«Εκρηξη» των νόμιμων παρακολουθήσεων των επικοινωνιών των πολιτών, οι οποίες στην πλειονότητά τους γίνονται με την αόριστη επίκληση λόγων εθνικής ασφάλειας με αποτέλεσμα οι πολίτες – ακόμα και όταν δεν αποδεικνύεται εμπλοκή τους σε κάποια υπόθεση - να μην ενημερώνονται ποτέ για προσωπικά τους δεδομένα που έχουν καταγραφεί και αποθηκευτεί, διαπιστώνει η έκθεση πεπραγμένων της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ) για το 2019. Βάσει των στοιχείων της Αρχής, το απόρρητο αίρεται με συχνότητα πενταπλασίως υψηλότερη για λόγους διασυνδεόμενους με την προάσπιση της εθνικής ασφάλειας σε σχέση με άρσεις που αφορούν τη διακρίβωση άλλων εγκλημάτων.
Η Αρχή αφού επισημαίνει ότι το απόρρητο κινδυνεύει ειδικότερα από τη συνεχή ανάπτυξη των τεχνολογιών παρακολούθησης, ηλεκτρονικής πειρατείας που χρησιμοποιούνται με βάση νόμιμες διαδικασίες ή παράνομα και κακόβουλα, αποκαλύπτει ότι «Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται σε όλες τις χώρες και στην Ελλάδα μια εντυπωσιακή αύξηση των νομίμων παρακολουθήσεων των επικοινωνιών των πολιτών, είτε αυτές διενεργούνται μέσω σταθερής ή κινητής τηλεφωνίας, είτε μέσω μηνυμάτων που ανταλλάσσονται με άλλα μέσα και εφαρμογές. Με τον όρο «νόμιμες» εννοούνται οι παρακολουθήσεις που γίνονται με βάση μια προδιαγεγραμμένη στο νόμο διαδικασία, συνήθως με αίτηση μιας δημόσιας υπηρεσίας και έγκριση της αίτησης από δικαστική αρχή».
Η ΑΔΑΕ τονίζει ότι οι αιτίες του φαινομένου είναι πολλές συμπεριλαμβανομένης της ανάγκης καταπολέμησης της τρομοκρατίας ή της βαριάς εγκληματικότητας (διακίνηση ναρκωτικών, σωματεμπορία, παιδική πορνογραφία, εγκλήματα στον κυβερνοχώρο κ.ά.) προσθέτοντας πως δεδομένου ότι πρόκειται για υπαρκτές απειλές και κινδύνους, «η επίκληση των λόγων αυτών από κρατικές υπηρεσίες πληροφοριών ή διωκτικές αρχές είναι κατ’ αρχήν θεμιτή για την άμυνα κρατών και κοινωνιών. Ωστόσο, πάντα ελλοχεύει ο κίνδυνος της κατάχρησης όταν αρκεί η αόριστη επίκληση λόγων εθνικής ασφάλειας» σημειώνεται στην έκθεση.
Τέτοιου είδους αιτήματα άρσης απορρήτου μάλιστα φαίνεται ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο να απορριφθούν «προ της επίκλησης απειλής κατά της εθνικής ασφάλειας» και «με κίνδυνο να υπάρξει τελικά κάποια διακινδύνευση στον τομέα αυτό». Οι συνέπειες ωστόσο αυτής της πρακτικής είναι μείζονος σημασίας καθώς, όπως διαπιστώνει η έκθεση της Αρχής, «Το αποτέλεσμα είναι ότι μπορεί να υποκλαπούν τηλεφωνικές συνομιλίες προσώπων, για τα οποία εκ των υστέρων δεν αποδείχτηκε τίποτε, ενώ αυτά δεν θα πληροφορηθούν ποτέ ότι προσωπικά τους δεδομένα έχουν καταγραφεί και αποθηκευτεί. Υπάρχει ακόμη ο κίνδυνος υπέρβασης της δοθείσης δικαστικής έγκρισης ή των χωρικών παρακολουθήσεων».
Από αυτές τις μαζικές άρσεις μάλιστα ενδεχομένως ανακύπτουν ζητήματα συμβατότητας της εγχώριας διαδικασίας με τους όρους και τις προϋποθέσεις της Ευρωπαικής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Στην ΑΔΑΕ έχει ανατεθεί η ειδικότερη αρμοδιότητα γνωστοποίησης στον θιγόμενο του περιοριστικού μέτρου άρσης του απορρήτου, μετά τη λήξη του και υπό την αναγκαία προϋπόθεση ότι «δε διακυβεύεται ο σκοπός για τον οποίο διατάχθηκε»
Μιλώντας για αυτές τις δυσκολίες, ο πρόεδρος της Αρχής επεσήμανε ότι «η ΑΔΑΕ έχει ένα πολύ δύσκολο έργο, αυτό της στάθμισης δύο εξαιρετικά σημαντικών συνταγματικών αγαθών: της προστασίας της ιδιωτικότητας και του απορρήτου των επικοινωνιών και της προστασίας της δημόσιας τάξης και της εθνικής ασφάλειας. Ακούγονται πολλά για την ΑΔΑΕ, αλλά ξεχνούμε ότι έχει ένα κανονιστικό καθεστώς. Δεν είναι ο αστυνόμος των αιθέρων, δεν έχει επιχειρησιακή αρμοδιότητα, δεν έχει εκτελεστικές εξουσίες». Αλλωστε και στην έκθεση το καθεστώς που διέπει την Αρχή, χαρακτηρίζεται «απαρχαιωμένο και δυσλειτουργικό».
Σύμφωνα με τα στοιχεία της έκθεσης πεπραγμένων, μόνο το 2019 παρελήφθησαν από την ΑΔΑΕ :
ΔΙΑΒΑΣΤΕ: https://www.ethnos.gr/ellada/166414_ekrixi-ton-nomimon-parakoloythiseon-me-tin-epiklisi-logon-ethnikis-asfaleias
Η Αρχή αφού επισημαίνει ότι το απόρρητο κινδυνεύει ειδικότερα από τη συνεχή ανάπτυξη των τεχνολογιών παρακολούθησης, ηλεκτρονικής πειρατείας που χρησιμοποιούνται με βάση νόμιμες διαδικασίες ή παράνομα και κακόβουλα, αποκαλύπτει ότι «Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται σε όλες τις χώρες και στην Ελλάδα μια εντυπωσιακή αύξηση των νομίμων παρακολουθήσεων των επικοινωνιών των πολιτών, είτε αυτές διενεργούνται μέσω σταθερής ή κινητής τηλεφωνίας, είτε μέσω μηνυμάτων που ανταλλάσσονται με άλλα μέσα και εφαρμογές. Με τον όρο «νόμιμες» εννοούνται οι παρακολουθήσεις που γίνονται με βάση μια προδιαγεγραμμένη στο νόμο διαδικασία, συνήθως με αίτηση μιας δημόσιας υπηρεσίας και έγκριση της αίτησης από δικαστική αρχή».
Η ΑΔΑΕ τονίζει ότι οι αιτίες του φαινομένου είναι πολλές συμπεριλαμβανομένης της ανάγκης καταπολέμησης της τρομοκρατίας ή της βαριάς εγκληματικότητας (διακίνηση ναρκωτικών, σωματεμπορία, παιδική πορνογραφία, εγκλήματα στον κυβερνοχώρο κ.ά.) προσθέτοντας πως δεδομένου ότι πρόκειται για υπαρκτές απειλές και κινδύνους, «η επίκληση των λόγων αυτών από κρατικές υπηρεσίες πληροφοριών ή διωκτικές αρχές είναι κατ’ αρχήν θεμιτή για την άμυνα κρατών και κοινωνιών. Ωστόσο, πάντα ελλοχεύει ο κίνδυνος της κατάχρησης όταν αρκεί η αόριστη επίκληση λόγων εθνικής ασφάλειας» σημειώνεται στην έκθεση.
Τέτοιου είδους αιτήματα άρσης απορρήτου μάλιστα φαίνεται ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο να απορριφθούν «προ της επίκλησης απειλής κατά της εθνικής ασφάλειας» και «με κίνδυνο να υπάρξει τελικά κάποια διακινδύνευση στον τομέα αυτό». Οι συνέπειες ωστόσο αυτής της πρακτικής είναι μείζονος σημασίας καθώς, όπως διαπιστώνει η έκθεση της Αρχής, «Το αποτέλεσμα είναι ότι μπορεί να υποκλαπούν τηλεφωνικές συνομιλίες προσώπων, για τα οποία εκ των υστέρων δεν αποδείχτηκε τίποτε, ενώ αυτά δεν θα πληροφορηθούν ποτέ ότι προσωπικά τους δεδομένα έχουν καταγραφεί και αποθηκευτεί. Υπάρχει ακόμη ο κίνδυνος υπέρβασης της δοθείσης δικαστικής έγκρισης ή των χωρικών παρακολουθήσεων».
Από αυτές τις μαζικές άρσεις μάλιστα ενδεχομένως ανακύπτουν ζητήματα συμβατότητας της εγχώριας διαδικασίας με τους όρους και τις προϋποθέσεις της Ευρωπαικής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Στην ΑΔΑΕ έχει ανατεθεί η ειδικότερη αρμοδιότητα γνωστοποίησης στον θιγόμενο του περιοριστικού μέτρου άρσης του απορρήτου, μετά τη λήξη του και υπό την αναγκαία προϋπόθεση ότι «δε διακυβεύεται ο σκοπός για τον οποίο διατάχθηκε»
Μιλώντας για αυτές τις δυσκολίες, ο πρόεδρος της Αρχής επεσήμανε ότι «η ΑΔΑΕ έχει ένα πολύ δύσκολο έργο, αυτό της στάθμισης δύο εξαιρετικά σημαντικών συνταγματικών αγαθών: της προστασίας της ιδιωτικότητας και του απορρήτου των επικοινωνιών και της προστασίας της δημόσιας τάξης και της εθνικής ασφάλειας. Ακούγονται πολλά για την ΑΔΑΕ, αλλά ξεχνούμε ότι έχει ένα κανονιστικό καθεστώς. Δεν είναι ο αστυνόμος των αιθέρων, δεν έχει επιχειρησιακή αρμοδιότητα, δεν έχει εκτελεστικές εξουσίες». Αλλωστε και στην έκθεση το καθεστώς που διέπει την Αρχή, χαρακτηρίζεται «απαρχαιωμένο και δυσλειτουργικό».
Σύμφωνα με τα στοιχεία της έκθεσης πεπραγμένων, μόνο το 2019 παρελήφθησαν από την ΑΔΑΕ :
ΔΙΑΒΑΣΤΕ: https://www.ethnos.gr/ellada/166414_ekrixi-ton-nomimon-parakoloythiseon-me-tin-epiklisi-logon-ethnikis-asfaleias
No comments :
Post a Comment