Μετά τη προηγηθείσα συμμαχία των Βαλκανικών κρατών, (Σερβία, Μαυροβούνιο, Ελλάδα, και Βουλγαρία), στις 30 Σεπτεμβρίου του 1912 οι βαλκανικές αυτές χώρες έστειλαν συλλογικά τελεσίγραφο στην Τουρκία με το οποίο ζητούσαν την διασφάλιση της αυτονομίας των εθνικών μειονοτήτων τους, που ζούσαν στο έδαφός της. Η Τουρκία όπως ήταν φυσικό απέρριψε το τελεσίγραφο αυτό, που έμεινε στην ιστορία γνωστό ως Διακοίνωση των Τεσσάρων Χριστιανικών Κρατών με αποτέλεσμα η σύγκρουση να είναι πλέον αναπόφευκτη. Οι εξελίξεις που ακολούθησαν υπήρξαν ραγδαίες. Ο πόλεμος αυτός κηρύχθηκε επίσημα στις 9 Οκτωβρίου του 1912, ακριβώς ημερομηνία που εξέπνεε το τελεσίγραφο, πλην όμως οι επιστρατεύσεις στις σύμμαχες Χώρες ξεκίνησαν πέντε ημέρες πριν. Αξίζει να αναφερθεί επίσης ότι την τελευταία στιγμή η Οθωμανική αυτοκρατορία πρότεινε στην Ελλάδα να μη συμμετάσχει στον πόλεμο, με αντάλλαγμα την οριστική εκχώρηση της Κρήτης στην Ελλάδα.Ο Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος έληξε με την υπογραφή της Συνθήκης Λονδίνου (1913) που συνομολογήθηκε μεταξύ των νικητών συμμάχων, (Ελλάδας-Βουλγαρίας, Μαυροβουνίου και Σερβίας) αφενός και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αφετέρου. Από το καλοκαίρι του 1912 ο κίνδυνος πολεμικής ανάφλεξης στα Βαλκάνια φαίνονταν κάτι παραπάνω από υπαρκτός, ιδιαίτερα από μέρους της Βουλγαρίας και του Μαυροβουνίου, που είχαν συνάψει ήδη συμφωνία κοινής επιθέσεως εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Η στρατιωτική προετοιμασία της Ελλάδας ήταν από τους κύριους στόχους του κινήματος στου Γουδή το 1909. Ως ακόλουθο αυτών των ετοιμασιών στα μέσα Ιανουαρίου 1912 έφτασε στην Ελλάδα γαλλική αποστολή για την εκπαίδευση του στρατού. Αντίστοιχη βρετανική αποστολή έφτασε στις 11 Απριλίου για την εκπαίδευση του στόλου. Ένα ακόμη μέλημα του Ελ. Βενιζέλου ήταν να αποκατασταθεί η ενότητα στο στράτευμα. Για αυτό το λόγο, τον Μάρτιο του 1912 επανέφερε τον διάδοχο Κωνσταντίνο, ο οποίος είχε απομακρυνθεί μετά το κίνημα του 1909. Επίσης, πραγματοποιήθηκαν μεγάλες παραγγελίες σε στρατιωτικό εξοπλισμό, οι οποίες ήταν εφικτό να πραγματοποιηθούν χάρη στην θεαματική ανόρθωση της ελληνικής οικονομίας. Το θωρηκτό «Γεώργιος Αβέρωφ», αποτέλεσε την πιο σύγχρονη μονάδα και ταυτόχρονα σύμβολο της υπεροπλίας του ελληνικού στόλου. Ο ελληνικός στρατός τις παραμονές του πολέμου ανέρχονταν σε δύναμη 135.000 ανδρών. Από το φθινόπωρο του 1911, μέχρι τις παραμονές του πολέμου, όλα τα βαλκανικά κράτη: Βουλγαρία, Ελλάδα, Σερβία, Μαυροβούνιο επιδόθηκαν σε μαραθώνιο μυστικών διαπραγματεύσεων, που κατέληξαν σε μία σειρά από διμερείς συνθήκες και στρατιωτικές συμβάσεις. Αυτό το πλέγμα διμερών σχέσεων ονομάστηκε «Βαλκανικός Συνασπισμός». Οι διαπραγματεύσεις και τα κείμενα των συνθηκών που κατέληξαν χαρακτηρίστηκαν από απόλυτη μυστικότητα. Στην Ελλάδα εκτός από τον Βενιζέλο και τον Βασιλιά Γεώργιο ελάχιστοι γνώριζαν την ύπαρξη και την πορεία των διαπραγματεύσεων. Ο ίδιος ο Βενιζέλος όταν διαπραγματευόταν με τον Βούλγαρο πρωθυπουργό, δεν γνώριζε το κείμενο της σερβοβουλγαρικής συνθήκης. Πολύ περισσότερο, πλήρη άγνοια είχαν οι Μεγάλες Δυνάμεις με την εξαίρεση της Ρωσίας, η οποία υποστήριξε την σερβοβουλγαρική προσέγγιση.
Έναρξη πολέμου
Στις 4 Οκτωβρίου 1912 η Οθωμανική Αυτοκρατορία κήρυξε τον πόλεμο κατά της Βουλγαρίας και της Σερβίας. Με την Ελλάδα απέφυγε να κηρύξει τον πόλεμο ελπίζοντας ακόμα σε ειρηνικό διακανονισμό. Την αμέσως όμως επόμενη ημέρα, η ελληνική κυβέρνηση κήρυξε εκείνη τον πόλεμο ως μέλος του Βαλκανικού Συνασπισμού.Σύμφωνα με το σχέδιο επίθεσης, ο στρατός Θεσσαλίας με διοικητή τον διάδοχο Κωνσταντίνο θα αναλάμβανε το κύριο βάρος των επιχειρήσεων. Ο στρατός Ηπείρου με διοικητή τον στρατηγό Κωνσταντίνο Σαπουτζάκη θα αναλάμβανε δευτερεύοντα ρόλο, μέχρι την ολοκλήρωση του έργου του στρατού Θεσσαλίας. Με την κήρυξη του πολέμου, ο στρατός Θεσσαλίας πέρασε το σύνορα με στόχο την κατάληψη της Μακεδονίας. Στην πορεία του βόρεια αντιμετώπισε αρχικά μικρές τουρκικές δυνάμεις, καθώς ο κύριος στόχος του τουρκικού στρατού επικεντρώθηκε στην αντιμετώπιση των βουλγαρικών δυνάμεων στην Θράκη. Στις 6 Οκτωβρίου οι ελληνικές δυνάμεις, με επικεφαλής τον διάδοχο Κωνσταντίνο, μπήκαν στην Ελασσόνα και την επόμενη μέρα βρέθηκαν στα στενά του Σαρανταπόρου, που υπερασπίζονταν ισχυρές τουρκικές δυνάμεις. Η ελληνική επίθεση άρχισε το απόγευμα στις 9 Οκτωβρίου και ολοκληρώθηκε την επομένη με την αποχώρηση των Τούρκων, οι οποίοι εγκατέλειψαν στο πεδίο της μάχης ολόκληρο το πυροβολικό τους. Ο ελληνικός στρατός εισήλθε στα Σέρβια και αμέσως μετά προωθήθηκε ως τον ποταμό Αλιάκμονα. Στις 11 Οκτωβρίου μπήκε στην Κοζάνη. Το Γενικό Στρατηγείο, που επικεφαλής του ήταν ο Κωνσταντίνος, αποφάσισε να κινηθεί ο ελληνικός στρατός βόρεια, με κατεύθυνση προς το Μοναστήρι και να συναντήσει τον σερβικό στρατό. Η κυβέρνηση Ελ. Βενιζέλου, όμως, διαφώνησε και έκρινε ότι είναι επιτακτική η ανάγκη ο στρατός να κινηθεί χωρίς καμία καθυστέρηση προς Θεσσαλονίκη, προς την οποία κατευθύνονταν δυνάμεις του βουλγαρικού στρατού από τα βορειοδυτικά. Είναι χαρακτηριστική η περίφημη φράση του Βενιζέλου στον διάδοχο Κωνσταντίνο «σας απαγορεύω να πάτε στο Μοναστήρι, θα πάτε να απελευθερώσετε τη Θεσσαλονίκη». Ο Βενιζέλος αναγκάστηκε να κάνει χρήση του αξιώματός του και να στείλει τον βασιλέα Γεώργιο Α’ στο μέτωπο για να κάμψει την αντίσταση του Κωνσταντίνου και να κατευθύνει τον ελληνικό στρατό προς τη Θεσσαλονίκη.
Το διάγγελμα του Βασιλέος Κων/νου κατά την έναρξη των Βαλκανικών Πολέμων
"Προς τον λαόν μου,
Αι ιεραί υποχρεώσεις προς την φιλτάτην πατρίδα, προς τους υποδούλους αδελφούς μας και προς την ανθρωπότητα επιβάλλουσιν εις το Κράτος, μετά την αποτυχίαν των ειρηνικών προσπαθειών του προς επίτευξιν και εξασφάλισιν των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των υπό των Τουρκικόν ζυγόν Χριστιανών, όπως δια των όπλων θέση τέρμα εις την δυστυχίαν ην ούτοι υφίστανται από τόσων αιώνων. Η Ελλάς πάνοπλος μετά των συμμάχων αυτής, εμπνεομένων υπό των αυτών συναισθημάτων και συνδεομένων δια κοινών υποχρεώσεων, αναλαμβάνει τον ιερόν αγώνα του δικαίου και της ελευθερίας των καταδυναστευομένων λαών της Ανατολής. Ο κατά ξηράν και θάλασσαν στρατός ημών, εν πλήρει συναισθήσει του καθήκοντος αυτού προς το Έθνος και την Χριστιανοσύνην, μνήμων των εθνικών αυτού παραδόσεων και υπερήφανος δια την ηθικήν αυτού υπεροχήν κατ’ αξίαν, αποδύεται μετά πίστεως εις τον αγώνα όπως δια του τιμίου αυτού αίματος αποδώση την ελευθερίαν εις τους τυραννουμένους.Η Ελλάς, μετά των αδελφών συμμάχων κρατών, θα επιδιώξη πάση θυσία τον ιερόν αυτόν σκοπόν.Επικαλούμεθα δε την αρωγήν του Υψίστου εν τω δικαιωτάτω τούτω αγώνι του πολιτισμού και ανακράζομεν: Ζήτω η Ελλάς! Ζήτω το Έθνος!"
Αθήναι 5 Οκτωβρίου 1912
Η στρατιωτική προετοιμασία της Ελλάδας ήταν από τους κύριους στόχους του κινήματος στου Γουδή το 1909. Ως ακόλουθο αυτών των ετοιμασιών στα μέσα Ιανουαρίου 1912 έφτασε στην Ελλάδα γαλλική αποστολή για την εκπαίδευση του στρατού. Αντίστοιχη βρετανική αποστολή έφτασε στις 11 Απριλίου για την εκπαίδευση του στόλου. Ένα ακόμη μέλημα του Ελ. Βενιζέλου ήταν να αποκατασταθεί η ενότητα στο στράτευμα. Για αυτό το λόγο, τον Μάρτιο του 1912 επανέφερε τον διάδοχο Κωνσταντίνο, ο οποίος είχε απομακρυνθεί μετά το κίνημα του 1909. Επίσης, πραγματοποιήθηκαν μεγάλες παραγγελίες σε στρατιωτικό εξοπλισμό, οι οποίες ήταν εφικτό να πραγματοποιηθούν χάρη στην θεαματική ανόρθωση της ελληνικής οικονομίας. Το θωρηκτό «Γεώργιος Αβέρωφ», αποτέλεσε την πιο σύγχρονη μονάδα και ταυτόχρονα σύμβολο της υπεροπλίας του ελληνικού στόλου. Ο ελληνικός στρατός τις παραμονές του πολέμου ανέρχονταν σε δύναμη 135.000 ανδρών. Από το φθινόπωρο του 1911, μέχρι τις παραμονές του πολέμου, όλα τα βαλκανικά κράτη: Βουλγαρία, Ελλάδα, Σερβία, Μαυροβούνιο επιδόθηκαν σε μαραθώνιο μυστικών διαπραγματεύσεων, που κατέληξαν σε μία σειρά από διμερείς συνθήκες και στρατιωτικές συμβάσεις. Αυτό το πλέγμα διμερών σχέσεων ονομάστηκε «Βαλκανικός Συνασπισμός». Οι διαπραγματεύσεις και τα κείμενα των συνθηκών που κατέληξαν χαρακτηρίστηκαν από απόλυτη μυστικότητα. Στην Ελλάδα εκτός από τον Βενιζέλο και τον Βασιλιά Γεώργιο ελάχιστοι γνώριζαν την ύπαρξη και την πορεία των διαπραγματεύσεων. Ο ίδιος ο Βενιζέλος όταν διαπραγματευόταν με τον Βούλγαρο πρωθυπουργό, δεν γνώριζε το κείμενο της σερβοβουλγαρικής συνθήκης. Πολύ περισσότερο, πλήρη άγνοια είχαν οι Μεγάλες Δυνάμεις με την εξαίρεση της Ρωσίας, η οποία υποστήριξε την σερβοβουλγαρική προσέγγιση.
Έναρξη πολέμου
Στις 4 Οκτωβρίου 1912 η Οθωμανική Αυτοκρατορία κήρυξε τον πόλεμο κατά της Βουλγαρίας και της Σερβίας. Με την Ελλάδα απέφυγε να κηρύξει τον πόλεμο ελπίζοντας ακόμα σε ειρηνικό διακανονισμό. Την αμέσως όμως επόμενη ημέρα, η ελληνική κυβέρνηση κήρυξε εκείνη τον πόλεμο ως μέλος του Βαλκανικού Συνασπισμού.Σύμφωνα με το σχέδιο επίθεσης, ο στρατός Θεσσαλίας με διοικητή τον διάδοχο Κωνσταντίνο θα αναλάμβανε το κύριο βάρος των επιχειρήσεων. Ο στρατός Ηπείρου με διοικητή τον στρατηγό Κωνσταντίνο Σαπουτζάκη θα αναλάμβανε δευτερεύοντα ρόλο, μέχρι την ολοκλήρωση του έργου του στρατού Θεσσαλίας. Με την κήρυξη του πολέμου, ο στρατός Θεσσαλίας πέρασε το σύνορα με στόχο την κατάληψη της Μακεδονίας. Στην πορεία του βόρεια αντιμετώπισε αρχικά μικρές τουρκικές δυνάμεις, καθώς ο κύριος στόχος του τουρκικού στρατού επικεντρώθηκε στην αντιμετώπιση των βουλγαρικών δυνάμεων στην Θράκη. Στις 6 Οκτωβρίου οι ελληνικές δυνάμεις, με επικεφαλής τον διάδοχο Κωνσταντίνο, μπήκαν στην Ελασσόνα και την επόμενη μέρα βρέθηκαν στα στενά του Σαρανταπόρου, που υπερασπίζονταν ισχυρές τουρκικές δυνάμεις. Η ελληνική επίθεση άρχισε το απόγευμα στις 9 Οκτωβρίου και ολοκληρώθηκε την επομένη με την αποχώρηση των Τούρκων, οι οποίοι εγκατέλειψαν στο πεδίο της μάχης ολόκληρο το πυροβολικό τους. Ο ελληνικός στρατός εισήλθε στα Σέρβια και αμέσως μετά προωθήθηκε ως τον ποταμό Αλιάκμονα. Στις 11 Οκτωβρίου μπήκε στην Κοζάνη. Το Γενικό Στρατηγείο, που επικεφαλής του ήταν ο Κωνσταντίνος, αποφάσισε να κινηθεί ο ελληνικός στρατός βόρεια, με κατεύθυνση προς το Μοναστήρι και να συναντήσει τον σερβικό στρατό. Η κυβέρνηση Ελ. Βενιζέλου, όμως, διαφώνησε και έκρινε ότι είναι επιτακτική η ανάγκη ο στρατός να κινηθεί χωρίς καμία καθυστέρηση προς Θεσσαλονίκη, προς την οποία κατευθύνονταν δυνάμεις του βουλγαρικού στρατού από τα βορειοδυτικά. Είναι χαρακτηριστική η περίφημη φράση του Βενιζέλου στον διάδοχο Κωνσταντίνο «σας απαγορεύω να πάτε στο Μοναστήρι, θα πάτε να απελευθερώσετε τη Θεσσαλονίκη». Ο Βενιζέλος αναγκάστηκε να κάνει χρήση του αξιώματός του και να στείλει τον βασιλέα Γεώργιο Α’ στο μέτωπο για να κάμψει την αντίσταση του Κωνσταντίνου και να κατευθύνει τον ελληνικό στρατό προς τη Θεσσαλονίκη.
Το διάγγελμα του Βασιλέος Κων/νου κατά την έναρξη των Βαλκανικών Πολέμων
"Προς τον λαόν μου,
Αι ιεραί υποχρεώσεις προς την φιλτάτην πατρίδα, προς τους υποδούλους αδελφούς μας και προς την ανθρωπότητα επιβάλλουσιν εις το Κράτος, μετά την αποτυχίαν των ειρηνικών προσπαθειών του προς επίτευξιν και εξασφάλισιν των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των υπό των Τουρκικόν ζυγόν Χριστιανών, όπως δια των όπλων θέση τέρμα εις την δυστυχίαν ην ούτοι υφίστανται από τόσων αιώνων. Η Ελλάς πάνοπλος μετά των συμμάχων αυτής, εμπνεομένων υπό των αυτών συναισθημάτων και συνδεομένων δια κοινών υποχρεώσεων, αναλαμβάνει τον ιερόν αγώνα του δικαίου και της ελευθερίας των καταδυναστευομένων λαών της Ανατολής. Ο κατά ξηράν και θάλασσαν στρατός ημών, εν πλήρει συναισθήσει του καθήκοντος αυτού προς το Έθνος και την Χριστιανοσύνην, μνήμων των εθνικών αυτού παραδόσεων και υπερήφανος δια την ηθικήν αυτού υπεροχήν κατ’ αξίαν, αποδύεται μετά πίστεως εις τον αγώνα όπως δια του τιμίου αυτού αίματος αποδώση την ελευθερίαν εις τους τυραννουμένους.Η Ελλάς, μετά των αδελφών συμμάχων κρατών, θα επιδιώξη πάση θυσία τον ιερόν αυτόν σκοπόν.Επικαλούμεθα δε την αρωγήν του Υψίστου εν τω δικαιωτάτω τούτω αγώνι του πολιτισμού και ανακράζομεν: Ζήτω η Ελλάς! Ζήτω το Έθνος!"
Αθήναι 5 Οκτωβρίου 1912
No comments :
Post a Comment