Η Ελληνική Πολεμική Αεροπορία (ΠΑ) είναι ο τρίτος κατ’ αρχαιότητα Κλάδος των Ελληνικών Ένοπλων Δυνάμεων που αποτελεί και την πολεμική αεροπορική ισχύ της Ελλάδας. Πρώτιστη αποστολή της Πολεμικής Αεροπορίας είναι η φύλαξη και προστασία του ελληνικού εναέριου χώρου από κάθε είδους παραβιάσεις, η παροχή εναέριας υποστήριξης σε επιχειρήσεις τόσο στον Ελληνικό Στρατό όσο και το Ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό και παράλληλα η έρευνα και διάσωση, πυρόσβεση, καθώς και η παροχή κάθε δυνατής ανθρωπιστικής βοήθειας ακόμα και σε άλλες χώρες όταν παρίσταται έκτακτη ανάγκη. Αρχικά ονομαζόταν Ελληνική Βασιλική Αεροπορία (EBA). Το σύνθημα της Ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας είναι «Αίεν Υψικρατείν», το οποίο σημαίνει «Πάντοτε να κυριαρχείς στα ύψη», φράση που αποδίδεται στον Αντισμήναρχο (αργότερα Υποπτέραρχο) Σπύρο Παπασπύρο, διοικητή του Κέντρου Κατάταξης στη Βάση της Γάζας, ο οποίος με τη φράση αυτή, στην Ημερήσια Διαταγή της 5ης Οκτωβρίου 1941, καλωσόρισε στην Αίγυπτο το προσωπικό της 335 Μοίρας, της πρώτης Ελληνικής Μοίρας μαχητικών αεροσκαφών στη Μέση Ανατολή. Το έμβλημα της Ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας αναπαριστά αετό σε πτήση μπροστά από το κυκλικό διακριτικό της.
Ίδρυση
Το 1911 η Ελληνική Κυβέρνηση ανέθεσε σε Γάλλους ειδικούς τη δημιουργία Ελληνικής Αεροπορικής Υπηρεσίας. Έξι αξιωματικοί στάλθηκαν στη Γαλλία για να εκπαιδευτούν ως πιλότοι, ενώ παραγγέλθηκαν τα πρώτα αεροπλάνα τύπου Farman. Στις 8 Φεβρουαρίου 1912 ο Εμμανουήλ Αργυρόπουλος έγινε ο πρώτος Έλληνας αεροπόρος πετώντας με ένα αεροσκάφος Nieuport IV.G. Alcuin. Στη δεύτερη πτήση που εκτέλεσε ο Αργυρόπουλος την ίδια μέρα, πέταξε με τον τότε Πρωθυπουργό της χώρας Ελευθέριο Βενιζέλο. Η πρώτη στρατιωτική πτήση έγινε στις 13 Μαΐου 1912 από τον Υπολοχαγό Δημήτριο Καμπέρο με το πρώτο στρατιωτικό αεροπλάνο της Ελλάδας τύπου Farman. Τον Ιούνιο του ίδιου έτους ο Καμπέρος πέταξε με τον «Δαίδαλο», το αεροσκάφος Farman το οποίο είχε μετασκευαστεί σε υδροπλάνο, θέτωντας έτσι τις βάσεις της Ναυτικής Αεροπορίας. Τον Σεπτέμβριο ο Ελληνικός Στρατός απέκτησε την πρώτη του πολεμική αεροπορική μονάδα, τον «Λόχο Αεροπόρων», με έδρα τη Λάρισα.
Η Εμφάνιση του Αεροπλάνου στην Ελλάδα (1911-1912)
Η εμφάνιση του αεροπλάνου στην Ελλάδα οφείλεται αρχικά στην ιδιωτική πρωτοβουλία. Πρωτεργάτης ήταν ο θεατρικός επιχειρηματίας Λεωνίδας Αρνιώτης, ο οποίος έκανε το 1908 δύο δημόσιες ανεπιτυχείς προσπάθειες απογείωσης του αεροπλάνου του, τύπου Bleriot, με κινητήρα των 30 ίππων, με μοναδικό αποτέλεσμα τελικά, την καταστροφή του αεροσκάφους. Ο πρώτος Έλληνας αεροπόρος που πέταξε στη χώρα μας ήταν ο Εμμανουήλ Αργυρόπουλος. Η πρώτη του πτήση έγινε την 8η Φεβρουαρίου 1912, στην περιοχή του Ρούφ με αεροπλάνο τύπου Nieuport IV.G. Ο Εμμανουήλ Αργυρόπουλος εκτέλεσε μετά την επιτυχία του αυτή, δεύτερη πτήση με επιβάτη τον τότε πρωθυπουργό, Ελευθέριο Βενιζέλο. Τον ίδιο δρόμο των εντυπωσιακών επιδείξεων επέλεξε και ο δημοσιογράφος Αλέξανδρος Καραμανλάκης με αεροσκάφος Bleriot. Στην προσπάθεια του να εντυπωσιάσει ο Καραμανλάκης, επέλεξε να εκτελέσει ναυτιλιακό ταξίδι από την Αθήνα στο Ρίο της Πάτρας, εγχείρημα ιδιαίτερα τολμηρό για τα δεδομένα της εποχής. Η έλλειψη πείρας και οι ισχυροί άνεμοι τον οδήγησαν σε αναγκαστική προσθαλάσσωση στον Κορινθιακό κόλπο, η οποία είχε ως αποτέλεσμα τον πνιγμό του. Παράλληλα, με την ιδιωτική πρωτοβουλία και στο πλαίσιο της αναδιοργάνωσης των Ενόπλων Δυνάμεων της χώρας από Γαλλική στρατιωτική αποστολή, τον Απρίλιο του 1911, ξεκίνησε η προσπάθεια συγκρότησης Αεροπορικών Υπηρεσιών.
Το Δεκέμβριο του 1911 αναχώρησαν για τη Γαλλία, οι Υπολοχαγοί Δημήτριος Καμπέρος και Μιχαήλ Μουτούσης, μαζί με τον Ανθυπίλαρχο Χρήστο Αδαμίδη, προκειμένου να εκπαιδευτούν ως Αεροπόροι στη σχολή των αδελφών Farman, στην Etampes, κοντά στο Παρίσι. Τον Απρίλιο του 1912 ακολούθησαν οι Υπολοχαγοί Λουκάς Παπαλουκάς, Μάρκος Δράκος και ο Ανθυπίλαρχος Πανούτσος Νοταράς. Ταυτόχρονα παραγγέλθηκαν τα πρώτα τέσσερα αεροσκάφη τύπου Henry Farman ΙΙΙ. Η πρώτη στρατιωτική πτήση πραγματοποιήθηκε από τον Υπολοχαγό Δημήτριο Καμπέρο στις 13 Μαΐου 1912. Στο Φάληρο, εκεί που σήμερα είναι το Μουσείο Ιστορίας της Πολεμικής Αεροπορίας. Πτήσεις πραγματοποιήθηκαν και στα μεγάλα στρατιωτικά γυμνάσια της περιόδου μέχρι τις 19 Μαΐου 1912. Το αεροπλάνο γρήγορα έδειξε την αξία του στις επιχειρήσεις του Στρατού και με δεδομένη τη θαλάσσια γεωγραφική διαμόρφωση της Ελλάδας ξεκίνησαν το 1912 οι προσπάθειες δημιουργίας ναυτικής Αεροπορίας. Να σημειωθεί ότι ο Δημήτριος Καμπέρος μετέτρεψε ένα από τα πρώτα Henry Farman σε υδροπλάνο και το δοκίμασε επιτυχημένα στη διαδρομή Φάληρο – Ύδρα – Φάληρο, στις 24 & 25 Ιουνίου 1912, δείχνοντας τις δυνατότητες χρήσης του αεροπλάνου ως μέσου αεροναυτικής συνεργασίας.
Βαλκανικοί Πόλεμοι (1912-1913)
Η έναρξη του Α΄ Βαλκανικού πολέμου συνέπεσε με τη συγκρότηση του «Λόχου Αεροπορίας» στη Λάρισα, το Σεπτέμβριο του 1912, ο οποίος υπαγόταν κατ’ ευθείαν στον Αρχιστράτηγο μέσω του Γενικού Επιτελείου. Στη δύναμή του εντάχθηκαν άμεσα οι Αεροπόροι Δημήτριος Καμπέρος, Μιχαήλ Μουτούσης, Παναγιώτης Νοταράς και Χρήστος Αδαμίδης, μαζί με τα τέσσερα αεροσκάφη Henry Farman ΙΙΙ. Λόγω της ανεπάρκειας των αεροσκαφών αυτών για πολεμικές επιχειρήσεις παραγγέλθηκαν τα βελτιωμένα Maurice Farman M.F.7 και Henry Farman HF.20, ενώ κατατάχθηκε με το βαθμό του Ανθυπολοχαγού του Μηχανικού ο Εμμανουήλ Αργυρόπουλος, ο οποίος έφερε μαζί του το αεροσκάφος του, τύπου Nieuport IV.G. Την 5η Οκτωβρίου 1912 πραγματοποιήθηκε η πρώτη πολεμική αποστολή στα αεροπορικά χρονικά της Ελλάδας, όταν ο Υπολοχαγός Δημήτριος Καμπέρος εκτέλεσε αναγνώριση των Οθωμανικών στρατευμάτων στην περιοχή της Ελασσόνας. Τις επόμενες ημέρες οι αποστολές επαναλήφθηκαν, προσφέροντας πολύτιμες πληροφορίες, ενώ τα αεροσκάφη βομβάρδιζαν τις Οθωμανικές δυνάμεις με αυτοσχέδιες βόμβες, που είχαν μικρή αποτελεσματικότητα αλλά σημαντική ψυχολογική επίδραση.
Η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης στις 26 Οκτωβρίου 1912 από τον Οθωμανικό ζυγό, πρόσθεσε στο δυναμικό «Λόχου Αεροπορίας» ένα αεροπλάνο τύπου Bleriot XI με κινητήρα 50hp, το οποίο πετούσε μισθωμένος Γάλλος αεροπόρος, επ’ ωφελεία του Οθωμανικού Στρατού. Όταν ο Ελληνικός Στρατός απελευθέρωσε την πόλη το αεροπλάνο κατασχέθηκε και ο Γάλλος ιδιοκτήτης του απελάθηκε. Κατόπιν, οι επιχειρήσεις μεταφέρθηκαν στο μέτωπο της Ηπείρου, όπου δέσποζαν τα οχυρά του Μπιζανίου. Ο «Λόχος Αεροπορίας» έδρασε ενισχυμένος με συνολικά 4 Maurice Farman M.F.7. Η πρώτη αποστολή στο Μπιζάνι εκτελέστηκε στις 5 Δεκεμβρίου 1912 από τον Υπολοχαγό Μιχαήλ Μουτούση, ο οποίος αναγνώρισε και βομβάρδισε τις θέσεις του Οθωμανικού Στρατού. Οι αποστολές συνεχίστηκαν μέχρι την απελευθέρωση των Ιωαννίνων την 21η Φεβρουαρίου 1913. Ανάλογη προσπάθεια χρησιμοποίησης αεροσκαφών έγινε κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων και από το Ναυτικό. Την 11η Νοεμβρίου 1912 παραδόθηκε ένα υδροπλάνο τύπου Astra Hydroplane, το οποίο μεταφέρθηκε στη Λήμνο αλλά κατά τις δοκιμές αποδείχτηκε αποτυχημένο. Τότε κλήθηκε ο Υπολοχαγός Μουτούσης με αεροσκάφος Maurice Farman Hydravion, ο οποίος μαζί με τον Ανθυποπλοίαρχο Αριστοτέλη Μωραϊτίνη εκτέλεσαν την πρώτη στον κόσμο επιχείρηση προσβολής πλοίων την 24η Ιανουαρίου 1913. Αυτή περιλάμβανε την αναγνώριση της δύναμης του τουρκικού στόλου, στη βάση του στο Ναγαρά, στα Δαρδανέλια και τον βομβαρδισμό με χειροβομβίδες των εγκαταστάσεων. Η αποστολή είχε σημαντικό ψυχολογικό αντίκτυπο και απέδωσε σημαντικές πληροφορίες, ανοίγοντας το δρόμο για την αξιοποίηση του αεροπορικού όπλου σε αεροναυτικές επιχειρήσεις.Το ενδιαφέρον στράφηκε εκ νέου στη Μακεδονία, όπου υπέβοσκε ο Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος. Στην περιοχή ο Αργυρόπουλος πέταξε αρκετές αναγνωριστικές αποστολές με ορμητήριο, το πεδίο προσγείωσης Λεμπέτ (σημερινή Ευκαρπία) στη Θεσσαλονίκη. Ο πρωτοπόρος αεροπόρος σκοτώθηκε με το αεροπλάνο – λάφυρο τύπου Bleriot XI, μαζί με τον διανοούμενο, ποιητή και οπλαρχηγό Κωνσταντίνο Μάνο, όταν έπεσαν σε καταιγίδα στην περιοχή του Λαγκαδά, την 4η Απριλίου 1913. Κατά τον Β΄ Βαλκανικό πόλεμο η συμμετοχή των αεροσκαφών ήταν μικρή λόγω τις φύσης των επιχειρήσεων.
Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος (1914-1918)
Η ανάπτυξη Στρατιωτικής Αεροπορίας συνεχίστηκε και μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους. Την 16η Αυγούστου 1913, η πόλη της Θεσσαλονίκης ορίστηκε ως η έδρα του «Λόχου Αεροπορίας» που υπαγόταν στο Μηχανικό και τελούσε υπό τις διαταγές του Διοικητή του Γ’ Σώματος Στρατού. Από την 23η Δεκέμβριου 1913, ο «Λόχος Αεροπορίας» υπήχθη στο Υπουργείο Στρατιωτικών με Διοικητή τον Λοχαγό Δημήτριο Καμπέρο και έδρα το αεροδρόμιο Λεμπέτ (σημερινή Ευκαρπία). Τον Οκτώβριο του 1915, ο «Λόχος» μετονομάστηκε σε Αεροπορική Υπηρεσία Στρατού (ΑΥΣ). Η αρχική ουδετερότητα της Ελλάδας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (ΠΠ) σε συνδυασμό με την πολιτική κρίση που ακολούθησε, επέφερε την επέμβαση των δυνάμεων της Αντάντ στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα την σύμπτυξη της ΑΥΣ στο Αμύνταιο Φλώρινας και κατόπιν στη Ν. Ελλάδα. Η είσοδος της Ελλάδας στον Α΄ ΠΠ τον Ιούνιο του 1917 σηματοδότησε και τη δραστική δραστηριοποίηση της ΑΥΣ με τη βοήθεια των Γάλλων υπό τον Γάλλο Ταγματάρχη Denain, με τη βοήθεια του Ανθυπίλαρχου Αλέξανδρου Ζάννα, αεροπόρου και μετέπειτα Υπουργού Αεροπορίας. Οι Γάλλοι είχαν αναπτύξει σημαντική δραστηριότητα στην περιοχή Θεσσαλονίκης, οργανώνοντας 8 αεροδρόμια και ένα προωθημένο εργοστάσιο βάσης (Όρχος Αεροπορίας). Στις εγκαταστάσεις του αεροδρομίου Σέδες άρχισε κάτω από Γαλλική διοίκηση η εκπαίδευση των πρώτων αεροπόρων και τεχνικών την 4η Σεπτεμβρίου 1917. Το Νοέμβριο του 1917, η ΑΥΣ επανήλθε στη Θεσσαλονίκη. Μετά την εκπαίδευση των στελεχών από τους Γάλλους η ΑΥΣ μετατράπηκε το 1918 σε διακριτό Σώμα Αεροπορίας, ισότιμο με τα υπόλοιπα όπλα του Ελληνικού Στρατού.
Η πρώτη Ελληνική Μοίρα ήταν η 532 Μοίρα Αναγνώρισης. Επιχειρούσε στην περιοχή της Γοργόπης (κοντά στην Αξιούπολη), στον Αξιό ποταμό από την 10η Δεκεμβρίου 1917 με δυναμικό 12 αεροσκάφη Dorand A.R.1 και λίγα Breguet 14A2/Β2. Αρχικά το προσωπικό ήταν μικτής εθνικότητας (Γάλλοι και Έλληνες), ενώ σταδιακά η Μοίρα στελεχώθηκε μόνο με Έλληνες αεροπόρους μέχρι το Σεπτέμβριο του 1918. Ακολούθησε η 531 Μοίρα Δίωξης, η οποία συγκροτήθηκε την 13η Μαρτίου 1918 και επιχειρούσε στην ίδια περιοχή με αεροσκάφη Nieuport 24bis και Spad VII/XIII. Η διοίκησή της προσφέρθηκε τιμητικά στον Ανθυπίλαρχο Αλέξανδρο Ζάννα. Με έδρα το Δημητρίτσι Σερρών συγκροτήθηκε και η 533 Μοίρα Αναγνώρισης και Βομβαρδισμού (ΜΑΒ) την 1η Ιουνίου 1918. Η τελευταία Ελληνική Μοίρα του πολέμου ήταν η 534 Μοίρα Αναγνώρισης, η οποία συγκροτήθηκε το Σεπτέμβριο του 1918 στο Λεμπέτ (σημερινή Ευκαρπία). Επιπλέον βοηθητικές υπηρεσίες ανέπτυξε η ΑΥΣ στο Μικρό Καραμπουρνού της Θεσσαλονίκης. Σημαντική ήταν η συμβολή των Ελληνικών Μοιρών στη μάχη του Σκρά ντι Λέγκεν, όπου ανέλαβαν αποστολές ρύθμισης των βολών πυροβολικού, βομβαρδισμού και αναγνώρισης του μετώπου, υποστηρίζοντας την επίθεση των Μεραρχιών του Ελληνικού Στρατού. Με την προσθήκη της 533 ΜΑΒ, οι επιχειρήσεις συνεχίστηκαν ανατολικότερα και βορειότερα, όπου και συμπτύσσονταν οι δυνάμεις Γερμανών και Βουλγάρων. Μετά τη σύναψη ανακωχής από τη Βουλγαρία (30 Σεπτεμβρίου 1918) και την Οθωμανική Αυτοκρατορία (20 Οκτωβρίου 1918), η 531 Μοίρα διαλύθηκε στο αεροδρόμιο της Μίκρας τον Οκτώβριο του 1918, ενώ η 534 Μοίρα εστάλη στη Ρωσία προς ενίσχυση της συμμαχικής εκστρατείας το 1919. Παράλληλα η 533 Μοίρα παρέλαβε αεροσκάφη Breguet 14A2/Β2. Μετά τη λήξη του πολέμου οι εγκαταστάσεις πέρασαν στην κυριότητα της ΑΥΣ.
Η Ναυτική Αεροπορία
Η επιτυχής αποστολή του υδροπλάνου Maurice Farman Hydravion, κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους, οδήγησε το Ναυτικό στην ανάπτυξη του Ναυτικού Αεροπορικού Σώματος (ΝΑΣ), την 20η Απριλίου 1914. Στο εγχείρημα συνετέλεσε και η Βρετανική αποστολή που μεριμνούσε για τον εκσυγχρονισμό του Ναυτικού. Για τον εξοπλισμό του ΝΑΣ, το Ναυτικό παρήγγειλε στη Μ. Βρετανία τρία υδροπλάνα Sopwith Greek Seaplane, το πρώτο από τα οποία έφτασε στην Ελλάδα τον Μάιο του 1914. Στoν Ασπρόπυργο, κοντά στο σημερινό αεροδρόμιο της Ελευσίνας, οργανώθηκε Σχολή Αεροπορίας, όπου εκπαιδεύτηκε ως χειριστής ο Αριστείδης Μωραϊτίνης, τον Οκτώβριο του 1914, μαζί με άλλους δύο Αξιωματικούς. Λόγω ακαταλληλότητας της περιοχής, το ΝΑΣ μεταφέρθηκε στο Παλαιό Φάληρο. Το υλικό της Σχολής ενισχύθηκε με τέσσερα Henry Farman ΗF.22.Η μετάθεσή του Μωραϊτίνη, μαζί με άλλους έμπειρους αεροπόρους και τεχνικούς το φθινόπωρο του 1915, είχε ως αποτέλεσμα τον περιορισμό των δραστηριοτήτων του ΝΑΣ. Η αναγέννηση του ΝΑΣ ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 1916, όταν ο Μωραϊτίνης ανέλαβε εκ νέου τη διοίκηση του ΝΑΣ και επιχειρούσε ενταγμένο στη 2η Βρετανική Πτέρυγα του RNAS (Royal Naval Air Service). Το πεδίο δράσης ήταν κυρίως η Αν. Μακεδονία και η Θράκη, όπου Γερμανοί και Βούλγαροι είχαν αναπτύξει σημαντικές αεροπορικές δυνάμεις και εγκαταστάσεις.
Την 18η Μαρτίου 1917 ο Μωραϊτίνης με αεροσκάφος Henry Farman HF.22 και παρατηρητή τον Ανθυπολοχαγό Ψύχα εκτέλεσε μια παράτολμη αποστολή, βομβαρδίζοντας το αεροδρόμιο Ζέρεβιτς, στη Δράμα, καταστρέφοντας τα υπόστεγα των αεροσκαφών. Στη συνέχεια, βομβάρδισε το σιδηροδρομικό σταθμό της Δράμας, καταστρέφοντας τρεις αμαξοστοιχίες. Η απόδοση των αεροπόρων του ΝΑΣ οδήγησε στη δημιουργία της Ελληνικής Μοίρας Ζ, το Μάιο του 1917. Σημαντική ήταν η δράση της Μοίρας σε συνδυασμένη επιχείρηση με τους Βρετανούς, εναντίον στόχων στην Αν. Θράκη και πάνω από την Καλλίπολη. Το ίδιο συνέβη και κατά την αντιμετώπιση των πολεμικών σκαφών Goeben και Breslau (αντίστοιχα Yavuz Sultan Selim και Midilli), που είχαν ενταχθεί στον Οθωμανικό στόλο με Γερμανικά πληρώματα. Η έξοδός τους στο Αιγαίο την 20η Ιανουαρίου 1918 κινητοποίησε τους Συμμάχους και έμεινε γνωστό ως «κατάσταση Goeben». Τα Οθωμανικά πλοία κυνηγήθηκαν απηνώς με συνδυασμένες ενέργειες Ελλήνων και Βρετανών αεροπόρων. Κατά τις επιχειρήσεις διακρίθηκε ιδιαίτερα ο Μωραϊτίνης, ο οποίος κατέρριψε με καταδιωκτικό Sopwith Camel 1F.1 τρία εχθρικά αεροσκάφη, που προσπάθησαν να αναχαιτίσουν τα συμμαχικά βομβαρδιστικά. Κατά τους βομβαρδισμούς, καταρρίφθηκε και φονεύτηκε ο Ανθυποπλοίαρχος Σπυρίδων Χάμπας, την 21η Αυγούστου 1918, από το Γερμανό «Άσσο» πιλότο Εμίλ Μάϊνεκε. Με νέο νόμο την 24η Μαρτίου 1918, το ΝΑΣ αναδιοργανώθηκε αριθμώντας τέσσερεις Μοίρες, δύναμη 43 αεροσκαφών και αεροπορικές βάσεις στο Π. Φάληρο, τη Θάσο, το Μούδρο, τον Σταυρό και το Σούνιο. Τον Ιούνιο του 1918, το ΝΑΣ εκτέλεσε επιχειρήσεις σε στόχους στη Μ. Ασία, εξαφανίζοντας την εχθρική αεροπορία από το Αν. Αιγαίο. Μετά τη συνθηκολόγηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, Ελληνικό Σμήνος με επικεφαλής τον Πλωτάρχη Αριστείδη Μωραϊτίνη πέταξε στο αεροδρόμιο του Αγ. Στεφάνου, στην Κωνσταντινούπολη. Η εμφάνιση των Ελλήνων αεροπόρων στην Πόλη έγινε δεκτή με ενθουσιασμό, από τον εκεί Ελληνικό πληθυσμό. Ο αιφνίδιος χαμός του Αριστοτέλη Μωραϊτίνη σε αεροπορικό δυστύχημα την 22α Δεκεμβρίου 1918 αποτέλεσε σημαντικό πλήγμα για τη Ναυτική Αεροπορία, αλλά δεν ανέστειλε την ανάπτυξή της, καθώς ο πρωτεργάτης της είχε θέσει γερά θεμέλια.
Επιχειρήσεις στη Μικρά Ασία (1919-1922)
Μετά τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου (ΠΠ) ανατέθηκε στην Ελλάδα από τους Συμμάχους η κατάληψη της Σμύρνης, δίνοντας ελπίδες για την απελευθέρωση περίπου 3 εκατομμυρίων Ελλήνων της Μικράς Ασίας. Το Ελληνικό αεροπορικό υλικό της περιόδου περιλάμβανε 120 αεροσκάφη, απομεινάρια του Α΄ ΠΠ. Τα 70 ανήκαν στη Στρατιωτική Αεροπορία (ΣΑ) και τα υπόλοιπα στη Ναυτική Αεροπορία (ΝΑ). Η Οθωμανική Αυτοκρατορία, το Νοέμβριο του 1919 διέθετε 11 αεροσκάφη Ρωσικής κατασκευής και 19 Γερμανικά. Ο Ελληνικός Στρατός αποβιβάστηκε στη Σμύρνη, την 2α Μαΐου 1919. Την ίδια μέρα άρχισε η ανάπτυξη της Ναυτικής Αεροπορικής Μοίρας Σμύρνης (ΝΑΜΣ), η οποία αριθμούσε 10 αεροσκάφη Airco De Havilland D.H.9 και 15 καταδιωκτικά Sopwith Camel 1F.1. Η ΝΑΜΣ δημιούργησε Προκεχωρημένα Σμήνη Μετώπου και επιχειρούσε κυρίως από τα αεροδρόμια Καζαμίρ, Μαγνησίας και Ουσάκ. Η πρώτη Μονάδα της ΣΑ, που διατέθηκε στις δυνάμεις της Μ. Ασίας, ήταν η 533 Μοίρα με αεροσκάφη Breguet 14A2/B2.
Η πρώτη αποστολή βομβαρδισμού έγινε στις 18 Ιουνίου 1919, όταν τρία Airco De Havilland D.H.9 υποστήριξαν την Ελληνική επίθεση στο Αϊδίνιο. Την 20η Δεκεμβρίου 1919 οργανώθηκε η Διεύθυνση Αεροπορικής Υπηρεσίας Στρατιάς (ΔΑΥΣ), που ενσωμάτωσε όλες τις αεροπορικές δυνάμεις στη Μ. Ασία. Επιπλέον, οι Μοίρες 532, 533 και 534 μετονομάστηκαν σε Α΄, Β΄ (στο Καζαμίρ) και Γ΄ (στην Πάνορμο) Μοίρες Αεροπλάνων αντίστοιχα, με τυπική δύναμη 8-12 αεροσκάφη καθεμιά. Προκειμένου να επιτυγχάνεται άμεση εκμετάλλευση των πληροφοριών, οργανώθηκαν πεδία προσγείωσης στο μέτωπο, από όπου τα πληρώματα έδιναν αναφορά, είτε έριχναν ερματισμένο φάκελο με πληροφορίες στα στρατεύματα στο μέτωπο. Οι αποστολές συνήθως εκτελούνταν μέσα σε άγνωστη περιοχή και μακριά από οργανωμένα αεροδρόμια. Οι βασικές τακτικές περιλάμβαναν πτήση σε μεσαίο ύψος, ενώ συχνά τα πληρώματα κατέβαιναν πολύ χαμηλά για αναγνώριση και αύξηση της ακρίβειας των βολών, με τίμημα αρκετές απώλειες από τα εχθρικά πυρά.
Τις αποστολές αναγνώρισης, πολυβολισμού και βομβαρδισμού αναλάμβανε κυρίως η ΣΑ, ενώ τα πληρώματα της ΝΑΜΣ εκτέλεσαν κυρίως αποστολές βομβαρδισμού, λόγω μικρής εμπειρίας στη συνεργασία με τις επίγειες δυνάμεις. Την περίοδο Ιουνίου – Οκτωβρίου 1920 έγινε η προέλαση του Ελληνικού Στρατού μέχρι την Προύσα. Από τον Αύγουστο είχαν οργανωθεί περιπολίες από Ελληνικά καταδιωκτικά, προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις σποραδικές εμφανίσεις της Οθωμανικής Αεροπορίας. Στις 16 Αυγούστου 1920 έγινε η πρώτη <συνάντηση> Ελληνικού με Τουρκικό αεροσκάφος . Κατ’ αυτή ο ‘Ελλην χειριστής του καταδιωκτικού τύπου Spad Ανθ/γός Πετροπουλέας ανάγκασε τον Τούρκο πιλότο σε αναγκαστική προσγείωση. Το Μάρτιο του 1921, αυξήθηκαν οι αποστολές αναγνώρισης και βομβαρδισμού στόχων μέσα στο εχθρικό έδαφος, προκειμένου να βοηθηθούν οι δυνάμεις προέλασης προς το Εσκί Σεχίρ. Ιδιαίτερα επιτυχημένη ήταν η μαζική επιδρομή της 9ης Ιουνίου 1921 από 7 Airco De Havilland D.H.9 της ΝΑΜΣ, στην Κιουτάχεια. Μια βδομάδα αργότερα, δύο ίδια αεροσκάφη βομβάρδισαν το Εσκί-Σεχίρ και ανάγκασαν σε προσγείωση εχθρικό καταδιωκτικό, που έσπευσε σε αναχαίτισή τους. Την 21η Ιουνίου 1921, επαναλήφθηκε η επιδρομή στην Κιουτάχεια με 7 Airco De Havilland D.H.9 και συνοδεία ένα Spad VII/XIII, κατά τη διάρκεια της οποίας οι Σημαιοφόροι Νικόλαος Κατσουλάκος και Στέφανος Φίλιππας με Airco De Havilland D.H.9, κατέρριψαν εχθρικό αεροσκάφος που τους καταδίωξε. Την 29η Ιουνίου 1921, άρχισε η Ελληνική επίθεση προς το Σαγγάριο και την 28η Αυγούστου 1921, άρχισε η εχθρική αντεπίθεση με αυξημένη παρουσία αεροπλάνων.
Η Οθωμανική Αεροπορία, τον Ιανουάριο του 1922, ενισχύθηκε από τη Γαλλία με 20 αεροσκάφη Breguet και Spad και ακόμα 10 Ιταλικής προέλευσης. Στην τελευταία φάση του πολέμου η Τουρκία ενισχύθηκε με ακόμα 50 καταδιωκτικά. Χαρακτηριστικό περιστατικό αποτελεί η κατάρριψη, της 12ης Ιουλίου 1922, εχθρικού Breguet, που κατόπτευε τις Ελληνικές θέσεις από το Λοχία Χριστόφορο Σταυρόπουλο με το Νο 4466 Spad VII/XIII. Ο Σταυρόπουλος επιτέθηκε και γάζωσε το Breguet από απόσταση 50 μέτρων, που ανεφλέγη και συνετρίβη, σκοτώνοντας τον Υπολοχαγό πιλότο του και τον Ταγματάρχη παρατηρητή, που ήταν Διοικητής του αεροδρομίου Τσάι. Τον Αύγουστο του 1922 ξεκίνησε η Τουρκική επίθεση. Την περίοδο αυτή υπήρχαν διαθέσιμα 10 Airco De Havilland D.H.9 της ΝΑΜΣ, ενώ από πλευράς ΣΑ υπήρχαν 25-30 αναγνωριστικά / βομβαρδιστικά και 15 καταδιωκτικά κατανεμημένα στις Β΄, Γ΄ και Δ΄ Μοίρες με έδρες αντίστοιχα το Γκαριμτζέ, το Εσκί-Σεχίρ και το Αφιόν Καραχισάρ.
Την 14η Αυγούστου 1922 άρχισε η σύμπτυξη του Ελληνικού Στρατού και παρά τη σύγχυση, οι αεροπόροι καθοδήγησαν αρκετά τμήματα σε ασφαλές δρομολόγιο υποχώρησης, ενώ παρακολουθούσαν στενά το τουρκικό ιππικό, που εκτελούσε ελιγμούς κύκλωσης των Ελληνικών στρατευμάτων. Μέχρι την 26η Αυγούστου 1922, όσα αεροσκάφη διασώθηκαν πέταξαν σε Ελληνικό έδαφος. Οι ήρωες Αεροπόροι της περιόδου αυτής είναι ελάχιστα γνωστοί. Πιλότοι όπως οι Δημήτρης Μάρακας, Γεώργιος Μαμαλάκης, Πέτρος Πετροπουλέας κ.α., εκτέλεσαν επικίνδυνες αποστολές, σε όλες τις φάσεις και τα μέτωπα. Από τους παρατηρητές ξεχώρισαν ιδιαίτερα ο Υπολοχαγός Δημήτριος Παπαναστασίου και ο Ανθυπολοχαγός Νικόλαος Δέας. Από τα πληρώματα της ΝΑΜΣ ξεχώρισε ο παράτολμος αεροπόρος Αθανάσιος (Θάνος) Βελούδιος, ο οποίος την 25η Ιουνίου 1920 προσγείωσε το αεροπλάνο του μέσα στον περίβολο της Οθωμανικής Στρατιωτικής Ακαδημίας, στην Προύσα και ύψωσε στον ιστό της την Ελληνική σημαία.Στη Μικρασιατική Εκστρατεία έγινε εντατική χρήση του αεροπορικού όπλου. Τα πληρώματα της Αεροπορίας, αποτέλεσαν τα μάτια του Γενικού Στρατηγείου, εξασφαλίζοντας την εικόνα του πεδίου της μάχης. Παράλληλα κατάφεραν την καταστροφή σημαντικών στόχων ενώ κατά την υποχώρηση της Στρατιάς διέσωσαν με τις αναφορές τους, χιλιάδες στρατιώτες από βέβαιο θάνατο.
Περίοδος του Μεσοπολέμου (1923-1939)
Μετά τη λήξη της Μικρασιατικής Εκστρατείας ακολούθησε μακρά ειρηνική περίοδος, κατά την οποία η Πολεμική Αεροπορία (ΠΑ) ανασυγκροτήθηκε και εκσυγχρονίστηκε. Από το 1925 ξεκίνησε η παραλαβή νέων αεροσκαφών αναβαθμίζοντας σημαντικά τις δυνατότητες της. Στις αεροπορικές δυνάμεις εντάχθηκαν τα αναγνωριστικά – βομβαρδιστικά Brequet 19 A2/B2 και τα εκπαιδευτικά Morane Saulnier MS-137/147. Στο πλαίσιο της Στρατιωτικής Αεροπορίας οργανώθηκε, στη Θεσσαλονίκη, το Γ΄ Σύνταγμα Αεροπλάνων, προερχόμενο ουσιαστικά από το δυναμικό που απέμεινε από τις Β΄,Γ΄ και Δ΄ Μοίρες. Σημαντική ήταν και η προσπάθεια ανάπτυξης εγχώριας αεροπορικής βιομηχανίας στο Εργοστάσιο Αεροσκαφών Φαλήρου (ΕΑΦ), του μετέπειτα γνωστού ως Κρατικό Εργοστάσιο Αεροπλάνων (ΚΕΑ). Οι προσπάθειες κατασκευής αεροσκαφών δεν απέδωσαν μετά την αποτυχία του KEA Χελιδών και τελικά το ΚΕΑ προχώρησε σε παραγωγή τύπων κατόπιν αδείας, όπως τα Armstrong – Whitworth Atlas, Blackburn T.3A Velos και Avro 504 N/O, που ενίσχυσαν κυρίως τη Ναυτική Αεροπορία, ενώ αναλάμβανε και την εργοστασιακή συντήρηση άλλων τύπων.
Την 8η Ιουνίου 1928 σημειώθηκε ένα σημαντικό επίτευγμα της Ελληνικής Αεροπορίας. Ένα κατάλληλα διασκευασμένο Brequet 19 με το όνομα «ΕΛΛΑΣ», χειριστή τον Υπολοχαγό Ευάγγελο Παπαδάκο και παρατηρητή τον Συνταγματάρχη, Χρήστο Αδαμίδη, πρωτεργάτη της Ελληνικής Αεροπορίας, απογειώθηκε από το Τατόι και πραγματοποίησε σε 20 περίπου μέρες το γύρο της Μεσογείου, διανύοντας απόσταση 12.000 χλμ. Τα πρώτα χρόνια της χρησιμοποίησης του αεροπορικού όπλου οι Μονάδες στελεχώνονταν από το προσωπικό του όπλου του οποίου υποστήριζαν τις επιχειρήσεις, δηλαδή ήταν ενταγμένες είτε στο Στρατό Ξηράς (ΣΞ), είτε στο Πολεμικό Ναυτικό (ΠΝ) με νοοτροπία, άμεσα συνυφασμένη με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του όπλου προέλευσής τους. Το μοντέλο αυτό, με το οποίο πολέμησε η Ελληνική Αεροπορία στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (ΠΠ) και στις επιχειρήσεις στη Μικρά Ασία δε συμβάδιζε πλέον με τις εξελίξεις. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του αεροπορικού όπλου, που συνοψίζονται στην ταχύτητα, την ευκαμψία και τη μάζα πυρός, είχαν ήδη γίνει αντιληπτά κατά τις τελευταίες συρράξεις, όμως η κατάτμηση της δύναμης μεταξύ ΣΞ και ΠΝ είχε καταστήσει το αεροπορικό όπλο, απλό αποδέκτη αποστολών υποστήριξης τους.
Αποτέλεσμα της προσπάθειας εκσυγχρονισμού του όπλου ήταν το Δεκέμβριο του 1929, η ίδρυση του Υπουργείου Αεροπορίας, από τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Το 1930 ιδρύθηκε το Υπουργείο Αεροπορίας και η ενοποιημένη πλέον ΠΑ καθιερώθηκε ως αυτοτελής Κλάδος των Ενόπλων Δυνάμεων. Πρώτος Υπουργός Αεροπορίας ορκίσθηκε ο Ελευθέριος Βενιζέλος, επιφορτίζοντας τον παλιό έμπειρο αεροπόρο Αλέξανδρο Ζάννα με το έργο της συνολικής συγκρότησης του Όπλου. Σε συνεργασία με το γλωσσολόγο Μανώλη Τριανταφυλλίδη καθιερώθηκαν οι ονομασίες βαθμών που χρησιμοποιούνται έως σήμερα. Η ενοποιημένη ΠΑ καθιερώθηκε ως αυτοτελής Κλάδος των Ενόπλων Δυνάμεων με το Νόμο 5121 «Περί Οργανισμού της ΠΑ» την 10η Ιουλίου 1931, σύμφωνα με τον οποίο ορίστηκε ότι η Αεροπορία θα αποτελούνταν από τρεις Σμηναρχίες. Στο μεταξύ ακολούθησαν νέες παραλαβές αεροσκαφών, όπως τα αναγνωριστικά Potez 25 TOE το 1931. Την ίδια χρονιά ιδρύθηκε στο Τατόι η Σχολή Αεροπορίας, μετέπειτα Σχολή Ικάρων (1967), η οποία υπήρξε το φυτώριο των νέων Αξιωματικών. Τον Ιανουάριο του 1933, η Γ΄ Σμηναρχία και η Β΄ Αεροπορική Βάση συνενώθηκαν και αποτέλεσαν τη Σμηναρχία Σέδες. Με το νομοθετικό διάταγμα της 28ης Ιουνίου 1933 οι Σμηναρχίες Τατοΐου, Λαρίσης και Σέδες μετονομάστηκαν σε Αεροπορικές Βάσεις.
Το 1934 ιδρύθηκε το Γενικό Επιτελείο Αεροπορίας και το 1935 παραλήφθηκαν σύγχρονα εκπαιδευτικά τύπου Avro 621 Tutor, που κατασκεύασε αργότερα και το ΚΕΑ. Λόγω της επελθούσας πολιτειακής μεταβολής η Αεροπορία μετονομάστηκε σε Ελληνική Βασιλική Αεροπορία, σε συντομία ΕΒΑ. Το 1936 παρά τα εξαιρετικά στενά περιθώρια επιλογών η Αεροπορία κατόρθωσε να προμηθευτεί 36 καταδιωκτικά P.Z.L. P.24F/G από την Πολωνία, 9 καταδιωκτικά Bloch MB.151 και 12 βομβαρδιστικά Potez 633 B2 Grec από τη Γαλλία, 12 ναυτικής συνεργασίας Avro Anson Mk I, 12 βομβαρδιστικά Bristol Blenheim MkIV και 12 βομβαρδιστικά Fairey Battle B.1 από το Ηνωμένο Βασίλειο, καθώς και 16 αναγνωριστικά Henschel Hs126K-6 και 12 υδροπλάνα Dornier Do22Kg από τη Γερμανία. Ενδεικτικό του κλίματος ενίσχυσης της Αεροπορίας, που επικρατούσε μεταξύ των Ελλήνων ήταν και η συμβολική, λόγω του μικρού αριθμού τους, απόκτηση τεσσάρων καταδιωκτικών από δωρεές ομογενών (δύο Avia B.534 και δύο Gloster Gladiator MkI), που ήταν και τα πρώτα σύγχρονα αεροσκάφη που παρέλαβε την περίοδο αυτή.
Ο Β΄ ΠΠ που ξέσπασε το 1939, στάθηκε η αφορμή να μείνουν ανεκτέλεστες αρκετές παραγγελίες της Αεροπορίας, όπως τα 12 βομβαρδιστικά Potez 633 B2 Grec, τα 12 ναυτικής συνεργασίας Avro Anson Mk I, τα 16 καταδιωκτικά Bloch MB.151, τα 12 βομβαρδιστικά Bristol Blenheim MkIV και τα 32 αναγνωριστικά Henschel Hs126K-6. Είχαν, επίσης, παραγγελθεί 24 καταδιωκτικά Spitfire Mk I και 30 καταδιωκτικά F4F-3A Wildcat, ενώ οι επαφές για την προμήθεια από τις ΗΠΑ, γεγονός εντελώς πρωτόγνωρο για εκείνη την εποχή, 30 καταδιωκτικών P-40 Tomahawk και 48 βομβαρδιστικών Martin Maryland, δεν ολοκληρώθηκαν ποτέ. Σημαντική ήταν, επίσης, η προσπάθεια οργάνωσης του δικτύου αεροδρομίων. Οι μεγαλύτερες Αεροπορικές Βάσεις βρίσκονταν στο Σέδες, τη Λάρισα, το Τατόι, το Φάληρο, τη Νέα Αγχίαλο και την Ελευσίνα. Ακόμη, είχαν οργανωθεί 23 βοηθητικά αεροδρόμια και άλλα 22 του λεγόμενου «Εμπιστευτικού Δικτύου». Παράλληλα, με τις παραγγελίες στο εξωτερικό, από την 1η Ιανουαρίου 1938 έως την 28η Οκτωβρίου 1940, συναρμολογήθηκαν στο ΚΕΑ 62 αεροπλάνα Avro 621 Tutor και 30 Avro 626, ενώ επισκευάστηκαν και συντηρήθηκαν συνολικά 169 αεροσκάφη όλων των τύπων, μαζί με 294 κινητήρες αεροσκαφών. Αρκετά από τα πυρομαχικά των αεροσκαφών ήταν Ελληνικής κατασκευής, της ΕΕΠΚ (Εταιρεία Ελληνικού Πυριτιδοποιείου Καλυκοποιείου). Τέλος αξίζει να σημειωθεί ότι, όταν την άνοιξη του 1941 η κυβέρνηση των ΗΠΑ αποφάσισε την παραχώρηση, μέσω του γνωστού νόμου Lend-Lease, 30 καταδιωκτικών F-4F-3A Wildcat, τα οποία λόγω της κατάληψης της χώρας από τα Γερμανικά στρατεύματα, δεν εντάχθηκαν ποτέ στην Αεροπορία.
Ελληνοιταλικός Πόλεμος & Γερμανική Εισβολή (1940-1941)
Με την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου η Ελλάδα, έχοντας 77 αεροπλάνα πρώτης γραμμής, κλήθηκε να αντιμετωπίσει περισσότερα από 463 Ιταλικά. Παρά την αριθμητική υπεροχή της Ιταλικής Πολεμικής Αεροπορίας, η Ελληνική Αεροπορία ανέτρεψε από τις πρώτες ημέρες του πολέμου τα σχέδια των Ιταλών και κατάφερε να εμποδίσει τη δράση της, να συγκεντρώσει πληροφορίες για τις κινήσεις του εχθρού, να καταστρέψει σημαντικές εχθρικές γραμμές ανεφοδιασμού και να παράσχει προστασία στα Ελληνικά στρατεύματα. Με την έναρξη του Ελληνοιταλικού Πολέμου και την είσοδο της Ελλάδας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, την 28η Οκτωβρίου 1940, η διάταξη μάχης της Αεροπορίας περιλάμβανε κατανομή του αεροπορικού δυναμικού, μεταξύ των τριών Κλάδων των Ενόπλων Δυνάμεων, με αποτέλεσμα ο Στρατός, το Ναυτικό και η Αεροπορία να κρατήσουν στον επιχειρησιακό τους έλεγχο τα αεροσκάφη που εξυπηρετούσαν το δόγμα επιχειρήσεών τους. Συνοπτικά, κατά την έναρξη των επιχειρήσεων, υπήρχαν 158 πολεμικά αεροσκάφη, όλων των τύπων, ενταγμένα στις παραπάνω Μονάδες, από τα οποία φέρονται να ήταν εν ενεργεία τα 128. Από αυτά μόλις τα 79 (εν ενεργεία τα 59) ήταν καταδιωκτικά και βομβαρδιστικά. Επίσης, υπήρχαν ακόμα 63 εκπαιδευτικά και βοηθητικά αεροσκάφη. Κατά τις επιχειρήσεις που ακολούθησαν, η Αεροπορία κλήθηκε να αντιμετωπίσει αρχικά την Ιταλική Αεροπορία, η οποία παρέτασσε 463 αεροσκάφη πρώτης γραμμής και γενικά καλύτερων επιδόσεων.
Ωστόσο, η Αεροπορία, από την αρχή αντιμετώπισε αποφασιστικά τους Ιταλούς σε όλο το φάσμα των αποστολών και σε όλο το μήκος του μετώπου, αλλά και των μετόπισθεν. Κατά τη διάρκεια του εξάμηνου πολέμου σημειώθηκαν αναρίθμητα περιστατικά, που έδειξαν τόσο την αποφασιστικότητα, όσο και την αποτελεσματικότητα του προσωπικού, παρά τη συντριπτική υπεροχή των Ιταλών. Αξιομνημόνευτη είναι η περίπτωση που σημειώθηκε την 2α Νοεμβρίου, κατά την οποία ένα Breguet Bre 19, εκτελώντας χαμηλή πτήση κατά μήκος των Αλβανικών συνόρων, εντόπισε την Ιταλική Μεραρχία Αλπινιστών, “Julia”, τη στιγμή ακριβώς που είχε εισδύσει στην Πίνδο και κινούνταν προς κατάληψη του Μετσόβου. Το γεγονός αυτό, μετέβαλε ριζικά την κατάσταση του μετώπου υπέρ των Ελλήνων. Την ίδια μέρα ο Υποσμηναγός Μαρίνος Μητραλέξης πετώντας με αεροσκάφη PZL, κατά τη διάρκεια αερομαχίας, αφού εξάντλησε τα πυρομαχικά του, “έκρουσε” με την έλικα του αεροσκάφους του, το πηδάλιο ενός Ιταλικού βομβαρδιστικού CANT Z.1007 Alcione, με αποτέλεσμα αυτό να συντριβεί στο έδαφος.
Με τη σταδιακή εξέλιξη των επιχειρήσεων, η Αεροπορία ενισχύθηκε με 22 Gloster Gladiator MkII και 6 Bristol Blenheim MkI από τα βρετανικά αποθέματα. Σημαντική ήταν η συμβολή της RAF, η οποία εξορμώντας από Ελληνικά και Αιγυπτιακά αεροδρόμια, κατάφερε σημαντικά πλήγματα κατά των Ιταλικών γραμμών ανεφοδιασμού. Κατά τις επιχειρήσεις εναντίον της Ιταλικής Αεροπορίας, οι Έλληνες Αεροπόροι πέτυχαν 64 επιβεβαιωμένες καταρρίψεις και διεκδίκησαν ακόμα 20 πιθανές, έναντι 24 επιτυχιών των Ιταλών. Οι Μοίρες Δίωξης έχασαν συνολικά 14 αεροπλάνα σε αερομαχίες ή λόγω αναγκαστικών προσγειώσεων. Επιπλέον, 28 Ιταλικά αεροσκάφη καταστράφηκαν από τα Ελληνικά βομβαρδιστικά και άλλα 23 από τα αντιαεροπορικά όπλα, όταν οι απώλειες τις Αεροπορίας από ανάλογη δράση των Ιταλών ανήλθαν σε 8 και 5 αεροσκάφη, αντίστοιχα. Συνολικά, η Αεροπορία είχε 49 νεκρούς και 22 τραυματίες στον αγώνα εναντίον των Ιταλών. Η δράση της Ελληνικής Αεροπορίας συνεχίστηκε αμείωτη τόσο κατά τη μεγάλη εαρινή επίθεση του Μαρτίου του 1941, η οποία αντιμετωπίσθηκε με επιτυχία, όσο και κατά τη Γερμανική εισβολή και τη σύγκρουση με τη Luftwaffe. Η Ελληνική Αεροπορία κατά τη διάρκεια της Ιταλικής και Γερμανικής εισβολής έχασε 52 πιλότους και κατερρίφθησαν συνολικά 64 εχθρικά αεροσκάφη, ενώ πιθανολογείται η κατάρριψη άλλων 24. Η εισβολή των Γερμανών στην Ελλάδα την 6η Απριλίου 1941 με δύναμη άνω των 1.000 αεροσκαφών βρήκε την Αεροπορία αρκετά αποδυναμωμένη. Παρά την χαοτική διαφορά δυναμικότητας, τα Ελληνικά καταδιωκτικά κατέρριψαν 4 Γερμανικά αεροσκάφη. Τα περισσότερα Ελληνικά αεροσκάφη, που είχαν απομείνει από τον εξάμηνο πόλεμο, καταστράφηκαν από τις μαζικές επιθέσεις της Luftwaffe στα Ελληνικά αεροδρόμια. Ακόμα 6 χάθηκαν σε αερομαχίες. Μόλις 14 από τη συνολική δύναμη κατάφεραν να διαφύγουν στη Μ. Ανατολή.
Κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων της περιόδου 1940-1941, οι Μοίρες Δίωξης εκτέλεσαν 804 πολεμικές αποστολές, που αντιστοιχούν σε 1530 ώρες πτήσης. Αντίστοιχα, τα βομβαρδιστικά αεροσκάφη εκτέλεσαν 237 πολεμικές αποστολές, πετώντας 926 ώρες. Τέλος, τα αεροσκάφη Στρατιωτικής Συνεργασίας πέταξαν αντίστοιχα 252 ώρες σε πολεμικές αποστολές. Κατά τη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής η Ελληνική Αεροπορία ανασυγκροτήθηκε στη Μέση Ανατολή με 5 αεροσκάφη Avro Anson, τα οποία είχαν διαφύγει με τα πληρώματα τους εκεί μετά την κατάρρευση του μετώπου. Με τη συμβολή της RAF συγκροτήθηκαν δύο Ελληνικές Μοίρες Διώξεως με αεροσκάφη τύπου Supermarine Spitfire, Hawker Hurricane και Martin Baltimore. Παράλληλα δημιουργήθηκαν μονάδες επισκευής και τεχνικής εκπαιδεύσεως στη Γάζα της Παλαιστίνης, καθώς και κέντρα εκπαίδευσης στη Νότια Ροδεσία. Η δραστηριότητα των Ελληνικών μοιρών περιελάμβανε συνοδείες νηοπομπών, ανθυποβρυχιακές έρευνες, επιθετικές περιπολίες, αναγνωρίσεις, επιθέσεις και αναχαιτίσεις της εχθρικής αεροπορίας. Το καλοκαίρι του 1943 οι Ελληνικές Μοίρες Διώξεως πήραν μέρος στις μεγάλες επιδρομές που σχεδίαζαν οι Σύμμαχοι για την προσβολή Γερμανικών στρατιωτικών στόχων στην Κρήτη. Οι απώλειες της Ελληνικής Αεροπορίας ανήλθαν σε 86 αξιωματικούς και υπαξιωματικούς.
Επιχειρήσεις στη Μ. Ανατολή και την Ιταλία
Μετά την κατάκτηση της Ελλάδας από τους Γερμανούς, ένα σημαντικό κομμάτι του προσωπικού μαζί με το υλικό που δεν καταστράφηκε, διέφυγαν στη Μ. Ανατολή. Την ανώτατη διοίκηση της Αεροπορίας στη Μέση Ανατολή ασκούσε το Υπουργείο Αεροπορίας, με έδρα το Κάιρο. Στη Γάζα της Παλαιστίνης δημιουργήθηκαν μονάδες επισκευής και τεχνικής εκπαιδεύσεως. Στα κέντρα Νοτίου Ροδεσίας και Αφρικής παρέχονταν εκπαίδευση σε δόκιμους χειριστές και άλλες τεχνικές ειδικότητες, οι οποίοι ενώθηκαν με τον πυρήνα, που είχε σταλεί από τον Ιανουάριο του 1941, στο Ιράκ (Χαμπανίγια) για εκπαίδευση από τους Βρετανούς. Στο πλαίσιο της ανασυγκρότησης της Αεροπορίας οργανώθηκαν τρεις Μοίρες, που υπήχθησαν επιχειρησιακά στη RAF. Αρχικά οργανώθηκε η 13η Μοίρα Ελαφρού Βομβαρδισμού (ΜΕΒ), με δύναμη 5 αεροπλάνων Anson Mk I. Η Μοίρα ανέλαβε αποστολές από τον Ιούνιο του 1941, ενώ το Νοέμβριο παρέλαβε αεροσκάφη Bristol Blenheim MkIV, τα οποία ανέλαβαν κυρίως ανθυποβρυχιακές αποστολές, ενώ τον Ιανουάριο του 1943 ενισχύθηκε και με Bristol Blenheim MkV Bisley. Τον Αύγουστο του 1943, παρέλαβε τα βομβαρδιστικά Martin A-30 Baltimore MkIII/IV/V και συνέχισε τις επιχειρήσεις συνοδείας νηοπομπών και ανθυποβρυχιακού πολέμου. Κατά τη μετακίνηση των Ελληνικών Μοιρών στην Ιταλία, η 13η Μοίρα, επιχείρησε εντατικά σε αποστολές βομβαρδισμού, εναντίον των Γερμανών στην Γιουγκοσλαβία. Τον Οκτώβριο του 1941 δημιουργήθηκε η 335 Βασιλική Ελληνική Μοίρα Διώξεως (ΒΕΜΔ) με αεροσκάφη Hawker Hurricane MkI και στη συνέχεια με Hawker Hurricane MkII, μέχρι τον Δεκέμβριο του 1943, οπότε και αντικαταστάθηκαν με Supermarine Spitfire Mk Vb/Vc. Σημαντική όσο και συμβολική ήταν η δράση της Μοίρας, εναντίον του Ιταλικού Στρατηγείου Μ. Ανατολής, την 28η Οκτωβρίου 1942. Σε ανάλογο πλαίσιο και με τον ίδιο εξοπλισμό οργανώθηκε και η 336 ΒΕΜΔ, τον Φεβρουάριο του 1943. Οι δύο Μοίρες ανέλαβαν πλήθος αποστολών αναχαίτισης και συνοδείας, αλλά και περιπολίες του εναέριου χώρου. Σημαντική ήταν η συμβολή όλων των Ελληνικών Μοιρών, κατά τις συμμαχικές αεροπορικές επιδρομές στην Κρήτη, από τον Ιούλιο έως τον Νοέμβριο του 1943. Αξίζει να ενημερωθούμε για την κατάρριψη τριών Γερμανικών αεροσκαφών, από τα Ελληνικά καταδιωκτικά, καθώς και τη συμμετοχή τους στις μεγάλες επιδρομές που έχουν σχεδιάσει οι σύμμαχοι για την προσβολή Γερμανικών στρατιωτικών στόχων στην Κρήτη, στρατηγικό ορμητήριο των Γερμανών προς τη Μ. Ανατολή, το θέρος του 1943. Το Φθινόπωρο του 1944, οι 335 και 336 ΒΕΜΔ μετακινήθηκαν στην Ιταλία, όπου συνέχισαν τις αποστολές δίωξης μαζί με σημαντικό πλήθος αποστολών προσβολής επίγειων στόχων. Το συνολικό πτητικό έργο των 335 και 336 ΒΕΜΔ ανέρχεται σε 32.927 ώρες πτήσης από τις οποίες οι 13616 σε πολεμικές αποστολές, ενώ η 13η Μοίρα εκτέλεσε 6166 αποστολές. Το τίμημα ήταν βαρύ με 69 πεσόντες, ενώ ακόμα 29 απεβίωσαν κατά την αντίσταση εναντίον του κατακτητή ή λόγω κακουχιών κατά τη Γερμανική κατοχή.
Μετά την υποχώρηση των Γερμανικών δυνάμεων από την Ελλάδα το 1944 η Ελληνική Αεροπορία επέστρεψε στη χώρα, όπου και έλαβε μέρος στον Συμμοριτοπόλεμο στο πλευρό του Εθνικού Στρατού, που κράτησε μέχρι το 1949. Μετακινήθηκαν στην Β. Ελλάδα στο αεροδρόμιο του Σέδες η 335 Μοίρα Ελληνικής Βασιλικής Αεροπορίας (ΜΕΒΑ) και η 336 ΜΕΒΑ. Οι δύο Μοίρες, με βάση το αεροδρόμιο του Σέδες και χρησιμοποιώντας αρκετά βοηθητικά αεροδρόμια στη Θεσσαλία και τη Β. Ελλάδα, ενίσχυσαν τον Ελληνικό Στρατό στις επιχειρήσεις εναντίον των δυνάμεων του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας σε ολόκληρη τη χώρα και κυρίως στην Κεντρική και Βόρεια Ελλάδα. Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιήθηκαν διάφορες εκδόσεις του Supermarine Spitfire, καθώς και εκπαιδευτικά North American T-6 Texan / Harvard που δρούσαν ως αεροσκάφη παρατήρησης και συνεργασίας με τις δυνάμεις του Στρατού καθώς και για αποστολές ελαφρού βομβαρδισμού. Το δυναμικό της Αεροπορίας ενισχύθηκε από το 1947 με νεώτερες εκδόσεις του Supermarine Spitfire, όπως τα Mk IXe/Mk XVI, με τα οποία οργανώθηκε και τρίτη Μοίρα, η 337. Σημαντικό ρόλο στις επιχειρήσεις είχαν οι αποστολές παρατήρησης, που ανέλαβαν κυρίως αεροσκάφη North American T-6 Texan / Harvard. Οι παράλληλες δυνατότητες αερομεταφορών της Αεροπορίας αναπτύχθηκαν σημαντικά για πρώτη φορά στην ιστορία της, με την απόκτηση μεταγωγικών Douglas C-47 Dakota και τη χρήση των ξεπερασμένων βομβαρδιστικών Vickers Wellington MkXIII. Η επιστροφή των Martin A-30 Baltimore στη RAF, το Σεπτέμβριο του 1945, άφησε την Αεροπορία χωρίς ικανά βομβαρδιστικά, με αποτέλεσμα οι επιχειρήσεις εναντίον οχυρωμένων θέσεων στις ορεινές περιοχές να έχουν μικρή αποτελεσματικότητα. Η απόκτηση των ικανότατων βομβαρδιστικών κάθετης εφόρμησης τύπου Curtiss SB2C-5 Helldiver από τις ΗΠΑ και η αξιοποίησή τους από την 336 Μοίρα Ελαφρού Βομβαρδισμού, οδήγησε στην επίσπευση του τέλους του πολέμου.
http://www.elkosmos.gr/i-istoria-tis-polemikis-aeroporias-1911-1949/
Ίδρυση
Το 1911 η Ελληνική Κυβέρνηση ανέθεσε σε Γάλλους ειδικούς τη δημιουργία Ελληνικής Αεροπορικής Υπηρεσίας. Έξι αξιωματικοί στάλθηκαν στη Γαλλία για να εκπαιδευτούν ως πιλότοι, ενώ παραγγέλθηκαν τα πρώτα αεροπλάνα τύπου Farman. Στις 8 Φεβρουαρίου 1912 ο Εμμανουήλ Αργυρόπουλος έγινε ο πρώτος Έλληνας αεροπόρος πετώντας με ένα αεροσκάφος Nieuport IV.G. Alcuin. Στη δεύτερη πτήση που εκτέλεσε ο Αργυρόπουλος την ίδια μέρα, πέταξε με τον τότε Πρωθυπουργό της χώρας Ελευθέριο Βενιζέλο. Η πρώτη στρατιωτική πτήση έγινε στις 13 Μαΐου 1912 από τον Υπολοχαγό Δημήτριο Καμπέρο με το πρώτο στρατιωτικό αεροπλάνο της Ελλάδας τύπου Farman. Τον Ιούνιο του ίδιου έτους ο Καμπέρος πέταξε με τον «Δαίδαλο», το αεροσκάφος Farman το οποίο είχε μετασκευαστεί σε υδροπλάνο, θέτωντας έτσι τις βάσεις της Ναυτικής Αεροπορίας. Τον Σεπτέμβριο ο Ελληνικός Στρατός απέκτησε την πρώτη του πολεμική αεροπορική μονάδα, τον «Λόχο Αεροπόρων», με έδρα τη Λάρισα.
Η Εμφάνιση του Αεροπλάνου στην Ελλάδα (1911-1912)
Η εμφάνιση του αεροπλάνου στην Ελλάδα οφείλεται αρχικά στην ιδιωτική πρωτοβουλία. Πρωτεργάτης ήταν ο θεατρικός επιχειρηματίας Λεωνίδας Αρνιώτης, ο οποίος έκανε το 1908 δύο δημόσιες ανεπιτυχείς προσπάθειες απογείωσης του αεροπλάνου του, τύπου Bleriot, με κινητήρα των 30 ίππων, με μοναδικό αποτέλεσμα τελικά, την καταστροφή του αεροσκάφους. Ο πρώτος Έλληνας αεροπόρος που πέταξε στη χώρα μας ήταν ο Εμμανουήλ Αργυρόπουλος. Η πρώτη του πτήση έγινε την 8η Φεβρουαρίου 1912, στην περιοχή του Ρούφ με αεροπλάνο τύπου Nieuport IV.G. Ο Εμμανουήλ Αργυρόπουλος εκτέλεσε μετά την επιτυχία του αυτή, δεύτερη πτήση με επιβάτη τον τότε πρωθυπουργό, Ελευθέριο Βενιζέλο. Τον ίδιο δρόμο των εντυπωσιακών επιδείξεων επέλεξε και ο δημοσιογράφος Αλέξανδρος Καραμανλάκης με αεροσκάφος Bleriot. Στην προσπάθεια του να εντυπωσιάσει ο Καραμανλάκης, επέλεξε να εκτελέσει ναυτιλιακό ταξίδι από την Αθήνα στο Ρίο της Πάτρας, εγχείρημα ιδιαίτερα τολμηρό για τα δεδομένα της εποχής. Η έλλειψη πείρας και οι ισχυροί άνεμοι τον οδήγησαν σε αναγκαστική προσθαλάσσωση στον Κορινθιακό κόλπο, η οποία είχε ως αποτέλεσμα τον πνιγμό του. Παράλληλα, με την ιδιωτική πρωτοβουλία και στο πλαίσιο της αναδιοργάνωσης των Ενόπλων Δυνάμεων της χώρας από Γαλλική στρατιωτική αποστολή, τον Απρίλιο του 1911, ξεκίνησε η προσπάθεια συγκρότησης Αεροπορικών Υπηρεσιών.
Το Δεκέμβριο του 1911 αναχώρησαν για τη Γαλλία, οι Υπολοχαγοί Δημήτριος Καμπέρος και Μιχαήλ Μουτούσης, μαζί με τον Ανθυπίλαρχο Χρήστο Αδαμίδη, προκειμένου να εκπαιδευτούν ως Αεροπόροι στη σχολή των αδελφών Farman, στην Etampes, κοντά στο Παρίσι. Τον Απρίλιο του 1912 ακολούθησαν οι Υπολοχαγοί Λουκάς Παπαλουκάς, Μάρκος Δράκος και ο Ανθυπίλαρχος Πανούτσος Νοταράς. Ταυτόχρονα παραγγέλθηκαν τα πρώτα τέσσερα αεροσκάφη τύπου Henry Farman ΙΙΙ. Η πρώτη στρατιωτική πτήση πραγματοποιήθηκε από τον Υπολοχαγό Δημήτριο Καμπέρο στις 13 Μαΐου 1912. Στο Φάληρο, εκεί που σήμερα είναι το Μουσείο Ιστορίας της Πολεμικής Αεροπορίας. Πτήσεις πραγματοποιήθηκαν και στα μεγάλα στρατιωτικά γυμνάσια της περιόδου μέχρι τις 19 Μαΐου 1912. Το αεροπλάνο γρήγορα έδειξε την αξία του στις επιχειρήσεις του Στρατού και με δεδομένη τη θαλάσσια γεωγραφική διαμόρφωση της Ελλάδας ξεκίνησαν το 1912 οι προσπάθειες δημιουργίας ναυτικής Αεροπορίας. Να σημειωθεί ότι ο Δημήτριος Καμπέρος μετέτρεψε ένα από τα πρώτα Henry Farman σε υδροπλάνο και το δοκίμασε επιτυχημένα στη διαδρομή Φάληρο – Ύδρα – Φάληρο, στις 24 & 25 Ιουνίου 1912, δείχνοντας τις δυνατότητες χρήσης του αεροπλάνου ως μέσου αεροναυτικής συνεργασίας.
Βαλκανικοί Πόλεμοι (1912-1913)
Η έναρξη του Α΄ Βαλκανικού πολέμου συνέπεσε με τη συγκρότηση του «Λόχου Αεροπορίας» στη Λάρισα, το Σεπτέμβριο του 1912, ο οποίος υπαγόταν κατ’ ευθείαν στον Αρχιστράτηγο μέσω του Γενικού Επιτελείου. Στη δύναμή του εντάχθηκαν άμεσα οι Αεροπόροι Δημήτριος Καμπέρος, Μιχαήλ Μουτούσης, Παναγιώτης Νοταράς και Χρήστος Αδαμίδης, μαζί με τα τέσσερα αεροσκάφη Henry Farman ΙΙΙ. Λόγω της ανεπάρκειας των αεροσκαφών αυτών για πολεμικές επιχειρήσεις παραγγέλθηκαν τα βελτιωμένα Maurice Farman M.F.7 και Henry Farman HF.20, ενώ κατατάχθηκε με το βαθμό του Ανθυπολοχαγού του Μηχανικού ο Εμμανουήλ Αργυρόπουλος, ο οποίος έφερε μαζί του το αεροσκάφος του, τύπου Nieuport IV.G. Την 5η Οκτωβρίου 1912 πραγματοποιήθηκε η πρώτη πολεμική αποστολή στα αεροπορικά χρονικά της Ελλάδας, όταν ο Υπολοχαγός Δημήτριος Καμπέρος εκτέλεσε αναγνώριση των Οθωμανικών στρατευμάτων στην περιοχή της Ελασσόνας. Τις επόμενες ημέρες οι αποστολές επαναλήφθηκαν, προσφέροντας πολύτιμες πληροφορίες, ενώ τα αεροσκάφη βομβάρδιζαν τις Οθωμανικές δυνάμεις με αυτοσχέδιες βόμβες, που είχαν μικρή αποτελεσματικότητα αλλά σημαντική ψυχολογική επίδραση.
Η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης στις 26 Οκτωβρίου 1912 από τον Οθωμανικό ζυγό, πρόσθεσε στο δυναμικό «Λόχου Αεροπορίας» ένα αεροπλάνο τύπου Bleriot XI με κινητήρα 50hp, το οποίο πετούσε μισθωμένος Γάλλος αεροπόρος, επ’ ωφελεία του Οθωμανικού Στρατού. Όταν ο Ελληνικός Στρατός απελευθέρωσε την πόλη το αεροπλάνο κατασχέθηκε και ο Γάλλος ιδιοκτήτης του απελάθηκε. Κατόπιν, οι επιχειρήσεις μεταφέρθηκαν στο μέτωπο της Ηπείρου, όπου δέσποζαν τα οχυρά του Μπιζανίου. Ο «Λόχος Αεροπορίας» έδρασε ενισχυμένος με συνολικά 4 Maurice Farman M.F.7. Η πρώτη αποστολή στο Μπιζάνι εκτελέστηκε στις 5 Δεκεμβρίου 1912 από τον Υπολοχαγό Μιχαήλ Μουτούση, ο οποίος αναγνώρισε και βομβάρδισε τις θέσεις του Οθωμανικού Στρατού. Οι αποστολές συνεχίστηκαν μέχρι την απελευθέρωση των Ιωαννίνων την 21η Φεβρουαρίου 1913. Ανάλογη προσπάθεια χρησιμοποίησης αεροσκαφών έγινε κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων και από το Ναυτικό. Την 11η Νοεμβρίου 1912 παραδόθηκε ένα υδροπλάνο τύπου Astra Hydroplane, το οποίο μεταφέρθηκε στη Λήμνο αλλά κατά τις δοκιμές αποδείχτηκε αποτυχημένο. Τότε κλήθηκε ο Υπολοχαγός Μουτούσης με αεροσκάφος Maurice Farman Hydravion, ο οποίος μαζί με τον Ανθυποπλοίαρχο Αριστοτέλη Μωραϊτίνη εκτέλεσαν την πρώτη στον κόσμο επιχείρηση προσβολής πλοίων την 24η Ιανουαρίου 1913. Αυτή περιλάμβανε την αναγνώριση της δύναμης του τουρκικού στόλου, στη βάση του στο Ναγαρά, στα Δαρδανέλια και τον βομβαρδισμό με χειροβομβίδες των εγκαταστάσεων. Η αποστολή είχε σημαντικό ψυχολογικό αντίκτυπο και απέδωσε σημαντικές πληροφορίες, ανοίγοντας το δρόμο για την αξιοποίηση του αεροπορικού όπλου σε αεροναυτικές επιχειρήσεις.Το ενδιαφέρον στράφηκε εκ νέου στη Μακεδονία, όπου υπέβοσκε ο Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος. Στην περιοχή ο Αργυρόπουλος πέταξε αρκετές αναγνωριστικές αποστολές με ορμητήριο, το πεδίο προσγείωσης Λεμπέτ (σημερινή Ευκαρπία) στη Θεσσαλονίκη. Ο πρωτοπόρος αεροπόρος σκοτώθηκε με το αεροπλάνο – λάφυρο τύπου Bleriot XI, μαζί με τον διανοούμενο, ποιητή και οπλαρχηγό Κωνσταντίνο Μάνο, όταν έπεσαν σε καταιγίδα στην περιοχή του Λαγκαδά, την 4η Απριλίου 1913. Κατά τον Β΄ Βαλκανικό πόλεμο η συμμετοχή των αεροσκαφών ήταν μικρή λόγω τις φύσης των επιχειρήσεων.
Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος (1914-1918)
Η ανάπτυξη Στρατιωτικής Αεροπορίας συνεχίστηκε και μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους. Την 16η Αυγούστου 1913, η πόλη της Θεσσαλονίκης ορίστηκε ως η έδρα του «Λόχου Αεροπορίας» που υπαγόταν στο Μηχανικό και τελούσε υπό τις διαταγές του Διοικητή του Γ’ Σώματος Στρατού. Από την 23η Δεκέμβριου 1913, ο «Λόχος Αεροπορίας» υπήχθη στο Υπουργείο Στρατιωτικών με Διοικητή τον Λοχαγό Δημήτριο Καμπέρο και έδρα το αεροδρόμιο Λεμπέτ (σημερινή Ευκαρπία). Τον Οκτώβριο του 1915, ο «Λόχος» μετονομάστηκε σε Αεροπορική Υπηρεσία Στρατού (ΑΥΣ). Η αρχική ουδετερότητα της Ελλάδας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (ΠΠ) σε συνδυασμό με την πολιτική κρίση που ακολούθησε, επέφερε την επέμβαση των δυνάμεων της Αντάντ στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα την σύμπτυξη της ΑΥΣ στο Αμύνταιο Φλώρινας και κατόπιν στη Ν. Ελλάδα. Η είσοδος της Ελλάδας στον Α΄ ΠΠ τον Ιούνιο του 1917 σηματοδότησε και τη δραστική δραστηριοποίηση της ΑΥΣ με τη βοήθεια των Γάλλων υπό τον Γάλλο Ταγματάρχη Denain, με τη βοήθεια του Ανθυπίλαρχου Αλέξανδρου Ζάννα, αεροπόρου και μετέπειτα Υπουργού Αεροπορίας. Οι Γάλλοι είχαν αναπτύξει σημαντική δραστηριότητα στην περιοχή Θεσσαλονίκης, οργανώνοντας 8 αεροδρόμια και ένα προωθημένο εργοστάσιο βάσης (Όρχος Αεροπορίας). Στις εγκαταστάσεις του αεροδρομίου Σέδες άρχισε κάτω από Γαλλική διοίκηση η εκπαίδευση των πρώτων αεροπόρων και τεχνικών την 4η Σεπτεμβρίου 1917. Το Νοέμβριο του 1917, η ΑΥΣ επανήλθε στη Θεσσαλονίκη. Μετά την εκπαίδευση των στελεχών από τους Γάλλους η ΑΥΣ μετατράπηκε το 1918 σε διακριτό Σώμα Αεροπορίας, ισότιμο με τα υπόλοιπα όπλα του Ελληνικού Στρατού.
Η πρώτη Ελληνική Μοίρα ήταν η 532 Μοίρα Αναγνώρισης. Επιχειρούσε στην περιοχή της Γοργόπης (κοντά στην Αξιούπολη), στον Αξιό ποταμό από την 10η Δεκεμβρίου 1917 με δυναμικό 12 αεροσκάφη Dorand A.R.1 και λίγα Breguet 14A2/Β2. Αρχικά το προσωπικό ήταν μικτής εθνικότητας (Γάλλοι και Έλληνες), ενώ σταδιακά η Μοίρα στελεχώθηκε μόνο με Έλληνες αεροπόρους μέχρι το Σεπτέμβριο του 1918. Ακολούθησε η 531 Μοίρα Δίωξης, η οποία συγκροτήθηκε την 13η Μαρτίου 1918 και επιχειρούσε στην ίδια περιοχή με αεροσκάφη Nieuport 24bis και Spad VII/XIII. Η διοίκησή της προσφέρθηκε τιμητικά στον Ανθυπίλαρχο Αλέξανδρο Ζάννα. Με έδρα το Δημητρίτσι Σερρών συγκροτήθηκε και η 533 Μοίρα Αναγνώρισης και Βομβαρδισμού (ΜΑΒ) την 1η Ιουνίου 1918. Η τελευταία Ελληνική Μοίρα του πολέμου ήταν η 534 Μοίρα Αναγνώρισης, η οποία συγκροτήθηκε το Σεπτέμβριο του 1918 στο Λεμπέτ (σημερινή Ευκαρπία). Επιπλέον βοηθητικές υπηρεσίες ανέπτυξε η ΑΥΣ στο Μικρό Καραμπουρνού της Θεσσαλονίκης. Σημαντική ήταν η συμβολή των Ελληνικών Μοιρών στη μάχη του Σκρά ντι Λέγκεν, όπου ανέλαβαν αποστολές ρύθμισης των βολών πυροβολικού, βομβαρδισμού και αναγνώρισης του μετώπου, υποστηρίζοντας την επίθεση των Μεραρχιών του Ελληνικού Στρατού. Με την προσθήκη της 533 ΜΑΒ, οι επιχειρήσεις συνεχίστηκαν ανατολικότερα και βορειότερα, όπου και συμπτύσσονταν οι δυνάμεις Γερμανών και Βουλγάρων. Μετά τη σύναψη ανακωχής από τη Βουλγαρία (30 Σεπτεμβρίου 1918) και την Οθωμανική Αυτοκρατορία (20 Οκτωβρίου 1918), η 531 Μοίρα διαλύθηκε στο αεροδρόμιο της Μίκρας τον Οκτώβριο του 1918, ενώ η 534 Μοίρα εστάλη στη Ρωσία προς ενίσχυση της συμμαχικής εκστρατείας το 1919. Παράλληλα η 533 Μοίρα παρέλαβε αεροσκάφη Breguet 14A2/Β2. Μετά τη λήξη του πολέμου οι εγκαταστάσεις πέρασαν στην κυριότητα της ΑΥΣ.
Η Ναυτική Αεροπορία
Η επιτυχής αποστολή του υδροπλάνου Maurice Farman Hydravion, κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους, οδήγησε το Ναυτικό στην ανάπτυξη του Ναυτικού Αεροπορικού Σώματος (ΝΑΣ), την 20η Απριλίου 1914. Στο εγχείρημα συνετέλεσε και η Βρετανική αποστολή που μεριμνούσε για τον εκσυγχρονισμό του Ναυτικού. Για τον εξοπλισμό του ΝΑΣ, το Ναυτικό παρήγγειλε στη Μ. Βρετανία τρία υδροπλάνα Sopwith Greek Seaplane, το πρώτο από τα οποία έφτασε στην Ελλάδα τον Μάιο του 1914. Στoν Ασπρόπυργο, κοντά στο σημερινό αεροδρόμιο της Ελευσίνας, οργανώθηκε Σχολή Αεροπορίας, όπου εκπαιδεύτηκε ως χειριστής ο Αριστείδης Μωραϊτίνης, τον Οκτώβριο του 1914, μαζί με άλλους δύο Αξιωματικούς. Λόγω ακαταλληλότητας της περιοχής, το ΝΑΣ μεταφέρθηκε στο Παλαιό Φάληρο. Το υλικό της Σχολής ενισχύθηκε με τέσσερα Henry Farman ΗF.22.Η μετάθεσή του Μωραϊτίνη, μαζί με άλλους έμπειρους αεροπόρους και τεχνικούς το φθινόπωρο του 1915, είχε ως αποτέλεσμα τον περιορισμό των δραστηριοτήτων του ΝΑΣ. Η αναγέννηση του ΝΑΣ ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 1916, όταν ο Μωραϊτίνης ανέλαβε εκ νέου τη διοίκηση του ΝΑΣ και επιχειρούσε ενταγμένο στη 2η Βρετανική Πτέρυγα του RNAS (Royal Naval Air Service). Το πεδίο δράσης ήταν κυρίως η Αν. Μακεδονία και η Θράκη, όπου Γερμανοί και Βούλγαροι είχαν αναπτύξει σημαντικές αεροπορικές δυνάμεις και εγκαταστάσεις.
Την 18η Μαρτίου 1917 ο Μωραϊτίνης με αεροσκάφος Henry Farman HF.22 και παρατηρητή τον Ανθυπολοχαγό Ψύχα εκτέλεσε μια παράτολμη αποστολή, βομβαρδίζοντας το αεροδρόμιο Ζέρεβιτς, στη Δράμα, καταστρέφοντας τα υπόστεγα των αεροσκαφών. Στη συνέχεια, βομβάρδισε το σιδηροδρομικό σταθμό της Δράμας, καταστρέφοντας τρεις αμαξοστοιχίες. Η απόδοση των αεροπόρων του ΝΑΣ οδήγησε στη δημιουργία της Ελληνικής Μοίρας Ζ, το Μάιο του 1917. Σημαντική ήταν η δράση της Μοίρας σε συνδυασμένη επιχείρηση με τους Βρετανούς, εναντίον στόχων στην Αν. Θράκη και πάνω από την Καλλίπολη. Το ίδιο συνέβη και κατά την αντιμετώπιση των πολεμικών σκαφών Goeben και Breslau (αντίστοιχα Yavuz Sultan Selim και Midilli), που είχαν ενταχθεί στον Οθωμανικό στόλο με Γερμανικά πληρώματα. Η έξοδός τους στο Αιγαίο την 20η Ιανουαρίου 1918 κινητοποίησε τους Συμμάχους και έμεινε γνωστό ως «κατάσταση Goeben». Τα Οθωμανικά πλοία κυνηγήθηκαν απηνώς με συνδυασμένες ενέργειες Ελλήνων και Βρετανών αεροπόρων. Κατά τις επιχειρήσεις διακρίθηκε ιδιαίτερα ο Μωραϊτίνης, ο οποίος κατέρριψε με καταδιωκτικό Sopwith Camel 1F.1 τρία εχθρικά αεροσκάφη, που προσπάθησαν να αναχαιτίσουν τα συμμαχικά βομβαρδιστικά. Κατά τους βομβαρδισμούς, καταρρίφθηκε και φονεύτηκε ο Ανθυποπλοίαρχος Σπυρίδων Χάμπας, την 21η Αυγούστου 1918, από το Γερμανό «Άσσο» πιλότο Εμίλ Μάϊνεκε. Με νέο νόμο την 24η Μαρτίου 1918, το ΝΑΣ αναδιοργανώθηκε αριθμώντας τέσσερεις Μοίρες, δύναμη 43 αεροσκαφών και αεροπορικές βάσεις στο Π. Φάληρο, τη Θάσο, το Μούδρο, τον Σταυρό και το Σούνιο. Τον Ιούνιο του 1918, το ΝΑΣ εκτέλεσε επιχειρήσεις σε στόχους στη Μ. Ασία, εξαφανίζοντας την εχθρική αεροπορία από το Αν. Αιγαίο. Μετά τη συνθηκολόγηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, Ελληνικό Σμήνος με επικεφαλής τον Πλωτάρχη Αριστείδη Μωραϊτίνη πέταξε στο αεροδρόμιο του Αγ. Στεφάνου, στην Κωνσταντινούπολη. Η εμφάνιση των Ελλήνων αεροπόρων στην Πόλη έγινε δεκτή με ενθουσιασμό, από τον εκεί Ελληνικό πληθυσμό. Ο αιφνίδιος χαμός του Αριστοτέλη Μωραϊτίνη σε αεροπορικό δυστύχημα την 22α Δεκεμβρίου 1918 αποτέλεσε σημαντικό πλήγμα για τη Ναυτική Αεροπορία, αλλά δεν ανέστειλε την ανάπτυξή της, καθώς ο πρωτεργάτης της είχε θέσει γερά θεμέλια.
Επιχειρήσεις στη Μικρά Ασία (1919-1922)
Μετά τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου (ΠΠ) ανατέθηκε στην Ελλάδα από τους Συμμάχους η κατάληψη της Σμύρνης, δίνοντας ελπίδες για την απελευθέρωση περίπου 3 εκατομμυρίων Ελλήνων της Μικράς Ασίας. Το Ελληνικό αεροπορικό υλικό της περιόδου περιλάμβανε 120 αεροσκάφη, απομεινάρια του Α΄ ΠΠ. Τα 70 ανήκαν στη Στρατιωτική Αεροπορία (ΣΑ) και τα υπόλοιπα στη Ναυτική Αεροπορία (ΝΑ). Η Οθωμανική Αυτοκρατορία, το Νοέμβριο του 1919 διέθετε 11 αεροσκάφη Ρωσικής κατασκευής και 19 Γερμανικά. Ο Ελληνικός Στρατός αποβιβάστηκε στη Σμύρνη, την 2α Μαΐου 1919. Την ίδια μέρα άρχισε η ανάπτυξη της Ναυτικής Αεροπορικής Μοίρας Σμύρνης (ΝΑΜΣ), η οποία αριθμούσε 10 αεροσκάφη Airco De Havilland D.H.9 και 15 καταδιωκτικά Sopwith Camel 1F.1. Η ΝΑΜΣ δημιούργησε Προκεχωρημένα Σμήνη Μετώπου και επιχειρούσε κυρίως από τα αεροδρόμια Καζαμίρ, Μαγνησίας και Ουσάκ. Η πρώτη Μονάδα της ΣΑ, που διατέθηκε στις δυνάμεις της Μ. Ασίας, ήταν η 533 Μοίρα με αεροσκάφη Breguet 14A2/B2.
Η πρώτη αποστολή βομβαρδισμού έγινε στις 18 Ιουνίου 1919, όταν τρία Airco De Havilland D.H.9 υποστήριξαν την Ελληνική επίθεση στο Αϊδίνιο. Την 20η Δεκεμβρίου 1919 οργανώθηκε η Διεύθυνση Αεροπορικής Υπηρεσίας Στρατιάς (ΔΑΥΣ), που ενσωμάτωσε όλες τις αεροπορικές δυνάμεις στη Μ. Ασία. Επιπλέον, οι Μοίρες 532, 533 και 534 μετονομάστηκαν σε Α΄, Β΄ (στο Καζαμίρ) και Γ΄ (στην Πάνορμο) Μοίρες Αεροπλάνων αντίστοιχα, με τυπική δύναμη 8-12 αεροσκάφη καθεμιά. Προκειμένου να επιτυγχάνεται άμεση εκμετάλλευση των πληροφοριών, οργανώθηκαν πεδία προσγείωσης στο μέτωπο, από όπου τα πληρώματα έδιναν αναφορά, είτε έριχναν ερματισμένο φάκελο με πληροφορίες στα στρατεύματα στο μέτωπο. Οι αποστολές συνήθως εκτελούνταν μέσα σε άγνωστη περιοχή και μακριά από οργανωμένα αεροδρόμια. Οι βασικές τακτικές περιλάμβαναν πτήση σε μεσαίο ύψος, ενώ συχνά τα πληρώματα κατέβαιναν πολύ χαμηλά για αναγνώριση και αύξηση της ακρίβειας των βολών, με τίμημα αρκετές απώλειες από τα εχθρικά πυρά.
Τις αποστολές αναγνώρισης, πολυβολισμού και βομβαρδισμού αναλάμβανε κυρίως η ΣΑ, ενώ τα πληρώματα της ΝΑΜΣ εκτέλεσαν κυρίως αποστολές βομβαρδισμού, λόγω μικρής εμπειρίας στη συνεργασία με τις επίγειες δυνάμεις. Την περίοδο Ιουνίου – Οκτωβρίου 1920 έγινε η προέλαση του Ελληνικού Στρατού μέχρι την Προύσα. Από τον Αύγουστο είχαν οργανωθεί περιπολίες από Ελληνικά καταδιωκτικά, προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις σποραδικές εμφανίσεις της Οθωμανικής Αεροπορίας. Στις 16 Αυγούστου 1920 έγινε η πρώτη <συνάντηση> Ελληνικού με Τουρκικό αεροσκάφος . Κατ’ αυτή ο ‘Ελλην χειριστής του καταδιωκτικού τύπου Spad Ανθ/γός Πετροπουλέας ανάγκασε τον Τούρκο πιλότο σε αναγκαστική προσγείωση. Το Μάρτιο του 1921, αυξήθηκαν οι αποστολές αναγνώρισης και βομβαρδισμού στόχων μέσα στο εχθρικό έδαφος, προκειμένου να βοηθηθούν οι δυνάμεις προέλασης προς το Εσκί Σεχίρ. Ιδιαίτερα επιτυχημένη ήταν η μαζική επιδρομή της 9ης Ιουνίου 1921 από 7 Airco De Havilland D.H.9 της ΝΑΜΣ, στην Κιουτάχεια. Μια βδομάδα αργότερα, δύο ίδια αεροσκάφη βομβάρδισαν το Εσκί-Σεχίρ και ανάγκασαν σε προσγείωση εχθρικό καταδιωκτικό, που έσπευσε σε αναχαίτισή τους. Την 21η Ιουνίου 1921, επαναλήφθηκε η επιδρομή στην Κιουτάχεια με 7 Airco De Havilland D.H.9 και συνοδεία ένα Spad VII/XIII, κατά τη διάρκεια της οποίας οι Σημαιοφόροι Νικόλαος Κατσουλάκος και Στέφανος Φίλιππας με Airco De Havilland D.H.9, κατέρριψαν εχθρικό αεροσκάφος που τους καταδίωξε. Την 29η Ιουνίου 1921, άρχισε η Ελληνική επίθεση προς το Σαγγάριο και την 28η Αυγούστου 1921, άρχισε η εχθρική αντεπίθεση με αυξημένη παρουσία αεροπλάνων.
Η Οθωμανική Αεροπορία, τον Ιανουάριο του 1922, ενισχύθηκε από τη Γαλλία με 20 αεροσκάφη Breguet και Spad και ακόμα 10 Ιταλικής προέλευσης. Στην τελευταία φάση του πολέμου η Τουρκία ενισχύθηκε με ακόμα 50 καταδιωκτικά. Χαρακτηριστικό περιστατικό αποτελεί η κατάρριψη, της 12ης Ιουλίου 1922, εχθρικού Breguet, που κατόπτευε τις Ελληνικές θέσεις από το Λοχία Χριστόφορο Σταυρόπουλο με το Νο 4466 Spad VII/XIII. Ο Σταυρόπουλος επιτέθηκε και γάζωσε το Breguet από απόσταση 50 μέτρων, που ανεφλέγη και συνετρίβη, σκοτώνοντας τον Υπολοχαγό πιλότο του και τον Ταγματάρχη παρατηρητή, που ήταν Διοικητής του αεροδρομίου Τσάι. Τον Αύγουστο του 1922 ξεκίνησε η Τουρκική επίθεση. Την περίοδο αυτή υπήρχαν διαθέσιμα 10 Airco De Havilland D.H.9 της ΝΑΜΣ, ενώ από πλευράς ΣΑ υπήρχαν 25-30 αναγνωριστικά / βομβαρδιστικά και 15 καταδιωκτικά κατανεμημένα στις Β΄, Γ΄ και Δ΄ Μοίρες με έδρες αντίστοιχα το Γκαριμτζέ, το Εσκί-Σεχίρ και το Αφιόν Καραχισάρ.
Την 14η Αυγούστου 1922 άρχισε η σύμπτυξη του Ελληνικού Στρατού και παρά τη σύγχυση, οι αεροπόροι καθοδήγησαν αρκετά τμήματα σε ασφαλές δρομολόγιο υποχώρησης, ενώ παρακολουθούσαν στενά το τουρκικό ιππικό, που εκτελούσε ελιγμούς κύκλωσης των Ελληνικών στρατευμάτων. Μέχρι την 26η Αυγούστου 1922, όσα αεροσκάφη διασώθηκαν πέταξαν σε Ελληνικό έδαφος. Οι ήρωες Αεροπόροι της περιόδου αυτής είναι ελάχιστα γνωστοί. Πιλότοι όπως οι Δημήτρης Μάρακας, Γεώργιος Μαμαλάκης, Πέτρος Πετροπουλέας κ.α., εκτέλεσαν επικίνδυνες αποστολές, σε όλες τις φάσεις και τα μέτωπα. Από τους παρατηρητές ξεχώρισαν ιδιαίτερα ο Υπολοχαγός Δημήτριος Παπαναστασίου και ο Ανθυπολοχαγός Νικόλαος Δέας. Από τα πληρώματα της ΝΑΜΣ ξεχώρισε ο παράτολμος αεροπόρος Αθανάσιος (Θάνος) Βελούδιος, ο οποίος την 25η Ιουνίου 1920 προσγείωσε το αεροπλάνο του μέσα στον περίβολο της Οθωμανικής Στρατιωτικής Ακαδημίας, στην Προύσα και ύψωσε στον ιστό της την Ελληνική σημαία.Στη Μικρασιατική Εκστρατεία έγινε εντατική χρήση του αεροπορικού όπλου. Τα πληρώματα της Αεροπορίας, αποτέλεσαν τα μάτια του Γενικού Στρατηγείου, εξασφαλίζοντας την εικόνα του πεδίου της μάχης. Παράλληλα κατάφεραν την καταστροφή σημαντικών στόχων ενώ κατά την υποχώρηση της Στρατιάς διέσωσαν με τις αναφορές τους, χιλιάδες στρατιώτες από βέβαιο θάνατο.
Περίοδος του Μεσοπολέμου (1923-1939)
Μετά τη λήξη της Μικρασιατικής Εκστρατείας ακολούθησε μακρά ειρηνική περίοδος, κατά την οποία η Πολεμική Αεροπορία (ΠΑ) ανασυγκροτήθηκε και εκσυγχρονίστηκε. Από το 1925 ξεκίνησε η παραλαβή νέων αεροσκαφών αναβαθμίζοντας σημαντικά τις δυνατότητες της. Στις αεροπορικές δυνάμεις εντάχθηκαν τα αναγνωριστικά – βομβαρδιστικά Brequet 19 A2/B2 και τα εκπαιδευτικά Morane Saulnier MS-137/147. Στο πλαίσιο της Στρατιωτικής Αεροπορίας οργανώθηκε, στη Θεσσαλονίκη, το Γ΄ Σύνταγμα Αεροπλάνων, προερχόμενο ουσιαστικά από το δυναμικό που απέμεινε από τις Β΄,Γ΄ και Δ΄ Μοίρες. Σημαντική ήταν και η προσπάθεια ανάπτυξης εγχώριας αεροπορικής βιομηχανίας στο Εργοστάσιο Αεροσκαφών Φαλήρου (ΕΑΦ), του μετέπειτα γνωστού ως Κρατικό Εργοστάσιο Αεροπλάνων (ΚΕΑ). Οι προσπάθειες κατασκευής αεροσκαφών δεν απέδωσαν μετά την αποτυχία του KEA Χελιδών και τελικά το ΚΕΑ προχώρησε σε παραγωγή τύπων κατόπιν αδείας, όπως τα Armstrong – Whitworth Atlas, Blackburn T.3A Velos και Avro 504 N/O, που ενίσχυσαν κυρίως τη Ναυτική Αεροπορία, ενώ αναλάμβανε και την εργοστασιακή συντήρηση άλλων τύπων.
Την 8η Ιουνίου 1928 σημειώθηκε ένα σημαντικό επίτευγμα της Ελληνικής Αεροπορίας. Ένα κατάλληλα διασκευασμένο Brequet 19 με το όνομα «ΕΛΛΑΣ», χειριστή τον Υπολοχαγό Ευάγγελο Παπαδάκο και παρατηρητή τον Συνταγματάρχη, Χρήστο Αδαμίδη, πρωτεργάτη της Ελληνικής Αεροπορίας, απογειώθηκε από το Τατόι και πραγματοποίησε σε 20 περίπου μέρες το γύρο της Μεσογείου, διανύοντας απόσταση 12.000 χλμ. Τα πρώτα χρόνια της χρησιμοποίησης του αεροπορικού όπλου οι Μονάδες στελεχώνονταν από το προσωπικό του όπλου του οποίου υποστήριζαν τις επιχειρήσεις, δηλαδή ήταν ενταγμένες είτε στο Στρατό Ξηράς (ΣΞ), είτε στο Πολεμικό Ναυτικό (ΠΝ) με νοοτροπία, άμεσα συνυφασμένη με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του όπλου προέλευσής τους. Το μοντέλο αυτό, με το οποίο πολέμησε η Ελληνική Αεροπορία στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (ΠΠ) και στις επιχειρήσεις στη Μικρά Ασία δε συμβάδιζε πλέον με τις εξελίξεις. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του αεροπορικού όπλου, που συνοψίζονται στην ταχύτητα, την ευκαμψία και τη μάζα πυρός, είχαν ήδη γίνει αντιληπτά κατά τις τελευταίες συρράξεις, όμως η κατάτμηση της δύναμης μεταξύ ΣΞ και ΠΝ είχε καταστήσει το αεροπορικό όπλο, απλό αποδέκτη αποστολών υποστήριξης τους.
Αποτέλεσμα της προσπάθειας εκσυγχρονισμού του όπλου ήταν το Δεκέμβριο του 1929, η ίδρυση του Υπουργείου Αεροπορίας, από τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Το 1930 ιδρύθηκε το Υπουργείο Αεροπορίας και η ενοποιημένη πλέον ΠΑ καθιερώθηκε ως αυτοτελής Κλάδος των Ενόπλων Δυνάμεων. Πρώτος Υπουργός Αεροπορίας ορκίσθηκε ο Ελευθέριος Βενιζέλος, επιφορτίζοντας τον παλιό έμπειρο αεροπόρο Αλέξανδρο Ζάννα με το έργο της συνολικής συγκρότησης του Όπλου. Σε συνεργασία με το γλωσσολόγο Μανώλη Τριανταφυλλίδη καθιερώθηκαν οι ονομασίες βαθμών που χρησιμοποιούνται έως σήμερα. Η ενοποιημένη ΠΑ καθιερώθηκε ως αυτοτελής Κλάδος των Ενόπλων Δυνάμεων με το Νόμο 5121 «Περί Οργανισμού της ΠΑ» την 10η Ιουλίου 1931, σύμφωνα με τον οποίο ορίστηκε ότι η Αεροπορία θα αποτελούνταν από τρεις Σμηναρχίες. Στο μεταξύ ακολούθησαν νέες παραλαβές αεροσκαφών, όπως τα αναγνωριστικά Potez 25 TOE το 1931. Την ίδια χρονιά ιδρύθηκε στο Τατόι η Σχολή Αεροπορίας, μετέπειτα Σχολή Ικάρων (1967), η οποία υπήρξε το φυτώριο των νέων Αξιωματικών. Τον Ιανουάριο του 1933, η Γ΄ Σμηναρχία και η Β΄ Αεροπορική Βάση συνενώθηκαν και αποτέλεσαν τη Σμηναρχία Σέδες. Με το νομοθετικό διάταγμα της 28ης Ιουνίου 1933 οι Σμηναρχίες Τατοΐου, Λαρίσης και Σέδες μετονομάστηκαν σε Αεροπορικές Βάσεις.
Το 1934 ιδρύθηκε το Γενικό Επιτελείο Αεροπορίας και το 1935 παραλήφθηκαν σύγχρονα εκπαιδευτικά τύπου Avro 621 Tutor, που κατασκεύασε αργότερα και το ΚΕΑ. Λόγω της επελθούσας πολιτειακής μεταβολής η Αεροπορία μετονομάστηκε σε Ελληνική Βασιλική Αεροπορία, σε συντομία ΕΒΑ. Το 1936 παρά τα εξαιρετικά στενά περιθώρια επιλογών η Αεροπορία κατόρθωσε να προμηθευτεί 36 καταδιωκτικά P.Z.L. P.24F/G από την Πολωνία, 9 καταδιωκτικά Bloch MB.151 και 12 βομβαρδιστικά Potez 633 B2 Grec από τη Γαλλία, 12 ναυτικής συνεργασίας Avro Anson Mk I, 12 βομβαρδιστικά Bristol Blenheim MkIV και 12 βομβαρδιστικά Fairey Battle B.1 από το Ηνωμένο Βασίλειο, καθώς και 16 αναγνωριστικά Henschel Hs126K-6 και 12 υδροπλάνα Dornier Do22Kg από τη Γερμανία. Ενδεικτικό του κλίματος ενίσχυσης της Αεροπορίας, που επικρατούσε μεταξύ των Ελλήνων ήταν και η συμβολική, λόγω του μικρού αριθμού τους, απόκτηση τεσσάρων καταδιωκτικών από δωρεές ομογενών (δύο Avia B.534 και δύο Gloster Gladiator MkI), που ήταν και τα πρώτα σύγχρονα αεροσκάφη που παρέλαβε την περίοδο αυτή.
Ο Β΄ ΠΠ που ξέσπασε το 1939, στάθηκε η αφορμή να μείνουν ανεκτέλεστες αρκετές παραγγελίες της Αεροπορίας, όπως τα 12 βομβαρδιστικά Potez 633 B2 Grec, τα 12 ναυτικής συνεργασίας Avro Anson Mk I, τα 16 καταδιωκτικά Bloch MB.151, τα 12 βομβαρδιστικά Bristol Blenheim MkIV και τα 32 αναγνωριστικά Henschel Hs126K-6. Είχαν, επίσης, παραγγελθεί 24 καταδιωκτικά Spitfire Mk I και 30 καταδιωκτικά F4F-3A Wildcat, ενώ οι επαφές για την προμήθεια από τις ΗΠΑ, γεγονός εντελώς πρωτόγνωρο για εκείνη την εποχή, 30 καταδιωκτικών P-40 Tomahawk και 48 βομβαρδιστικών Martin Maryland, δεν ολοκληρώθηκαν ποτέ. Σημαντική ήταν, επίσης, η προσπάθεια οργάνωσης του δικτύου αεροδρομίων. Οι μεγαλύτερες Αεροπορικές Βάσεις βρίσκονταν στο Σέδες, τη Λάρισα, το Τατόι, το Φάληρο, τη Νέα Αγχίαλο και την Ελευσίνα. Ακόμη, είχαν οργανωθεί 23 βοηθητικά αεροδρόμια και άλλα 22 του λεγόμενου «Εμπιστευτικού Δικτύου». Παράλληλα, με τις παραγγελίες στο εξωτερικό, από την 1η Ιανουαρίου 1938 έως την 28η Οκτωβρίου 1940, συναρμολογήθηκαν στο ΚΕΑ 62 αεροπλάνα Avro 621 Tutor και 30 Avro 626, ενώ επισκευάστηκαν και συντηρήθηκαν συνολικά 169 αεροσκάφη όλων των τύπων, μαζί με 294 κινητήρες αεροσκαφών. Αρκετά από τα πυρομαχικά των αεροσκαφών ήταν Ελληνικής κατασκευής, της ΕΕΠΚ (Εταιρεία Ελληνικού Πυριτιδοποιείου Καλυκοποιείου). Τέλος αξίζει να σημειωθεί ότι, όταν την άνοιξη του 1941 η κυβέρνηση των ΗΠΑ αποφάσισε την παραχώρηση, μέσω του γνωστού νόμου Lend-Lease, 30 καταδιωκτικών F-4F-3A Wildcat, τα οποία λόγω της κατάληψης της χώρας από τα Γερμανικά στρατεύματα, δεν εντάχθηκαν ποτέ στην Αεροπορία.
Ελληνοιταλικός Πόλεμος & Γερμανική Εισβολή (1940-1941)
Με την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου η Ελλάδα, έχοντας 77 αεροπλάνα πρώτης γραμμής, κλήθηκε να αντιμετωπίσει περισσότερα από 463 Ιταλικά. Παρά την αριθμητική υπεροχή της Ιταλικής Πολεμικής Αεροπορίας, η Ελληνική Αεροπορία ανέτρεψε από τις πρώτες ημέρες του πολέμου τα σχέδια των Ιταλών και κατάφερε να εμποδίσει τη δράση της, να συγκεντρώσει πληροφορίες για τις κινήσεις του εχθρού, να καταστρέψει σημαντικές εχθρικές γραμμές ανεφοδιασμού και να παράσχει προστασία στα Ελληνικά στρατεύματα. Με την έναρξη του Ελληνοιταλικού Πολέμου και την είσοδο της Ελλάδας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, την 28η Οκτωβρίου 1940, η διάταξη μάχης της Αεροπορίας περιλάμβανε κατανομή του αεροπορικού δυναμικού, μεταξύ των τριών Κλάδων των Ενόπλων Δυνάμεων, με αποτέλεσμα ο Στρατός, το Ναυτικό και η Αεροπορία να κρατήσουν στον επιχειρησιακό τους έλεγχο τα αεροσκάφη που εξυπηρετούσαν το δόγμα επιχειρήσεών τους. Συνοπτικά, κατά την έναρξη των επιχειρήσεων, υπήρχαν 158 πολεμικά αεροσκάφη, όλων των τύπων, ενταγμένα στις παραπάνω Μονάδες, από τα οποία φέρονται να ήταν εν ενεργεία τα 128. Από αυτά μόλις τα 79 (εν ενεργεία τα 59) ήταν καταδιωκτικά και βομβαρδιστικά. Επίσης, υπήρχαν ακόμα 63 εκπαιδευτικά και βοηθητικά αεροσκάφη. Κατά τις επιχειρήσεις που ακολούθησαν, η Αεροπορία κλήθηκε να αντιμετωπίσει αρχικά την Ιταλική Αεροπορία, η οποία παρέτασσε 463 αεροσκάφη πρώτης γραμμής και γενικά καλύτερων επιδόσεων.
Ωστόσο, η Αεροπορία, από την αρχή αντιμετώπισε αποφασιστικά τους Ιταλούς σε όλο το φάσμα των αποστολών και σε όλο το μήκος του μετώπου, αλλά και των μετόπισθεν. Κατά τη διάρκεια του εξάμηνου πολέμου σημειώθηκαν αναρίθμητα περιστατικά, που έδειξαν τόσο την αποφασιστικότητα, όσο και την αποτελεσματικότητα του προσωπικού, παρά τη συντριπτική υπεροχή των Ιταλών. Αξιομνημόνευτη είναι η περίπτωση που σημειώθηκε την 2α Νοεμβρίου, κατά την οποία ένα Breguet Bre 19, εκτελώντας χαμηλή πτήση κατά μήκος των Αλβανικών συνόρων, εντόπισε την Ιταλική Μεραρχία Αλπινιστών, “Julia”, τη στιγμή ακριβώς που είχε εισδύσει στην Πίνδο και κινούνταν προς κατάληψη του Μετσόβου. Το γεγονός αυτό, μετέβαλε ριζικά την κατάσταση του μετώπου υπέρ των Ελλήνων. Την ίδια μέρα ο Υποσμηναγός Μαρίνος Μητραλέξης πετώντας με αεροσκάφη PZL, κατά τη διάρκεια αερομαχίας, αφού εξάντλησε τα πυρομαχικά του, “έκρουσε” με την έλικα του αεροσκάφους του, το πηδάλιο ενός Ιταλικού βομβαρδιστικού CANT Z.1007 Alcione, με αποτέλεσμα αυτό να συντριβεί στο έδαφος.
Με τη σταδιακή εξέλιξη των επιχειρήσεων, η Αεροπορία ενισχύθηκε με 22 Gloster Gladiator MkII και 6 Bristol Blenheim MkI από τα βρετανικά αποθέματα. Σημαντική ήταν η συμβολή της RAF, η οποία εξορμώντας από Ελληνικά και Αιγυπτιακά αεροδρόμια, κατάφερε σημαντικά πλήγματα κατά των Ιταλικών γραμμών ανεφοδιασμού. Κατά τις επιχειρήσεις εναντίον της Ιταλικής Αεροπορίας, οι Έλληνες Αεροπόροι πέτυχαν 64 επιβεβαιωμένες καταρρίψεις και διεκδίκησαν ακόμα 20 πιθανές, έναντι 24 επιτυχιών των Ιταλών. Οι Μοίρες Δίωξης έχασαν συνολικά 14 αεροπλάνα σε αερομαχίες ή λόγω αναγκαστικών προσγειώσεων. Επιπλέον, 28 Ιταλικά αεροσκάφη καταστράφηκαν από τα Ελληνικά βομβαρδιστικά και άλλα 23 από τα αντιαεροπορικά όπλα, όταν οι απώλειες τις Αεροπορίας από ανάλογη δράση των Ιταλών ανήλθαν σε 8 και 5 αεροσκάφη, αντίστοιχα. Συνολικά, η Αεροπορία είχε 49 νεκρούς και 22 τραυματίες στον αγώνα εναντίον των Ιταλών. Η δράση της Ελληνικής Αεροπορίας συνεχίστηκε αμείωτη τόσο κατά τη μεγάλη εαρινή επίθεση του Μαρτίου του 1941, η οποία αντιμετωπίσθηκε με επιτυχία, όσο και κατά τη Γερμανική εισβολή και τη σύγκρουση με τη Luftwaffe. Η Ελληνική Αεροπορία κατά τη διάρκεια της Ιταλικής και Γερμανικής εισβολής έχασε 52 πιλότους και κατερρίφθησαν συνολικά 64 εχθρικά αεροσκάφη, ενώ πιθανολογείται η κατάρριψη άλλων 24. Η εισβολή των Γερμανών στην Ελλάδα την 6η Απριλίου 1941 με δύναμη άνω των 1.000 αεροσκαφών βρήκε την Αεροπορία αρκετά αποδυναμωμένη. Παρά την χαοτική διαφορά δυναμικότητας, τα Ελληνικά καταδιωκτικά κατέρριψαν 4 Γερμανικά αεροσκάφη. Τα περισσότερα Ελληνικά αεροσκάφη, που είχαν απομείνει από τον εξάμηνο πόλεμο, καταστράφηκαν από τις μαζικές επιθέσεις της Luftwaffe στα Ελληνικά αεροδρόμια. Ακόμα 6 χάθηκαν σε αερομαχίες. Μόλις 14 από τη συνολική δύναμη κατάφεραν να διαφύγουν στη Μ. Ανατολή.
Κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων της περιόδου 1940-1941, οι Μοίρες Δίωξης εκτέλεσαν 804 πολεμικές αποστολές, που αντιστοιχούν σε 1530 ώρες πτήσης. Αντίστοιχα, τα βομβαρδιστικά αεροσκάφη εκτέλεσαν 237 πολεμικές αποστολές, πετώντας 926 ώρες. Τέλος, τα αεροσκάφη Στρατιωτικής Συνεργασίας πέταξαν αντίστοιχα 252 ώρες σε πολεμικές αποστολές. Κατά τη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής η Ελληνική Αεροπορία ανασυγκροτήθηκε στη Μέση Ανατολή με 5 αεροσκάφη Avro Anson, τα οποία είχαν διαφύγει με τα πληρώματα τους εκεί μετά την κατάρρευση του μετώπου. Με τη συμβολή της RAF συγκροτήθηκαν δύο Ελληνικές Μοίρες Διώξεως με αεροσκάφη τύπου Supermarine Spitfire, Hawker Hurricane και Martin Baltimore. Παράλληλα δημιουργήθηκαν μονάδες επισκευής και τεχνικής εκπαιδεύσεως στη Γάζα της Παλαιστίνης, καθώς και κέντρα εκπαίδευσης στη Νότια Ροδεσία. Η δραστηριότητα των Ελληνικών μοιρών περιελάμβανε συνοδείες νηοπομπών, ανθυποβρυχιακές έρευνες, επιθετικές περιπολίες, αναγνωρίσεις, επιθέσεις και αναχαιτίσεις της εχθρικής αεροπορίας. Το καλοκαίρι του 1943 οι Ελληνικές Μοίρες Διώξεως πήραν μέρος στις μεγάλες επιδρομές που σχεδίαζαν οι Σύμμαχοι για την προσβολή Γερμανικών στρατιωτικών στόχων στην Κρήτη. Οι απώλειες της Ελληνικής Αεροπορίας ανήλθαν σε 86 αξιωματικούς και υπαξιωματικούς.
Επιχειρήσεις στη Μ. Ανατολή και την Ιταλία
Μετά την κατάκτηση της Ελλάδας από τους Γερμανούς, ένα σημαντικό κομμάτι του προσωπικού μαζί με το υλικό που δεν καταστράφηκε, διέφυγαν στη Μ. Ανατολή. Την ανώτατη διοίκηση της Αεροπορίας στη Μέση Ανατολή ασκούσε το Υπουργείο Αεροπορίας, με έδρα το Κάιρο. Στη Γάζα της Παλαιστίνης δημιουργήθηκαν μονάδες επισκευής και τεχνικής εκπαιδεύσεως. Στα κέντρα Νοτίου Ροδεσίας και Αφρικής παρέχονταν εκπαίδευση σε δόκιμους χειριστές και άλλες τεχνικές ειδικότητες, οι οποίοι ενώθηκαν με τον πυρήνα, που είχε σταλεί από τον Ιανουάριο του 1941, στο Ιράκ (Χαμπανίγια) για εκπαίδευση από τους Βρετανούς. Στο πλαίσιο της ανασυγκρότησης της Αεροπορίας οργανώθηκαν τρεις Μοίρες, που υπήχθησαν επιχειρησιακά στη RAF. Αρχικά οργανώθηκε η 13η Μοίρα Ελαφρού Βομβαρδισμού (ΜΕΒ), με δύναμη 5 αεροπλάνων Anson Mk I. Η Μοίρα ανέλαβε αποστολές από τον Ιούνιο του 1941, ενώ το Νοέμβριο παρέλαβε αεροσκάφη Bristol Blenheim MkIV, τα οποία ανέλαβαν κυρίως ανθυποβρυχιακές αποστολές, ενώ τον Ιανουάριο του 1943 ενισχύθηκε και με Bristol Blenheim MkV Bisley. Τον Αύγουστο του 1943, παρέλαβε τα βομβαρδιστικά Martin A-30 Baltimore MkIII/IV/V και συνέχισε τις επιχειρήσεις συνοδείας νηοπομπών και ανθυποβρυχιακού πολέμου. Κατά τη μετακίνηση των Ελληνικών Μοιρών στην Ιταλία, η 13η Μοίρα, επιχείρησε εντατικά σε αποστολές βομβαρδισμού, εναντίον των Γερμανών στην Γιουγκοσλαβία. Τον Οκτώβριο του 1941 δημιουργήθηκε η 335 Βασιλική Ελληνική Μοίρα Διώξεως (ΒΕΜΔ) με αεροσκάφη Hawker Hurricane MkI και στη συνέχεια με Hawker Hurricane MkII, μέχρι τον Δεκέμβριο του 1943, οπότε και αντικαταστάθηκαν με Supermarine Spitfire Mk Vb/Vc. Σημαντική όσο και συμβολική ήταν η δράση της Μοίρας, εναντίον του Ιταλικού Στρατηγείου Μ. Ανατολής, την 28η Οκτωβρίου 1942. Σε ανάλογο πλαίσιο και με τον ίδιο εξοπλισμό οργανώθηκε και η 336 ΒΕΜΔ, τον Φεβρουάριο του 1943. Οι δύο Μοίρες ανέλαβαν πλήθος αποστολών αναχαίτισης και συνοδείας, αλλά και περιπολίες του εναέριου χώρου. Σημαντική ήταν η συμβολή όλων των Ελληνικών Μοιρών, κατά τις συμμαχικές αεροπορικές επιδρομές στην Κρήτη, από τον Ιούλιο έως τον Νοέμβριο του 1943. Αξίζει να ενημερωθούμε για την κατάρριψη τριών Γερμανικών αεροσκαφών, από τα Ελληνικά καταδιωκτικά, καθώς και τη συμμετοχή τους στις μεγάλες επιδρομές που έχουν σχεδιάσει οι σύμμαχοι για την προσβολή Γερμανικών στρατιωτικών στόχων στην Κρήτη, στρατηγικό ορμητήριο των Γερμανών προς τη Μ. Ανατολή, το θέρος του 1943. Το Φθινόπωρο του 1944, οι 335 και 336 ΒΕΜΔ μετακινήθηκαν στην Ιταλία, όπου συνέχισαν τις αποστολές δίωξης μαζί με σημαντικό πλήθος αποστολών προσβολής επίγειων στόχων. Το συνολικό πτητικό έργο των 335 και 336 ΒΕΜΔ ανέρχεται σε 32.927 ώρες πτήσης από τις οποίες οι 13616 σε πολεμικές αποστολές, ενώ η 13η Μοίρα εκτέλεσε 6166 αποστολές. Το τίμημα ήταν βαρύ με 69 πεσόντες, ενώ ακόμα 29 απεβίωσαν κατά την αντίσταση εναντίον του κατακτητή ή λόγω κακουχιών κατά τη Γερμανική κατοχή.
Μετά την υποχώρηση των Γερμανικών δυνάμεων από την Ελλάδα το 1944 η Ελληνική Αεροπορία επέστρεψε στη χώρα, όπου και έλαβε μέρος στον Συμμοριτοπόλεμο στο πλευρό του Εθνικού Στρατού, που κράτησε μέχρι το 1949. Μετακινήθηκαν στην Β. Ελλάδα στο αεροδρόμιο του Σέδες η 335 Μοίρα Ελληνικής Βασιλικής Αεροπορίας (ΜΕΒΑ) και η 336 ΜΕΒΑ. Οι δύο Μοίρες, με βάση το αεροδρόμιο του Σέδες και χρησιμοποιώντας αρκετά βοηθητικά αεροδρόμια στη Θεσσαλία και τη Β. Ελλάδα, ενίσχυσαν τον Ελληνικό Στρατό στις επιχειρήσεις εναντίον των δυνάμεων του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας σε ολόκληρη τη χώρα και κυρίως στην Κεντρική και Βόρεια Ελλάδα. Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιήθηκαν διάφορες εκδόσεις του Supermarine Spitfire, καθώς και εκπαιδευτικά North American T-6 Texan / Harvard που δρούσαν ως αεροσκάφη παρατήρησης και συνεργασίας με τις δυνάμεις του Στρατού καθώς και για αποστολές ελαφρού βομβαρδισμού. Το δυναμικό της Αεροπορίας ενισχύθηκε από το 1947 με νεώτερες εκδόσεις του Supermarine Spitfire, όπως τα Mk IXe/Mk XVI, με τα οποία οργανώθηκε και τρίτη Μοίρα, η 337. Σημαντικό ρόλο στις επιχειρήσεις είχαν οι αποστολές παρατήρησης, που ανέλαβαν κυρίως αεροσκάφη North American T-6 Texan / Harvard. Οι παράλληλες δυνατότητες αερομεταφορών της Αεροπορίας αναπτύχθηκαν σημαντικά για πρώτη φορά στην ιστορία της, με την απόκτηση μεταγωγικών Douglas C-47 Dakota και τη χρήση των ξεπερασμένων βομβαρδιστικών Vickers Wellington MkXIII. Η επιστροφή των Martin A-30 Baltimore στη RAF, το Σεπτέμβριο του 1945, άφησε την Αεροπορία χωρίς ικανά βομβαρδιστικά, με αποτέλεσμα οι επιχειρήσεις εναντίον οχυρωμένων θέσεων στις ορεινές περιοχές να έχουν μικρή αποτελεσματικότητα. Η απόκτηση των ικανότατων βομβαρδιστικών κάθετης εφόρμησης τύπου Curtiss SB2C-5 Helldiver από τις ΗΠΑ και η αξιοποίησή τους από την 336 Μοίρα Ελαφρού Βομβαρδισμού, οδήγησε στην επίσπευση του τέλους του πολέμου.
http://www.elkosmos.gr/i-istoria-tis-polemikis-aeroporias-1911-1949/
No comments :
Post a Comment