16/01/2016

Οι σχέσεις της Ελλάδος με την Αλβανία και τον αλβανικό παράγοντα

Ο δρόμος της αναζήτησης εξόδου από το τέλμα στο οποίο, μετά τον Δεκέμβρη του 2009, βρίσκεται ο σκληρός πυρήνας των σχέσεων μας με τα Τίρανα είναι ανηφορικός. Παρά τις κάποιες νότες αισιοδοξίας, προϊόν δηλώσεων που οφείλονται σε συγκυριακούς λόγους πολιτικής–κομματικής διαχείρισης και σκοπιμότητας. Τόσο στην Αθήνα όσο και στα Τίρανα. Τούτο συμβαίνει, κυρίως, στην Ελλάδα, την προηγούμενη και την επομένη μέρα των εκλογών στην Αλβανία, λόγω των διαχρονικών προσδοκιών των κυβερνητών των Αθηνών γι’ «αλλαγή στάσης των Τιράνων». Άλλωστε αυτή είναι η εποχή που συνήθως ευδοκιμούν οι πάσης φύσεως αυτόκλητοι αγγελιοφόροι μεταξύ Αθηνών και Τιράνων. Οι προσδοκίες όμως δεν στηρίζονται στην γνώση άλλα στην ανθρώπινη φιλοδοξία και ματαιοδοξία, σε έωλες προθέσεις και ψευδαισθήσεις. Έχουν ονοματεπώνυμο και υπογραφή. Ας αντιληφθούμε στην Αθήνα ότι στα σύνορα της Ελλάδος υπάρχουν πλέον περισσότερες από μια χώρες που έχουν σταθερή πολιτική και μακροχρόνιο σχεδιασμό στις θέσεις και στόχους τους. Παρά τις αδυναμίες τους, η πολιτική των γειτόνων μας δεν εξαρτάται από την πολιτική ταυτότητα ή το όνομα των Πρωθυπουργών. Ας αντιληφθούμε, επίσης, ότι οι ελληνικές δηλώσεις του τύπου «ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο στις σχέσεις μας», τις οποίες συχνά ακούσαμε τα τελευταία χρόνια, συνιστούσαν περισσότερο ανεκπλήρωτη ευχή παρά την πραγματικότητα. Άλλωστε, η αλβανική ανάγνωση των διμερών συναντήσεων σε όλα τα επίπεδα, κινήθηκε σε διαφορετικό πνεύμα και πλαίσιο ακόμη και στο επίπεδο της δημόσιας διπλωματίας. Άλλα λέγουμε εμείς, άλλα εκείνοι. Άλλα γράφουν τα πρακτικά που κρατούν, άλλα τα δικά μας. Η ερμηνεία που δίνουν τα τελευταία χρόνια τα Τίρανα, θεωρώντας πως βρίσκονται σε θέση ισχύος λόγω έλλειψης σταθερότητας και συνέχειας στην πολιτική της Ελλάδος, είναι ότι η Αθήνα έχει μεγαλύτερη ανάγκη από την Αλβανία της πλήρους εξομάλυνσης των σχέσεων. Ενδεικτικό ότι -διαψεύδοντας τους ενδόμυχους φόβους των Τιράνων- η Ελλάδα άνευ προϋποθέσεων συμφώνησε στην απόδοση του καθεστώτος υποψήφιας για ένταξη στην Ε.Ε. στην Αλβανία, τον Ιούνιο του 2014. Χάθηκε έτσι μια καλή ευκαιρία να τεθεί ένα πλαίσιο που, υπό προϋποθέσεις, θα μπορούσε να φέρει συγκεκριμένα αποτελέσματα. Έτσι, στο ζήτημα της απόδοσης του καθεστώτος υποψήφιας για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση χώρας, η Ελλάδα έχει κατά περίπτωση τρείς διαφορετικές πολιτικές. Άλλη για την Τουρκία, άλλη για την πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας και βέβαια άλλη για την Αλβανία.

Φόβος και καχυποψία των Δύο Πλευρών

Η Ελλάδα, ως συντεταγμένο κράτος, και η ελληνική κοινή γνώμη αντιμετώπιζαν και εξακολουθούν, προφανώς, να αντιμετωπίζουν την Αλβανία και τους Αλβανούς με αντιφατικά αισθήματα φόβου και υπεροψίας. Η Αλβανία, κυρίως δε το πολιτικό και δημοσιογραφικό κατεστημένο και οι μόνιμες δομές του κρατικού της μηχανισμού, έβλεπαν για πολλά χρόνια την Ελλάδα επίσης με φόβο, καχυποψία και ανασφάλεια. Κατά την τελευταία όμως χρονιά, λόγω της περιδίνησης της Ελλάδος μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, μεταξύ Ευρωζώνης και χάους, μεταξύ κύρους και απαξίωσης, τα Τίρανα -ανεξαρτήτως Πρωθυπουργών, Κομμάτων και Κυβερνήσεων- νοιώθουν ότι ο νότιος γείτονάς τους χάνει έδαφος, χάνει ισχύ. Προστέθηκε, λοιπόν, και η ρητορική της αλαζονείας. Η Ελλάδα διερωτάται πού το πάει η Αλβανία, εκτός των άλλων αγκαθιών, με την αναβάθμιση του ζητήματος των Τσάμηδων σε κεφαλαιώδους σημασίας ζήτημα της εθνικής και πολιτικής ατζέντας. Δεν διακρίνω μεταξύ εσωτερικής και εξωτερικής. Η Αλβανία, από την πλευρά της, δεν έχει πεισθεί ότι η Ελλάδα δεν έχει και εκείνη κρυφή ατζέντα, διατηρώντας την ασάφεια σε σχέση με τον βαθμό της άρσης και την νομική ισχύ των συνεπειών του λεγόμενου Εμπόλεμου. Η άρση του έγινε με Απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, στην 28 Αυγούστου 1987, η οποία ουδέποτε έλαβε την μορφή Νόμου ή Προεδρικού Διατάγματος. Γνωστοποιήθηκε όμως επίσημα στην Αλβανία με την μορφή Ρηματικής Διακοίνωσης. Δεν θα ήθελα να σταθώ περισσότερο στο σημείο αυτό. Καλόν όμως είναι η Ελλάδα να αντιληφθεί την κρίση στις σχέσεις και την ανατροπή των μέχρι τότε δεδομένων και ισχυόντων, που πυροδότησε το περιεχόμενο της Ρηματικής Διακοίνωσης μιας Υπηρεσίας του ΥΠΕΞ προς την Πρεσβεία της Αλβανίας στην Αθήνα, τον Απρίλιο του 1999. Ήμουν τότε Πρέσβης στα Τίρανα. Δεν καταλάβαινα, γιατί άνοιξε, ξαφνικά, η Αλβανία και το ζήτημα της άρσης του Εμπόλεμου -εν μέσω του πολέμου στο Κόσοβο- μέχρι τη στιγμή που ανώτατος κυβερνητικός αξιωματούχος των Τιράνων, προς επίρρωση των αποριών του, μου έδωσε αντίγραφο του επίσημου δικού μας εγγράφου. Το “Άκρως Απόρρητο-Ειδικού Χειρισμού” τηλεγράφημα, που είχα στείλει τότε προδιαγράφοντας τις επιπτώσεις στις σχέσεις μας, πρέπει να υπάρχει σε κάποιο υπόγειο της Οδού Ζαλοκώστα. Αν υπάρχει. Και όμως. 16 χρόνια αργότερα, η αλβανική πλευρά την επικαλείται διαρκώς στις τακτικές συναντήσεις με Έλληνες αξιωματούχους, επιμένοντας σταθερά στην ανάγκη η (χωρίς τυπικά νομική μορφή, δηλαδή Νόμου ή Διατάγματος) Απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου του Αυγούστου 1987, να λάβει την ισχύ Νόμου.

Ένα Νέο Συμβόλαιο Συνεργασίας

Η στασιμότητα (ορθότερα, ο «κυμαινόμενος βαθμός έντασης»), που επικρατεί στις σχέσεις μας με την Αλβανία, σε συνδυασμό με την σημασία που έχει για τον αλβανικό παράγοντα η εκ μέρους της Ελλάδος αναγνώριση της ανεξαρτησίας της Δημοκρατίας του Κοσόβου, συνιστούν τους δύο πυλώνες στην αναζήτηση μιας στρατηγικής εξόδου από το σημερινό τέλμα, ενός νέου δηλαδή πλαισίου, ενός νέου Συμβολαίου Συνεργασίας μεταξύ της Ελλάδος, της Αλβανίας και των Αλβανών γειτόνων μας. Στην πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας και, βέβαια, στο Κόσοβο. Για την Ελλάδα, η στρατηγική αυτή θα μπορούσε να περιλαμβάνει και τα ακόλουθα στοιχεία:
– Πρώτον, την οριστική διευθέτηση, υπό τη μορφή μιας Συμφωνίας-Πακέτου, των υπαρκτών εκκρεμοτήτων με την Αλβανία -των υπαρκτών και όχι των μεταφυσικών εννοώ.
– Δεύτερον, τη χάραξη μιας συντονισμένης πολιτικής προσέγγισης του αλβανικού στοιχείου, του αλβανικού παράγοντα, στα Βαλκάνια μέσω της διαδικασίας αναγνώρισης της Δημοκρατίας του Κοσόβου.
– Τρίτον, αυτονόητο μεν, άλλα καλόν είναι να επαναλαμβάνεται, την εξασφάλιση, μέσω της παράλληλης και συγχρονισμένης αυτής διαδικασίας, μιας ικανοποιητικής λύσης στη δέσμη των ζητημάτων που ενδιαφέρουν, απασχολούν και ανησυχούν την Αθήνα.

Τι Προτείνω
α) Την έναρξη διμερών συνομιλιών, στο επίπεδο των Γενικών Γραμματέων των ΥΠΕΞ της Ελλάδος και της Αλβανίας, σύμφωνα με τα Άρθρο 17, για τη συνολική αποτίμηση της εφαρμογής του Συμφώνου Φιλίας, Συνεργασίας, Καλής Γειτονίας και Ασφάλειας που υπεγράφη τον Μάρτιο του 1996. Η αρχική ισχύς του Συμφώνου λήγει το 2018. Μπορεί να ανανεωθεί αυτόματα για μια πενταετία εφόσον δεν καταγγελθεί το 2017 είτε από την Ελλάδα είτε από την Αλβανία. Έχουμε διερευνήσει τις προθέσεις της Αλβανίας; Ή, ως έχουμε την τάση, θα αναζητήσουμε την στιγμή εκείνη την πρόσφορη απάντηση και αντίδραση; Η, κατά τα ως άνω, κοινή αποτίμηση της μέχρι εικοσαετούς εφαρμογής του Συμφώνου κρίνω ότι θα δείξει πως χρειάζεται η επικαιροποίησή του και η συνομολόγηση νέου. Ο δρόμος θα είναι δύσβατος και με εμπόδια.
β) Παράλληλα και ταυτόχρονα, την έναρξη ενός καλά δομημένου και συντονισμένου πολιτικού διαλόγου μεταξύ Αθηνών και Πρίστινας, με στόχο τη συνομολόγηση μιας νομικά δεσμευτικής Συνθήκης, η οποία θα υποβληθεί, εν συνεχεία, προς κύρωση στα δύο Κοινοβούλια. Εδώ και 20 χρόνια τουλάχιστον, εντός και εκτός του ΥΠΕΞ, επιχειρηματολογώ υπέρ της σημασίας της Ελλάδος για τους Αλβανούς και των Αλβανών για την Ελλάδα. Όχι με μεγάλη απήχηση, ομολογώ, δοθέντος ότι στην Ελλάδα κυριαρχούν οι ψευδαισθήσεις περί διαιώνισης και αυτοματισμού στις διακρατικές φιλίες και περί της αποκλειστικότητας των ομόθρησκων συμμαχιών. Πόσο όμως μας έχει διαψεύσει ακόμη και η σύγχρονη ιστορία; Μέσω της διαδικασίας αυτής και του αμοιβαίως επωφελούς καταληκτικού κειμένου με το Κόσοβο, εκτιμώ ότι η Ελλάδα θα μπορέσει να προωθήσει και να εξασφαλίσει τα συμφέροντά της σε σχέση με τον αλβανικό παράγοντα στα Βαλκάνια. Εκφράζω τους φόβους μου ότι μια απλή δήλωση αναγνώρισης του Κοσόβου, θα είναι μια μοναδική, καλή, αλλά χαμένη ευκαιρία να λύσουμε προηγουμένως, ταυτόχρονα και παράλληλα, τα προβλήματα μας και με την Αλβανία. Να είναι, δηλαδή, ξεκάθαρο ότι οι σχέσεις Ελλάδος–Αλβανίας είναι θεμελιώδεις για την αναγνώριση, από την Αθήνα, της Δημοκρατίας του Κοσόβου. Το κλειδί συνεπώς για την, εκ μέρους της Ελλάδος, αναγνώριση του Κοσόβου το κρατούν τα Τίρανα. Γιατί; Απλά διότι η κύρωση από τη Βουλή των Ελλήνων προϋποθέτει την λύση των εκκρεμοτήτων και με την Αλβανία. Να γιατί έχει σημασία το τελικό λόγο να τον έχει η Βουλή. Τα παθήματα πρέπει κάποτε και στην Ελλάδα να γίνονται μαθήματα.
γ) Εγκατάλειψη, στην πράξη, από την Αλβανία έργων και λόγων που εξακολουθούν να τίθενται με έμφαση και ένταση, τροφοδοτώντας αρνητικά τα Μέσα Ενημέρωσης, την πολιτική ατζέντα και δηλητηριάζοντας την νέα γενιά. Αυτό, σε ό,τι με αφορά, είναι το πλέον ανησυχητικό φαινόμενο.
δ) Λύση πραγματική -και όχι επιτήδεια- των εκκρεμοτήτων που εξακολουθούν να υφίστανται στην Ελληνική Εθνική Μειονότητα, από την εποχή του Ενβέρ Χότζα. Καμία αλβανική κυβέρνηση δεν έχει κάνει ένα βήμα προς τα μπρος για την «κατάργηση των μειονοτικών ζωνών» στην Αλβανία. Επίσημη. Όχι μόνον στα λόγια. Για τα Τίρανα, μέλη της Ελληνικής Εθνικής Μειονότητας θεωρούνται (και έτσι αντιμετωπίζονται) μόνον όσοι ζουν στην Δρόπολη και στους Αγίους Σαράντα. Ούτε η Χειμάρρα και η περιοχή της Αυλώνας, μήτε η Κορυτσά. Η επίσημη Ελλάδα, και τα ελληνικά πολιτικά κόμματα, πρέπει να ανανεώσουν την στήριξη τους στο Κόμμα της Ένωσης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Η πολιτική του σημασία και εμβέλειά του στα Τίρανα είναι πολλαπλάσια της κοινοβουλευτικής του δύναμης.

Αποκατάσταση της Εμπιστοσύνης

Έρχομαι τώρα στη σημαντικότερη εκκρεμότητα. Στην εφαρμογή της Συμφωνίας του 2009 για την Οριοθέτηση της Υφαλοκρηπίδας και των Θαλασσίων Ζωνών. Οι σχέσεις των δύο χωρών τελούν υπό ομηρεία ενόσω καθυστερεί η διευθέτηση της εφαρμογής της. Σέβομαι τους θεσμούς της Αλβανίας και για το λόγο αυτό, δεν σχολιάζω την Απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Η πραγματικότητα, με πολιτικούς και διπλωματικούς όρους, είναι ότι η Αλβανία υπέγραψε μια Συμφωνία με την Ελλάδα, από τη οποία για δικούς της λόγους υπαναχώρησε. Άρα, δεν μπορεί να ελπίζει στην επιστροφή στην προτεραία κατάσταση, δηλαδή στο status quo ante και στην αποκατάσταση σχέσεων εμπιστοσύνης με την Ελλάδα, σαν να μην έχει συμβεί τίποτα. Πρέπει, συνεπώς, να βρει τη χρυσή τομή μεταξύ της αρχής “pacta sunt servanta” -στην αλβανική παράδοση και πρακτική έχουμε το δόκιμο όρο «μπέσα»- και των εσωτερικών της διαδικασιών. Ήδη από το Φθινόπωρο του 2009, εν μέσω κυβερνητικής αλλαγής στην Αθήνα, είχαμε καθαρή εικόνα των πολιτικών ζυμώσεων μεταξύ της κυβέρνησης Μπερίσα και του Σοσιαλιστικού Κόμματος του κυρίου Έντι Ράμα με τη γνωστή κατάληξη στο Συνταγματικά Δικαστήριο. Η Ελλάδα θα μπορούσε να αντιπροτείνει στην Αλβανία την προσθήκη, στην υπάρχουσα διμερή Συμφωνία για την Οριοθέτηση των Θαλάσσιων Ζωνών, μιας παραγράφου, η οποία θα προσδιόριζε επακριβώς και τα χερσαία σύνορα και θα ήρε, με την κύρωση της από τα δύο Κοινοβούλια, κάθε ερμηνεία ή παρερμηνεία για την πλήρη νομική ισχύ των συνεπειών της άρσης του Εμπόλεμου. Προτάθηκε τότε με επιμονή στην ηγεσία του ΥΠΕΞ. Αλλά; Επιπλέον ποιος ευθύνεται για την ολιγωρία των κυβερνήσεων της Ελλάδος να φέρουν στη Βουλή των Ελλήνων, εντός του 2009 και πριν από την έκδοση της Απόφασης του Συνταγματικού Δικαστηρίου, προς κύρωση τη Συμφωνία; Ποιος προτίμησε τότε να ισχυρισθεί ότι «είναι καλύτερα να μην τους πιέσουμε» ή κάτι ανάλογο; Ανεξάρτητα από τη σκόπιμη υπαναχώρηση της Αλβανίας, το αποτέλεσμα είναι ότι η Συμφωνία εξακολουθεί να μην έχει κυρωθεί ούτε στην Ελλάδα.

Τελικά τι ισχύει μεταξύ Ελλάδος και Αλβανίας ;

Ο πρώην πρωθυπουργός της Αλβανίας Παντελή Μάικο είχε πει, πριν από χρόνια, ότι το πρόβλημα με τις δύο χώρες και τους δύο λαούς είναι ότι και οι δύο δεν ξέρουμε πού αρχίζουν και πού τελειώνουν τα σύνορα μας. Είμαστε τόσο κοντά και τόσο μακριά. Το ίδιο άλλωστε συμβαίνει και με κεντρικά πρόσωπα της ιστορίας μας, ελληνικής και αλβανικής. Ακόμη και για σύγχρονους πολιτικούς ηγέτες, ακούμε συχνά στην Ελλάδα ότι «αυτός ο πολιτικός των Τιράνων είναι Έλληνας» και στην Αλβανία «αυτός είναι Αλβανός ή Αλβανικής καταγωγής». Επιπλέον, στη συνεχή χρήση με σαφείς πολιτικούς όρους και στόχους των όρων Cameria («Τσαμουριά»), από την Αλβανία, η Ελλάδα απαντά με την καθιερωμένη άλλωστε χρήση του όρου «Βόρειος Ήπειρος». Εντεύθεν και εκείθεν των συνόρων συντηρείται η σύγχυση. Κατά μια ερμηνεία που εξυπηρετεί πάντως πολιτική σκοπιμότητα, τόσο στην Ελλάδα κυρίως όμως στην Αλβανία, τα χερσαία σύνορα της Ελλάδος με την Αλβανία δεν έχουν οριστικοποιηθεί και αναγνωρισθεί de jure από την Ελλάδα. Πράγμα που θα επέτρεπε στην Αθήνα -αν υποθέσουμε ότι το επιδιώκει και το επιθυμεί– να παραμείνει στην πάγια θέση της περί της μη αναγνώρισης του Πρωτοκόλλου της Φλωρεντίας του 1925. Η ρητή του αναγνώριση είναι διακαής πόθος της Αλβανίας. Άρα, η -έναντι ουσιαστικών ανταλλαγμάτων- αναγνώρισή του από την Αθήνα, μας παρέχει σημαντικό περιθώριο διαπραγμάτευσης. Η ανάγνωση του θεμελιώδους συμβατικού Κειμένου μεταξύ Ελλάδος και Αλβανίας, δηλαδή του Συμφώνου Φιλίας, Συνεργασίας, Καλής Γειτονίας και Ασφάλειας, που υπεγράφη την 21η Μαρτίου 1996, επιτρέπει κάποιες σκόπιμες παρερμηνείες. Άλλωστε, οι διαπραγματευτές της Αλβανίας, όσο και της Ελλάδος, γνωρίζουν γιατί το επίμαχο Άρθρο 1 έχει την εξής διατύπωση: “…Διακηρύσσουν την προσήλωση τους στην αρχή του απαραβίαστου των υπαρχόντων, διεθνώς αναγνωρισμένων συνόρων, σύμφωνα με την Τελική Πράξη του Ελσίνκι και την Χάρτα των Παρισίων, επίσης δε ότι η μεθόριος μεταξύ των δύο χωρών θα είναι μεθόριος ειρήνης και φιλίας…”.

Εκτιμώ ότι, στο πλαίσιο μιας νέας διαπραγμάτευσης και λύσης-πακέτου, το εν λόγω άρθρο θα μπορούσε να διατυπωθεί με μεγαλύτερη σαφήνεια και καθαρότητα προκειμένου να αρθούν όλες οι σκόπιμες και μη παρερμηνείες. Να σημειώσω απλά ότι, μετά τον Αύγουστο του 1975 και τον Νοέμβριο του 1990, οπότε υιοθετήθηκαν τα δύο μνημονευόμενα Κείμενα, διπλασιάσθηκε σχεδόν (λόγω αποσχίσεων, πολέμων και επιλεκτικής εφαρμογής του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης σε σχέση με τις λοιπές Αρχές του Δεκαλόγου του Ελσίνκι) ο αριθμός των κρατών της Ευρώπης. Το 1975 ήσαν 35, ενώ σήμερα 58. Επίσης, τα κράτη της Βαλκανικής από 5 το 1990, είναι αισίως 11 σήμερα. Υπάρχουν εκατέρωθεν των συνόρων αφορμές και αίτια συντήρησης της καχυποψίας για τα οποία εκτιμώ ότι μόνο αν υπάρξει ισχυρή πολιτική βούληση θα μπορούσαν να αρθούν. Τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην Αλβανία, χρειάζονται ισχυρές κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες που θα περιλαμβάνουν κόμματα των κυβερνητικών συνασπισμών και της αντιπολίτευσης, για να αλλάξουμε οριστικά κεφάλαιο στις σχέσεις. Το συνολικό πακέτο «δούναι και λαβείν» με την Αλβανία μπορεί να είναι ισορροπημένο, αμοιβαία επωφελές, απαλλαγμένο από τα άχθη του παρελθόντος και ικανό να αντισταθεί -εφόσον τα Τίρανα το αποφασίσουν- κλείνοντας τα αυτιά στις παρεμβάσεις τρίτων, στο «τραγούδι των σειρήνων». Οι τρίτες άλλωστε χώρες κήδονται κυρίως των ίδιων αυτών επιθυμιών και συμφερόντων. Υπάρχει όμως και άλλος δρόμος εκτός αυτού; Η απάντηση είναι, ΝΑΙ. Αλλά δεν είναι η δική μου επιλογή, ούτε η δική μου πρόταση.

Επιστροφή στο Παρελθόν;

Το διμερές συμβατικό πλαίσιο, που οριοθετεί, παρά τις σκόπιμες ατέλειες του, τις σχέσεις των δύο γειτονικών χωρών-συμμάχων στο ΝΑΤΟ, κανονικά θα έπρεπε να σηματοδοτεί και το τέλος της εποχής των διεκδικήσεων, αλυτρωτικών και εδαφικών συμπεριλαμβανομένων. Συμβαίνει αυτό σήμερα; Φοβούμαι ότι αν η Αλβανία επιμείνει να προτάσσει την επιστροφή στο παρελθόν, ως κυρίαρχη στρατηγική της επιλογή σήμερα, για ένα πράγμα μπορεί να είναι βέβαιη: Κινδυνεύει να πετύχει τον στόχο της, βρίσκοντας μιμητές και θιασώτες της επιλογής αυτής και στην Ελλάδα. Ευχαρίστως κάποιοι, θα ακολουθούσαν την Αλβανία στον εύκολο, αλλά επικίνδυνο αυτό δρόμο της επιστροφής στο παρελθόν. Ο εθνικισμός και ο αλυτρωτισμός συντηρούν τις ψευδαισθήσεις, ανοίγουν νέες πληγές, αλλά δεν επιλύουν τα προβλήματα. Η Αθήνα, κωδικοποιώντας τα μηνύματα που της στέλνουν τακτικά τα Τίρανα τόσο δημόσια, όσο και κεκλεισμένων των θυρών, αντιλαμβάνεται ότι οι σχέσεις έχουν κακοφορμίσει. Επίσης, ότι η Αλβανία στέκεται σταθερά στα ανοικτά ζητήματα από το παρελθόν κατά τη διάρκεια των διμερών συναντήσεων, κυρίως δε των κατ’ ιδίαν, κεκλεισμένων των θυρών. Αναφέρθηκα επιλεκτικά σε ορισμένα θέματα, που έρχονται από το παρελθόν. Δεν υπάρχουν όμως προβλήματα χωρίς λύση.

Το θέμα της Ιστορίας και των λεγόμενων Τσάμηδων.

α) Είμαστε σαφείς! Η ιστορία μας είναι γραμμένη και δεν μπορεί να ξαναγραφεί. Αυτό τουλάχιστον θέλω να πιστεύω. Γνωρίζουμε, επίσης, ότι η ιστορία στην Αλβανία είναι γραμμένη διαφορετικά. H ιστορική ερμηνεία στην Αλβανία έχει πολιτική ταυτότητα και φωνή. Η ενεργοποίηση μετά από λήθαργο, το φθινόπωρο του 2014, της Διμερούς Επιτροπής για τα Σχολικά Εγχειρίδια είναι ένα θετικό βήμα. Τα σχολικά βιβλία έχουν καίρια σημασία, διότι διαπαιδαγωγείται η νέα γενιά και χειραγωγείται η ερμηνεία της ιστορίας. Αν ορισμένα σχολικά βιβλία στο εκπαιδευτικό σύστημα της γείτονος μείνουν ως έχουν, τότε φοβούμαι ότι θα κληροδοτήσει την νέα γενιά με ένταση και κρίση. Δεν πρόκειται να έχουμε στην Ελλάδα «λευκές σελίδες» ούτε δε, αναμένω κάτι ανάλογο στην Αλβανία. Αντί λοιπόν μιας διαδικασίας, το αποτέλεσμα της οποίας είναι προβλέψιμο και να προσπαθούμε το ακατόρθωτο, δηλαδή την διόρθωση των βιβλίων της ιστορίας και της γεωγραφίας, μήπως είναι προτιμότερο να σκεφθούμε την συγγραφή ενός τόμου που θα έχει δύο τμήματα; Θα περιέχει και τις δύο απόψεις. Το ένα γραμμένο από ιστορικούς της Ελλάδος και το άλλο από ιστορικούς της Αλβανίας, στην ελληνική και στην αλβανική, με τις εκατέρωθεν θέσεις. Ας το τολμήσουμε. Θα λειτουργήσει ως «κάθαρσις» και θα διευκολύνει την Πολιτική.
β) Αν υπάρξει θέληση να προχωρήσουμε κοιτάζοντας στο μέλλον, θα μπορούσα να σκεφθώ μια ταυτόχρονη κοινή δήλωση στο ανώτερο πολιτικό και πολιτειακό επίπεδο πάνω στις ακόλουθες γραμμές:
– «Οι δεσμοί μεταξύ των δύο λαών και των δύο χωρών είναι ισχυροί και ιστορικοί. Σήμερα αυτά που μας συνδέουν είναι πολλά και πιο σημαντικά από αυτά που μας χωρίζουν».
– «Δυστυχώς όμως στην ιστορία μας είχαμε και δύσκολες στιγμές, άσχημες στιγμές, που προκάλεσαν ανθρώπινο πόνο και ανθρώπινη δυστυχία. Είναι λυπηρό, αλλά αυτή είναι η πραγματικότητα».
– «Για τις στιγμές αυτές, δεν ευθύνονται ούτε οι σημερινές κυβερνήσεις ούτε οι πολιτικές παρατάξεις. Δεν ευθύνονται οι σημερινές γενιές ούτε πρέπει να επιβαρυνθούν με αυτές οι επόμενες».

Αυτή θα μπορούσε να είναι η πολιτική κατάληξη ενός συνολικού και ισορροπημένου πακέτου λύσης των εκκρεμοτήτων μας με την Αλβανία. Δεν αισιοδοξώ ότι η προσέγγιση που προτείνω τυγχάνει της ομόθυμης στήριξης. Ούτε στην Αλβανία, ούτε στην Ελλάδα. Οι περισσότεροι στην Ελλάδα θα επιλέξουν τον εύκολο δρόμο. Να οικτίρουν και να διεκτραγωδούν τις αδυναμίες μας, να εκφράζουν τον φόβο τους και να καταγγέλλουν. Ο δύσκολος δρόμος είναι αν πιστέψουμε στη δυνατότητα να διαμορφώσουμε ένα διαπραγματευτικό πακέτο, μια γερή αφετηρία. Παρά τις σημερινές μας αδυναμίες. Αυτή είναι μια στρατηγική εξόδου από το αδιέξοδο. Πάνω στην αναζήτηση ισορροπίας συμφερόντων. Πολιτικοί, διπλωμάτες και στρατιωτικοί, δημοσιογράφοι και πανεπιστημιακοί στην Αλβανία και στην Ελλάδα, έχουμε ευθύνη για την σημερινή κατάσταση. Το ποιος έχει περισσότερη και ποιος μικρότερη είναι ήσσονος σημασίας. Μείζονος σημασίας είναι η πίστη ότι η κατάσταση είναι αναστρέψιμη, κοιτάζοντας όμως στο μέλλον και όχι στο παρελθόν. Για να γίνει όμως αυτό απαιτείται ένα σοβαρό βήμα. Αφορά μόνο την Ελλάδα. Χρειάζεται συνεννόηση μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων. Η πολιτική συνοχή συνιστά σημαντική, καταλυτική προϋπόθεση, στην επίτευξη των στόχων μας. Υπό τις σημερινές συνθήκες στην Ελλάδα, αποτελεί εφικτό και βασικό πολλαπλασιαστή ισχύος. Η σύσταση Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας υπό τον εκάστοτε Πρωθυπουργό, με τη δυνατότητα συμμετοχής και των αρχηγών των πολιτικών κομμάτων αποτελεί το εργαλείο που λείπει τόσο, ειδικά σήμερα, από την Ελλάδα. Η μεγάλη αυτή ευθύνη είναι τώρα στα δικά μας χέρια. Ας μη χάσουμε ακόμη μια ευκαιρία.

Του ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΛΛΙΑ (Πρέσβης επί τιμή)
Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Άμυνα και Διπλωματία», τεύχος Ιανουαρίου 2016.
https://mignatiou.com/

No comments :

Post a Comment