26/12/2014

ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ: ΚΑΤΑ ΧΡIΣΤIAΝΩΝ

"[οι χριστιανοί] ενώ καταφρονούν ετούτο εδώ το δημιούργημα κι ετούτη τη γη, διακηρύσσουν πως γι’ αυτούς έχει φτιαχτεί μια άλλη γη στην οποία και θα μεταβούν μόλις πεθάνουν. Αυ­τή η νέα γη [πιστεύουν] πως είναι ο Λόγος του δικού μας κό­σμου [το ουράνιο αρχέτυπο του]. Κι όμως, τι καλό περιμένουν να τους συμβεί μέσα σ’ ένα κόσμο που αποτελεί αρχέτυπο ενός κόσμου τον οποίο μισούν;"

"( Άλλα ού τιμώντες ταύτην την δημιουργίαν ουδέ την δε την γήν, καινήν αύτοίς γήν φασι γεγονέναι, εις ην δη έντεύθεν άπελεύσον- ται’ τούτο δε λόγον είναι κόσμου. Καίτοι τι δει αύτοίς εκεί γενέ­σθαι εν παραδείγματι κόσμου, ον μισούσι; ) Έννεάς 2, 9-5′ πρβ. Αποκριτικός II, 12-15"

"…είναι πιο εύκολο να πετάξεις στον αέρα σαν πουλί παρά να επαναφέρεις στα συγκαλά της μια προληπτική χριστιανή νοικοκυρά. Άσ’ την να κάνει ό,τι θέλει, συμ­βουλεύει, «άσ» την να μοιρολογάει για ένα θεό (τον Ιησού) που πέ­θανε μέσα στις ψευδαισθήσεις του, που καταδικάστηκε από ορθά σκεπτόμενους δικαστές και έχασε τη ζωή του με τον πιο απεχθή τρόπο, καρφωμένος με πρόκες» (Πολιτεία του Θεού 19.23)."

Κριτική των Ευαγγελίων και των συγγραφέων τους

II,12. Οι ευαγγελιστές δεν μεταφέρουν μαρτυρίες, απλώς επι­νόησαν τα όσα συνέβησαν στον Ιησού. Ο καθένας τους, βλέπετε, έγραψε για τα πάθη του πράγματα που δεν συμφωνούν με των άλλων. Γιατί ο ένας εξιστορεί ότι στον εσταυρωμένο προσέφερε κάποιος ένα σφουγγάρι που το ‘χε γεμίσει ξύδι… (αυτό λέει ο Μάρκος). Άλλος τα λέει διαφορετικά: όταν έ­φτασαν στον τόπο που λεγόταν Γολγοθάς, του έδωσαν να πιεί κρασί ανακατωμένο με χολή. [εδώ ας μην ξεχνάμε πως ο Ιησούς ήταν εφεύρημα, δεν ήταν υπαρκτό πρόσωπο, διάβασε επίσης Η Ρωμαϊκή Συνομωσία για την Εφεύρεση του Ιησού] Το γεύτηκε και δεν θέλησε να το πιεί. Κι λίγο παρακάτω’ την ένατη ώρα έβγαλε φωνή μεγάλη ο Ιησούς: ελωείμ, λεωείμ, λεμά σαβαχθανεί, που θα πει, ‘θεέ μου, θεέ μου, γιατί με εγκατέλειψες; Αυτά είναι του Ματθαίου. Άλλος ισχυρίζεται, βρισκόταν καταγής ένα αγ­γείο γεμάτο ξύδι. Αυτό το γεμάτο ξύδι σκεύος μαζί με ύσσωπο δεμένο τού το έφεραν στο στόμα και μόλις ήπιε το ξύδι ο Ιησούς, είπε, «τετέλεσται» έγειρε το κεφάλι και παρέδωσε το πνεύμα. Ετούτο είναι του Ιωάννη. Άλλος λέει: και βγάζον­τας φωνή μεγάλη είπε, «πατέρα, στα χέρια σου παραδίδω το πνεύμα μου». Αυτό τυχαίνει να είναι του Λουκά. Εξιστορήσεις από δεύτερο χέρι, διαφορετικές μεταξύ τους, θαρρείς και τα ‘παθαν πολλοί και όχι ένας! Γιατί αν ο ένας γράφει, «εις χεΐράς σου παραθήσομαί το πνεύμα μου» κι ο άλλος γράφει «τετέλεσται», κι ο τρίτος «θεέ μου, ίνα τί με εγκατέλειπες;», κι ο τέταρτος λέει «ό θεός, θεός μου, εις τί ώνείδισάς με;»,

…είναι ολοφάνερο ότι η μυθοπλασία παρουσιάζει ασυμφωνίες, είτε εμφανίζει περισσότερους από έναν εσταυρωμένους ή κάποιον που ενώ είχε κακό τέλος, δεν άφησε σε όσους βρί­σκονταν εκεί μια ανεξίτηλη εικόνα του πάθους του. Αν ετούτοι (οι ευαγγελιστές), επειδή δεν ήξεραν να μας πουν πώς πέθανε στ’ αλήθεια, έκοψαν κι έραψαν την όλη ιστορία, έπεται ότι και τα υπόλοιπα δεν μας τα διηγούνται με καθαρότητα.

II, ΐ3· Σε άλλο κεφάλαιο θα δειχτεί ότι ολόκληρη η ιστορία του θανάτου του ήταν αποκύημα φαντασίας. Γράφει ο Ιωάν­νης: «Μα όταν ήλθαν στον Ιησού, βλέποντας πως ήταν ήδη νεκρός, δεν συνέτριψαν τα σκέλη του* μόνο ένας από τους στρατιώτες εκέντησε με τη λόγχη τα πλευρά του κι αμέσως βγήκε αίμα και νερό.» [Ιωάννης,19.33]. Μόνο ο Ιωάννης το είπε αυτό. Κανείς από τους άλλους. Να γιατί θέλει να καταθέσει και την εξής μαρτυρία για να στηρί­ξει τα λεγόμενά του: «Κι εκείνος που τα είδε έχει δώσει μαρ­τυρία γι» αυτά, κι είναι αληθινή η μαρτυρία του.» [Ιωάννης, 19.35J· Αυτή τη δήλωση, νομίζω, μόνο ένας ανόητος θα την έ­κανε. ΓΙώς θα μπορούσε να 'ναι αληθινή μια μαρτυρία, όταν δεν αφορά σε πραγματικό συμβάν θανάτου; Οι μαρτυρίες δί­νονται για πράγματα υπαρκτά. Για τα ανύπαρκτα τι μαρτυ­ρία να δοθεί;

II, 14. Υπάρχει ακόμα ένα επιχείρημα σχετικά με την πολυ­θρύλητη ανάσταση του, που αναιρεί τη σαθρή αυτή δοξασία. Για ποιο λόγο ο Ιησούς, μετά από τα πάθη του, καθώς ισχυ­ρίζεστε, και την ανάστασή του, δεν εμφανίζεται στον Πιλάτο που τον είχε τιμωρήσει ενώ έλεγε πως ο Ιησούς δεν διέπρα­ξε αδίκημα που να επισύρει την θανατική καταδίκη, ή στον Ηρώδη το βασιλιά των Ιουδαίων, ή στον αρχιερέα της ιου­δαϊκής φυλής, ή σε πολλούς μαζί και αξιόπιστους ανθρώπους, και πρώτα-πρώτα στη βουλή και το λαό της Ρώμης, ώστε να τον θαυμάσουν και να μην καταδικάζουν ομόθυμα σε θάνατο τους οπαδούς του ως ασεβείς; Παρά εμφανίζεται στη Μαρία Μαγδαληνή, μια γυναίκα χαμηλής υποστάθμης από ένα ά­θλιο χωριουδάκι, γυναίκα που κάποτε κυριεύτηκε από «επτά δαίμονες» και εμφανίζεται και σε άλλη Μαρία (άλλη, πάλι, γυναικούλα, μια χωριάτισσα που δεν την ήξερε κανείς) και σε δυο τρεις άλλους, όχι ιδιαίτερα αξιομνημόνευτους ανθρώ­πους, παρ' όλο που από τα πριν στον αρχιερέα των Ιουδαίων είχε πει ακριβώς τα εξής: «όψεσθε τον υιόν του άνθρωπου καθήμενον εν δεξιά της δυνάμεως και ερχόμενον μετά των νεφελών», όπως ισχυρίζεται ο Ματθαίος. Γιατί αν εμφανιζό­ταν μπρος σε διακεκριμένους άνδρες, μέσω αυτών θα πί­στευαν οι πάντες, και κανένας δικαστής δεν θα τιμωρούσε τους οπαδούς του ως ψεύτες που επινοούν αλλόκοτους μύ­θους. Κανένας θεός —όπως και κανένας συνετός άνθρωπος— δεν αρέσκεται να βλέπει να τιμωρείται με την εσχάτη των ποινών τόσος κόσμος για χάρη του.2

II, 15· Κι αν διαβάσει κανείς με προσοχή εκείνα τα παραπλα­νητικά στο ευαγγέλιο θα καταλάβει για τα καλά ότι πρόκει­ται για τερατολογίες: νυν κρίσις εστί του κόσμου, νυν ό άρ­χων του κόσμου τούτου βληθήσεται έξω. Μα πες μου, για το θεό, ποια είναι αυτή η «Κρίση» που έγινε τότε; Και ποιος άρ­χων του κόσμου πετάχτηκε έξω; Γιατί αν πείτε «ο αυτοκρά­τωρ», θ' απαντήσω ότι ο αυτοκράτορας δεν είναι ο μόνος άρ­χων, αλλά ούτε και πετάχτηκε έξω. Βλέπετε, είναι πολλοί οι άρχοντες του κόσμου. Αν εννοείτε κάποιον νοητό άρχοντα χωρίς σάρκα και οστά, τότε αυτός δεν είναι δυνατό να «πε­ταχτεί έξω». Πού να εκσφενδονιστεί, όντας άρχοντας σε τού­το τον κόσμο; Αν εννοείτε ότι κάπου υπάρχει κάποιος άλλος κόσμος όπου θα ριχτεί ο άρχων, υποθέτω ότι θα κατέχετε κάποιες αξιόπιστες πληροφορίες για το ζήτημα αυτό. Αν ό­μως δεν υπάρχει άλλος κόσμος, εφ' όσον δεχόμαστε ότι δεν είναι δυνατό να υπάρχουν δύο κόσμοι, πού θα εκσφενδονιστεί ο άρχων αν όχι μες στον κόσμο όπου τυχαίνει να ζει; Πώς γίνεται τότε, να εκσφενδονίζεται κάποιος και να παραμένει στον ίδιο τόπο; Ή μήπως έχουμε εδώ κάτι παρόμοιο με το πήλινο αγγείο, που όταν συντριβεί χύνεται έξω το περιεχό­μενο του, όχι βέβαια στην ανυπαρξία, αλλά πάνω σε άλλο σώμα, στερεό ή αέριο ή άλλης λογής, όπως τύχει; Αν συμβαί­νει κάτι παρόμοιο, πράγμα αδύνατον, με το που θα συντρι­βεί ο κόσμος, όποιος βρίσκεται εντός του θα πεταχτεί έξω, πού έξω όμως, σε ποιον χώρο; Τι χαρακτηριστικά έχει ο χώ­ρος αυτός, πόσο ή τι ύψος έχει, τι βάθος, τι πλάτος και μή­κος; Γιατί εφ' όσον έχει τέτοιες ιδιότητες, τότε πρόκειται για έναν κόσμο. Και ποια η αιτία που ρίχτηκε ο άρχοντας ως ξέ­νος έξω απ τον κόσμο; Και πώς έγινε και υπήρξε άρχων, ό­ντας ξένος; Και πώς διώχνεται; Οικειοθελώς ή με το ζόρι; Προφανώς με το ζόρι. Το λέει κι η λέξη. Όταν διώχνεται κά­τι, διώχνεται χωρίς τη θέλησή του. Όμως το αδίκημα το δια­πράττει αυτός που ασκεί βία, όχι αυτός που την υφίσταται. Όσο για τη θολούρα των ευαγγελίων, καλά θα κάναμε να θεωρήσουμε ότι προορίζεται για γυναικούλες κι όχι για άν­τρες. Γιατί αν θέλαμε να ερευνήσουμε τα ζητήματα αυτά με ακρίβεια, θα βρίσκαμε μυριάδες ασαφείς διηγήσεις στερημένες από κάθε λογικό υπόβαθρο.

ΙΗΣΟΥΣ ΚΑΙ ΔΙΑΒΟΛΟΣ

ΙΙ, 16. Ας ακούσουμε και κείνη την θεατρινίστικη κουβέντα που είπε ο Ιησούς στους Ιουδαίους, κι έχει ως εξής: «Δεν μπορείτε», λέει, «να ακούσετε τα λόγια μου, γιατί σεις κατάγεστε από τον πατέρα σας τον διάβολο*, και θέλετε να εκπληρώνε­τε του πατέρα σας τις επιθυμίες.» [Ιωάν. 8.43-44] Ξεκαθάρισέ μας, λοιπόν, ποιος είναι αυτός ο διάβολος, ο πατέρας των Ιουδαίων. Γιατί όσοι κάνουν το θέλημα του πα­τέρα τους, καλώς κάνουν και τιμούν τον πατέρα, υποχωρώ­ντας μπρος στη γνώμη του. Κι αν ο πατέρας είναι κακός, δεν είναι σωστό να κατηγορήσεις τα παιδιά του γ’ αυτήν του την κακία. Ποιος λοιπόν είναι εκείνος ο πατέρας, που ικανοποιώ­ντας οι Ιουδαίοι την επιθυμία του δεν άκουγαν τον Χριστό; Εφ’ όσον οι Ιουδαίοι λένε «ένα πατέρα έχουμε, τον θεό», ετούτος καταργεί τη θέση τους αυτή, καθώς ισχυρίζεται: «Ε­σείς κατάγεστε από τον πατέρα του διαβόλου»*, τουτέστιν από τον διάβολο. Μα ποιος είναι αυτός ο διάβολος και πού τριγυρνάει, και ποιον διέβαλε, ώστε να του κολλήσουν αυτό το παρατσούκλι; Γιατί φαίνεται πως δεν είναι το κανονικό του όνομα αυτό, αλλά το οφείλει σε κάποιο συμβάν, που αν το πληροφορηθού­με σωστά, τότε πια θα ξέρουμε. Αν ονομάζεται διάβολος εξ αιτίας κάποιας διαβολής, ανάμεσα σε ποιους ανθρώπους εμφανίστηκε και διέπραξε την απαγορευμένη πράξη; Γιατί θα φανεί εδώ ότι αυτός που δίνει πίστη στις διαβολές φέρει την ευθύνη διότι είναι εύπιστος, ενώ τη μεγαλύτερη αδικία την υ­φίσταται το θύμα της διαβολής. Και θα φανεί ότι την αδικία δεν τη διαπράττει ο ίδιος ο διάβολος μα εκείνος που έμμεσα του δίνει αυτή τη δυνατότητα. Όπως δεν φταίει εκείνος που σκοντάφτει νύχτα πάνω σ’ ένα παλούκι, μα εκείνος που έ­μπηξε το παλούκι στο δρόμο, έτσι και στην περίπτωση της διαβολής το μεγαλύτερο αδίκημα το διαπράττει εκείνος που παρέχει τη δυνατότητα της διαβολής, όχι εκείνος που τη χρησιμοποιεί ή την υφίσταται. Πες μου όμως αυτός ο διάβολος διακατέχεται από πάθη, ή όχι; Αν δεν διακατέχεται από πάθη, δεν θα διέβαλλε ποτέ. Αν όμως είναι εμπαθής, δικαιούται τη συγγνώμη μας, ακρι­βώς όπως δεν κατηγορούμε ως άδικο κάποιον που υποφέρει από φυσική αρρώστια, αλλά πάνω απ’ όλα τον οικτίρουμε για τα βάσανά του.

ΑΠΟ ΤΗΝ ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ

III, 1. Για ποιο λόγο ο Χριστός, ούτε στον αρχιερέα όπου τον οδήγησαν ούτε στον κυβερνήτη δεν είπε ένα λόγο άξιο σοφού και θείου ανθρώπου, ένα λόγο ικανό να τους ανοίξει τα μάτια και να τους κάνει καλύτερους, το δικαστή και τους υπόλοιπους παρευρισκόμενους; Παρά ανεχόταν να τον χτυπούν μ’ ένα καλάμι, να τον φτύνουν και να του φορέσουν ακάνθινο στεφάνι, σε αντίθεση με τον Απολλώνιο Τυανέα3 που αφού πρώτα τα ‘ψάλε του αυτοκράτορα Δομητιανού, αμέσως με­τά έγινε άφαντος από τα ανάκτορα κι ύστερα από μερικές ώ­ρες εμφανίστηκε στην πόλη Δικαιάρχεια —τους σημερινούς Ποτιόλους— μπρος σε όλο τον κόσμο. Μα ακόμα κι αν ήταν θεϊκή εντολή να υποστεί τα πάθη, ο Χριστός όφειλε μεν να υ­πομείνει την τιμωρία, όχι όμως και να τα υποστεί όλα βου­βός χωρίς να μιλήσει διόλου, θα έπρεπε να μιλήσει δυνατά και να πει λόγια σπουδαία και σοφά στον Πιλάτο το δικαστή κι όχι ν’ αφήνει να τον εξευτελίζουν σαν κανένα τιποτένιο του δρόμου.4

III, 2. Μα και κείνα τα λόγια του Ιησού προς τους μαθητές, γεμάτα ασάφεια και αμορφωσιά: «Μη φοβηθείτε», λέει, «ε­κείνους που θανατώνουν το κορμί»* κι ο ίδιος αγωνιά και μέ­νει ξάγρυπνος προσμένοντας τα δεινά, και προσεύχεται παρακαλώντας να μη τον βρει το κακό, και λέει στους δικούς του: «μείνετε ξυπνητοί και προσευχηθείτε, για να σας φύγει ο πειρασμός». Αυτά δεν είναι κουβέντες άξιες ενός υιού του θεού, μα ούτε καν ανθρώπου σοφού που περιφρονεί το θάνατο’.

III, 3. Κι ακόμη, μου φαίνεται τελείως ανόητο εκείνο που εί­πε, «Αν πιστεύατε στο Μωυσή, θα πιστεύατε και μένα, διό­τι ο Μωυσής για μένα έγραψε» Όμως δεν σώζεται κανένα γραπτό του Μωυσή. Λένε πως όλα τα συγγράμματά του κάηκαν μαζί με το Ναό. Όσα γράφτηκαν αργότερα επ’ ονό­ματι του Μωυσή, χίλια εκατόν ογδόντα χρόνια μετά το θά­νατο του, τα συνέγραψαν ανακριβώς ο Έσδρα και οι άνθρω­ποι του. Μα ακόμα και να δεχτεί κανείς ότι ο γραπτός Νό­μος είναι του Μωυσή, δεν μπορεί να υποδείξει κανένα σημείο όπου να αναφέρεται ο Χριστός ως θεός ή λόγος του θεού ή δημιουργός. Και τελοσπάντων, από ποιον είχε ειπωθεί πως ο Χριστός θα σταυρωνόταν;

III, 4· Κι αν θα ήθελε κανείς να μιλήσει και για κείνη την ι­στορία, θα φαινόταν ότι πραγματικά πρόκειται για φλυαρίες εκ του πονηρού, λέει ο Ματθαίος [8.31] ότι ο Ιησούς συναπαντήθηκε με δύο δαίμονες που ζούσαν ανάμεσα σε τάφους, κι ότι εκείνοι φοβήθηκαν και μπήκαν σε κάτι γουρούνια, πολλά από τα οποία σκοτώθηκαν. Ο Μάρκος, μάλιστα, δεν δίστα­σε να επινοήσει έναν υπερβολικό αριθμό χοίρων [5.1], και να τι ισχυρίζεται: «Του έλεγε (ο Ιησούς): «Ακάθαρτο πνεύμα, βγες από το σώμα ετούτου του ανθρώπου»‘, και τον ερώτησε, «ποιο είναι τ» όνομα σου; Και αποκρίθηκε, Λεγεών, γιατί είμαστε πολλοί», και του ζητούσε να μην τον πετάξει έξω απ* τη χώρα». Εκεί κοντά έβοσκε μια αγέλη γουρουνιών. Και τα δαιμόνια τον παρακαλούσαν να τους αφήσει να μπουν μέσα στα γουρούνια. Και μόλις μπήκαν στα γουρούνια, έτρεξαν αυτά κι έπεσαν από το γκρεμό μες στη θάλασσα —γύρω στα δυο χιλιάδες γουρούνια— και πνίγηκαν κι οι χοιροβοσκοί το ‘βαλαν στα πόδια. Τι παραμύθι, τι παραμιλητό, τι γέλιο ασταμάτητο! Ένα πλήθος δυο χιλιάδων γουρουνιών να βουτάνε στη θάλασσα, να πνίγονται και να ψοφάνε! Και πώς, ακούγοντας κανείς ό­τι οι δαίμονες τον παρακάλεσαν να μην τους ρίξει στην άβυσσο κι ότι ο Χριστός, μπρος στα παρακάλια τους, αντί γι’ αυτό τους ξαπόστειλε στα γουρούνια, πώς να μην πει: αχ! τι αμορ­φωσιά, τι κωμική πλάνη! Πνεύματα φονικά, υποτίθεται, που απεργάζονται μεγάλο κακό σε βάρος της ανθρωπότητας κι εκείνος δέχεται την αξίωσή τους και τους επιτρέπει να κάνουν αυτό που επιθυμούν. Οι δαίμονες ήθελαν να χορεύουν ανάμε­σα στους ζωντανούς, και να κάνουν τον κόσμο παιγνίδι τους, να ανακατώσουν θάλασσα και στεριά, να καταντήσουν την οικουμένη θέαμα θλιβερό, να ξυπνήσουν τα στοιχεία της φύ­σης και να βυθίσουν την υφήλιο μέσα στο χάος. Θα ‘πρεπε λοιπόν ο άνθρωπος ετούτα τα πονηρά όντα, τους αρχηγέτες του κακού, να τους πετάξει ακριβώς εκεί όπου δεν ήθελαν, κι όχι να δείξει αδυναμία μπρος στα παρακάλια τους, επιτρέποντάς τους έτσι να προκαλέσουν άλλη μία συμφορά.

Αν η ιστορία είναι αληθινή και όχι μύθευμα, —όπως το λέω ξεκάθαρα πως είναι-, τότε μας βεβαιώνει για την ανικανότη­τα του Χριστού, που έδιωξε τους δαίμονες μέσα από έναν άν­θρωπο και τους ξαπόστειλε μέσα σε χοίρους δίχως λογικό, και επιπλέον, κατατρομοκράτησε τους χοιροβοσκούς και τους έκανε να το βάλουν στα πόδια γεμάτοι ταραχή και να ξεσηκώσουν μια ολόκληρη πόλη. [Μάρκος 5.8-15j. Δεν θα ήταν δίκαιο να θεράπευε από το κακό, όχι μόνο έναν και δυο ή τρεις και δεκατρείς, μα όλους τους ανθρώπους; πολύ περισσότερο που φημίζεται ότι γι' αυτό ακριβώς φροντίζει. Το να ελευθερώσει ένα άτομο από τα αόρατα δεσμά του, με­ταφέροντας τα δεσμά αλλού με τρόπο αφανέρωτο, και κάποιους να τους ελευθερώνει από τους φόβους αισίως, ενώ άλ­λους να τους περιβάλλει με φόβο, χωρίς κανένα λόγο, αυτό δεν είναι κατόρθωμα και δεν θα χαμε άδικο να του καταλο­γίσουμε δολιότητα. Επιπλέον, δεχόμενος την αξίωση των εχθρών να πάνε να λεηλατήσουν άλλη περιοχή, δε διαφέρει από ένα βασιλιά που καταστρέφει τους υπηκόους του, κάποιον που μη μπορώντας να πετάξει τους βαρβάρους έξω απ' όλη τη χώρα, τους στέλ­νει να μείνουν από τον έναν τόπο στον άλλον, διώχνοντας το κακό από έναν τόπο και παραδίνοντάς άλλον τόπο στο κακό. Αν λοιπόν και ο Χριστός κατά τον ίδιο τρόπο ξαπόστειλε τό­τε τον δαίμονα σε μια αγέλη γουρουνιών, επειδή αδυνατούσε να τον διώξει ολοκληρωτικά από την περιοχή του, τότε η ενέργειά του είναι όντως αξιοπερίεργη και ικανή να μολύνει την ακοή, και μας βάζει σε κακές σκέψεις. Ένας μυαλωμένος άνθρωπος με το που θα ακούσει αυτή την αφήγηση, αυτομάτως 0α εκφράσει την ανάλογη θέση: Αφού δεν ελευθερώνει ολόκληρη την υφήλιο από το κακό, παρά διώχνει τους δράστες του κακού από ένα μέρος για να πάνε σε άλλο και αφού άλλους ανθρώπους τους φροντίζει κι άλ­λους τους παραμελεί, το να καταφύγεις σ" αυτόν για να σω­θείς δεν είναι διόλου ασφαλές. Γιατί ένας που έχει σωθεί, στε­νοχωρεί έναν μη σωσμένο, χώρια που ο δεύτερος αρχίζει να κατηγορεί τον πρώτο. Σύμφωνα με την κρίση μου, η ιστορία αυτή είναι πλαστή. Κι αν δεν είναι πλαστή και συγγενεύει με την αλήθεια, είναι αρκετή για να διακόψει τα χασμουρητά κάποιου και να τον κάνει να βάλει τα γέλια. Ας αποσαφηνίσουμε εδώ και το εξής: πώς ήταν δυνατό να βόσκει ένα τόσο μεγάλο πλήθος γουρουνιών στην Ιουδαία, ό­που από πολύ παλιά οι Ιουδαίοι τα θεωρούν βρωμερά και τα απεχθάνονται; Και πώς πνίγηκαν όλα μαζί τα γουρούνια εκεί­να, αφού δεν υπήρχε εκεί καμιά θάλασσα βαθειά να ριχτούν παρά μόνο μια λίμνη; Αλλά αυτό ας αφήσουμε να το κρίνουν τα νήπια.

III, 5. Ας εξετάσουμε μία φράση ακόμα πιο σκοτεινή απ’ ό,τι οι προηγούμενες, στην οποία ισχυρίζεται: «Πιο εύκολο είναι να περάσει καμήλα μέσα από βελόνα, παρά πλούσιος να κερ­δίσει τη βασιλεία των ουρανών.» [Ματθ. 19.24]- Αν ένας πλού­σιος που δεν διαπράττει κανένα αδίκημα (φόνο, κλοπή, μοι­χεία, δηλητηρίαση, ψευδορκία, τυμβωρυχία, ιεροσυλία) δεν πρόκειται να οδηγηθεί στη λεγόμενη «βασιλεία των ουρα­νών», τότε ποιο το όφελος να κάνουν δίκαιες πράξεις οι δί­καιοι, αν τυχαίνει να «ναι πλούσιοι; Και τι έχουν να χάσουν οι φτωχοί, αν διαπράττουν κάθε είδους κακούργημα; Αφού δεν είναι η αρετή που ανεβάζει τον άνθρωπο στους ουρανούς, αλλά η πενία και η ένδεια. Γιατί εφ’ όσον ο πλούτος είναι που αποκλείει τον πλούσιο από τους ουρανούς, κατ’ αντίφαση, η φτώχεια ανοίγει το δρόμο στους πτωχούς. Όποιος το πλη­ροφορηθεί αυτό, με το δίκιο του δεν θα ασχολείται διόλου με το μάθημα της αρετής και τίποτα δεν θα τον εμποδίζει να κά­νει τα μεγαλύτερα αίσχη, μιας και η πενία είναι που σώζει τον πένητα ενώ ο πλούτος αποκλείει τον πλούσιο από τα αμόλυντα ουράνια δώματα. Από αυτό συμπεραίνω ότι δεν ήταν λόγια του Χριστού αυ­τά -αν δεχτούμε πως ο Χριστός παρέδιδε «τον κανόνα της αληθείας»— αλλά κάποιων φτωχών που ήθελαν, με τέτοιες αερολογίες, να φάνε από τις περιουσίες των πλουσίων. Μα μόλις χθες -κι όχι στο μακρινό παρελθόν—, γι’ άλλη μια φορά, αυτά ακριβώς απάγγειλαν σε κάποιες ευκατάστατες γυναίκες: «Πούλησε τα υπάρχοντά σου και δώσε στους πτωχούς και θα κερδίσεις το θησαυρό του ουρανού», και τις έπεισαν να μοιράσουν όλη τους την περιουσία στους φτωχούς. Κι οι γυ­ναίκες έπεσαν σε τέτοια φτώχια που το ‘ριξαν στη ζητιανιά, κι από ελεύθερες που ήταν, κατάντησαν να ζητάνε πίσω τα χαμένα με τρόπο αισχρό και όψη ελεεινή ώσπου τέλος ανα­γκάστηκαν να βγουν στη γύρα και να χτυπούν τις πόρτες των πλουσίων. Η έσχατη ατίμωση και το χειρότερο πάθημα: στο όνομα της ευσέβειας, να ξεπέσεις και να χάσεις το βιός σου και μετά, επειδή σε σφίγγει η ανάγκη, να λαχταράς τα ξένα αγαθά. Από κάτι τέτοια, έχω την εντύπωση ότι το ρητό ανήκει σε κάποια ταλαίπωρη γυναίκα (και όχι στον Ιησού).

III, 6. Ας μιλήσουμε τώρα πιο αναλυτικά για κείνη την ιστο­ρία στο ευαγγέλιο, που ο τρόπος γραφής της είναι μεν γε­λοίος και διόλου πειστικός, μα ακόμα πιο γελοία είναι η ίδια η υπόθεσή της: τότε που ο Ιησούς έστειλε τους μαθητές του να διαπλεύσουν τη θάλασσα μετά από ένα δείπνο, κι ο ίδιος πήγε να τους συναντήσει αργότερα, την ώρα της τέταρτης νυχτερινής βάρδιας. Και τους βρήκε εξαντλημένους από την κακοκαιρία, καθώς όλη τη νύχτα πάλευαν με τα άγρια κύμα­τα (όλη νύχτα, διότι η ώρα της τέταρτης νυχτερινής βάρδιας είναι η δέκατη νυχτερινή ώρα, μετά την οποία υπολοίπονται άλλες τρεις ώρες). [Ματθ.14.25' Μαρκ. 6.48]. Όσοι περιγράφουν την περιοχή, βεβαιώνουν πως δεν υπάρ­χει καμία θάλασσα εκεί, μόνο μια λιμνούλα, κοντά στην πό­λη Τιβεριάδα, που τη σχηματίζουν τα νερά ενός ποταμού που κατεβαίνει από το βουνό και χύνεται στη Γαλιλαία. Μια λιμνούλα που εύκολα μπορεί να την διαπλεύσει ακόμα και έ­να μικρό μονόξυλο, το πολύ σε δυο ώρες, και που δεν είναι τόσο μεγάλη ώστε να σηκώνει κύμα και σε περίπτωση κακο­καιρίας να υπάρχει θαλασσοταραχή. Ο Μάρκος λοιπόν, αφού ξεμάκρυνε αρκετά από την αλή­θεια, κάθισε και σκάρωσε ετούτο το παραμύθι με τον πιο γε­λοίο τρόπο, λέγοντας ότι αφού πέρασαν εννέα ώρες, τη δέκα­τη κατέφθασε ο Ιησούς (δηλαδή, την ώρα της τέταρτης νυ­χτερινής βάρδιας), και βρήκε τους μαθητές να ταξιδεύουν α­κόμα μες στη λιμνούλα! Και την αναφέρει ως θάλασσα και όχι απλώς θάλασσα, μα και ταραγμένη και άγρια, με κύμα­τα αφρισμένα, ώστε αμέσως μετά να μας παρουσιάσει τον Χριστό ως μέγα θαυματοποιό που σταμάτησε τη φοβερή κα­κοκαιρία κι έσωσε τους μαθητές που λίγο ακόμα και θα πνί­γονταν στο βυθό του πελάγους!6 Από κάτι τέτοια παιδικά παραμύθια καταλάβαμε ότι το ευ­αγγέλιο δεν είναι παρά μια καλοστημένη σκηνοθεσία. Και απ’ το καθένα απ’ αυτά τα παραμύθια είναι που ψάχνουμε να βγάλουμε άκρη.

ΤΑ ΡΗΤΑ ΤΟΥ ΙΗΣΟΎ

III, 7. Τώρα δα, ανακαλύπτοντας ακόμα μία ανακολουθία σε μια φρασούλα του Χριστού προς τους μαθητές, σκέφτηκα να μην την αποσιωπήσω ούτε κι αυτήν. Λέει: «τους πτωχούς πάντοτε, εμέ δε ού πάντοτε εχετε» [Ματθ. 26.11]. Αφορμή για το θέμα αυτό ήταν το εξής: μια γυναίκα που κρατούσε άρωμα μέσα σε αλάβαστρο, του το ‘χύνε πάνω στο κεφάλι. Στους άλλους που την έβλεπαν και σχολίαζαν ότι η πράξη της ήταν ανάρμοστη, είπε: «Τι την ταλαιπωρείτε τη γυναίκα. Καλό μου έκανε. Τους φτωχούς πάντα θα τους έχετε, εμένα όμως δεν θα μ’ έχετε πάντα.» Γιατί τους είχε κακοφανεί πολύ, που δεν ακριβοπουλήθηκε το άρωμα για να μοιραστούν τα λεφτά στους πεινασμένους φτωχούς. Και απ’ αφορμή την άκαιρη εκείνη αντίδρασή τους, ξεστόμισε ο Ιησούς την ανόητη ετούτη κουβέντα, λέγοντας πως δεν θα βρισκόταν πάντοτε μαζί τους, εκείνος που σε άλλες περιστάσεις τους διαβεβαίωνε, εσομαι μεθ’ υμών εως της συντελείας του αιώνος, συγχίστηκε με το περιστατικό του αρώματος και τους αρνήθηκε ότι θα βρισκό­ταν πάντοτε μαζί τους.

III, 15. Περιβόητη κι εκείνη η ρήση του διδασκάλου, όπου λέ­γει, «εάν δεν φάτε τη σάρκα μου και δεν πιείτε το αίμα μου, δεν έχετε ζωή μέσα σας.» [Ιωάν. 6.54] Αυτό δεν είναι απλώς θη­ριώδες ή άτοπο.[2] Ξεπερνά κάθε ατόπημα και κάθε θηριωδία, άνθρωπος να γευτεί ανθρώπινες σάρκες και να πιεί το αίμα ομοφύλου και συγγενή του, και μάλιστα με σκοπό να κερδίσει την αιώνια ζωή! Πες μου, ύστερα απ’ αυτή την ωμότητα, τι άλλες υπερβά­σεις σκοπεύετε να εισαγάγετε στη ζωή μας; Ποιαν άλλη κακότητα θα εφεύρετε, βρωμερότερη από τούτην εδώ; Τέτοια πράγματα δεν αντέχει κανείς ούτε να τ’ ακούει -και δεν εννοώ την ίδια την πράξη, μα ακόμα και το να γίνεται λόγος γι’ αυ­τά τα ξενόφερτα, καινοφανή ανοσιουργήματα. Τέτοιο μήνυ­μα δεν έχουν δώσει τα φαντάσματα των Ερινύων ούτε στους πιο εκκεντρικούς ανθρώπους’ ούτε οι Ποτιδαιάτες7 θα ξέπε­φταν σε κείνη την πράξη αν δεν τους θέριζε η απάνθρωπη πεί­να, το Θυέστειο8 γεύμα έγινε εξ αιτίας της στενοχώριας με­ταξύ δυο αδελφών, ο Τηρέας ο Θρακιώτης με το ζόρι αναγ­κάστηκε να δεχτεί τέτοια τροφή, ο Άρπαγος εξαπατήθηκε α­πό τον Αστυάγη κι έφαγε από τις σάρκες αγαπημένου του προσώπου, όλοι τους δίχως να το θέλουν υπέκυψαν σ’ ετούτο το βδέλυγμα. Υπό συνθήκες ειρηνικές, τέτοιο γεύμα δεν ετοί­μασε ποτέ κανένας άνθρωπος και κανένας δεν άκουσε ποτέ από δάσκαλο τέτοιο σιχαμερό μάθημα. Ακόμα και τα όσα εξ­ιστορούνται για τους Σκύθες αν μελετήσεις, κι αν εξετάσεις τις συνήθειες των Μακρόβιων Αιθιόπων, κι αν κάνεις το γύρο του ωκεανού, θα βρεις ανθρώπους να τρων ψείρες και ρίζες, θ’ ακούσεις για Ερπετοφάγους και Ποντικοφάγους κανείς τους όμως δεν τρώει ανθρώπινες σάρκες. Λοιπόν, τι νόημα έχει ετούτη η κουβέντα του Ιησού; Ακόμα κι αν πρόκειται για αλληγορία που κρύβει κάποιο ωφέλιμο νόημα, η ίδια η μυρωδιά της φράσης κακοποιεί την ψυχή ταράζοντάς την με την σιχασιά που προκαλούν οι λέξεις στο άκουσμά τους κι έχει καταστρέψει ολόκληρο το κρυμμένο νό­ημα, γιατί τέτοια συφοριασμένα λόγια φέρνουν ζαλάδα στον άνθρωπο. Ως και τα ζώα που δεν έχουν λογικό, ακόμα κι αν γνωρίσουν πείνα σκληρή και αφόρητη, δεν υποκύπτουν ποτέ: σκύλος δεν θα φάει σάρκες σκύλου και κανένα άλλο ζώο δεν πρόκειται να γευτεί τη σάρκα ομοειδούς ζώου. Υπάρχουν ένα σωρό δάσκαλοι που εισάγουν ξενόφερτες και­νοτομίες, όμως μεγαλύτερη καινοτομία από ετούτη την τραγωδία δεν έχει επινοήσει κανένας ιστοριογράφος ή φιλόσο­φος, είτε Βάρβαρος είτε Έλληνας της αρχαιότητας. Βλέπετε τι έχετε πάθει και προτρέπετε και τους αφελείς, μαζί μ’ εσάς να πειστούν κι αυτοί; Βλέπετε τι κακό έχει ενσκήψει, όχι μό­νο στα χωριά μα και στις πόλεις; Αυτός, νομίζω, ήταν και ο λόγος που ούτε ο Μάρκος ούτε ο Λουκάς δεν τα έγραψαν ετούτα, μήτε καν ο Ματθαίος, καθώς θα έκριναν ότι η ρήση (του Ιησού) δεν έχει καμία λεπτότητα, παρά είναι αλλότρια και ανάρμοστη και απέχει πολύ από τις αρχές του πολιτισμένου βίου.

III, 16. Ας δώσουμε λίγη προσοχή σ’ εκείνο το εδάφιο όπου λέει ο Ιησούς: «εκείνους που θα πιστέψουν, θα τους ακολου­θούν τα εξής σημάδια: θα ακουμπούν τα χέρια τους πάνω σε αρρώστους και κείνοι θα βρίσκουν την υγεία τους, εκείνοι που θα πιστέψουν, αν τύχει και πιούν θανατηφόρο δηλητήριο, δεν πρόκειται να πάθουν τίποτα.» [Μαρκ. ι6.ι8]. Θα πρέπει, το λιγότερο, οι εκλεκτοί ιερείς τους, και μάλιστα όσοι έχουν βλέψεις να γίνουν επίσκοποι, δηλαδή προκαθήμενοι της εκκλησίας, να χρησιμοποιήσουν αυτή τη μέθοδο για να κριθούν: να πάρουν το θανατηφόρο δηλητήριο ώστε αυτός που δεν θα πάθει τίποτα να προκριθεί. Αν δεν έχουν το θάρ­ρος να αποδεχτούν τον τρόπο αυτό, ομολογούν ότι δεν πι­στεύουν τα λόγια του Ιησού. Γιατί αν είναι μέρος της χρι­στιανικής πίστης το ότι μπορεί ένας άνθρωπος να κατανικά το δηλητήριο ή τους πόνους ενός αρρώστου, τότε ο πιστός που δεν μπορεί να κάνει τέτοια πράγματα είτε δεν είναι γνή­σιος πιστός είτε είναι μεν γνήσιος πιστός αλλά αυτό στο ο­ποίο πιστεύει δεν στέκει καλά.

III, 17. Βλέπε κι ένα παρόμοιο ρητό: «Αλήθεια σας λέω, εάν έχετε πίστη όση ένας σπόρος σιναπιού, θα πείτε στο βουνό αυτό: «Μετατοπίσου και πέσε μες στη θάλασσα», και θα με­τακινηθεί και τίποτα δεν θα σας είναι αδύνατον.» [Ματθ. 17.20]. Απ’ ό,τι φαίνεται, όποιος δεν μπορεί να μετακινήσει βουνό με ένα πρόσταγμά του, δεν είναι άξιος να συγκαταλέγεται στην αδελφότητα των Πιστών. Οπότε αυτοαναιρείσθε φανε­ρά, καθώς όχι μόνο οι κοινοί Χριστιανοί δεν συμπεριλαμβά­νονται στους Πιστούς, αλλά ούτε καν οι επίσκοποι κι οι πρε­σβύτεροι είναι άξιοι να φέρουν τον τίτλο του πιστού.

III, 18. Ας μιλήσουμε και για τούτην εδώ τη φράση του: για ποιο λόγο ο Ιησούς, όταν τον έβαζε ο διάβολος σε δοκιμασία και του ‘λεγε «πέσε από τη στέγη του ναού», όχι μόνο δεν έ­πεσε μα του είπε, «δεν θα βάλεις σε δοκιμασία τον κύριο τον θεό σου»; [Ματθ. 4.6]. Εμένα μου φαίνεται πως το είπε αυτό επειδή φοβήθηκε την πτώση. Αν, όπως λέτε, έκανε τόσα και τόσα θαύματα —και μάλιστα ανάστησε και νεκρούς μ ένα του λόγο – θα ‘πρεπε χωρίς δισταγμό να αποδείξει ότι ήταν ικανός να σώζει τον κόσμο από τους κινδύνους και να ριχτεί από το ύφος της στέ­γης χωρίς να πάθει το παραμικρό πόσο μάλλον, που ο διά­βολος του υπενθύμιζε πως υπήρχε στις γραφές ένα χωρίο που έλεγε, «και θα σε σηκώσουν [οι άγγελοι] στα χέρια για να μη χτυπηθεί το πόδι σου πάνω σε πέτρα». Οπότε, το σωστό θα ήταν να δείξει σ’ όσους βρίσκονταν εκεί στο ναό ότι ήταν υιός θεού κι είχε τη δύναμη να γλιτώνει από τον κίνδυνο τον εαυ­τό του και τους δικούς του.

ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΠΕΤΡΟΥ

III, 19. Είναι ευνόητο να προκαλεί τη δυσφορία όλος ετούτος ο κυκεώνας ασυναρτησιών, όπου οι ίδιες οι φράσεις έχουν κηρύξει τον πόλεμο η μία στην άλλη, πώς 0α μπορούσε κανείς, έστω και μιλώντας σε απλοϊκούς ανθρώπους του δρόμου, να αφηγηθεί τα λόγια του Ιησού στον Πέτρο: «’Υπάγε οπίσω μου, Σατανά, με βάζεις σε πειρασμό, διότι δεν φρονείς τα του θεού αλλά τα των ανθρώπων» [Ματθ. 16.23] και αλλού: «Εσύ είσαι Πέτρος και πάνω στην πέτρα αυτή θα οικοδομήσω την εκκλησία μου και θα σου δώσω τα κλειδιά της βασιλείας των ουρανών.» [Ματθ. 16.18]. Αν καταδίκασε έτσι τον Πέτρο επειδή δεν είχε αποκτήσει θείον φρόνημα —τόσο ώστε να αποκαλέσει τον Πέτρο πειρα­σμό και Σατανά που η θέση του δεν είναι να στέκεται εμπρός του- κι αν τον εξαπόστειλε με τέτοιο τρόπο επειδή είχε πέ­σει σε επικίνδυνο σφάλμα, τόσο που ούτε να τον βλέπει πια δεν ήθελε, παρά τον πέταξε πίσω του μες στο συρφετό των ασήμαντων και των αποδιωγμένων, πώς θα πρέπει εμείς να την εκλάβουμε αυτήν την καταδίκη του κορυφαίου και πρώ­του των μαθητών; Αν τα σκεφτεί και τα ξανασκεφτεί κανείς νηφάλια, και κατόπιν ακούσει το Χριστό -που θαρρείς και ξέ­χασε τις φωνές που ‘βαλε στον Πέτρο— να του λέει, «εσύ εί­σαι Πέτρος και πάνω στην πέτρα αυτή θα οικοδομήσω την εκκλησία μου και θα σου δώσω τα κλειδιά της βασιλείας των ουρανών», δεν θα ξεκαρδιστεί στα γέλια; Δεν θα σαρκάσει, σαν να βρισκόταν μέσα σε θέατρο, δεν θα προγκίξει τους ηθο­ποιούς, δεν θα σφυρίξει μ» όλη του τη δύναμη, δεν θα στραφεί στους άλλους θεατές να πει δυνατά: «Ή πιωμένος ήταν και πάνω στο μεθύσι τού κακομίλησε του Πέτρου και τον είπε Σατανά ή ονομάζοντάς τον κλειδοκράτορα της βασιλείας, ζωγράφιζε όνειρα που είδε στον ύπνο του» Ποιος Πέτρος ήταν ικανός να στηρίξει τα θεμέλια της εκ­κλησίας; Εκείνος που το φρόνημά του κλονίστηκε τόσες και τόσες φορές με το παραμικρό; Πότε φάνηκε να ‘χει ένα στα­θερό λογισμό και πότε είχε να επιδείξει ακλόνητο φρόνημα; Αυτός που εξ αιτίας μιας ελεεινής υπηρετριούλας, με το που άκουσε τη λεξούλα «Ιησούς», τρέμοντας από φόβο, τρεις φο­ρές ορκίστηκε ψέματα, χωρίς να τον ζορίζει καμιά σοβαρή ανάγκη; [Μαρκ. 14.69]. Αν είχε δίκιο να τον πει Σατανά, προλαβαίνοντας το ότι ο Πέτρος στο πιο σημαντικό θέμα, της ευσέβειας, θα ‘πεφτε σε τέτοιο ατόπημα, τότε είναι παράλογο να τον τοποθετεί και στην κορυφή της εξουσίας, σα να μην είχε ιδέα για τις πράξεις του Πέτρου.

III, 20. Το ότι ο Πέτρος είχε υποπέσει σε πολλά αμαρτήμα­τα, φαίνεται και στο χωρίο εκείνο όπου του λέει ο Ιησούς: «Όχι επτά φορές, μα εβδομήντα επί επτά φορές θα επιτρέ­ψεις να αμαρτήσει ο αμαρτωλός.» [Ματθ. 18.22]. Κι ο Πέτρος, παρ’ ότι είχε λάβει αυτή την εντολή, όρμηξε στου αρχιερέα το δούλο, που δεν είχε κάνει απολύτως καμιά αμαρτία, και με βαναυσότητα του ‘κόψε το αυτί. [Ιωαν. 18.10|. Σε τι αμάρτησε αυτός, αν το αφεντικό του τον διέταξε να πάρει μέρος στη σύλληψη του Ιησού;

III, 21. Ετούτος ο Πέτρος και σ' άλλες περιπτώσεις έχει δια­πράξει εγκλήματα. Έναν άνδρα που τον έλεγαν Ανανία και τη γυναίκα του, ονόματι Σάπφειρα, επειδή δεν του κατέβα­λαν ολόκληρο το χρηματικό ποσό από την πώληση του χω­ραφιού τους και ξεχώρισαν ένα μέρος για τις ανάγκες τους, τους θανάτωσε, ενώ δεν είχαν βλάψει κανένα. (Πράξεις Αποστό­λων 5.1-11]. Αν δεν θέλησαν να χαρίσουν ολόκληρη την περιουσία τους, πού είναι το έγκλημα τους; Κι αν νόμιζε ότι έκαναν αδίκημα, θα έπρεπε να θυμηθεί τις εντολές του Ιησού που του δίδαξε να υπομείνει μέχρι και τετρακόσια ενενήντα αδικήματα, και να συγχωρέσει εκείνο το ένα -αν βέβαια υπήρχε αμάρτημα στην πράξη τους εκείνη. Και θα ‘πρεπε ο Πέτρος, ανάμεσα στ’ άλλα, να ‘χει πάντα κατά νου ότι όταν ο ίδιος ορκιζόταν ότι δεν ήξερε τον Ιησού, όχι απλώς ψευδόταν μα και ως επίορκος έδειξε πόσο δεν μετρούσε γι’ αυτόν η μέλλουσα κρίση και ανά­σταση.

III, 22. Αυτός που κατείχε θέση αρχηγού ανάμεσα στους μα­θητές, και που διδάχτηκε από το θεό να περιφρονεί το θάνατο, αυτός, όταν πιάστηκε από τον Ηρώδη, δραπέτευσε και στά­θηκε η αιτία να εκτελεστούν οι φρουροί του. Νύχτα δραπέτευ­σε, και την επομένη αναστατώθηκαν οι στρατιώτες κι αναρω­τιόνταν πώς διέφυγε ο Πέτρος. Μη μπορώντας να τον βρει ο Ηρώδης, έκανε ανακρίσεις και διέταξε να συλληφθούν οι φύ­λακες, τουτέστιν να αποκεφαλιστούν. [Πράξεις 12.1-11]. Είναι ν’ απορεί κανείς, πώς έδωσε ο Ιησούς τα κλειδιά των ουρανών σ’ έναν τέτοιον άνθρωπο. Πώς είπε «βόσκε τα αρ­νιά μου», [Ιωαν. 21.15], σ’ αυτόν που με το παραμικρό τα έχανε και καταβαλλόταν από το φόβο -αν υποθέσουμε ότι τα πρόβατα είναι οι πιστοί που προόδευσαν κι έφθασαν στον υψηλό­τερο βαθμό του μυστηρίου, ενώ τα αρνιά είναι όσοι βρίσκο­νται ακόμα στο στάδιο της κατήχησης και τρέφονται με το γάλα της διδασκαλίας. Όμως η ιστορία λέει ότι ο Πέτρος, αφού βόσκησε τα πρό­βατα λίγους μόνο μήνες, μετά σταυρώθηκε, παρ’ όλο που του χε πει ο Ιησούς ότι αυτόν δεν θα τον νικούσαν οι πύλες του Άδη.9 Ως και ο Παύλος είχε καταδικάσει τον Πέτρο, λέγοντας: «Του εναντιώθηκα κατά πρόσωπο, γιατί ήταν αξιοκατάκριτος. Διότι πριν καταφθάσουν οι άνθρωποι του Ιακώβου, ο Πέτρος συνέτρωγε με εθνικούς. Μόλις όμως ήρθαν εκείνοι, ο Πέτρος αποτραβήχτηκε γιατί φοβήθηκε μη τον δουν οι Ε­βραίοι. Και τον ακολούθησαν σ’ αυτή του την υποκρισία πολ­λοί άλλοι Ιουδαίοι» [Προς Γαλάτας 2.12]. Πόσο αξιοκατάκριτο, ένας άντρας που έχει αναγορευτεί σε ερμηνευτή του θείου λόγου να ζει μες στην υποκρισία και να συμπεριφέρεται έτσι ώστε να γίνεται αρεστός στον κόσμο, κι επιπλέον να σέρνει μαζί του και μια γυναίκα, όπως λέει πάλι ο Παύλος: «Μήπως δεν έχουμε την εξουσία να σέρνουμε μαζί μας μια αδελφή γυναίκα, όπως κάνουν οι άλλοι απόστολοι και ο Πέτρος;» Λέει επίσης ο Παύλος: «Τέτοιοι άνθρωποι είναι ψευδαπόστολοι κι εργάζονται με δολιότητα». [Προς Κορινθ. Β' 11.13]. Αν λοιπόν έχει κυλιστεί ο Πέτρος μέσα σε τόσα κακά, όπως μαθαίνουμε, πώς να μην ανατριχιάσεις με την ιδέα ότι αυτός κρατά τα κλειδιά του ουρανού, αυτός λύνει και δένει, όντας ο ίδιος μπλεγμένος μέσα σε μυριάδες ατοπήματα!

ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΠΑΥΛΟΥ

III, 30. Τι εννοεί ο Παύλος όταν λέει, «αν και ελεύθερος, υπο­δούλωσα τον εαυτό μου σε όλους για να τους κερδίσω όλους»; [Προς Κορινθ. A' 9.19] Και πώς γίνεται, από τη μια να λέει την περιτομή ακρωτηριασμό της σάρκας κι από την άλλη να περιτέμνει ο ίδιος κάποιον, ονόματι Τιμόθεο, στην πόλη Λύστρα, όπως μας αφηγούνται οι «Πράξεις των Αποστόλων»; [Πράξεις 16.3] Για ετούτες τις βλακείες τού αξίζει ένα εύγε: στο θέατρο τέτοιου είδους απαγγελίες, κατάλληλα σκηνοθετημένες, προκαλούν το γέλιο. Με τέτοια τεχνάσματα δίνουν παραστάσεις οι ταχυδακτυλουργοί. Πώς μπορεί να είναι ελεύθερος κάποιος που υποδουλώνεται στους πάντες; Και πώς είναι δυνα­τό να κερδίζει τους πάντες με το μέρος του κάποιος που ικετεύει όλους το ίδιο; Αν, όπως λέει κι ο ίδιος, είναι άνομος ό­ταν βρίσκεται μαζί με ανόμους, και Ιουδαίος με τους Ιουδαίους και γενικώς με τον ίδιο τρόπο προσεγγίζει τους πάντες, τότε δεν είναι παρά δούλος της κακότητας και της πανουρ­γίας του και ξένος προς την Ελευθερία: ένας επιφανής υπηρέτης της κακίας των άλλων, που διακονεί με ζήλο υποθέσεις αισχρές, κάποιος που συγχρωτίζεται με ανθρώπους που δεν έχουν νόμο και ενστερνίζεται κατά περίπτωση τις πράξεις τους. Τέτοιες διδασκαλίες δεν μπορεί να είναι έκφραση ελεύθερης σκέψης και δεν μπορεί να προέρχονται από άνθρωπο ψυχικά υγιή. Αντίθετα, η βάση των συλλογισμών του δείχνει άνθρω­πο θερμοκέφαλο με αρρωστημένο μυαλό. Γιατί αν συμβιώνει με παρανόμους και ταυτόχρονα αποδέχεται τον ιουδαϊσμό με τη μεγαλύτερη προθυμία και μετέχει και στα δύο, τότε έχει μπερδευτεί και με τα δύο και συγκαταλέγεται και στα δύο’ και τέτοια σφάλματα δεν συνηθίζονται από ανθρώπους καλλιεργημένους. Γιατί όταν κανείς απορρίπτει την περιτομή θε­ωρώντας ότι εκείνοι που την κάνουν θέλουν να εξυψωθούν πάνω από τους υπολοίπους, κι από την άλλη περιτέμνει ο ί­διος, τότε ο ίδιος επιρρίπτει στον εαυτό του βαριά κατηγορία: Αν ξαναχτίζω αυτά που εγώ ο ίδιος γκρέμισα, γίνομαι πα­ραβάτης του εαυτού μου.

III, 31.Ο ίδιος ετούτος, ο περίφημος ρήτοράς σας, θαρρείς και ξέχασε τα προηγούμενα λόγια του, λέει στον χιλίαρχο ότι δεν είναι Ιουδαίος αλλά Ρωμαίος, ενώ πριν απ» αυτό είχε πει: «εγώ είμαι Ιουδαίος γεννήθηκα μεν στην Ταρσό της Κιλι­κίας μα ανατράφηκα πλάι στον Γαμαλιήλ και έμαθα επακρι­βώς τον νόμο των πατέρων μας» [Πράξεις 22.3]. Λέγοντας λοι­πόν κάποιος, «είμαι Ιουδαίος» και «είμαι Ρωμαίος», δεν εί­ναι ούτε το ‘να ούτε τ’ άλλο, επιθυμώντας να είναι και τα δυο. Όταν κάποιος υποκρίνεται και παριστάνει ότι είναι κάτι άλλο απ» αυτό που είναι, τότε οι πράξεις του ενέχουν δόλο’ φορώντας μάσκα εξαπατά, κλέβει την αλήθεια και παγιδεύει το φρόνημα της ψυχής χρησιμοποιώντας ποικίλες μεθόδους εξαπάτησης, για να υποτάξει τους εύπιστους. Άνθρωπος που ασπάζεται τέτοιες αρχές στη ζωή του, δεν διαφέρει σε τίποτα από έναν άσπονδο και σκληρό εχθρό, που υποκρινόμενος ότι πιστεύει σε ξένες γνώμες, αιχμαλωτίζει τους πάντες και τους καθιστά δούλους με τρόπο απάνθρωπο. Αν ο Παύλος παριστάνει πότε τον Ιουδαίο, πότε τον Ρωμαίο, πότε τον παράνομο, πότε τον Έλληνα, και όποτε θέλει εμφανίζεται κατά περίσταση ως ξένος και εχθρικός προς κάποιο απ’ αυτά, τότε, μπαίνοντας μέσα σ’ όλα τα εκμηδενίζει όλα, διότι χαϊδεύοντας τα, υποκλέπτει τις αρχές που τα στηρίζουν. Είναι λοιπόν ψεύτης δεν το κρύβει ότι είναι σύντροφος της ψευτιάς και περιττεύει η φράση του, «Την αλήθεια λέγω ενώπιον του Χριστού, δεν ψεύδομαι». Γιατί αν προχτές προσποιόταν ότι πίστευε στον ιουδαϊκό νόμο και σήμερα ότι πιστεύει στο ευαγγέλιο, δικαίως θα θεωρήσουμε ότι ο βίος κι η πολιτεία ενός τέτοιου ανθρώπου είχαν χαρακτήρα ύπουλο και κακό.

III, 32. Από τα λεγόμενά του είναι φανερό πως η ματαιοδο­ξία τον σπρώχνει να παραστήσει ότι ακολουθεί το ευαγγέλιο κι η πλεονεξία ότι ακολουθεί το Νόμο: «Ποιος υπηρετεί στο στρατό με δικά του έξοδα; Ποιος βόσκει ποίμνη και δεν τρώει από το γάλα της ποίμνης;» [Προς Κορινθίους Α' 9.7]. Και για να ενισχύσει τα επιχειρήματα του, βάζει για συνήγορο της πλεονεξίας του τον νόμο: «Ή μήπως δεν τα λέγει αυτά και ο νόμος; Είναι γραμμένο στο νόμο του Μωυσή: «Δεν θα βου­λώσεις το στόμα του βοδιού που αλωνίζει” Συνεχίζοντας, προσθέτει κάτι ασαφή και φλύαρα επιχειρήματα, προκειμέ­νου να εμφανίσει τα ζώα στερημένα από την χάρη της θείας πρόνοιας: «Σάμπως νοιάζεται ο θεός για τα βόδια; Δεν μιλά αποκλειστικά για μάς; Διότι για μάς είναι γραμμένο.» [Προς Κορινθίους Α' 9.10]. Μου φαίνεται ότι λέγοντάς τα αυτά προσ­βάλλει τη σοφία του κτίστη, που δήθεν δεν προνόησε για τα πλάσματα που δημιούργησε από παλιά, διότι αν ο θεός δεν νοιάζεται για τα βόδια, τότε γιατί να είναι γραμμένο το, Ό­λα τα έθεσες κάτω από τους ορισμούς σου, πρόβατα και βό­δια και κτήνη και ψάρια; Αν κάνει λόγο για τα ψάρια, πολύ περισσότερο θα πρέπει να ενδιαφέρεται για τα βόδια που ορ­γώνουν και κοπιάζουν. Αυτά με κάνουν να θαυμάζω τον α­γύρτη, που σπρωγμένος από την απληστία του μεταχειρίζε­ται το νόμο με τέτοιο σεβασμό, έχοντας κιόλας να λαβαίνει κάμποσες εισφορές από κείνους που τον υπάκουγαν.

III, 33· Στη συνέχεια, σα να τινάχτηκε απότομα ξυπνώντας από όνειρο, λέει: «Εγώ ο Παύλος καταθέτω ότι αν κάποιος εφαρμόσει έστω και ένα μέρος του νόμου, οφείλει να εφαρμό­σει ολόκληρο το νόμο», αντί να πει ότι γενικά δεν είναι ανάγκη να τηρούμε τα όσα ορίζει ο νόμος. Αυτός ο καλύτερος των ανθρώπων, ο εχέφρων, ο συνετός, δασκαλεμένος με το νόμο των πατέρων του στην εντέλεια, αυτός που τόσες και τόσες φορές μνημονεύει ευνοϊκά τον Μωυσή, τώρα, θαρρείς και μέθυσε από το πολύ κρασί, αναιρεί το πρόσταγμα του νόμου, και μιλώντας στους Γαλάτες, «ΓΙοιος σας έχει βασκάνει», λέει, «και δεν υπακούτε στην αλήθεια;» —εννοώντας το ευαγ­γέλιο. [Προς Γαλάτας 3·1]. Και παρακάτω, χρησιμοποιώντας τρο­μακτική έκφραση και παρουσιάζοντας ως φρικτό πράγμα το να υπακούει κανείς στο νόμο, λέει: «Είναι καταραμένοι όσοι βασίζονται στα έργα του νόμου». Ο ίδιος, που γράφει στους Ρωμαίους, «Ο νόμος είναι πνευματικός», και αλλού πάλι, «Ο νόμος είναι άγιος και η εντολή του αγία και δίκαιη», ό­σους υπακούν στον άγιο νόμο τούς λέει καταραμένους! Τα κάνει άνω κάτω και συγχέει τα πάντα και τα συσκοτίζει τό­σο, που όποιος τον ακούει σχεδόν ζαλίζεται, και σα να βαδί­ζει μες στη νύχτα συγκρούεται και με τα δυο, τη μια τσακί­ζεται πάνω στο νόμο, την άλλη πάνω στο ευαγγέλιο, μπερ­δεμένος εξ αιτίας της αμάθειας του καθοδηγητή του.10

ΙΙΙ, 34· ΓΙαρακολούθα τώρα τα λεγόμενα του σοφού. Ύστερα από τις μύριες αναφορές που έκανε στον ιουδαϊκό νόμο για να στηρίξει τα λόγια του, ακυρώνει τις θέσεις του λέγοντας: «Ο νόμος παρεισέφρυσε ώστε να πλεονάσουν τα παραπτώματα» [Προς Ρωμαίους 5·20], και πριν απ» αυτό: «Το κεντρί του θανάτου είναι η αμαρτία, και δύναμη της αμαρτίας είναι ο νόμος» [Προς Κορινθ. Λ' 16.56]. Με γλώσσα ακονισμένη σα μαχαίρι, ανε­λέητος, μέσα σε μια νύχτα κάνει το νόμο κομματάκια, αυτός που τόσες και τόσες φορές προέτρεπε τον κόσμο να πειθαρχεί στις εντολές του νόμου και ισχυριζόταν πως είναι αξιέπαινο το να ζει κανείς σύμφωνα με το νόμο. Και υιοθετώντας, από συνήθεια θαρρείς, τούτη την απαίδευτη γνώμη, ανατρέπει όλες τις θέσεις του.

III, 35. Όντως, ενώ απαγορεύει στους πιστούς να τρώνε κρέας θυσιασμένου ζώου, κατόπιν τους δασκαλεύει να μη νοιάζο­νται και να μην το ψάχνουν, αλλά να τρώνε, λέει, ακόμα και θυσιασμένα ζώα, αρκεί να μην τους το ‘χει πει κανείς από τα πριν! [Προς Κορινθ. Α' 10.28] [...] όπου ο Παύλος παρουσιάζεται να λέει: «Ό,τι θυσιάζουν, για τους δαίμονες το θυσιάζουν. Και δεν θέλω να γίνεστε εσείς σύντροφοι των δαιμόνων». [Προς Κο­ρινθ. Α' 10.20] Κι ενώ τα λέει αυτά, πάλι, αδιαφορώντας για το αν θα φάνε, γράφει: «Ξέρουμε πως εκτός από τον ένα θεό κα­νένα είδωλο και κανένας θεός δεν υπάρχει στην πραγματικό­τητα», και λίγο παρακάτω, «Δεν είναι το φαγητό εκείνο που θα σας φέρει πλάι στο θεό: δεν θα υστερήσουμε αν δεν φάμε, ούτε θα ‘χουμε κανένα πλεονέκτημα αν φάμε». [Προς Κορινθ. Α' 8.8]. Τέλος, μετά από τόσα φλύαρα τεχνάσματα του λόγου, ξα­πλωμένος θαρρείς στο κρεβάτι, μηρυκάζει: «Ό,τι πουλιέται στο χασάπικο να το τρώτε, χωρίς να εξετάζετε τίποτα κινού­μενοι από λόγους συνειδήσεως. Γιατί του Κυρίου είναι η γη και όλα όσα βρίσκονται πάνω της». Ω, τι θέατρο για το τίποτα! Ω, τι γλώσσα αλλόκοτη και α­ντιφατική! Τι φράσεις, που τραβούν μαχαίρι και αλληλομαχαιρώνονται! Τι καινοφανής τοξοβολία, που βάζει στόχο και χτυπά τον ίδιο τον τοξότη!

III, 36. Κάτι παρόμοιο με τα παραπάνω βρήκα και μες στις επιστολές του, όπου ο Παύλος, ενώ επαινεί την παρθενία, πά­λι τα γυρίζει, και γράφει: «Στους μετέπειτα καιρούς, κάποιοι θα αποστατήσουν από την πίστη, διότι θα δίνουν προσοχή σε πνεύματα που θα τους παραπλανούν, θα τους εμποδίζουν να νυμφεύονται και θα επιβάλουν αποχή από κάποιες τροφές». [Προς Τιμόθεον Α' 4· 1] Και στην προς Κορινθίους επιστολή λέει: «Όσο για την παρθενία, δεν έχω εντολή από τον Κύριο».[7.25] Επομένως, όποιοι μένουν παρθένοι ή δεν νυμφεύονται, δεν κάνουν καλά, γιατί πειθαρχούν σε οδηγίες κακόβουλων ανθρώπων, τη στιγμή που δεν έχουν λάβει από τον Ιησού πρόσ­ταγμα να μείνουν παρθένοι. Πώς γίνεται, τώρα, κάποιες να παινεύονται για την παρθενιά τους, θαρρείς και πρόκειται για τίποτα σπουδαίο, και να λένε πως το μέσα τους, όμοια μ εκείνη που γέννησε τον Ιησού, είναι γεμάτο από άγιο πνεύ­μα;

ΚΑΤΑΡΡΙΨΗ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΩΝ ΠΡΟΣΔΟΚΙΩΝ

IV, 1. Τι εννοεί ο Παύλος λέγοντας ότι «παρέρχεται η μορφή του κόσμου τούτου»; Και πώς είναι δυνατό, «οι έχοντες να είναι ωσάν να μην έχουν» και οι «χαίροντες ωσάν να μην χαίρουν», [Προς Κορινθ. Α' 7.30], και όλες οι υπόλοιπες μωρολογίες του να γίνουν πιστευτές; Γιατί, πώς μπορεί ο έχων να γίνει ως μη έχων; Και πώς να γίνει πιστευτός ο χαίρων που θα συμπεριφέρεται ως μη χαίρων; Κι ακόμα, πώς είναι δυνατό να παρέλθει η μορφή του κόσμου ετούτου; Ποιος θα τον με­ταβάλει και για ποιο λόγο; Αν τον μετέβαλλε ο Δημιουργός, θα μπορούσε να κατηγορηθεί ότι διαταράσσει μια σταθερή και ασφαλή τάξη. Αν, πάλι, μεταβάλει το σχήμα του κόσμου προς το καλύτερο, κατηγορείται ότι δεν γνώριζε ποιο ήταν το κατάλληλο και πρέπον σχήμα του κόσμου όταν τον δημιουρ­γούσε, και ότι του ‘λείπε η ανώτερη σκέψη, με αποτέλεσμα να φτιάξει έναν κόσμο γεμάτο ατέλειες. Πώς, λοιπόν, μπο­ρούμε να ξέρουμε ότι η φύση του κόσμου θα καταλήξει στο καλό, χάρη σε μετατροπές εκ των υστέρων; Και ποια θα είναι η ωφέλεια, αν μεταβληθεί η φυσική τάξη; Γιατί αν ο ορατός κόσμος είναι θλιβερός και αιτία για να λυπόμαστε, θα του τα ψάλλουμε για τα καλά του Δημιουργού και θα τον ζαλίσουμε με τις εύλογες επικρίσεις μας, ότι έχτισε ένα θλιβερό κόσμο που διαταράσσει τη λογική φυσική τάξη, και κατόπιν μετά­νιωσε κι αποφάσισε να αλλάξει τα πάντα. Μπας κι είναι αυτός ο λόγος που ο Παύλος δασκαλεύει τους έχοντες να σκέφτονται ως μη έχοντες, αφού και ο Δημιουργός του κόσμου, ενώ τον έχει, είναι σα να μην τον έχει και γι’ αυ­τό πάει να του αλλάξει τη μορφή; Κι όποιον χαίρεται, του λέει να μη χαίρεται, γιατί ο Δημιουργός δεν χαίρεται βλέπο­ντας το κομψό και λαμπρό δημιούργημά του, πόσο μάλλον που επειδή στεναχωριέται πολύ, πήρε απόφαση να το αλλά­ξει και να το μετατρέψει ολωσδιόλου. Ας της χαρίσουμε λοι­πόν ένα συγκρατημένο γέλιο ετούτης της φρασούλας του Παύλου.

IV, 2. Ας δούμε άλλο ένα ανόητο και γεμάτο πλάνες σόφισμα (του Παύλου), όπου ισχυρίζεται ότι, «εμείς που θα βρισκόμαστε ακόμα ζωντανοί κατά την έλευση του Κυρίου, δεν θα προηγηθούμε των νεκρών, διότι ο ίδιος ο Κύριος με παράγ­γελμα, με φωνή αρχαγγέλου και υπό τον ήχο σάλπιγγας Θεού, θα κατέβει από τον ουρανό και οι νεκροί εν Χριστώ θα αναστηθούν πρώτοι. Στη συνέχεια, εμείς οι ζώντες, ταυτό­χρονα με τους νεκρούς θα αρπαχτούμε μέσα σ’ ένα σύννεφο, ώστε να συναντηθούμε με τον Κύριο στον αέρα, έτσι θα βρε­θούμε πλάι στον Κύριο για πάντα.» [Προς Θεσσαλονικείς 4.15-17]. Αυτό το κυριολεκτικά ουρανομήκες, ψηλοκρεμαστό και υπερμεγέθες ψεύδος, ξεπερνά σε μπόι κάθε άλλο. Ακόμα και σε ζώο να το ξεφουρνίσεις, αυτό σε απάντηση θ’ αρχίσει να βε­λάζει και να κράζει δυνατά, άπαξ και καταλάβει ότι γίνεται λόγος για ανθρώπους με σάρκα και οστά ιπτάμενους σαν τα πουλιά ή πιασμένους από ένα σύννεφο! Πόση ματαιοδοξία κρύβει όλος αυτός ο θόρυβος, για ζωντανά πλάσματα που μ’ όλο το βάρος του σώματος τους αποκτούν φυσικές ιδιότητες πουλιών με φτερά και διασχίζουν τον αέρα θαρρείς και ταξι­δεύουν σε θάλασσα, έχοντας για όχημα τα σύννεφα! Μα και να μπορούσε να γίνει αυτό, θα ήταν τερατώδες και ξένο προς τους νόμους της φύσης. Γιατί η δημιουργός φύση από την αρ­χή ακόμα όρισε για τα πλάσματα της χώρους που να τους αρμόζουν και κατάλληλους τόπους διαμονής, τη θάλασσα για κείνα που ζουν μες στο νερό, τη στεριά για τα χερσαία, τον αέρα για τα πτηνά και τον αιθέρα για τα ουράνια σώμα­τα. Ένα απ» αυτά αν βγάλεις από τον τόπο διαμονής του, θα αφανιστεί μόλις βρεθεί σε ξένο χώρο. Ένα πλάσμα του νερού αν θελήσεις να το βάλεις με το ζόρι να ζήσει στη στεριά, το δίχως άλλο θα ψοφήσει, ένα στεριανό ζώο αν το βουτήξεις μες στο νερό θα πνιγεί και το πουλί δεν θα αντέξει αν του στερήσεις τον αέρα κι ένα ουράνιο σώμα δεν μπορείς να το μετατρέψεις σε γήινο. Ποτέ μέχρι τώρα η ενεργός δράση του Θείου Λόγου δεν το διέπραξε ούτε και πρόκειται να το πρά­ξει, παρ’ όλο που ο Θείος Λόγος έχει τη δύναμη να αλλάζει τη μοίρα των πλασμάτων. Γιατί οι πράξεις κι η θέλησή του δεν καθορίζονται από το τι μπορεί, αλλά είναι σύμφωνες με τη διατήρηση της αρμονίας και τη διαφύλαξη της φυσικής τά­ξης του κόσμου. Ούτε, λοιπόν, τη στεριά, δεν θα την κάμει πλόιμη, αν βέβαια δεχτούμε ότι το μπορεί κάτι τέτοιο, ούτε τη θάλασσα τέτοια που να οργώνεται και να καλλιεργείται, ούτε την αρετή, όσο και να μπορεί, δεν πρόκειται να τη με­τατρέψει σε κακία και αντιστρόφως, ούτε στον άνθρωπο πρό­κειται να σώσει τα μέσα να γίνει πτηνό, ούτε θα φέρει τον ου­ρανό με τ άστρα και τη γη τα πάνω κάτω. Είναι λοιπόν ανόητο το να λες ότι οι άνθρωποι θα αρπαχτούν στον αέρα. Μα εκεί που το ψέμα του Παύλου γίνεται καταφανές, είναι όταν λέει, «Εμείς οι ζωντανοί». Πέρασαν τριακόσια χρόνια από τότε που το είπε, και κανείς πουθενά, ούτε ο Παύλος ού­τε κανείς άλλος δεν αναλήφθηκε στους ουρανούς. Αλλά ας αφήσουμε να τις σκεπάσει η σιωπή τούτες τις ανόητες κουβέ­ντες του Παύλου.

IV, 3· Αξίζει να μνημονεύσουμε εκείνο που είπε ο Ματθαίος -θαρρείς και ζούσε πίσω από τον κόσμο, κλειδαμπαρωμένος μέσα σε κανένα μύλο: «Και θα κηρυχθεί», είπε, «το ευαγγέ­λιο της βασιλείας σ’ ολόκληρο τον κόσμο, και τότε θα έρθει το τέλος.» [Ματθ. 24.14]. Να όμως που το ευαγγέλιο έχει ακουστεί ως και στο τελευταίο σοκάκι της οικουμένης, και οι πάντες, στα πέρατα του κόσμου έχουν λάβει γνώση, όμως δεν ήρθε το τέλος του κόσμου, ούτε και θα έρθει ποτέ.

IV, 4· Ας δούμε κι εκείνα που ειπώθηκαν (από το θεό) στον Παύλο. «Ο κύριος παρουσιάστηκε νύχτα στον Παύλο μέσα από ένα όραμα και του είπε: «Μη φοβάσαι, μίλα ελεύθερα γιατί είμαι εγώ στο πλευρό σου, και κανείς δεν πρόκειται να σου επιτεθεί και να σε βλάψει».» Και μόλις συλλαμβάνεται στη Ρώμη, αποκεφαλίζεται ο πνευματώδης αυτός άνθρωπος, που έλεγε ότι «θα κρίνουμε τους αγγέλους»… Μα και ο Πέ­τρος, που είχε αναλάβει την εξουσία να βόσκει τα αρνιά, [Ιωαν. 21. 17], καρφώθηκε πάνω στο σταυρό και ανασκολοπίστηκε. Κι άλλοι ομοϊδεάτες τους είτε κάηκαν είτε καταδικάστηκαν και έχασαν τη ζωή τους. Όμως αυτά δεν είναι άξια να θεωρού­νται θέλημα του θεού, ούτε καν ενός ανθρώπου ευσεβούς, το να τιμωρείται απάνθρωπα ένα τέτοιο πλήθος για χάρη του και για την πίστη σ’ αυτόν, και να μην φανερώνεται αναστη­μένος όπως τον προσδοκούν.

IV, 5· Μπορεί κανείς να εντοπίσει κι άλλη μία ασαφή φράση του Ιησού, εκεί όπου λέει, «Προσέξτε μη σας παραπλανήσει κανείς. Γιατί πολλοί θα παρουσιαστούν μιλώντας επ’ ονόματι μου και θα πουν «εγώ είμαι ο Χριστός», και θα παραπλανήσουν πολλούς». |Ματθ.24-4-5]· Ιδού: πέρασαν τριακόσια τόσα χρόνια και πουθενά δεν φά­νηκε κανείς. Μήπως θα ισχυριστείτε ότι μιλούσε για τον Απολλώνιο Τυανέα, τον άνθρωπο εκείνο που είχε για κόσμημά του τη φιλοσοφία; Γιατί άλλον δεν έχει να βρείτε. Μόνο που ο Ιησούς δεν μιλά για έναν αλλά για πολλούς: «Θα εμ­φανιστούν πολλοί ψευδοπροφήτες και θα παραπλανήσουν πο­λύ κόσμο». [Ματθ. 24.11].

IV, 6. Χάριν αφθονίας, ας αναφερθεί και κείνο που έχει πει ο Πέτρος στην Αποκάλυψή τον.11 Περιγράφει πώς θα κριθεί και ο ουρανός ταυτόχρονα με τη γη: «Την ημέρα της κρίσεως», λέει, «η γη θα παρουσιάσει τους πάντες (ζώντες και νεκρούς) στο Θεό, και θα κριθεί μαζί με τον ουρανό που την περιέχει». Κανείς δεν είναι τόσο αγράμματος και ανόητος ώστε να μην ξέρει πως τα γήινα πράγματα υπόκεινται σε αναστατώσεις κι ότι δεν είναι στη φύση τους η διατήρηση της ευταξίας αλλά τα διακρίνει η αστάθεια, αντιθέτως, στα ουράνια επικρατεί αιώ­νια τάξη που δεν μεταβάλλεται ποτέ ούτε κατά το ελάχιστο, ούτε και πρόκειται ποτέ να μεταβληθεί, γιατί η τάξη ετούτη είναι ένα τέλειο δημιούργημα του θεού. Ως εκ τούτου, είναι α­δύνατο να αποσυντεθούν οι δυνάμεις που συνέχουν τα μέρη εκείνα του σύμπαντος που αξιώθηκαν ένα ανώτερο πεπρωμέ­νο, και που τα στεριώνουν νόμοι θεϊκοί και αμόλυντοι. Άλλωστε, για ποιο λόγο να κριθεί ο ουρανός; Ποιαν αμαρ­τία έκανε που κάποτε θα φανερωθεί, ο ουρανός που εξ αρχής διατηρεί την τάξη που όρισε ως κατάλληλη ο θεός και αιωνί­ως παραμένει αμετάβλητος; Ως προς τι θα μπορούσε κανείς να διαβάλει τον ουρανό, ρητορεύοντας προς τον δημιουργό, ότι πρέπει κι ο ουρανός να περάσει από κρίση – θαρρείς και θα τις ανεχτεί ο κριτής τις αλλόκοτες αιτιάσεις ενάντια στο θαυ­μαστό και μέγα έργο του.

IV, 7· Και αμέσως παρακάτω, με περισσή ασέβεια ισχυρίζε­ται: «Και θα λιώσει η δύναμη του ουρανού και θα τυλιχθεί ο ουρανός σαν βιβλίο,* κι όλα τα άστρα θα πέσουν όπως πέ­φτουν τα αμπελόφυλλα και τα φύλλα της συκιάς». Μα και του Ιησού η καυχησιολογία είναι αλλόκοτα αλαζονική και τερατωδώς ψευδολογική: «Ο ουρανός κι η γη θα παρέλθουν, τα λόγια μου όμως δεν θα παρέλθουν». Ποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι θα βρίσκαν τόπο να σταθούν οι λόγοι του Ιησού, αν δεν υπήρχαν πια η γη κι ο ουρανός; Κι έπειτα, αν ο Ιησούς έκανε τον ουρανό να καταπέσει, δεν θα διέφερε από τον χειρότερο βέβηλο που σκοτώνει τα ίδια του τα παιδιά το ομολογεί κι ο ίδιος ο «υιός» ότι ο θεός είναι πατέρας του ου­ρανού και της γης: «Πατέρα, κύριε του ουρανού και της γης». [Ματθ 11. 25]. Αλλά κι ο Ιωάννης ο βαπτιστής εξυμνεί τον ουρα­νό από αυτόν, λέει, μας έρχονται τα θεία χαρίσματα: «Κα­νείς δεν μπορεί να κάνει τίποτα, αν δεν του έχει δοθεί εξ ου­ρανού» [Ιωαν. 3-27] Οι προφήτες λέγουν ότι ο ουρανός είναι η άγια κατοικία του θεού: «Από την άγια κατοικία σου, στρέ­ψε το βλέμμα σου και ευλόγησε τον λαό σου τον Ισραήλ» [Δευτερονόμιο 26.15]. Αν λοιπόν, «παρέλθει»ο ουρανός, που μας τον αναφέρουν για τόσο σπουδαίο και μέγα, πού θα βρίσκεται στο εξής ο θρόνος του κυβερνήτη του; Αφού, όπως λέει, «θρό­νος μου είναι ο ουρανός και υποπόδιον των ποδιών μου η γη» και αν χαθεί κι η γη, τι θα ‘χει για υποπόδιο;

Αυτά όσον αφορά στην «παρέλευση» του ουρανού και της γης…

Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΩΝ ΚΑΙ Η ΑΣΑΦΕΙΑ ΤΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ

IV, 8. Ψηλαφώντας τώρα μες στα σκοτάδια θαρρείς, ας εξετά­σουμε άλλο ένα δόγμα, ακόμα πιο μυθώδες, που διατυπώνεται με τις παρακάτω φράσεις: «η βασιλεία των ουρανών μοιάζει με σπόρο σιναπιού» κι ακόμα: «η βασιλεία των ου­ρανών μοιάζει με προζύμι» και πάλι: «Μοιάζει με έμπορο που ψάχνει για ωραία μαργαριτάρια». [Ματθ.13.31-33,45-40]· Τέτοια παραμυθάκια δεν λέγονται, όχι από άνδρες μα ούτε καν από ονειροπαρμένες γυναικούλες. Ναι μεν, όταν μιλά κανείς για μεγάλα και θεϊκά πράγματα, οφείλει να χρησιμο­ποιεί κοινά και ανθρώπινα παραδείγματα για να γίνεται πιο κατανοητός -όχι όμως τέτοια φτηνά και ανόητα παραδείγ­ματα εκτός από ανάρμοστα και ρηχά εν σχέσει με τη σπουδαιότητα του πράγματος, δεν έχουν κανένα ξεκάθαρο και ευ­φυές νόημα. Κι όμως, θα έπρεπε να είναι απολύτως σαφή, αφού γράφτηκαν για νήπια και όχι για σοφούς ή γνωστικούς ανθρώπους.

IV, 9. Εδώ 0α πρέπει βέβαια να ξαναφέρουμε στο νου κι εκεί­νη την πληροφορία, σύμφωνα με την οποία ο Ιησούς λέει: «Σε εξυμνώ πατέρα, κύριε του ουρανού και της γης, διότι τα έκρυψες αυτά από τους σοφούς και τους ευφυείς και τα φανέρωσες στα νήπια», [Ματθ. 11. 25]‘ αλλά και στο Δευτερονόμιο υπάρχει γραμμένη η φράση: «Τα κρυμμένα για τον κύριο τον θεό μας και φανερά για εμάς». Θα ‘πρεπε λοιπόν όσα έχουν γραφτεί για τα νήπια και τους ανόητους να είναι πράγματα ξεκάθαρα και διόλου αινιγματικά. Κι αν τα μυστήρια απο­κρύπτονται από τους σοφούς ενώ αντιθέτως προσφέρονται με απλοχεριά στα νήπια και στα βρέφη που θηλάζουν, τότε κα­λύτερα να γίνουμε ζηλωτές της αμάθειας και του παραλογι­σμού. Αυτό ήταν το μέγα καθήκον του σοφού που κατέβηκε στη γη; Να κρύψει το φως της γνώσης από τους σοφούς και να το φανερώσει στους χαζούς και στα βρέφη;

IV, 10. Για να ‘μαστε δίκαιοι όμως, θα πρέπει από τα λεγό­μενα του Ιησού να μελετήσουμε και κάτι πιο σοφό (και το λέω έτσι κατ’ ευφημισμόν): «Δεν έχουν», λέει, «ανάγκη από γιατρό οι υγιείς αλλά οι άρρωστοι». [Ματθ. 9. 12]. Τέτοιες απαγγελίες έκανε στα πλήθη ο Ιησούς εξηγώντας τον ερχομό του στον κόσμο. Αν λοιπόν στάθηκε αντιμέτωπος με την αμαρτία για χάρη των ανθρώπων που υποφέρουν απ’ αυτήν, όπως είπε, άραγε οι πατεράδες μας που είχαν ζήσει πριν απ’ αυτόν δεν υπέφεραν από αμαρτίες; Οι προγονοί μας δεν είχαν ανάγκη νοσηλείας; Αν πράγματι οι υγιείς δεν έχουν ανάγκη από γιατρό, κι αν ο Ιησούς δεν ήρθε να καλέσει τους δίκαιους αλλά τους αμαρτωλούς να μετανοήσουν -κι όπως λέει κι ο Παύλος, «ο Ιησούς Χριστός ήρθε στον κόσμο για να σώσει τους αμαρτωλούς, που πρώτος ανάμεσά τους είμαι εγώ»-, αν έτσι έχουν τα πράγματα και καλείται ο παραστρα­τημένος και ο άδικος και θεραπεύεται ο άρρωστος, ενώ αντιθέτως δεν καλείται ο δίκαιος, τότε όσοι δεν κλήθηκαν ποτέ κι όσοι δεν χρειάστηκαν χριστιανική θεραπεία, θα ήσαν άνθρω­ποι δίκαιοι που δεν είχαν παραστρατήσει. Ακριβώς, λοιπόν, όποιος δεν χρειάζεται γιατριά γυρνά την πλάτη του στα κη­ρύγματα που απευθύνονται στους πιστούς και όσο περισσό­τερο τούς γυρνά την πλάτη τόσο πιο δίκαιος θα είναι και υγιής και διόλου παραστρατημένος.

IV, 19· Ήταν λογικό, ο Όμηρος να βάζει κάποιο φραγμό στην αντρειωσύνη των Ελλήνων -καθώς η ανδρεία τους ή­ταν μέρος της παιδεία τους-, και να τους υποχρεώνει να ησυ­χάζουν, ενώ παρουσιάζει τον Έκτορα να εκφράζει την αβάσι­μη γνώμη του προς τους Έλληνες, σε έμμετρο λόγο: «Κρα­τηθείτε, Αργείοι, και σεις αγόρια της Αχαΐας, μη χτυπάτε, έ­να λόγο έχει να σας πει ο Έκτορας με την αστραφτερή περι­κεφαλαία». Έτσι τώρα κι εμείς καθόμαστε όλοι ήσυχα, γιατί ο διδάσκαλος των χριστιανικών δογμάτων υποσχέθηκε και διαβεβαίωσε ότι θα μας εξηγήσει τα σκοτεινά μέρη των γρα­φών. Λέγε, λοιπόν, φίλε, σ’ εμάς που σε παρακολουθούμε με προσοχή, τι εννοεί ο απόστολος Παύλος λέγοντας, «Τέτοιοι είσασταν μερικοί από σας» (πόρνοι, ειδωλολάτρες, μοιχοί, θηλυπρεπείς, αρσενοκοίται, κλέφτες, πλεονέκτες, μέθυσοι, υ­βριστές και άρπαγες),* «αλλά ελουσθήκατε, αγιασθήκατε και ελάβατε δικαίωση δια του ονόματος του κυρίου Ιησού Χρι­στού και δια του πνεύματος του θεού μας». Πραγματικά απορούμε και αναρωτιόμαστε, πώς είναι δυ­νατόν, ένας άνθρωπος ύστερα από τόσα μολύσματα και τό­ση βρωμιά, με ένα λούσιμο να εμφανιστεί ξαφνικά καθαρός! Παρ’ ότι η ζωή του έχει κηλιδωθεί από την τόση βλακεία, κι από την πορνεία, τη μοιχεία, το πιοτό, την κλεψιά, την αρσενοκοιτία, τα φαρμακώματα και ένα σωρό φαύλα και βρω­μερά πράγματα, και μόνο που θα βαπτιστεί και θα επικαλε­στεί το όνομα του Χριστού, ελευθερώνεται και απαλλάσσεται απ’ το μίασμα με την ίδια ευκολία που το φίδι βγάζει το που­κάμισο. Αν είναι έτσι, τότε ποιος δεν θα αποτολμήσει τα α­κατονόμαστα, ποιος δεν θα κάνει πράγματα που με λόγια δεν περιγράφονται και στην πράξη δεν υποφέρονται, όταν ξέ­ρει πως θα πάρει απαλλαγή για τα ολοφάνερα εγκλήματά του και μόνο που θα πιστέψει και θα βαφτιστεί, κι όταν περι­μένει, παρ’ όλες τις πράξεις του, να τον συγχωρέσει εκείνος που θα κρίνει ζώντες και νεκρούς; Με τον τρόπο αυτό, ενθαρρύνεται ο ακροατής να αμαρτή­σει, δασκαλεύεται να κάνει άνομες πράξεις, μαθαίνει να απορρίπτει τη νομική παιδεία και να θεωρεί ότι η ίδια η δικαι­οσύνη δεν έχει καμιάν ισχύ πάνω σε όσους αδικούν, έτσι εισάγεται στον κόσμο η ανομία και διδάσκεται ο άνθρωπος να μη φοβάται διόλου την ασέβεια, καθώς μ’ ένα του βάπτισμα βά­ζει κατά μέρος μυριάδες αδικήματα. Να ποιο είναι το αποτέ­λεσμα της πνευματώδους διδασκαλίας του Παύλου.

ΤΟ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟ ΔΟΓΜΑ ΠΕΡΙ ΘΕΟΥ

IV, 20. Ας εξετάσουμε με σαφήνεια το θέμα της «μοναρχίας του ενός και μόνου θεού» και της πολυαρχίας των θεών που εμείς λατρεύουμε -σα να μην ξέρεις το νόημα της λέξης μο­ναρχία. Γιατί μονάρχης δεν είναι ο μόνος υπάρχων, αλλά ο μόνος άρχων. Και προφανώς άρχει μεταξύ ομοφύλων ή ο­μοίων του. Ο βασιλιάς Αδριανός, λόγου χάρη, υπήρξε μονάρ­χης -όχι επειδή ήταν μόνος του, ούτε επειδή εξουσίαζε πρό­βατα και βόδια, που άρχοντές τους είναι οι βοσκοί κι οι αγελαδάρηδες, υπήρξε μονάρχης επειδή βασίλευσε ανάμεσα σε ανθρώπους του ίδιου γένους. Κατά τον ίδιο τρόπο, ένα θεό δεν θα ‘ταν σωστό να τον λέγαμε μονάρχη αν δεν ήταν ο άρ­χων των θεών. Μόνο έτσι μπορεί κανείς να τιμήσει το θεϊκό και ουράνιο μεγαλείο όπως του αξίζει.

IV, 20. Κι αν εσείς ισχυρίζεστε ότι οι άγγελοι παραστέκουν το θεό κι είναι δίχως ανθρώπινα πάθη, άτρωτοι και αθάνα­τοι, οι άγγελοι τους οποίους εμείς ονομάζουμε θεούς επειδή βρίσκονται τόσο κοντά στη θεότητα, τότε γιατί να φιλονικούμε για το όνομα, αντί να θεωρούμε ότι η μόνη διαφορά βρίσκεται στο πώς τους αποκαλούμε; Τη θεά που οι Έλληνες καλούν Αθηνά οι Ρωμαίοι τη λένε Μινέρβα, ενώ οι Αιγύ­πτιοι κι οι Σύροι κι οι Θράκες τη λένε αλλιώς. Και φυσικά, το ότι διαφέρουν τα ονόματα δεν σημαίνει ότι αλλοιώνεται ή χάνεται η θεϊκή της ιδιότητα. Είτε λοιπόν τους ονομάζει κα­νείς θεούς είτε αγγέλους, η διαφορά είναι ασήμαντη διότι, ό­πως μαρτυρείται, η φύση τους είναι θεϊκή. Ο Ματθαίος έγρα­φε: «Και σε απάντηση είπε ο Ιησούς: «είστε γελασμένοι, επει­δή δεν γνωρίζετε τις γραφές ούτε την δύναμη του θεού. Διότι κατά την ανάσταση οι άνθρωποι ούτε νυμφεύονται ούτε παν­τρεύονται, αλλά είναι όπως οι άγγελοι στον ουρανό».» [Ματθ. 22. 30]. Είμαστε λοιπόν σύμφωνοι ότι οι άγγελοι μετέχουν της θείας φύσεως και βέβαια, όσοι αποδίδουν την πρέπουσα λατρεία στους θεούς, δεν πιστεύουν ότι ο θεός βρίσκεται μέσα στο ξύλο ή στην πέτρα ή στο χαλκό με τα οποία φτιάχνεται ένα ξόανο, κι ούτε θεωρούν ότι αν ακρωτηριαστεί ένα μέρος του αγάλ­ματος μειώνεται η δύναμη του θεού. Οι πρόγονοι μας έφτια­ξαν αγάλματα και ναούς για να τους υπενθυμίζουν την ύπαρ­ξη των θεών και για να αφιερώνουν από το χρόνο τους όσοι επισκέπτονται τους ναούς και να στοχάζονται τον θεό με κα­θαρή την καρδιά, ή να προσέρχονται για να προσευχηθούν και να παρακαλέσουν τον θεό, ο καθένας για τις ανάγκες του. Φτιάχνοντας κανείς την εικόνα ενός φίλου, δεν πιστεύει ότι ο φίλος βρίσκεται μες στην εικόνα ούτε ότι τα μέλη του σώματος του έχουν κλειστεί μες στη ζωγραφιά απλώς θεωρεί ότι μέσω της εικόνας δείχνει πόσο τιμά τον φίλο του. Κι όσο για τις θυσίες που προσφέρονται στους θεούς, ετούτες περισ­σότερο είναι μια εκδήλωση ευγνωμοσύνης από πλευράς των θρησκευόμενων παρά ένας τρόπος να τιμηθούν οι θεοί. Κι εί­ναι πολύ φυσικό, τα αγάλματα τους να έχουν ανθρώπινη μορφή, μιας και ο άνθρωπος θεωρείται το ωραιότερο από όλα τα ζωντανά πλάσματα και εικόνα του θεού. Χώρια που αυτό το δόγμα (της ανθρωπομορφίας) ενισχύεται και από άλλες πε­ριγραφές (της Βίβλου) που μας διαβεβαιώνουν ότι ο θεός έχει και δάχτυλα, με τα οποία γράφει λέει η Βίβλος: «Και έδωσε στο Μωυσή δύο πλάκες γραμμένες με το δάχτυλο του θεού». Αλλά κι οι χριστιανοί, μιμούμενοι την αρχιτεκτονική των ναών μας, χτίζουν τεράστιους οίκους όπου μαζεύονται να προσευχηθούν, παρ’ όλο που τίποτα δεν τους εμποδίζει να το κάνουν αυτό μες στα σπίτια τους, αφού ο Κύριος τούς ακούει όπου και να βρίσκονται.

IV, 22. Μα κι αν ακόμα υπήρχε ανάμεσα στους Έλληνες άν­θρωπος τόσο ελαφρόμυαλος που να νομίζει ότι οι θεοί ζουν μέσα στα αγάλματα, αυτή του η ιδέα θα ήταν πολύ πιο υγιής από εκείνου που πιστεύει ότι ο θεός χώθηκε μες στην κοιλιά της παρθένας Μαρίας, έγινε έμβρυο και μόλις γεννήθηκε τον φασκιώσανε, γεμάτο αίματα του πλακούντα και χολή, κι άλ­λα πολύ περισσότερο άτοπα.

IV, 23. Θα μπορούσα ακόμα να σου δείξω πως η τιμημένη λέξη «θεοί», υπάρχει και μέσα στο Νόμο του Μωυσή, που φωνάζει και γεμάτος σεβασμό νουθετεί τον ακροατή: «Μην κακολογήσεις τους θεούς, και μη μιλήσεις άσχημα για τον άρχοντα του λαού σου». Και βέβαια, δεν εννοεί άλλους θεούς, παρά τους δικούς μας και το καταλαβαίνουμε από την παρακάτω εντολή: «Δεν θα πορευτείς πίσω από τους θεούς». [Ιερεμ 7.6]. Και πάλι: «Εάν πορευτείτε και λατρεύσετε άλλους θεούς…» [Δευτερονόμιο 11.28]. Όχι μόνο ο Μωυσής αλλά και ο διάδοχος του ο Ιησούς (του Ναυή), μιλώντας για θεούς εννοεί αυτούς που τιμούμε εμείς δεν εννοεί τίποτα ανθρώπους. Λέει στο λαό: «Και τώρα, φοβηθείτε Αυτόν και λατρέψτε μόνον Αυτόν και απαλλαγείτε από τους θεούς που λάτρεψαν οι πατέρες σας». Και ο Παύλος δεν κάνει λόγο για ανθρώπους μα για ασώματες υπάρξεις: «Κι αν ακόμα υπάρχουν οι λεγόμενοι θεοί και υπάρχει πολυαρχία θεών, είτε επί γης είτε στον ουρανό, για εμάς ένας είναι ο θεός και πατέρας από τον οποίο προέρχονται τα πάντα»’[Προς Κορινθ. Α' 8.5] Να γιατί κάνετε μεγάλο σφάλμα που πιστεύετε ότι εξοργί­ζεται ο υπέρτατος θεός αν κάποιος άλλος επίσης αποκαλείται θεός, τη στιγμή που άνθρωποι που άρχουν και διαφεντεύουν υπηκόους και δούλους δεν νιώθουν φθόνο όταν αποκαλείται άρχοντας και κάποιος άλλος. Δεν είναι λοιπόν σωστό να νο­μίζετε ότι ο θεός είναι πιο μικρόψυχος από τους ανθρώπους. ‘Όμως αρκετά είπαμε για την ύπαρξη θεών και για τις τιμές που τους πρέπουν.

ΠΕΡΙ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ ΤΩΝ ΣΩΜΑΤΩΝ

IV, 24. Ας μιλήσουμε πάλι για την ανάσταση των νεκρών. Για ποιο λόγο να κάνει τέτοιο πράγμα ο θεός; Γιατί να ακυ­ρώσει με τόση ευκολία τους νόμους του που ορίζουν την αλ­ληλοδιαδοχή των όντων και τη διατήρηση και μη εξαφάνι­ση των ειδών, και να θέσει εξ αρχής και να διατυπώσει άλ­λους νόμους; Άπαξ και αποφάσισε κάποια πράγματα ο θεός και τα διατήρησε επί τόσους αιώνες, είναι φυσικό αυτά να εί­ναι αιώνια και να μην καταδικάζονται από το δημιουργό τους ούτε να καταστρέφονται -θαρρείς και τα ‘χει φτιάξει κα­νένας άνθρωπος κι είναι θνητά κατασκευάσματα κάποιου θνητού. Συνεπώς θα ήταν παράλογο να επακολουθήσει η α­νάσταση γενεών ολόκληρων που ‘χουν πεθάνει’ και μαζί με κάποιον που πέθανε πριν τρία χρόνια να αναστήσει και τον Πρίαμο και το Νέστορα που πέθαναν πριν χίλια χρόνια, και τους άλλους που έχουν πεθάνει ακόμα πιο πριν, από κατα­βολής του ανθρώπινου γένους. Κι αν καλοεξετάσει κανείς και το παρακάτω, θα βρει ολωσδιόλου ανόητη την ιδέα της αναστάσεως: πολλοί άνθρωποι, βέβαια, έχασαν τη ζωή τους στη θάλασσα και τα κορμιά τους φαγώθηκαν από τα ψάρια κι άλλοι τόσοι έχουν καταβροχθιστεί από θηρία και όρνεα. Πώς είναι δυνατόν να επανέλθουν τα σώματα τους; Ας το ε­λέγξουμε αυτό πιο λεπτομερώς: κάποιος ναυαγεί, στη συνέ­χεια τον τρώνε τα μπαρμπούνια, κι οι ψαράδες που έπιασαν κι έφαγαν τα μπαρμπούνια κατόπιν σκοτώθηκαν και στη συ­νέχεια φαγώθηκαν από τα σκυλιά, και τα σκυλιά σαν ψόφη­σαν φαγώθηκαν εξ ολοκλήρου από κόρακες και γύπες. Πώς λοιπόν θα ξανασυντεθεί το σώμα του ναυαγού που αφανίστη­κε περνώντας μέσα από τόσα ζώα; Και πάλι, ένα νεκρό σώ­μα που κάηκε στη φωτιά κι ένα άλλο που κατέληξε να φαγω­θεί από τα σκουλήκια, πώς είναι δυνατόν να ανασυσταθούν και να επανέλθουν στην αρχική τους μορφή; Μα θα μου πεις, ο θεός είναι δυνατό να το κάνει αυτό, πράγμα που δεν είναι αλήθεια. Δεν τα μπορεί όλα ο θεός. Δεν μπορεί να κάνει ώστε να μην έχει γεννηθεί ο ποιητής Όμηρος και να μην έχει γίνει η άλωση της Τροίας. Δεν θα μπορούσε, το δύο διπλασιαζόμενο να το κάνει πέντε ενώ είναι τέσσερα, ακόμα και να το ‘θελε. Ούτε θα μπορούσε να γίνει ποτέ κακός ο θεός, ακόμα και να το ήθελε. Ούτε θα μπορούσε ποτέ να πέσει σε σφάλμα, διότι είναι αγαθός. Και δεν είναι από αδυναμία του που δεν μπορεί να γίνει κακός ή να πέσει σε σφάλμα. Διότι όσοι είναι από τη φύση τους προετοιμασμένοι και ικανοί για κάτι μα εμποδίζονται να το πράξουν, είναι φανερό ότι εμποδίζονται επειδή είναι αδύναμοι. Όμως ο θεός είναι εκ φύσεως αγαθός και όχι επειδή κάτι τον εμποδίζει να είναι κακός μα και χω­ρίς να εμποδίζεται, πάλι δεν μπορεί να γίνει κακός. Ας σκεφτούμε και πόσο παραλογισμό κρύβει ετούτη η υπό­θεση: τον ουρανό, που η θεσπέσια ομορφιά του ξεπερνά κάθε άλλη σύλληψη του νου, να τον αφήσει ο Δημιουργός να λιώ­σει και τα άστρα να πέσουν και τη γη να χαθεί και συγχρό­νως να αναστήσει τα σαπισμένα και κατεστραμμένα κορμιά των ανθρώπων —ίσως αξιόλογων ανθρώπων μερικά—, κι άλ­λα που ακόμα και πριν το θάνατο τους ήσαν άχαρα, δύσμορφα και με φάτσες σιχαμερές. Μα ακόμα κι αν του ήταν εύκο­λο να τα αναστήσει ευπρεπισμένα, θα ήταν αδύνατο να χω­ρέσει η γη αναστημένους όλους όσους έχουν πεθάνει από κα­ταβολής κόσμου.

ΣΚΟΡΠΙΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ

Ευσέβιος, Ευαγγελική προπαρασκευή VI, ι g·4:

Άκου λοιπόν τι ισχυρίζεται ο ΓΙορφύριος, κατά λέξη: «Κάποιοι, αντί να κρατηθούν σε απόσταση από την αθλιό­τητα των ιουδαϊκών γραφών, προθυμοποιήθηκαν να προσφέ­ρουν λύσεις, και κατέφυγαν σε ερμηνείες ασυνάρτητες και α­ταίριαστες με τα κείμενα, ερμηνείες από τις οποίες αυτό που τελικά βγαίνει δεν είναι τόσο μια σοβαρή απολογία υπέρ των ξενόφερτων δοξασιών, όσο η παραδοχή και ο έπαινος των δι­κών μας. Επικαλούμενοι τα θεία, καυχήθηκαν ότι τα λόγια που είπε ο Μωυσής με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο, ήσαν, λέει, αινίγματα και χρησμοί γεμάτοι κρυφά μυστήρια και αφού με την κενοδοξία τους κατάφεραν να εξαπατήσουν το κριτικό μέρος της ψυχής, από πάνω προσθέτουν και ερμηνείες.»

Στη συνέχεια, λέει κι άλλα: «Ας κάνω λόγο για τον ανόητο τρόπο ενός ανθρώπου τον οποίο έτυχε να γνωρίσω όταν ήμουν ακόμα πολύ νέος, ενός ανθρώπου που και τότε ξεχώριζε πολύ αλλά και τώρα ακό­μα ξεχωρίζει, χάρη στα συγγράμματα που άφησε πίσω του. Λέω για τον Ωριγένη, που η δόξα του έχει απλωθεί στους κύκλους των δασκάλων τούτων των θεωριών. Όταν έγινε μα­θητής του Αμμωνίου, που στα χρόνια τα δικά μας πρόσφερε πάρα πολλά στο χώρο της φιλοσοφίας, ο Ωριγένης απέκτησε μεν εμπειρία στα γράμματα επωφελούμενος σε μεγάλο βαθ­μό από το δάσκαλο του, από την άλλη όμως, ως προς τον τρόπο ζωής ακολούθησε την αντίθετη κατεύθυνση. Ο Αμμώ­νιος -χριστιανός μεγαλωμένος από γονείς χριστιανούς-, όταν άρχισε να σκέφτεται και καταπιάστηκε με τη φιλοσοφία, αμέσως άλλαξε και ακολούθησε ένα τρόπο ζωής σύμφωνο με τους νόμους, αντίθετα ο Ωριγένης, παρ’ ότι Έλληνας διαπαι­δαγωγημένος με τις αρχές της ελληνικής παιδείας, εξώκειλε στο βαρβαρικό εγχείρημα’και στηρίζοντάς το ξεπούλησε και τον εαυτό του και το ταλέντο του. Στον τρόπο ζωής ήταν χρι­στιανός και ζούσε παράνομα αλλά ως προς τις δοξασίες περί κόσμου και περί θεού, υποδύθηκε τον Έλληνα και έδωσε ελ­ληνική χροιά σε ξένους μύθους. Δεν έπαψε να μελετά τον Πλάτωνα όπως και τα συγγράμματα του Νουμηνιου, του Κρόνιου, του Απολλοφάνους, του Λογγίνου, του Μοδεράτου, του Νικομάχου και των αξιόλογων πυθαγόρειων, χρη­σιμοποίησε και τα βιβλία του στωικού Χαιρήμονα καθώς και του Κορνούτου, και μαθαίνοντας τον τρόπο μετάληψης των ελληνικών μυστηρίων, επιχείρησε να τον ταιριάξει με τις ιου­δαϊκές γραφές».

Άποκριτικος II, 10: Σε τι είχαν φταίξει ένα πλήθος άνθρωποι, ώστε να ακούσουν τον Ιησού να λέει, «Ως πότε θα ‘μαι μαζί σας, άπιστη γενιά; Ως πότε θα σας ανέχομαι;» [Ματθ. 17,17.2' Μαρκ. 9,19.2’’ Λουκ. 9,41.2], τη στιγμή που ένας μόνο τού ζήτησε μια χάρη, έστω κι αν έ­κανε λάθος που του τη ζήτησε; Για ποιο λόγο, τη στιγμή που ένας αξιοθρήνητος πατέρας έχει πέσει στα γόνατα ζητώντας του να θεραπεύσει το γιο του, ο Ιησούς αποκρίνεται επιτιμη­τικά όχι μόνο στον πατέρα μα και σ’ ολόκληρο το πλήθος; Δεν θα ‘πρεπε να δεχτεί ευνοϊκά το αίτημα κάποιου που συμ­πάσχει με το θύμα; Αντίθετα, ο Ιησούς βάζει τις φωνές στους ικέτες που τον παρακαλούν και εμφανίζεται να εκτοξεύει στο λαό προσβολές με τρόπο φανερά παράλογο.

Σεβεριανός: Λένε πολλοί, ιδιαίτερα εκείνοι που ακολούθησαν τον θεομίσητο Πορφύριο που έγραψε κατά των χριστιανών και απο­μάκρυνε πολλούς από το θείο δόγμα, λένε, λοιπόν: «Γιατί α­παγόρεψε ο θεός την γνώση του καλού και του κακού; Έστω, απαγόρεψε το κακό. Γιατί όμως και το καλό; Γιατί λέγοντας «μη φάτε από το δένδρο της γνώσης του καλού και του κα­κού», θα τον εμποδίσει, λέει, να γνωρίσει το κακό. Γιατί όμως να τον εμποδίσει να γνωρίσει και το αγαθό;» Quaestiones XIV et XV Gentilium ad Christianos; Harnack, Texte u. Unters. Bd. XXI, 4 [1901]:

Αν το δημιούργημα του θεού πηγαίνει από το κακό στο χει­ρότερο, εξ αιτίας της κακίας τίνος συμβαίνει αυτό; Του δημιουργού, του δημιουργήματος ή μήπως κάποιου αντιπάλου του πλάστη; Ό,τι και να υποθέσουμε, είναι προφανές ότι η κακία είναι του δημιουργού: αν το δημιούργημα οφείλει να καταστραφεί εξ αιτίας κάποιου εγγενούς ελαττώματος του, υπαίτιος είναι ο δημιουργός, που το έφτιαξε τέτοιο ώστε να α­πομένει εντός του κάτι κακό. Αν υπάρχει κάποια εξωτερική δύναμη που εναντιώνεται στον δημιουργό, πάλι φταίχτης εί­ναι ο δημιουργός, που αδυνατεί να υπερισχύσει πάνω στους αντιπάλους του. Αν πάλι αυτό οφείλεται σε κακία δική του, είναι φανερό ότι ο κακός είναι αυτός.

Αυτά έχει πει ο Πορφύριος στο τρίτο βιβλίο του έργου του κατά των χριστιανών…

ΚΑΙ Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ...ΜΕ ΤΟ ΑΚΟΛΟΥΘΟ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ το 448′: Όλα όσα έγραφε, παρασυρμένος από την τρέλα του, ο Πορφύριος κα­τά της ευσεβούς θρησκείας των Χριστιανών, σε οποιουδήποτε τα χέρια και αν βρίσκονται, να δοθούν στην πυρά. Δεν επιθυμούμε να φθάνουν στα αυτιά των ανθρώπων συγγράμματα που προκαλούν την οργή του Θεού και εγκληματούν σε βάρος των ψυχών. [Θεσπίζομεν πάντα, όσα Πορφύριος υπό της εαυτού μανίας έλαυνόμέ­νος κατά της ευσεβούς των Χριστιανών θρησκείας συνέγραψε, παρ 'οίωδήποτε ευρισκόμενα πυρί παραδίδοσθαι. πάντα γαρ τα κινούντα τον Θεόν εις όργήν συγγράμματα και τάς ψυχάς άδικούντα ουδέ εις άκοάς ανθρώπων έλθείν βουλόμεθα.] 

Ρίχτηκαν στην πυρά όχι μόνο όλα τα αντίγραφα του περιβόητου δεκαπεντάτομου έργου Κατά Χριστιανών, μα και όλα τα έργα των ίδιων των χρι­στιανών απολογητών που παρέθεταν αποσπάσματα του ώστε να το αντικρούσουν.

ΠΛΗΡΕΣ ΑΡΘΡΟ ΕΔΩ: http://www.terrapapers.com/?p=22533

No comments :

Post a Comment