμός βέβαια είναι ότι τα μηνύματα είναι γραμμένα με ιδιωματισμούς και απαιτούν να γνωρίζει πολύ καλά ο αναγνώστης την Αγγλική. Διότι ποιός θα ξόδευε χρήματα στη διαφήμηση αν το μήνυμα δεν διαβάζονταν και δεν είχε επίδραση;

Ενδιαφέρον παράδειγμα (προς αποφυγήν) από το εμπόριο αποτελεί το όνομα του κλάδου των σούπερ μάρκετ. Η ελληνικοποίηση των αγγλικών όρων είναι ό,τι χειρότερο για τη γλώσσα, διότι εκτοπίζει τους ελληνικούς όρους και προλειαίνει το έδαφος για την αποδοχή του αγγλικού όρου με αγγλικούς χαρακτήρες αργότερα. Θυμηθείτε τη λέξη «πάρκιν» που γράφαμε με ελληνικούς χαρακτήρες, αντί για την ωραιότατη λέξη «στάθμευση». Τώρα πλέον γράφεται αποκλειστικά στα αγγλικά και οι χρήστες την προφέρουν και πιο σωστά με το λαρυγκικό «νγκ» ως Άγγλοι. Οι λέξεις λοιπόν «υπεραγορά» ή «παντοπωλείο» ίσως έπεφταν πολύ βαριά κληρονομιά την εποχή που ιδρύθηκε συγκεκριμένος κλάδος των καταστημάτων τροφίμων. Στις υπεραγορές βλέπουμε πινακίδες στην ελληνική και στην αγγλική γλώσσα. Ενδεχομένως αυτό βοηθά τους ξένους επισκέπτες που γνωρίζουν αγγλικά, αλλά ταυτόχρονα μας μαθαίνει πώς λέγεται στα αγγλικά το συγκεκριμένο προϊόν. Δηλαδή, μας εκπαιδεύει στη χρήση της Αγγλικής για τα αγαθά καθημερινής κατανάλωσης.

Σημειώνεται ότι ο κλάδος των τροφίμων χαρακτηρίζεται από υψηλή συγκέντρωση όχι μόνο στη χώρα μας αλλά και διεθνώς, όπου έχει συγγένειες με τον κλάδο των γενετικώς τροποποιημένων τροφίμων, που και αυτός με τη σειρά του είναι στα χέρια λιγοστών εταιρειών. Στις ελληνικές γειτονιές και την περιφέρεια το παντοπωλείο αντικαταστάθηκε από το «μίνι μάρκετ». Και εδώ η λέξεις «μικρή αγορά» προφανώς δεν πέρασαν από το μυαλό κανενός. Στα βενζινοπωλεία, οι πολυεθνικές έχουν κυριολεκτικά εξαλείψει κάθε ελληνική λέξη. Στα εμπορικά κέντρα-μεγαθήρια τα ξένα ονόματα και οι αμερικανικές λέξεις για εκπτώσεις («σέιλς») και άλλες πληροφορίες κατακλύζουν τις πινακίδες και τις προθήκες των καταστημάτων, λες και απευθύνονται σε Αμερικανούς. Σε πολλά μικρά και μεγάλα καταστήματα προτιμούν να έχουν πινακίδες με αγγλικούς χαρακτήρες. Παρατηρείται και η ενδιάμεση κατάσταση, με το ελληνικό όνομα του ιδιοκτήτη με λατινικούς χαρακτήρες και τα προϊόντα που πωλεί στα ελληνικά (για να καταλαβαίνουν και οι ιθαγενείς τι πωλείται), καθώς και παραλλαγές των ανωτέρω. Τονίζεται και πάλι ότι οι λέξεις με λατινικούς χαρακτήρες γίνονται αντιληπτές ως αγγλικά, τη στιγμή που το περιβάλλον αναφοράς περιέχει μηνύματα στα αγγλικά.

4) Κράτος και Κοινωνία

Στην ιστορική πορεία της δια μέσου των χιλιετιών η ελληνική γλώσσα έχει υποστεί επιδράσεις και μεταβολές. Μπορεί όμως να διατυπωθεί ότι μέχρι τον εικοστό αιώνα η γλώσσα έχει επιβιώσει σε πολύ αντίξοες συνθήκες (πολέμους, εθνικές ήττες, μακροχρόνιες κατοχές) και βασικά μας έχει μεταδοθεί αυτούσια. Στα αρχαία μνημεία οι σημερινοί Έλληνες αναγνωρίζουμε όλα τα γράμματα και με λίγη μελέτη καταλαβαίνουμε και το νόημα. Ακόμη και ένας τετράχρονος Έλληνας μπορεί να συλλαβίσει το όνομα του Μεγάλου Αλεξάνδρου επάνω στο χρυσό στατήρα της εποχής που απεικονίζει τη θεά Αθηνά στη μια πλευρά και τη Νίκη στην άλλη. Με τα θρησκευτικά εδάφια δεν έχουμε καμμιά δυσκολία, ίσως λόγω της μορφής και του ύφους τους και λόγω της επανάληψης κατά την τελετουργία. Εν τούτοις, πριν τριάντα περίπου χρόνια έγιναν σημαντικές παρεμβάσεις στη γλώσσα προς την κατεύθυνση της απλοποίησης και αναφέρομαι στο μονοτονικό σύστημα. Σε μια περίεργη μεσονύκτια συνεδρίαση της βουλής με ελάχιστους βουλευτές και εκτός ημερησίας διατάξεως ψηφίστηκε η σχετική τροπολογία. Μεταξύ άλλων, το πρώτο θύμα της αλλαγής εκείνης ήταν η συλλογική μνήμη, διότι η αλλαγή εκείνη κατέστησε δυσανάγνωστα για τους νεοέλληνες χιλιάδες βιβλία που ήταν γραμμένα στο πολυτονικό. Χιλιάδες βιβλία επίσης πετώνται στα απορρίματα, ιδιαίτερα αν οι συγγραφείς τους έχουν αποβιώσει και δεν υπάρχει δυνατότητα για επανέκδοσή τους σύμφωνα με το μονοτονικό. Άκουσα μάλιστα, ότι κρατική υπηρεσία έστειλε πρόσφατα για καταστροφή υλικού πολλούς τόμους της ιστορίας της Ελλάδος με το αιτιολογικό ότι ήταν γραμμένη στο πολυτονικό. Φθάνουμε έτσι στο κάψιμο των βιβλίων, εκδήλωση του χαμηλοτέρου δυνατού επιπέδου για τον πολιτισμό μας, όταν μάλιστα συμβαίνει με τη σιωπηρή έγκρισή μας.

Σχετικά με τη δημοτική γλώσσα, αποδεικνύονται σήμερα οι εγγενείς ελλείψεις της και η δυσκολία που επιφέρει στον χρήστη τόσο στο γραπτό όσο και στον προφορικό λόγο. Αναγκάζεται κανείς να καταφεύγει στην καθαρεύουσα (για τον μέλλοντα ή τον αόριστο χρόνο ειδικά της παθητικής φωνής) ή σε τραγικά απλές μορφές έκφρασης (σε χρόνο ενεστώτα, ενεργητική φωνή, πρώτο πρόσωπο και ονομαστική, όχι γενική πτώση) και απελπιστικά απλές προτασιακές δομές (υποκείμενο - ρήμα - αντικείμενο). Τί σύμπτωση, αυτά είναι χαρακτηριστικά γνωρίσματα της Αγγλικής των επιχειρήσεων και του εμπορίου. Σαν να μην έφταναν οι παραπάνω αλλαγές, τελευταία ακούμε και εισηγήσεις για περαιτέρω απλοποίηση της γλώσσας (εξάλειψη μερικών γραμμάτων και διφθόγγων) με πρόσχημα την αντιμετώπιση της δυσλεξίας, μεταξύ άλλων. Φυσικά, η δυσλεξία υπάρχει και σε απλούστερες γλώσσες όπως η Αγγλική και σε πιο σύνθετες, όπως η Κινεζική, και πάντα θα υπάρχει. Άλλη εισήγηση λίγο πιο παλιά αφορούσε τη θεσμοθέτηση της Αγγλικής ως δεύτερης επίσημης γλώσσας του κράτους. Ακόμη δεν έχει περάσει η άποψη αυτή, αλλά αν περιμένουμε λίγο, πιθανόν να θεσμοθετηθεί ίσως ως μέρος ενός ευρύτερου Νόμου. Όπως και με το νέο Νόμο για τα Α.Ε.Ι., παρατηρείται ότι οι πιο ύπουλες διατάξεις περνούν απαρατήρητες καθώς οι βουλευτές αποφεύγουν να διαφωνήσουν, διότι φοβούνται να μην απορριφθεί το εκάστοτε νομοσχέδιο στο σύνολό του.

Συμπεραίνουμε λοιπόν ότι: Οι παρεμβάσεις που γίνονται στη γλώσσα από το επίσημο ελληνικό κράτος προς την κατεύθυνση της απλοποίησης είναι και οι πλέον επικίνδυνες. Και ενώ η γλώσσα είναι βαθειά χαραγμένη στην ελληνική συνείδηση ως αναπόσπαστο στοιχείο της, αφήνεται απροστάτευτη από το κράτος. Ένα από τα επιχειρήματα τόσο για τη δημοτική όσο και για το μονοτονικό σύστημα ήταν να γίνει η παιδεία προσιτή στα φτωχά στρώματα του λαού. Κάπου τρεις δεκαετίες αργότερα, το ίδιο επιχείρημα υποβόσκει και για τη χρήση της Αγγλικής. Μακρυά από την παρούσα εργασία η σοφιστεία, αλλά υπενθυμίζω στον αναγνώστη ότι ακόμη και η εσχάτη προδοσία μπορεί να βρει ιερό κίνητρο αν ψάχνει για δικαιολογίες. Προβλέπω λοιπόν ότι θα σχηματιστούν επιχειρήματα στο πνεύμα ότι η υιοθέτηση της Αγγλικής θα βοηθήσει να «αγωνιστούμε συλλογικά με μια φωνή σε μια παγκόσμια κοινωνία για τα δίκαιά μας» και όλη τη σχετική φρασεολογία. Πράγματι θα βοηθήσει, θα βοηθήσει όμως περισσότερο την άλλη πλευρά που επιθυμεί ακριβώς το ίδιο, την προώθηση της Αγγλικής.

Ας επανέλθουμε στις δυσκολίες έκφρασης. Ποιούς τρόπους επιλέγει ο χρήστης για να εκφραστεί; Μήπως επιλέγει τους πιο εύκολες λύσεις που θα επιτύχουν την επικοινωνία καλύτερα; Στο πρακτικό υπόδειγμα επικοινωνίας υπάρχει ο αποστολέας του μηνύματος και ο παραλήπτης. Ο αποστολέας κωδικοποιεί το μήνυμά του, χρησιμοποιεί ένα μέσο για να το αποστείλει στον παραλήπτη, ο οποίος με τη σειρά του αποκωδικοποιεί το μήνυμα. Η διαδικασία αντιστρέφεται με το μήνυμα ανατροφοδότησης της πληροφορίας προς τον αποστολέα. Όλα αυτά συμβαίνουν σε περιβάλλον θορύβου που επηρεάζει την καθαρότητα του σήματος και επομένως όλη την επικοινωνία. Αν ο αποστολέας ενδιαφέρεται να επηρεάσει τον παραλήπτη, πρέπει να μελετήσει τους τρόπους με τους οποίους ο τελευταίος αντιλαμβάνεται το μήνυμα και εκφράζεται γλωσσικά. Πρέπει να μελετήσει τους τρόπους με τους οποίους το υποκείμενο χρησιμοποιεί τα γλωσσικά εργαλεία που έχει στη διάθεσή του. Διότι, επικοινωνία είναι κάτι παραπάνω από το παραπάνω μηχανιστικό υπόδειγμα. Για παράδειγμα, πανανθρώπινο στοιχείο είναι η διάθεση του ανήκειν σε ένα συγκεκριμένο σύνολο. Παρατηρούμε ότι οι Έλληνες μιας γεωγραφικής περιοχής χρησιμοποιούν διαφορετική προφορά από τους υπόλοιπους, οι νέοι χρησιμοποιούν το δικό τους λεξιλόγιο για να διαφέρουν από τους μεγάλους, κλπ. Η μελέτη επομένως των τρόπων έκφρασης μπορεί να φανεί χρήσιμη σε κάποιον που θέλει και μπορεί να προωθήσει τη διάβρωση της γλώσσας.

Η διάβρωση της γλώσσας επέρχεται ευκολότερα όταν καλλιεργείται κλίμα στο οποίο το «ξένο» είναι καλύτερο από το «εγχώριο», όπως προαναφέραμε. Και εφόσον η ξένη λέξη φέρει συνειρμούς ποιότητας, γνώσεων, κοσμοπολιτισμού και αλλαγής, υιοθετείται. Παράδειγμα, αν πει κανείς «θα στείλω μήνυμα από τον φορητό υπολογιστή», δεν ακούγεται τόσο σύγχρονο, με την πλύση εγκεφάλου που έχουμε δεχθεί, όσο το «θα στείλω ί-μέιλ από το λάπτοπ». Αν η κοινωνική ομάδα υιοθετεί τον δεύτερο τρόπο, το άτομο θα δίσταζε να χρησιμοποιήσει τον πρώτο τρόπο από φόβο μήπως και δεν γίνει αποδεκτό από το σύνολο. Κατόπιν, η επανάληψη δυναμώνει τους νευρώνες εκείνους που επιφέρουν τη μεγαλύτερη ικανοποίηση. Ως προς αυτό, ας θυμηθούμε κάποιο παλιό τραγούδι που δεν μας άρεσε αρχικά αλλά το συνηθίσαμε, μας είναι ανεκτό τώρα και ίσως να το ψιλοτραγουδάμε.

Οι παραπάνω σκέψεις είναι λογικές. Το συμπέρασμα είναι ότι αν η ελληνική λέξη ή έκφραση είναι δύσκολη ή δεν υπάρχει, τότε προσφέρεται η ξένη λύση για να συμπληρώσει το κενό. Ενδιαφέρον παράδειγμα αποτελεί η διείσδυση στην Ελληνική μιας άλλης γλώσσας, της Γαλλικής, σε πολύ πιο παλιά χρόνια. Υπάρχουν σήμερα υπερβολικά πολλές γαλλικές λέξεις που έχουν ενσωματωθεί στην καθομιλουμένη και μας θυμίζουν το μέγεθος της επίδρασης. Για παράδειγμα, οτιδήποτε έχει σχέση με το αυτοκίνητο, τα ηλεκτρικά, τα έπιπλα, την οικιακή διακόσμηση, τη μόδα, την προσωπική περιποίηση και την τέχνη, έχει προέλευση γαλλική. Χρησιμοποιούμε την εννοιολογικά φτωχή λέξη «ασανσέρ» αντί για το ακριβές «ανελκυστήρας», «πλαφόν» (καλή ώρα, ρωτήστε τους Καθηγητές Πανεπιστημίου να σας εξηγήσουν την έννοια) για το «ανώτατο όριο», «μοτέρ» αντί για «κινητήρας», κ.ό.κ. Τα απομεινάρια της γαλλικής αποτελούν ακλόνητη απόδειξη του τρόπου με τον οποίο γίνεται η αποδοχή της ξένης λέξης. Συγκεκριμένα, σε πρώτο στάδιο η ξένη λέξη υιοθετείται, διότι ίσως δεν υπάρχει αντίστοιχη επίσημη λέξη στα ελληνικά. Σε δεύτερο στάδιο, προωθείται στην κοινωνία από άτομα με επιρροή. Σε τελευταίο στάδιο, έχει ενσωματωθεί στην καθομιλουμένη. Είναι σαφές ότι στο πρώτο στάδιο της εμφάνισης της ξένης λέξης πρέπει και οφείλει κάποιος όπως το κράτος να δράσει, να βρει δηλαδή τη σωστή αντίστοιχη ελληνική λέξη και να συμπληρώσει το κενό. Ακόμη και αν δεν είναι επιτυχής η προσπάθεια επειδή υπάρχουν και οι προτιμήσεις από πλευράς των χρηστών, θα εξαλειφθεί η συνήθης δικαιολογία «πώς αλλιώς να το πω;»

Επειδή οι προσλαμβάνουσες παραστάσεις του γράφοντος φτάνουν μέχρι ενός χρονικού ορίου στο παρελθόν και δεν γνωρίζω γιατί και πώς εισήχθησαν και επικράτησαν οι γαλλικές λέξεις, έχω την αίσθηση ότι περί το έτος 1970 πρέπει να συνέβη μια τεράστια συστηματική αλλαγή στην Ελλάδα. Σε προηγούμενα χρόνια διδάσκονταν η Γαλλική ως επίσημο ξενόγλωσσο μάθημα σε Γυμνάσια και Λύκεια ενώ κατόπιν είδαμε την Αγγλική να κερδίζει έδαφος και να αντιστρέφεται η εικόνα. Φαίνεται όμως πως δόθηκαν ισχυρά σήματα, τα οποία προκάλεσαν τη μανιώδη ανάγκη των γονέων να μάθουν τα παιδιά τους αγγλικά (όχι γαλλικά), πράγμα που εξηγεί και την εκρηκτική ανάπτυξη των φροντιστηρίων αγγλικών την εποχή εκείνη, ακόμη και στην επαρχία. Το ζήτημα των παραστάσεών μας σε συνδυασμό με τον έλεγχο της γλώσσας από τυχόν επιβουλές, μας οδηγεί συνειρμικά σε προβληματισμούς. Επειδή η διάρκεια της ανθρώπινης ζωής ίσως δεν επαρκεί να δει κανείς ξεκάθαρα τις μακροχρόνιες μεταβολές της γλώσσας, είμαστε χαμένοι μπροστά σε έναν υποθετικό εξωτερικό εχθρό που έχει πολύ πιο μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Φυσικά μπορούμε να αντιτάξουμε τη συλλογικότητα που σήμερα εκφράζεται από το κράτος και τις κυβερνήσεις. Δυστυχώς, τη στιγμή που οι κυβερνήσεις αφοσιώνονται σε βραχυπρόθεσμους στόχους και αναγκάζονται να ασχολούνται μόνο με την καθημερινότητα ενώ τα εθνικά θέματα περιέργως αγνοούνται, καταπνίγεται κάθε ευγενής προσπάθεια διατήρησης της εθνικής ταυτότητας.

Θα πρέπει να αναφερθούμε και στην ευκολία της χρήσης της γλώσσας. Είναι γνωστό ότι όσο πιο σύνθετη δομή και γραμματικούς κανόνες έχει μια γλώσσα, τόσο πιο εύκολη και ακριβής γίνεται κατά τη χρήση της. Απλά χρειάζεται να τη μάθει κανείς. Με άλλα λόγια, ίσως η Αγγλική να έχει το χαρακτηριστικό ότι είναι εύκολη ως προς τη μάθησή της. Η λιτότητα της ελληνικής γλώσσας φαίνεται από την αρχαία ρήση «μολών λαβέ» που εκφράζει ακριβώς το νόημα που έπρεπε να μεταδοθεί. Μάλιστα, οι ξένοι έχουν την έκφραση «Οι έλληνες έχουν μια λέξη γι αυτό». Όσο για την πλαστικότητα και τη δυνατότητα που δίνει στο χρήστη, ας σκεφτούμε για παράδειγμα την πλούσια εννοιολογικώς λέξη «λόγος». Με τα σύνθετα δημιουργούνται νέες λέξεις (ανάλογος, διάλογος, υπόλογος, κατάλογος, παράλογος, εύλογος, αξιόλογος, κ.λπ.). Ομοίως και με τις καταλήξεις. Τον ενθουσιασμό όμως για τη γλώσσα πρέπει να τον μεταδώσουν αυτοί που ξέρουν και έχουν καθήκον να το πράξουν.

5) Λεξικά

Ειδική μνεία απαιτείται για τα λεξικά καθώς και κάθε βιβλίο αναφοράς όπως εγκυκλοπαίδειες. Ο λόγος είναι ότι αποτελούν τα βοηθήματα όλων των μορφωμένων ανθρώπων στο σχολείο, στη μελέτη, στις επιχειρήσεις και στο δημόσιο βίο, έχουν μεγάλη βαρύτητα και τα εμπιστεύονται οι χρήστες. Η διείσδυση της Αγγλικής είναι καταφανής αν κοιτάξουμε ένα λεξικό της Ελληνικής στις λέξεις που αρχίζουν από τα ελληνικά γράμματα «ντ». Πρόκειται για τις ελληνικά αποδιδόμενες αγγλικές λέξεις που αρχίζουν από το αγγλικό γράμμα «ντι». Θα βρούμε πάρα πολλές αγγλικές λέξεις που εμφανίστηκαν εδώ και 10-20 χρόνια. Για παράδειγμα, από πότε η λέξη «ντιζάινερ» (κλινόμενη και στον πληθυντικό) αποτελεί μέρος της καθομιλουμένης; Προφανώς και πάλι η λέξη «σχεδιαστής» έπεφτε βαριά κληρονομιά στους συγγραφείς που συνέταξαν το λεξικό. Υπάρχει το αντεπιχείρημα βέβαια ότι για να είναι χρήσιμο το λεξικό, πρέπει να εξηγεί τις λέξεις. Ασφαλώς και πρόκειται για λάθος άποψη για τους εξής λόγους:

Πρώτον, η αγγλική λέξη ανήκει στα αγγλικά λεξικά όπου θα ανατρέξει ο χρήστης. Τι δουλειά έχουν οι λέξεις «φούτμπολ» ή «ντιμπέιτ» στο ελληνικό λεξικό; Δεύτερον, η παράθεση της αγγλικής λέξης δημιουργεί την εντύπωση στον αναγνώστη ότι είναι μέρος της ελληνικής γλώσσας πλέον, αφού το γράφει το λεξικό.
Τρίτον, κάθε μία αγγλική λέξη εκτοπίζει μία ελληνική. Όταν μια λέξη δεν υπάρχει ούτε κάν στα λεξικά, δεν χρησιμοποιείται και επομένως δεν αναπαράγεται - μαζί με τα χιλιάδες ίσως συνθετικά της - στον γραπτό και στον προφορικό λόγο, δεν αποτελεί μέρος της συλλογικής μνήμης και πεθαίνει. Η ελληνική γλώσσα γίνεται φτωχότερη. Το ενδιαφέρον ερώτημα όμως είναι ποιός παίρνει την ηρωϊκή απόφαση να φύγει η ελληνική λέξη και να μείνει η αγγλική.

6) Πανεπιστήμια

Ο νέος Νόμος για τα Πανεπιστήμια προβλέπει τη δημιουργία προγραμμάτων σπουδών που διδάσκονται σε ξένη γλώσσα (Ν. 3549, Άρθρο 17, ΦΕΚ 69Α, 20/3/2007). Πρόσφατη εγκύκλιος του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων για την εφαρμογή του Π.Δ. 226 (ΦΕΚ 256/20/11/2007) περί διανομής συγγραμμάτων, προβλέπει επίσης τη χρήση ξενόγλωσσων βιβλίων. Να σημειωθεί όμως ότι πολύ πριν το νέο Νόμο είχαν γίνει αλλαγές που προωθούσαν αγγλόφωνα προγράμματα: Μερικά μεταπτυχιακά ήδη γίνονται στα Αγγλικά με ιδιαίτερη οικονομική μεταχείριση επειδή ακριβώς διδάσκονται στα Αγγλικά. Με άλλα λόγια, εδώ και πολύ καιρό το κράτος παρεμβαίνει υπέρ της χρήσης της αγγλικής εις βάρος της ελληνικής γλώσσας στα Πανεπιστήμια. Με τον νέο όμως Νόμο προωθείται πλέον ξεκάθαρα η εύκολη κατάργηση των ελληνόφωνων προγραμμάτων όχι μόνο στις μεταπτυχιακές αλλά και στις προπτυχιακές σπουδές. Το Άρθρο 17 είναι το πιο σύντομο άρθρο του σχετικού Νόμου για τα ΑΕΙ και εκτελεί εις θάνατον την ελληνική γλώσσα με 41 λέξεις που πρέπει να μνημονεύσουμε:

Διοργάνωση σπουδών σε ξένη γλώσσα. Με απόφαση της Συγκλήτου μετά από πρόταση της Γενικής Συνέλευσης Ειδικής Σύνθεσης του Τμήματος είναι δυνατή η εκπόνηση διδακτορικής διατριβής και η διοργάνωση, συνολικά ή εν μέρει, του προπτυχιακού ή μεταπτυχιακού προγράμματος σπουδών σε ξένη γλώσσα. Δηλαδή, λέει ότι μια παρέα 10-15 συμπολιτών μας, οι οποίοι συνδέονται με δεσμούς αλληλεξάρτησης, μπορεί να ιδρύσει ολόκληρο πρόγραμμα σπουδών χωρίς να δώσει λογαριασμό σε κανένα. Και αν η Σύγκλητος κυριαρχείται από ανθρώπους που επιθυμούν να προάγουν την Αγγλική και να αφανίσουν την Ελληνική, τότε η γλώσσα είναι καταδικασμένη. Η ειρωνία είναι ότι δύο άρθρα παρακάτω, το Άρθρο 19 του ιδίου Νόμου μιλάει για κοινωνική λογοδοσία των ΑΕΙ. Δηλαδή, αφού πεθάνει η γλώσσα να εξετάσουμε από τί πέθανε, αν το εξετάσουμε, δεδομένου ότι οι μηχανισμοί ελέγχου δεν υπάρχουν. Η λογοδοσία αναφέρεται σε χρήματα που ξοδεύτηκαν και γνωρίζουμε ότι το ενδιαφέρον πάντα επικεντρώνεται στο αν βαρύνεται ο προϋπολογισμός του κράτους ή όχι. Συνεπώς, στα αυτοχρηματοδοτούμενα προγράμματα, δεν πρόκειται κανείς άλλος κρατικός λειτουργός να ασχοληθεί με τη γλώσσα που χρησιμοποιείται.

Το Άρθρο 17 έχει περάσει εντελώς απαρατήρητο τόσο από τους βουλευτές που ψήφησαν το νομοσχέδιο ίσως επειδή εντέχνως βάζει πρώτο το σχετικά πιο ήπιο θέμα της διδακτορικής διατριβής και μετά το ασυγκρίτως σοβαρότερο θέμα των προγραμμάτων σπουδών. Πέρασε επίσης απαρατήρητο και από τους συλλόγους των Καθηγητών, καθώς επισκιάζεται από άλλα θέματα. Υπάρχουν το οικονομικό, τα εργασιακά δικαιώματα, η αναγνώριση πτυχίων, οι ακαδημαϊκές μονάδες, το πανεπιστημιακό άσυλο, η αυτοτέλεια των Πανεπιστημίων, η ιδιωτικοποίηση της εκπαίδευσης, κλπ., πλειάδα δηλαδή θεμάτων που είναι αρκετά σημαντικά από μόνα τους. Το ζήτημα όμως της προστασίας της γλώσσας θα μπορούσε να είναι τόσο μέρος της διαπραγματευτικής δύναμης των Καθηγητών όσο και επιχείρημα υπέρ των μεταρυθμίσεων της κυβέρνησης. Ο λόγος είναι ότι πρόκειται για συμπαγές ζήτημα εθνικής αξίας πάνω στο οποίο θα μπορούσαν να χτιστούν επιχειρήματα για διάλογο προς τη σωστή κατεύθυνση. Θα εξύψωνε το κύρος των Καθηγητών στα μάτια του κόσμου και θα έδειχνε ότι η κυβέρνηση είναι διαλλακτική. Πάντως η ουσία είναι ότι οδηγηθήκαμε σε αποτέλεσμα ζημίας για όλους και όλοι οι φορείς πρέπει να το ξανασκεφτούν.

Δύο χρόνια πριν από τον Νόμο για τα ΑΕΙ, ένας άλλος Νόμος πέρασε επίσης απαρατήρητος. Πρόκειται για την ίδρυση του Διεθνούς Πανεπιστημίου της Ελλάδος με έδρα τη Θεσσαλονίκη και γλώσσα διδασκαλίας την Αγγλική (Ν.3391, ΦΕΚ 240, 4/10/2005). Περιέργως, δεν ακούστηκαν τότε αντιδράσεις, σε μια εποχή μάλιστα που υπέβοσκε το θέμα της ονομασίας γείτονος χώρας μερικές δεκάδες χιλιόμετρα πιο μακρυά. Ας δούμε όμως τις καταστροφικές συνέπειες της πολιτικής της αγγλικοποίησης των Πανεπιστημίων για την παιδεία και το έθνος. Όπως γνωρίζουμε, στα Πανεπιστήμια οι πόροι όπως χρήματα, εγκαταστάσεις, κτίρια και διδάσκοντες είναι περιορισμένοι, και επομένως, κάθε αγγλόφωνο μάθημα εκτοπίζει ένα ελληνόφωνο. Δυστυχώς, έτσι ανοίγει η κερκόπορτα για κατακλυσμιαίες αλλαγές στον τρόπο διδασκαλίας στο Πανεπιστήμιο. Μπορούμε εύκολα να υποθέσουμε ότι θα ακολουθήσουν και οι υπόλοιπες βαθμίδες της εκπαίδευσης προς την κατεύθυνση της χρήσης των Αγγλικών, διότι θα απαξιωθούν τα Ελληνικά. Οι υποψήφιοι φοιτητές και οι γονείς θα δίνουν βαρύτητα στα Αγγλικά και επομένως, το σύστημα θα αναγκαστεί να προωθεί τα Αγγλικά, τόσο στο Λύκειο όσο και σε όλες τις κατώτερες βαθμίδες. Κατανοούμε τότε ότι ο αφελληνισμός της παιδείας είναι ζήτημα χρόνου, αν βέβαια δεν υπάρξει αντίδραση.

Επιχείρημα υπέρ της διδασκαλίας στην Αγγλική είναι ότι «και στο εξωτερικό έτσι κάνουν». Πράγματι, τα Αγγλικά Πανεπιστήμια διδάσκουν στα Αγγλικά και προσελκύουν ξένους φοιτητές. Είναι όμως η εθνική τους γλώσσα. Στην υπόλοιπη Ευρώπη, φυσικά και υπάρχουν Καθηγητές/θιασώτες της παγκοσμιοποίησης. Και όταν δημιουργηθούν οι κατάλληλες συνθήκες, μπορεί να δούμε και κάποιο πρόγραμμα στα αγγλικά. Είναι όμως η εξαίρεση και όχι ο κανόνας. Άλλο επιχείρημα είναι σχετικό με την προαγωγή της έρευνας. Οι επιστήμονες επικοινωνούν διεθνώς σε διάφορες γλώσσες και δεν είναι κακό. Η άποψη όμως ότι όλοι οι Έλληνες φοιτητές και οι μαθητές (και κατ’ επέκταση όλη η ελληνική κοινωνία) πρέπει να σκέπτονται στα αγγλικά για να γίνουν πιο αποτελεσματικοί αποτελεί παραλογισμό. Έρχεται επίσης σε απόλυτη αντίθεση με το Σύνταγμα όσον αφορά το σκοπό της παιδείας που είναι να προάγει την εθνική συνείδηση. Τουλάχιστον, δεν πρέπει να παραγκωνίζεται η ελληνική γλώσσα από την ελληνική παιδεία. Και ο νέος Νόμος δεν υποχρεώνει κανέναν Καθηγητή να χρησιμοποιήσει ξενόγλωσσο σύγγραμα, για παράδειγμα. Άλλωστε, υπάρχουν και οι ενδιάμεσες λύσεις. Αν ένα ξενόγλωσσο σύγγραμμα είναι χρήσιμο, ας το μεταφράσουμε να φωτιστούν οι φοιτητές μας. Ακόμη καλύτερα, επί δεκαετίες τώρα λειτουργούσαμε με σημειώσεις παραδόσεων και άρα μπορούμε τώρα να τις μετατρέψουμε σε βιβλία.

Όσον αφορά τα κριτήρια για την προαγωγή των Καθηγητών στα Πανεπιστήμια, τα πανεπιστημιακά Τμήματα απαιτούν οι ερευνητικές εργασίες των Καθηγητών να δημοσιεύονται σε αγγλόφωνα περιοδικά. Ο σχετικός Νόμος μιλά για διεθνή αναγνώριση του ερευνητικού έργου. Για το λόγο αυτό πολλοί Καθηγητές αναγκάζονται να δημοσιεύουν σε αγγλικά και αμερικανικά περιοδικά. Βέβαια, αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μη χρησιμοποιούν ελληνικά στοιχεία και να μη μελετούν την Ελλάδα γενικά. Αυτό είναι πολύ σημαντικό διότι αποστερεί τη χώρα από το τόσο αναγκαίο πνευματικό προϊόν για να ληφθούν σωστές αποφάσεις στα επίπεδα της διοίκησης. Πώς θα γίνει η περίφημη σύνδεση της αγοράς με το Πανεπιστήμιο που προαναγγέλλει ο νέος Νόμος για τα ΑΕΙ, αν όλοι στα ΑΕΙ μελετούμε τις χώρες του εξωτερικού; Είναι τυχαίο που μιλάμε μετά για «αδαείς διαχειριστές ασφαλιστικών ταμείων»; Μήπως θα έπρεπε να ενθαρρύνουμε τη μελέτη των ελληνικών θεμάτων σε όλες τις εφαρμογές των επιστημών; Μήπως θα έπρεπε να καινοτομήσουμε και να δημιουργήσουμε εκ των ενόντων νέες οικονομικές ιδεολογίες ψάχνοντας στην ελληνική φιλοσοφία;

Αξίζει να αναφερθεί η επίδραση που έχει η πολύωρη και καθημερινή τριβή των Καθηγητών με την αγγλική βιβλιογραφία. Πολλοί Καθηγητές, του γράφοντος συμπεριλαμβανομένου, δεν μπορούμε να αρθρώσουμε δημόσιο λόγο, δεν μπορούμε να γράψουμε δυό προτάσεις χωρίς να χρησιμοποιήσουμε αγγλικές λέξεις. Φυσικά αυτό επηρεάζει και την ικανότητά μας να είμαστε πειστικοί στην αίθουσα διδασκαλίας. Στη χειρότερη περίπτωση, μεταδίδουμε τους ξένους όρους στους φοιτητές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι και η συνήθεια που έχουν οι Καθηγητές, όταν γράφουν ελληνικά κείμενα, όπως άρθρα στον τύπο, να συμπεριλαμβάνουν εντός παρενθέσεως και τον αγγλικό όρο. Για παράδειγμα, όταν πρόκειται για χρηματιστηριακά θέματα γράφουν «κοινές μετοχές (κόμον στοκς)» με αγγλικούς χαρακτήρες. Μα αν ο αναγνώστης δεν κατανοεί μια λέξη στα ελληνικά, γιατί υποθέτουν ότι την κατανοεί στα αγγλικά; Δηλαδή, άθελά τους εκπαιδεύουν το αναγνωστικό κοινό να αφομοιώσει την αγγλική ορολογία.

Η διοχέτευση πόρων προς τα αγγλόφωνα μεταπτυχιακά έχει δύο σημαντικές παρενέργειες για την κοινωνία.
- Πρώτον, επιτείνει το πρόβλημα της εγκατάλειψης των προπτυχιακών προγραμμάτων καθώς τα πανεπιστημιακά Τμήματα στρέφονται προς τα μεταπτυχιακά. Υπάρχουν Καθηγητές που δεν έχουν διδάξει προπτυχιακό μάθημα εδώ και χρόνια. (Είναι νόμιμο αυτό;)
- Δεύτερον, κάθε ξένος φοιτητής εκτοπίζει έναν Έλληνα φοιτητή. Τα δύο αυτά προβλήματα οδηγούν στη στροφή των Ελλήνων φοιτητών προς το εξωτερικό όπου και τελικά μεταναστεύουν. Η εφαίμαξη όμως του μορφωμένου και ικανού εργατικού δυναμικού αποστερεί τη χώρα από το πιο πολύτιμο αγαθό, δηλαδή, τους νέους και πλέον παραγωγικούς πολίτες καθώς και την ελπίδα για βελτίωση.

7) Δύο μελέτες περιπτώσεων

Παρατίθενται δύο παραδείγματα από Πανεπιστήμιο που έχει ως αντικείμενα σπουδών τα ευρύτερα οικονομικά και τη διοίκηση, μεταξύ άλλων. Η πρώτη περίπτωση αφορά «διεθνές» αγγλόφωνο πρόγραμμα μεταπτυχιακών σπουδών στη διοικητική επιστήμη, το οποίο βρίσκεται σε λειτουργία αρκετά χρόνια και είναι επομένως καλό παράδειμα για να δούμε αν πέτυχε το πείραμα. Στο εν λόγω πρόγραμμα υποτίθεται ότι σπουδάζουν κυρίως ξένοι φοιτητές, αν και με μια γρήγορη ματιά βλέπουμε ότι οι περισσότεροι είναι Έλληνες (αποτελούν το 97% στην κατεύθυνση μερικής φοίτησης, δηλαδή τα στελέχη επιχειρήσεων). Το πρόγραμμα αφιερώνει τεράστιους πόρους εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ για να προσελκύσει τους λιγοστούς ξένους φοιτητές με αποτέλεσμα οι Έλληνες φοιτητές να επιδοτούν ουσιαστικά τους ξένους. Το πρόγραμμα αναπτύχθηκε και με τη συμμετοχή αρκετών τμημάτων από το Πανεπιστήμιο με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν αλληλεξαρτήσεις πάσης φύσεως μεταξύ των Καθηγητών, ενώ η αρχική ιδέα ήταν η δημιουργία συνέργειας. Το πρόγραμμα βρέθηκε στο επίκεντρο εξέτασης από τα όργανα του Πανεπιστημίου για τη λογιστική πρωτοτυπία της απόφασης που έλαβε η διοικούσα επιτροπή τον Ιούλιο του 2007 να καταχωρεί αμοιβές Καθηγητών σε παρελθούσες χρήσεις. Μετά από παρεμβάσεις, έγιναν προσπάθειες να διορθωθεί το λογιστικό ατόπημα. Δυστυχώς, παρέμεινε αιωρούμενη η κριτική προς τη διοίκηση του Πανεπιστημίου (αλλά και τη διοίκηση του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών) ότι ίσως σκοπός της αρχικής απόφασης ήταν τα ανώτατα όρια αμοιβών που είχαν ξεπεράσει μερικοί Καθηγητές. Σημειώνεται ότι το 2007 ήταν έτος πρυτανικών εκλογών στο εν λόγω Πανεπιστήμιο και τον Οκτώβριο του 2008 δεν είχε ακόμη λυθεί το πρόβλημα με τις αμοιβές.

Ιδιαίτερο γνώρισμα του προγράμματος είναι ότι προσελκύει, εκπαιδεύει και βρίσκει δουλειά σε ξένους φοιτητές στην Αγγλία. Όπως είπαμε όμως, το πρόγραμμα είναι στα αγγλικά. Έτσι, εκείνο που μένει είναι ότι Έλληνες φοιτητές αναγκάζονται να σκέπτονται, να γράφουν και να μιλούν στα αγγλικά. Επειδή διατυπώνεται και η άποψη ότι ίσως και να θέλουν οι Έλληνες φοιτητές να σπουδάζουν στα αγγλικά, η αλήθεια είναι εντελώς διαφορετική. Από προσωπική εμπειρία και χρήση της αγγλικής γλώσσας στα μαθήματα, 99 στους 100 φοιτητές χρησιμοποιούν τα ελληνικά για τις γραπτές εξετάσεις και εργασίες τους, παρόλο που το επίπεδό τους στην κατοχή της αγγλικής γλώσσας είναι υψηλότατο. Πέραν αυτού, οι Έλληνες φοιτητές δεν ερωτήθηκαν, ούτως ή άλλως. Φεύγουν κατά χιλιάδες στο εξωτερικό, όχι γιατί τα ελληνικά Πανεπιστήμια δεν είναι καλά, αλλά κυρίως επειδή δεν επαρκούν οι θέσεις στα ελληνικά Πανεπιστήμια. Συνοψίζοντας, το πρώτο παράδειγμα της δήθεν «διεθνοποίησης» των σπουδών αποτελεί αποτυχία, διότι όχι μόνο είναι κατ’ επίφασιν διεθνές και εκμεταλλεύεται τους Έλληνες φοιτητές αλλά και επειδή δεν ικανοποιεί τους στόχους και τα όνειρα του Έλληνα πολίτη για τα παιδιά του. Η δεύτερη περίπτωση αποτελεί φυσική εξέλιξη της πρώτης. Στις αρχές του 2008, σε ακαδημαϊκό Τμήμα του ιδίου Πανεπιστημίου, έγινε πρόταση να αντικατασταθεί το ελληνόφωνο μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών με αγγλόφωνο, στο πνεύμα του Άρθρου 17. Η πρόταση καταψηφίστηκε από τη γενική συνέλευση ειδικής σύνθεσης του Τμήματος. Αργότερα όμως, τον Ιούλιο του 2008, όταν άλλαξαν οι συσχετισμοί ψηφίστηκε η ίδρυση νέου, αγγλόφωνου προγράμματος με την αρωγή της διοίκησης του Πανεπιστημίου. Το κύριο επιχείρημα υπέρ του αγγλόφωνου προγράμματος ήταν τα αυξημένα έσοδα λόγω του ότι η «αγορά δεν έχει κορεσθεί στα συγκεκριμένα αντικείμενα σπουδών». Η χρήση της αγγλικής γλώσσας θεωρήθηκε ότι θα είναι χρήσιμη.

Το πρόγραμμα αποσκοπεί «Στην επιμόρφωση ανωτέρων στελεχών πολυεθνικών επιχειρήσεων και οργανισμών που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα και των οποίων το αντικείμενο ερασίας είναι στην αγγλική γλώσσα.» Το πρόγραμμα απευθύνεται επίσης «σε Έλληνες φοιτητές που σκοπεύουν να ακολουθήσουν διεθνή σταδιοδρομία και σε ξένους φοιτητές που επιθυμούν να σπουδάσουν στην Ελλάδα.» Χωρίς χρονοτριβή, το Σεπτέμβριο του 2008 ψηφίστηκε από τη συνέλευση του Τμήματος προσχέδιο του Νόμου για το Φύλλο της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως. Η όλη φρασεολογία απαιτεί σχολιασμό για να εξαχθούν συμπεράσματα και να γνωρίζει ο κάθε ενδιαφερόμενος αναγνώστης πώς υλοποιούνται τέτοιου είδους προγράμματα.
Πρώτον, τα έσοδα είναι πάντα το κύριο επιχείρημα για τη δημιουργία μεταπτυχιακών προγραμμάτων γενικά.
Δεύτερον στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν μιλάμε πλέον τόσο πολύ για ξένους φοιτητές, ίσως λόγω της αποτυχίας του πρώτου πειράματος, αν και γίνεται μνεία για την προσέλκυση υψηλής ποιότητας ξένων φοιτητών. Το κείμενο μιλάει ευθέως για Έλληνες φοιτητές που θα διδάσκοντα στα αγγλικά. 
Τρίτον τη στιγμή που η Ελλάδα αιμορραγεί από το προαναφερθέν πρόβλημα της μετανάστευσης του εξειδικευμένου προσωπικού, πώς μπορεί ελληνικό Πανεπιστήμιο να εκπαιδεύει τα ελληνικά νιάτα με σκοπό τη μετανάστευσή τους; Τέταρτον το να έχουμε ολόκληρο πρόγραμμα σπουδών που να είναι αφιερωμένο στις πολυεθνικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στη χώρα μας δεν έχει προηγούμενο, σε ένα κλίμα μάλιστα διεθνούς οικονομικής αναταραχής όπου τέτοιες εταιρείες εθνικοποιούνται στα οικεία κράτη (ΗΠΑ) για να σωθούν.

Επιπλέον, δεν έχει νόημα όταν η ραχοκοκκαλιά της ελληνικής και ευρωπαϊκής οικονομίας είναι οι μεσαίες και μικρομεσαίες επιχειρήσεις που απορροφούν τους αποφοίτους μας και δέχονται αθέμιτο ανταγωνισμό από τις πολυεθνικές και τα πολιτικά τεχνάσματά τους (ωράρια εργασίας, κλπ). Είναι ενδιαφέρον να δούμε πώς θα εξελιχθεί το πρόγραμμα αυτό. Παρατηρείται όμως ότι το αγγλόφωνο πρόγραμμα έχει ακριβώς τα ίδια μαθήματα με το ελληνόφωνο. Αυτό σημαίνει ότι, αφενός θα συγχωνευτούν μαθήματα και θα διδάσκονται ενιαία μαθήματα στην Αγγλική για λόγους οικονομίας και, αφετέρου, οι ίδιοι οι διδάσκοντες θα επιλέξουν μάλλον τον εύκολο τρόπο της μιας και μοναδικής προετοιμασίας, δηλαδή, διαλέξεις στα αγγλικά. Επομένως το ελληνόφωνο πρόγραμμα ή μέρος του θα οδηγηθεί σε αφανισμό.

Οι παραπάνω δύο μελέτες περιπτώσεων είναι χαρακτηριστικές διότι προδιαγράφουν το μέλλον. Σε σύντομο χρονικό διάστημα ίσως ακολουθήσουν και άλλα Τμήματα. Το προπτυχιακό πρόγραμμα των Πανεπιστημίων ακόμη αντέχει στην αγγλικοποίηση (για μερικές εβδομάδες), αν και προβλέπονται αλλαγές για δύο λόγους: Με την εισαγωγή ξενόγλωσσων βιβλίων με το νέο Νόμο ανοίγει ο δρόμος για πολλές διαλέξεις στα αγγλικά. Επίσης, μπορούμε να φανταστούμε πως οι πρόθυμες διοικήσεις των Πανεπιστημίων θα προτείνουν σε «δοκιμαστική μορφή» τη δημιουργία μαθημάτων η προγραμμάτων σπουδών, κλπ., κλπ. Όπως είπαμε και παραπάνω, ακόμη και η εσχάτη προδοσία βρίσκει δικαιολογίες εύκολα. Μοιραία θα εξαφανιστεί η ελληνική γλώσσα από την προπτυχιακή εκπαίδευση. Έπεται το Λύκειο και όλες οι βαθμίδες της εκπαίδευσης μέχρι το Νηπιαγωγείο. Σημειώνεται ότι για να φτάσουμε στο σημερινό αποτέλεσμα χρειάστηκαν προσλήψεις Καθηγητών, προαγωγές και ιδρύσεις τμημάτων και προγραμμάτων που άρχισαν από το τέλος της δεκαετίας του 1960 κατά προσωπική εκτίμηση, ίσως και νωρίτερα. Είναι βέβαιο ότι υπάρχουν και άλλες τέτοιες περιπτώσεις σε στάδιο επώασης.

8) Ελληνικός ανθελληνισμός

Γιατί τα Πανεπιστήμια να εφαρμόζουν Νόμους για «αγγλικοποίηση» των προγραμμάτων σπουδών τη στιγμή που δεν είναι υποχρεωμένα; Η εξήγηση είναι ότι παγκοσμίως, αλλά ιδιαίτερα στη χώρα μας, τα Πανεπιστήμια έχουν άμεση σχέση με το σύστημα εξουσίας. Πέραν αυτού, ενώ οι περισσότεροι Καθηγητές είναι αφοσιωμένοι στην επιστήμη τους, παράγουν έργο και είναι υπόδειγμα ήθους, υπάρχει στα Πανεπιστήμια ανεξήγητος ελληνικός ανθελληνισμός και αποστροφή προς την ελληνική γλώσσα και κάθε τι ελληνικό. Το καταθέτω ως προσωπική εμπειρία. Άλλωστε, ένα δείγμα πήραμε όλοι προσφάτως και με το βιβλίο της 6ης Δημοτικού. Και μόνο το άκουσμα των λέξεων «ελληνικός ανθελληνισμός» προκαλεί ρίγη φόβου και ανησυχίας. Η σύνθεση ή υπενθύμηση της έκφρασης που αποδίδονται μάλλον σε Έλληνα Καθηγητή σχετίζεται με τον τρόπο που συνυπήρξαν στη χώρα μας για αιώνες δύο αντιφατικές μεταξύ τους έννοιες, ο φιλελληνισμός και ο ανθελληνισμός. Η πρώτη αναφέρεται στην αγάπη των φιλελλήνων για την αρχαιότητα και τον πολιτισμό της και η δεύτερη στο μίσος τους για τους σύγχρονους Έλληνες που δεν μοιάζουν με τα αρχαιοελληνικά πρότυπα. Μετά την υποδούλωσή τους στους Ρωμαίους, οι Έλληνες γενικά δεν δημηγορούν, δεν φτιάχνουν γλυπτά, δεν φιλοσοφούν, αντίθετα, χαρακτηρίζονται από μικροπρέπεια και ατομικά συμφέροντα, μεταξύ άλλων. Οι φιλελληνικές/ανθελληνικές απόψεις διείσδυσαν στην παιδεία και στην καθημερινότητα έως τις μέρες μας. Αυτό οδήγησε στην εγγενή απογοήτευση στον φιλέλληνα/Έλληνα για ό,τι έχει σχέση με το κράτος, το έθνος, την πατρίδα, τη γλώσσα, την ιστορία, την εθνική μνήμη καθώς και με κρίσιμα συστατικά της διακυβέρνησης όπως αστυνομία, στρατός, άμυνα. Φυσικά, τίποτε δεν είναι περισσότερο αδικαιολόγητο και εσφαλμένο, αλλά το συγκεκριμένο αδύναμο σημείο γίνεται αντικείμενο χειραγώγησης εκ μέρους όσων έχουν μακροχρόνια εμπειρία από τα πράγματα αυτά καθώς και τη δύναμη επηρεασμού. Έτσι, σήμερα απορρίπτουμε κάθε τι το ελληνικό και επικροτούμε κάθε τι ξένο, ακόμη και χρεωκοπημένες ιδεολογίες.

Οι ανθελληνικές απόψεις μερικών Καθηγητών εξηγούνται εν μέρει διότι και οι ίδιοι υπόκεινται σε ανθρώπινες αδυναμίες όπως η μεροληψία. Πολλοί έχουν σπουδάσει στη Δύση και θεωρούν κάθε τι που έμαθαν εκεί ως το ιδανικό αντίδοτο και για όλα τα προβλήματα της χώρας μας. Φυσικά και σφάλλουν, ειδικά εκείνοι που σπούδασαν τις επιστήμες των ευρύτερων οικονομικών και κατέχουν διοικητικές θέσεις, διότι υπάρχουν και πράγματα που δεν έμαθαν εκεί. Όπως για παράδειγμα την έννοια του καθήκοντος πίστης προς τον εντολέα σε κάθε σχέση εντολέα-εντολοδόχου. Και εφόσον ο εντολέας εδώ είναι ο ελληνικός λαός, είναι καθήκον μας να διαφυλάξουμε τον πολιτισμό του και τη γλώσσα του. Αξιοσημείωτο είναι ότι κανείς από τον ακαδημαϊκό χώρο δεν έχει αντικρούσει την άποψη αυτή. Όπως όμως προαναφέρθηκε, σε διάφορα πανεπιστημιακά ιδρύματα σπεύδουν επιμελώς να εφαρμόσουν το Άρθρο 17 και γρήγορα για να εδραιωθεί μια κατάσταση και να μην αναστρέφεται εύκολα αργότερα.

9) Θεωρητικές Εξηγήσεις του Φαινομένου

α) Μόδα: Εξηγεί εν μέρει το πρόβλημα. Αν όμως ήταν μόδα θα ήταν παροδική. Αντίθετα, εδώ βλέπουμε ότι επιτείνεται η χρήση της Αγγλικής. Παρατηρείται επίσης ότι η θεώρηση της μόδας υιοθετείται δικαιολογημένα από ανθρώπους που εκτιμούν τα οφέλη από την «ελεύθερη» διεθνή αγορά και θέλουν να ελπίζουν στο σύστημα. Φυσικά η ελπίδα πεθαίνει τελευταία.

β) Εμπορική προβολή, παγκοσμιοποίηση και δικαιόχρηση: Η παγκοσμιοποίηση θα εξηγούσε γιατί οι πολυεθνικές χρησιμοποιούν τα αγγλικά, διότι έχουν την οικονομική επιφάνεια και συνδέονται με την εξουσία μέσω πολιτικών τεχνασμάτων. Δεν εξηγεί όμως γιατί οι ελληνικές εταιρείες να χρησιμοποιούν με τόση επιμονή την Αγγλική. Η έννοια της δικαιόχρησης, όπου ελληνικές εταιρείες αγοράζουν τα δικαιώματα για την υιοθέτηση των ξένων προτύπων παραγωγής και εμπορίας ίσως να εξηγεί εν μέρει τη χρήση της Αγγλικής, μέσα όμως στο συγκεκριμένο σύστημα της δικαιόχρησης. Εφόσον όμως οι πελάτες τους είναι Έλληνες, δεν έχει έννοια το εγχείρημα. Ως προς την εμπορική προβολή, πράγματι έως ένα βαθμό προσελκύεται ο πελάτης που θεωρεί ότι η αναγραφή των ονομάτων, πινακίδων κλπ στα αγγλικά ίσως προσδίδουν την έννοια της ποιότητας. Όμως, και το τελευταίο βιβλίο των οικονομικών γράφει ότι η τιμή του προϊόντος είναι η πιο σημαντική από οτιδήποτε άλλο χαρακτηριστικό. Συνεπώς, μάλλον δεν ισχύει ούτε η εν λόγω άποψη.

γ) Ευρωπαϊκή σύγκλιση: Πουθενά στη συμφωνία για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση δεν προκρίνονται τα αγγλικά ως η γλώσσα την οποία στοχεύουμε να χρησιμοποιήσουμε ως κοινή γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ακόμη και αν επιθυμούν μερικοί τα αγγλικά να γίνουν εκ των πραγμάτων η κοινή γλώσσα, δεν εξηγεί γιατί άλλες ευρωπαϊκές χώρες, των οποίων οι γλώσσες χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο και έχουν πολλές συγγένειες με τα αγγλικά δεν ενσωματώνουν αγγλικές λέξεις. Το αντίθετο μάλιστα. Αναφέρομαι στις Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία και Ισπανία και Σουηδία ως φωτεινά παραδείγματα εθνών που ξέρουν (και μπορούν) να προστατεύουν τον εθνικό τους πλούτο. Κανείς ευρωπαίος δεν προστάζει να απεμπολήσουμε τη γλώσσα μας διότι δεν θα ήθελε να απεμπολήσει και τη δική του γλώσσα. Επομένως, η εξήγηση αυτή της ευρωπαϊκής σύγκλισης δεν ισχύει. Δεν ισχύει επίσης γιατί θα ήταν έγκληματικό για την ευρωπαϊκή δημοκρατία να υπάρχουν σιωπηρές και υπόγειες δράσεις υπέρ της καθιέρωσης μιάς και μόνο γλώσσας.

δ) Πολυπολιτισμικότητα: Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 έχουν εισρεύσει στη χώρα μας με ανεξέλεγκτο ρυθμό εκατοντάδες χιλιάδες μετανάστες από όλη την υφήλιο. Δημιουργήθηκε δηλαδή αιφνιδίως ένα πρόβλημα πολυπολιτισμικότητας που απαιτεί λύση. Λόγω της διάδοσης της Αγγλικής ανά τον κόσμο, οι μετανάστες γνωρίζουν στοιχεία της γλώσσας αυτής και τα αγγλικά χρησιμοποιούνται πάρα πολλές φορές στην επικοινωνία με τους αλλοδαπούς. Δεν μπορεί όμως να γίνει πιστευτό ότι ολόκληρη χώρα αλλάζει τη γλώσσα της και να διαλύει την εθνική μνήμη για να λύσει ένα από τα πολλά προβλήματά της. Συνεπώς, η εξήγηση αυτή της πολυπολιτισμικότητας για τη χρήση των αγγλικών δεν ισχύει, μας βοηθά όμως να κατανοήσουμε την διείσδυση της Αγγλικής και στον συγκεκριμένο τομέα. Σημειώνεται ότι η αντίδραση της Ευρώπης γενικά στο πρόβλημα μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο είναι αυτή της προσέγγισης μέσω της παιδείας και της ενίσχυσης της εθνικής ιδιαιτερότητας. Σήμερα δεχόμαστε παραινέσεις από την Ε.Έ. για υλοποίηση δράσεων στις κατώτερες βαθμίδες της εκπαίδευσης για πολυπολιτισμική προσέγγιση. Δυστυχώς, οι δράσεις αυτές πάσχουν στην εφαρμογή τους, διότι αν θέλουμε οι καινούριοι συμπολίτες μας από ξένες χώρες να ενσωματωθούν, πρέπει να έχουν κάτι στο οποίο να ενσωματωθούν.

Χωρίς την ελληνική γλώσσα, είμαστε πλέον όλοι ξένοι μεταξύ μας.Ας εξετάσουμε γιατί: Όταν επικεντρωνόμαστε στη γλώσσα που είχαν οι γονείς ενός μαθητή πριν μεταναστεύσουν στην Ελλάδα, δυσχεραίνουμε τη διαδικασία της αποδοχής του μαθητή από το σύνολο. Πρέπει να κατανοήσουμε επιτέλους ότι, σε αντίθεση με τους ενήληκες, τα παιδιά είναι ακριβοδίκαια στις κοινωνικές τους επιλογές και αμείλικτα στις εκφράσεις των συναισθημάτων τους. Διαλέγουν ως συμπαίκτη εκείνον που θα φέρει το καλύτερο αποτέλεσμα στο ποδόσφαιρο και ως σημείο αναφοράς για το αυριανό διαγώνισμα τον καλύτερο μαθητή της τάξης. Εκφράζουν ξεκάθαρα τις απόψεις τους για κάποιον που δεν προφέρει καθαρά μερικά σύμφωνα και φωνήεντα ή συμπεριφέρεται με ασυνήθη τρόπο και αδιαφορούν εντελώς για τα μειονεκτικά αισθήματα των συμμαθητών τους, πλην εξαιρέσεων. Αυτή είναι η παιδική συμπεριφορά. Σε τέτοιο περιβάλλον, έρχονται με τις υποδείξεις της Ε.Έ. οι δράσεις για κοινωνική κατανόηση προς τους αλλοδαπούς στα σχολεία. Υποχρεώνουν το σύνολο να μάθει ξένες λέξεις (Αλήθεια, πόσες λέξεις και σε πόσες γλώσσες μπορεί να μάθει κάποιος Έλληνας στην προσχολική και σχολική ηλικία; Πόσες συνταγές μαγειρικής από διάφορες χώρες μπορεί να χωνέψει; Και γιατί να έχει σε εκτίμηση κάποιον με βάση το τι τρώει;) Όπως έχει ήδη αποδειχθεί στην Ε.Έ. που πειραματίστηκε για αρκετές δεκαετίες με την πολυπολιτισμικότητα, το αποτέλεσμα είναι η αποστροφή και η απομόνωση της μειονότητας, ιδιαίτερα αυτής που έχει τις λιγότερες ομοιότητες με τους πολίτες της χώρας υποδοχής. Στην καλύτερη περίπτωση οι μειονότητες διάγουν παράλληλους βίους, αφού δικαιολογημένα προσκολλώνται στο οικείο και όχι στο νέο. Στη χειρότερη, παίρνουν τα όπλα όπως σε πρόσφατες αιματηρές συμπλοκές στο κέντρο της Αθήνας το 2008 που αποδεικνύουν τα γραφόμενα αυτά, αν και περιέργως τα μέσα ενημέρωσης δεν μετέδοσαν τίποτε. Όσον αφορά την Ελλάδα, ίσως το πιο σωστό θα ήταν τα παιδιά των μεταναστών να μάθαιναν την ελληνική γλώσσα, κριτήριο στοιχειώδες για την αποδοχή τους από το σύνολο.

ε) Συντονισμένες ενέργειες: «Όταν άνθρωποι ενός εμπορικού κλάδου συναντώνται, ακόμη και όταν πρόκειται για διασκέδαση, η συζήτηση πάντα καταλήγει σε συνωμοσία ενταντίον του κοινού, ή σε ένα τέχνασμα για να αυξήσουν τιμές» είπε ο Αδάμ Σμιθ, στον Πλούτο των Εθνών. Οι περισσότεροι βέβαια έχουμε ακούσει από το ίδιο βιβλίο μόνο για το «αόρατο χέρι» των αγορών που λύνει το πρόβλημα ποιός θα παράγει και τί στην οικονομία χωρίς άλλη παρέμβαση. Η έννοια του αόρατου χεριού έχει γίνει σημαία κατά την εκλαΐκευση και διάδοση των σύγχρονων ιδεών του νεοφιλελευθερισμού, ακόμη και την ώρα που στις ΗΠΑ, πατρίδα προέλευσης και προπύργιο των ιδεών αυτών, κρατικοποιούνται οι μεγαλύτερες χρηματοπιστωτικές και επενδυτικές εταιρείες. Η συνωμοσία δεν χρειάζεται να είναι έκδηλη για να ισχύει. Οι έμποροι κατανοούν και συμφωνούν ή όχι να συμμετέχουν σε εναρμόνιση πρακτικών από απλή παρατήρηση των ανταγωνιστών τους. (Προσέξτε ότι όλο και περισσότερες τιμές στα ελληνικά καταστήματα καταλήγουν σε 99, π.χ., 29,99 ευρώ, αντιγραφή του αμερικανικού προτύπου. Μεταξύ άλλων, αυτό στέλνει ένα σήμα στον ανταγωνισμό για συνεργασία.)

Κατ’ αναλογία με την εναρμόνιση πρακτικών για τιμές και μερίδια αγοράς, και εφ’ όσον η χρήση της Αγγλικής γίνεται κυρίως από τις μεγάλες εταιρείες (τράπεζες, μέσα ενημέρωσης, εφημερίδες), η παρατηρούμενη συμπεριφορά των εταιρειών αυτών είναι συνεπής με τη θεωρία ότι συντελούνται στη χώρα μας συντονισμένες προσπάθειες ως προς τη χρήση της Αγγλικής. Επειδή υπάρχει και το αντεπιχείρημα ότι η ζήτηση υπαγορεύει τη συμπεριφορά των εταιρειών, στην Ελλάδα όλοι οι κλάδοι στους οποίους αναφέρομαι έχουν ολιγοπωλιακή μορφή. Μιλάμε για δυό-τρεις ομίλους τραπεζών και δυό-τρεις ομίλους μέσων ενημέρωσης που ελέγχουν βασικά τις συγκεκριμένες αγορές. Αυτά είναι ήδη γνωστά και τεκμηριωμένα. Η ολιγοπωλιακή φύση τον περισσοτέρων κλάδων εξηγεί επίσης και το φαινόμενο των υψηλοτέρων τιμών στη χώρα μας σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Είναι αποδεδειγμένο επίσης ότι οι εταιρείες μπορούν να διαμορφώσουν τη ζήτηση για ένα προϊόν ή ιδέα με σύγχρονες μεθόδους προώθησης. Είναι επομένως σφάλμα να διατυπωθεί ότι μια τράπεζα αντικατέστησε το ελληνικό της όνομα με αγγλικό επειδή το ζήτησαν οι πελάτες. Συνεπώς, καταρέει και το αντεπιχείρημα της ζήτησης.

Η θεωρία των συντονισμένων ενεργειών εξηγεί ικανοποιητικά το τι γίνεται στην ελληνική αγορά αλλά υπάρχει ακόμη ένα ερώτημα που χρειάζεται περαιτέρω ανάλυση. Γιατί να προωθούνται τα αγγλικά αν το όφελος διαχέεται και δεν αποκομίζεται εξ ολοκλήρου από τις συγκεκριμένες εταιρείες που τα προωθούν; Παρατηρούμε τα εξής. Όταν το προϊόν έχει ακριβώς την ίδια μορφή σε όλες τις χώρες και απαιτείται μία επικοινωνιακή προσπάθεια για προώθησή του, υπάρχουν ωφέλη από τη συγκέντρωση των οικονομικών δραστηριοτήτων. Η συγκέντρωση των δραστηριοτήτων οδηγεί σε μείωση του κόστους και συνεπώς οφελούνται οι εταιρείες. Αυτό ισχύει μόνον έως ένα βαθμό διότι κάθε βιβλίο οικονομικών μας λέει ότι τα οφέλη εξαντλούνται μόλις ξεπεραστεί κάποιο κρίσιμο μέγεθος της εταιρείας (π.χ., ένα εργοστάσιο αυτοκινήτων δεν ξεπερνάει το μέγεθος που απαιτείται για τις ανάγκες μιας χώρας). Παρόλα αυτά, βλέπουμε την ανεξήγητη και διαρκή μεγέθυνση των πολυεθνικών.Επίσης, οι ελληνικές επιχειρήσεις ενδεχομένως να έχουν βλέψεις επέκτασης στο εξωτερικό. Δεν στέκει όμως αυτό ως εξήγηση της χρήσης της Αγγλικής στην Ελλάδα. Το πιο λογικό είναι να συμπεράνουμε ότι αυξάνουν την αξία μεταπώλησής τους (δηλαδή, την «προίκα» τους) σε εταιρείες του εξωτερικού που έχουν αποδείξει την ικανότητά τους να επιβιώσουν ως πολυεθνικές. Και εφόσον οι τελευταίες έχουν τη δυνατότητα να αποκομίσουν τα οφέλη από την ομογενοποίηση, ακολουθείται η πολιτική της προώθησης της Αγγλικής. Γίνεται ακόμη αντιληπτό ότι η κάμψη των αντιστάσεων των πολιτών κάθε χώρας όσον αφορά τα εθνικά τους θέματα θα διευκόλυνε το εγχείρημα.

10) Συμπεράσματα και προτάσεις

Η αγγλική έχει διεισδύσει στην ελληνική γλώσσα με καταλυτικό τρόπο. Η αγγλική γλώσσα χρησιμοποιείται από μέσα ενημέρωσης, τράπεζες και άλλες εταιρείες. Η νομοθεσία επιτρέπει σε πανεπιστημιακά Τμήματα να ιδρύουν αγγλόφωνα προγράμματα σπουδών και να καταργούν τα ελληνόφωνα. Υπάρχει ορατός κίνδυνος για περισσότερες επίσημες απλοποιήσεις της γλώσσας μετά το μονοτονικό, καθώς και την ενδεχόμενη καθιέρωση της Αγγλικής ως επίσημης γλώσσας του κράτους. Είναι βέβαιο ότι και άλλοι συγγραφείς έχουν ασχοληθεί με τα παραπάνω θέματα και έχουν προτείνει δράσεις. Έχουμε όμως φθάσει σε σημείο που δεν μπορούμε πλέον να ολιγωρούμε και να ευχόμαστε κάτι να γίνει.

Οι παρακάτω προτάσεις πρέπει να εξεταστούν άμεσα:
- Να αποσυρθούν οι επίμαχες διατάξεις του Νόμου για τα Πανεπιστήμια (Άθρο 17, Ν. 3549, ΦΕΚ 69Α, 20/3/2007) και να μην δεχθούν να τις εφαρμόσουν οι συνάδελφοι Καθηγητές, εφόσον είναι προαιρετικές από το Νόμο ούτως ή άλλως. Το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων να δημιουργήσει τμήμα που να ασχολείται με την απόδοση στα ελληνικά ξενόγλωσσων όρων ιδίως οικονομικής και τεχνικής φύσης. Οι εργασίες του τμήματος να είναι διαφανείς και ανοιχτές για διαβούλευση προς το ελληνικό κοινό, να δημιουργηθεί δηλαδή ένα διαρκές παρατηρητήριο για τη γλώσσα. Πέραν της δράσης αυτής, οι Καθηγητές στα Πανεπιστήμια μπορούν να δημιουργήσουν ιστοσελίδες με τους τρόπους που αυτοί αποδίδουν στα ελληνικά τους ξένους όρους της επιστήμης τους.

- Να θεσμοθετηθεί η προστασία της ελληνικής γλώσσας. Όπου υπάρχουν παλαιότεροι σχετικοί Νόμοι, να εφαρμοστούν (π.χ., σχετικά με τις προσόψεις καταστημάτων). Για το σκοπό αυτό, πρέπει να παραχωρηθεί περισσότερη δικαιοδοσία και προσωπικό στους εποπτικούς θεσμούς των μέσων ενημέρωσης και του θεάματος.

- Να δημιουργηθούν μαθήματα στα σχολεία για την προστασία της γλωσσικής και πολιτιστικής κληρονομιάς μας ή να ενισχυθούν τα υπάρχοντα μαθήματα γλώσσας. Το να αντικαθιστούμε κλασσικά ελληνικά αναγνώσματα με αποκόμματα εφημερίδων και συνταγές μαγειρικής είναι λάθος. Καμμιά ευρωπαϊκή συμφωνία δεν μας επιβάλλει να διαλύσουμε την Ελληνική Γλώσσα.

- Να μάθουμε να ακούμε και να βλέπουμε. Ας κοιτάξουμε προσεκτικά τις οθόνες των τηλεοράσεων και τις σελίδες των περιοδικών και εφημερίδων. Να αναρωτηθούμε τι ακριβώς χρειάζονται οι αγγλικές λέξεις εκεί, ακόμη και σε κείμενα και προγράμματα που έχουν θεματολογία καθαρά ελληνική. Να στείλουμε επιστολές στους πολιτικούς μας, στα μέσα ενημέρωσης και στους εκδότες των λεξικών.

- Να εκπαιδεύσουμε τον εαυτό μας να ξαναθυμηθεί και να χρησιμοποιεί τη γλώσσα του στην προφορική και γραπτή επικοινωνία. Μπορούμε, π.χ., να επιμένουμε να λέμε «αντισφαίριση» αντί για «τένις» και «διαδίκτυο» αντί για «ίντερνετ». Δεν είναι δύσκολο. Ας αρχίσουμε με τις λέξεις που προκαλούν τη λιγότερη άρνηση από το σύνολο.

Αθανάσιος Επίσκοπος (αναπληρωτής Καθηγητής, Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών). Η εργασία δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Αέροπος, τ. 82, Νοέμβριος-Δεκέμβριος, 2008, σελ. 14-25.

No comments :

Post a Comment